Ο πόνος των φτωχών, η τέχνη των αστών

του Δημήτρη Τσίρκα


Εξαιρετικό το νέο έργο του Banksy, τι μαρτυρά όμως για την κοινωνία μας το γεγονός ότι συγκινούμαστε περισσότερο από ένα γκράφιτι για τους άστεγους, παρά από την ίδια τη θέα των αστέγων στην καθημερινότητά μας; Μα, θα αντιτείνει κάποιος, αυτή είναι η δύναμη της τέχνης: να αναπλαισιώνει, να μετατοπίζει την οπτική μας γωνία για τα πράγματα, αποκαλύπτοντας εκείνα που απωθούμε.

Έτσι, το σκίτσο του Banksy επανέφερε το πρόβλημα των αστέγων στον δημόσιο λόγο, τους κατέστησε και πάλι ορατούς, εκεί που περνούσαν απαρατήρητοι μπροστά στα μάτια μας, κινητοποίησε, έστω και πρόσκαιρα, τη συμπάθεια του κόσμου υπέρ τους.

Την ίδια στιγμή, ωστόσο, το γκράφιτι έγινε βάιραλ, μοιράστηκε από εκατομμύρια ανθρώπους, μετατράπηκε σε θέαμα που «καταναλώθηκε» βουλιμικά στα κοινωνικά μέσα και το οποίο θα κάνει τον κύκλο του, για να σβήσει μετά από λίγες μέρες, όταν η προσοχή της εικονικής κοινότητας θα επικεντρωθεί στο επόμενο χάπενιγκ.

Για τούτο βέβαια, δεν ευθύνονται εκείνοι ή ο καλλιτέχνης, έτσι δουλεύει το θεαματικό κύκλωμα, υφαρπάζει το συναισθηματικό φορτίο των ανθρώπων, καπηλεύεται και τις καλύτερες προθέσεις τους, αιχμαλωτίζει τη δημιουργικότητά τους για να τα μεταβολίσει στο αδιαφοροποίητο καύσιμο που κινεί τις μηχανές του.

Και που αφήνει τους άστεγους αυτή η ξαφνική έκρηξη εικόνας και λόγου γύρω από το δράμα τους; Μάλλον εκεί ακριβώς που ήταν και πριν. Ίσως μάλιστα, το σκίτσο να λειτούργησε και ως άλλοθι που έδωσε σε όλους εμάς την ευκαιρία να εκφράσουμε τη συμπάθειά μας για τους άστεγους, δίχως να χρειαστεί να κάνουμε κάτι στ’ αλήθεια για αυτούς.

Δεν τους έφτανε δηλαδή, η ανυπόφορη κατάστασή τους, χρησιμοποιήθηκαν και από πάνω για τη δική μας στιγμιαία συγκινησιακή φόρτιση και ηθική επιβεβαίωση. Πώς το λέει το σύνθημα: «ο πόνος των φτωχών, γίνεται η τέχνη των αστών». Και η απόλαυση των θεατών, θα συμπληρώναμε εμείς.


Άλφα μετά


Εμφανίζεται ξαφνικά
εκεί που δεν την περιμένεις
μέρες τώρα
σκαρώνεις σχέδια
στο χαρτί
όμως η πραγματικότητα εισβάλλει στη στιγμή
και η μορφή της γράφει ξανά 
τον μύθο της αιώνιας επιστροφής
χρόνια πριν γεννηθείς
ήταν εκεί

αυτό που δεν έζησες 
γίνεται... εσύ





----------------------------------------------------------------------------
από τη συλλογή «Ιερουργία της Άνοιξης», Κουρσάλ, 2016

Η καταγωγή των αγγέλων και η ανάδυση της μονοθεϊστικής ιδέας

του Φώτη Τερζάκη

Concert of Angels, El Greco

ΕΝΑΣ ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ απολογητής γράφει: «Ουδείς ίσως κλάδος της Δογματικής εμφανίζει τόσα θεολογούμενα σημεία όσα η αγγελολογία. Πράγματι, το εκ της θείας αποκαλύψεως δεδομένον εις την συνείδησιν της Εκκλησίας φως δεν είναι αρκετόν όπως διαυγάσει πολλάς εκ των όψεων του περί των επουρανίων τούτων όντων θέματος. Αύται, αν και κεντρίζουν την ευσεβή περιέργειαν με ιδιαιτέραν δύναμιν, δεν εκπροσωπούν στοιχεία της πίστεως απαραίτητα δια την σωτηρίαν και πιθανώς ουδέποτε πρόκειται ούτω να γίνουν αντικείμενον γνώσεως βεβαίας εκ μέρους τής επί γης Εκκλησίας».[1]

Δεν βλέπω καλύτερη ομολογία του γεγονότος ότι οι αινιγματικές φιγούρες των αγγέλων είναι ένα στοιχείο ξένο στη ιουδαιοχριστιανική δογματική, επιβίωμα ετερόδοξων ιδεών και επιδράσεων, που οι συστηματικές προσπάθειες να εξημερωθεί είναι καταδικασμένες να αφήνουν πάντα ένα ανησυχητικό φάσμα ασάφειας. Η παρουσία τους είναι ωστόσο ρητή και αδιαμφισβήτητη στα κανονικά κείμενα της Καινής Διαθήκης, όπως άλλωστε και στο Κοράνι. O ίδιος ο Ιησούς διακηρύσσει την ύπαρξη αγγέλων (Μάρκ. η΄ 38, Λουκ. ιε΄ 10, ις΄ 22, κ.α.) και στις κορυφαίες στιγμές του βίου του εμφανίζονται να μαρτυρούν περί αυτού, να τον υμνούν ή να παρεμβαίνουν ως δευτεραγωνιστές στα γεγονότα: ο Γαβριήλ ευαγγελίζεται την έλευσή του (Λουκ. α΄ 26 κ.ε.), «άγγελος Κυρίου» εμφανίζεται στον Ιωσήφ (Ματθ. α΄ 20 κ.ε., β΄ 13, 19, 20) και στους ποιμένες (Λουκ. β΄ 8 κ.ε.), στρατιά ολόκληρη ανυμνεί τον Ύψιστο κατά τη γέννησή του (Λου. β΄ 13, 15), άλλοι τον υπηρετούν στην έρημο μετά την κατανίκηση του πειρασμού (Ματθ. δ΄ 11), άλλος τον ενισχύει στο Όρος των Ελαιών πριν από το πάθος (Λουκ. κβ΄ 43), δύο εξ αυτών βεβαιώνουν την ανάστασή του ενώ κάποιος άλλος κύλησε την πέτρα του μνήματος (Ματθ. κη΄ 2 κ.ε., Μάρκ. ις΄ κ.ε., Λουκ. κδ΄ 4 κ.ε., 23, Ιω. κ΄ 12, 13), δύο επίσης ομιλούν στους μαθητές του για τη Δευτέρα Παρουσία τη στιγμή της Αναλήψεως (Πράξ. α΄ 10, 11)· η αγγελική συμπαράσταση επεκτείνεται και στην πρώτη Εκκλησία, της οποίας ιδίως ο Μιχαήλ, προστάτης του Ισραήλ κατά την Π. Διαθήκη, αναγορεύεται στο εξής προστάτης (Πράξ. ε΄ 19, 20, η΄ 26, ι΄ 3 κ.ε., ιβ΄ 7 κ.ε., 23, κζ΄ 23).

Περί νοικοκυραίων

Αναδημοσιεύουμε σήμερα αυτό το παλαιό κείμενο του Κώστα Δεσποινιάδη από το Πανοπτικόν, που γράφτηκε το τόσο μακρινό και τόσο κοντινό μας 2004, γιατί ορισμένες παρατηρήσεις του ακούγονται σήμερα εξαιρετικά εύστοχα. Το κείμενο περιλαμβάνεται και στο βιβλίο του Πόλεμος και ασφάλεια που εκδόθηκε το 2008.

του Κώστα Δεσποινιάδη

«Καλώ τους Έλληνες νοικοκυραίους να ψηφίσουν ΠΑΣΟΚ για να διασφαλίσουν το μικροαστικό τους όνειρο».

Με αυτά ακριβώς τα λόγια προειδοποιούσε κυνικότατα ο Θ. Πάγκαλος τους υπηκόους του για τους κινδύνους που υπήρχαν αν έχανε το ΠΑΣΟΚ την εξουσία. Πριν μερικά χρόνια μια τέτοια δήλωση δεν θα τολμούσε να την κάνει ούτε ο πλέον συντηρητικός Έλληνας πολιτικός. Το γεγονός ότι σήμερα ο Πάγκαλος δηλώνει κάτι τέτοιο και κανείς δε θίγεται -ούτε καν σε αισθητικό επίπεδο- σημαίνει πάρα πολλά.

Το παράδοξο δεν είναι ότι ένας πρώην σταλινικός αποφασίζει να γίνει ο αυτόκλητος Ζορρό των Ελλήνων νοικοκυραίων. Η κατάντια τόσων και τόσων πρώην αριστερών και ακροαριστερών είναι τέτοια που αυτό είναι πταίσμα. Το παράδοξο είναι ότι αυτοί οι νοικοκυραίοι και η υπεράσπιση του μικροαστικού τους ονείρου είναι επί της ουσίας -είτε αυτό δηλώνεται ρητά είτε όχι- το μήλον της έριδας εν όψει της εκλογικής διαμάχης και όχι μόνο. Είναι το πολυπόθητο αγαθό που σύμπασα η ελληνική κοινωνία πασχίζει να διασφαλίσει. Πρόκειται για μια μετάλλαξη που είχε αρχίσει εδώ και δεκαετίες και σήμερα όχι μόνο έχει ολοκληρωθεί αλλά γίνεται προσπάθεια και για να αποενοχοποιηθεί πλήρως. Και αυτό είναι κάτι που μπορεί εύκολα να το διαπιστώσει ο καθένας σε πολλά επίπεδα.

Ο πάλαι ποτέ κατάπτυστος μπασκίνας είναι πλέον ένας καθώς πρέπει δημόσιος υπάλληλος και αυτοί που πριν λίγα χρόνια τον έβριζαν σήμερα τον θέλουν δίπλα τους. Οι καραβανάδες, άλλοτε περίγελος της κοινωνίας, σήμερα απολαμβάνουν την εκτίμηση του κόσμου που ξεχειλίζει από περηφάνια αν δει τα παιδιά του έστω και…επαγγελματίες οπλίτες. Το αίτημα για ασφάλεια είναι το υπ’ αριθμόν ένα αίτημα της ελληνικής κοινωνίας και ολόκληρου του δυτικού κόσμου. Το παμπάλαιο δίλημμα: ελευθερία ή ασφάλεια, οι νεοέλληνες δεν το αντιμετωπίζουν πλέον ούτε ως σενάριο επιστημονικής φαντασίας όσον αφορά το πρώτο του σκέλος. Η επερχόμενη Ολυμπιάδα δίνει την καλύτερη αφορμή για την πραγματοποίηση αυτού του αιτήματος. Η εκσυγχρονισμένη αστυνομία με ολοσέλιδες καταχωρήσεις στις εφημερίδες μας προειδοποιεί: «η ασφάλεια των Ολυμπιακών αγώνων δεν είναι παιχνίδι. Η αστυνομία θα φροντίσει γι’ αυτήν όχι μόνο κατά τη διάρκεια των αγώνων αλλά και μετά». Οι Έλληνες μπορούν να κοιμούνται ήσυχοι μπροστά στις οθόνες των τηλεοράσεών τους. Η κοινωνία της μηδενικής ανοχής ήρθε και θα μείνει, γιατί μην ξεχνάμε ότι κάποιος πρέπει να προστατέψει τους νοικοκυραίους του Πάγκαλου όχι μόνο από την εγκληματικότητα αλλά και από την τρομοκρατία. Ο παλιός κομμουνιστής, που κυνηγούσε με τα κονσερβοκούτια τους εθνικόφρονες, πέθανε και τη θέση του πήρε ο τρομοκράτης, που κυνηγά τους πρωτοκοσμικούς υπηκόους, χωρίς κονσερβοκούτια αυτή τη φορά, αλλά με υπερσύγχρονα όπλα. Βέβαια, κανείς δεν μας είπε αν οι τρομοκράτες φταίνε και για τους δεκάδες νεκρούς και τραυματίες των ολυμπιακών έργων. Αστεία πράγματα. Οι νεκροί αυτοί είναι ο κόκορας που σφάζεται στα θεμέλια της σύγχρονης Μεγάλης Ιδέας για να στεριώσει. Το ολυμπιακό πανηγυράκι της αρπαχτής και της γκλαμουριάς  είναι στημένο με αίμα. Και κάποιος πρέπει να θυμίσει, διάολε, στους Έλληνες πως σε ποσοστό 98% το ήθελαν αυτό το πανηγυράκι και επομένως και τα δικά τους χέρια είναι λερωμένα. Δεν μπορούν να σφυρίζουν αδιάφορα.

Τα δυσάρεστα όμως, δυστυχώς γι’ αυτούς, δεν σταματούν εδώ.

Με άλλη αφορμή, πάλι ο Θ. Πάγκαλος είχε δηλώσει πως στην Ελλάδα δεν υπάρχει ισχυρό ακροδεξιό κόμμα, όπως συμβαίνει σε πολλές δυτικοευρωπαϊκές χώρες, επειδή οι Έλληνες φασίστες βρίσκονται μέσα στη Νέα Δημοκρατία. Ευσεβείς πόθοι. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει ισχυρό ακροδεξιό κόμμα γιατί οι Έλληνες φασίστες βρίσκονται σε όλο το πολιτικό φάσμα. Μην προσπαθήσετε να τους εντοπίσετε από τα ξυρισμένα κεφάλια και το μιλιτάντ ντύσιμο. Ο φασισμός δεν ξεκινάει από τις ακροδεξιές σέχτες. Τελειώνει εκεί. Ο φασισμός ξεκινάει από τους νοικοκυραίους του Πάγκαλου. Κοστούμια, γραβάτες, ταγιέρ και απλά τζιν αρκούν για να τον ντύσουν. Δεν χρειάζονται αισθητικοί εξτρεμισμοί. Ο φασισμός ξεκινάει από τις καθημερινές μικροσυμπεριφορές. Από τη μήτρα του μικροαστισμού που γεννά τέρατα, όπως το αίτημα για περισσότερη ασφάλεια, η ανακούφιση μπροστά στη θέα του αστυνομικού της γειτονιάς, το κλειδαμπάρωμα πίσω από πόρτες και σιδεριές, το «μην μας ενοχλείτε, μην χτυπάτε τα θυροτηλέφωνα», το «ο δράστης μιλούσε σπαστά ελληνικά», τον εθνικό τσαμπουκά, εκ του ασφαλούς, βέβαια, απέναντι στον κάθε κακομοίρη, τις βόλτες των βορειοελλαδιτών οικογενειαρχών στη βαλκανική γειτονιά για φτηνά ψώνια και φτηνές μπουρδελότσαρκες, μπας και ξεφύγουν από την μικροαστική τους πλήξη.

Οι μέχρι πρότινος καρπαζοεισπράκτορες κάτοικοι της πρώην Ψωροκώσταινας έγιναν ξαφνικά τ’ αφεντικά των Βαλκανίων. Το μικροαστικό τους όνειρο, καταπιεσμένο τόσα χρόνια, έχει πάρει τώρα σάρκα και οστά και δεν είναι διατεθειμένοι να το χάσουν με τίποτα. Λίγοι τριτοκοσμικοί στον πάτο του Αιγαίου, όπως συνέβη στο πρόσφατο ναυάγιο, δεν συγκινούν κανέναν. Οι υπήκοοι του πρώτου κόσμου δεν θέλουν να ξέρουν τίποτα για όλ’ αυτά. Χαζοχαρούμενα και αυτοκαταστροφικά θα συνεχίσουν να καταναλώνουν εμπορεύματα, φόβο, ψέματα και αυταπάτες. Σε αγαστή συνεργασία με τους πεφωτισμένους πολιτικούς ηγέτες τους θα φροντίσουν ώστε να διατηρήσουν το μικροαστικό τους όνειρο, επιβεβαιώνοντας καθημερινά τη φράση του Κλάες Άντερσεν: Να φοβάσαι όσους θέλουν να ζήσουν τη ζωή τους ήσυχα και ειρηνικά. Είναι αδίστακτοι.


----------------------------------------------------------------------
(Πρώτη δημοσίευση, περιοδικό Πανοπτικόν, τχ.6, Μάρτιος 2004
Περιέχεται στο βιβλίο Πόλεμος και ασφάλεια, εκδ. Πανοπτικόν, 2008)

Γιατί οι δεξιοί μισούν το Πολυτεχνείο

Το μίσος των δεξιών για το Πολυτεχνείο απορρέει —πέρα από την ιδεολογική τους συγγένεια με τη Χούντα— και από ένα ανομολόγητο αίσθημα μειονεξίας. Την ανικανότητα τους να στρατευθούν στον οποιονδήποτε στόχο ξεπερνά το τομάρι τους και τη στενά νοούμενη προσωπική τους ευμάρεια. Να διακινδυνεύσουν την ασφάλεια ή και τη ζωή τους για κάτι που τους υπερβαίνει και αφορά θεμελιώδη, καθολικά αγαθά.

Αυτοί οι άνθρωποι, κάθε φορά που δυσκολεύουν οι συνθήκες, αναδιπλώνονται, χαμηλώνουν το βλέμμα και υποτάσσονται προκειμένου να μην κινδυνεύσουν. «Κοίτα τη δουλειά και την οικογένεια σου» είναι το μότο τους. Αποδέχονται κάθε ταπείνωση, κάθε εξευτελισμό, αρκεί να μην απειληθεί ο θλιβερός μικρόκοσμός τους. Αισθάνονται ανακουφισμένοι που κατάφεραν να βγουν αλώβητοι, αλλά σιχαίνονται και τους εαυτούς τους από το πόσο χαμηλά έπεσαν προκειμένου να το πετύχουν. Όσοι τουλάχιστον δεν ταυτίζονται με την Χούντα.

Η ύπαρξη όμως ανθρώπων που δεν υποτάχθηκαν στην τυραννική εξουσία, που αντιστάθηκαν διακινδυνεύοντας ή χάνοντας ακόμα και τη ζωή τους πολεμώντας για υψηλότερα ιδανικά, συνιστά για τους δεξιούς, μία διαρκή υπενθύμιση της δικής τους δειλίας και φιλοτομαρισμού. Όταν αυτοί έσκυβαν πρόθυμα το κεφάλι και έγλειφαν τον κάθε ασφαλίτη ή άξεστο λοχία, κάποιοι άλλοι όρθωναν το ανάστημα τους υπερασπιζόμενοι την ελευθερία και τη δημοκρατία.

Η εξέγερση του Πολυτεχνείου καθιστά ανυπόφορη τη δική τους στάση και αντίληψη για τη ζωή. Γι’ αυτό και προσπαθούν εμμονικά να τη μειώσουν ή να τη συκοφαντήσουν, πότε αμφισβητώντας τους νεκρούς, άλλοτε αποδίδοντας τη σε δάκτυλο πρακτόρων, ή υποβιβάζοντάς τη σε μία νεανική απερισκεψία.

Ασυνάρτητες και αντιφατικές επιθέσεις οι οποίες αποδεικνύουν το αντίθετο από αυτό που επιδιώκουν: τη δική τους χαμέρπεια που τους οδηγεί να ξερνούν δηλητήριο σε βάρος εκείνων που τους υπερβαίνουν από κάθε άποψη. Τους αγωνιστές όμως, του Πολυτεχνείου δεν τους αγγίζουν οι ύβρεις τους, μιλούν οι ηρωικές πράξεις τους γι’ αυτούς. Αυτές που τους εξασφάλισαν μία θέση στην ιστορία. Όπως μιλούν και οι πράξεις των δεξιών. Και η σύγκριση είναι αποκαλυπτική.

Η «ιδεολογία» της Άλκη Ζέη

«Aυτά τα παιδιά που πετάνε μολότοφ τα λυπάμαι γιατί δεν έχουν καμία ιδεολογία» δηλώνει η Άλκη Ζέη σε σημερινή συνέντευξή της στο Βήμα (24/11/2019). Θα μπορούσε να ήταν μια ακόμα γενικόλογη δήλωση νομιμοφροσύνης στο καθεστώς της ιδεολογίας των δυο άκρων, μια ακόμα δήλωση υποτέλειας στο μόνο πραγματικό άκρο της εποχής μας: στο βαθύ κράτος των αρπακτικών της αγοράς και των δολοφόνων του λευκού κολάρου, μια ακόμα τυχαία δήλωση ενός μικροαστού συγγραφέα που διψά για λίγη δημοσιότητα, μια ακόμα επαιτεία στην εφημερίδα του δον Κορλεόνε· του πραγματικού κυβερνήτη της χώρας. Κι όμως, διάβολε, εδώ μιλάμε για την Ζέη. Τη γυναίκα που σπούδασε φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο, το κορίτσι που εντάχθηκε στην ΕΠΟΝ και μετά πολέμησε με το ΔΣΕ, τον άνθρωπο που εξορίστηκε για τις πολιτικές του πεποιθήσεις στη Χίο, στην Τασκένδη, στη Μόσχα, στο Παρίσι, τη συγγραφέα που έγραψε 17 βιβλία και έχει μεταφραστεί σε 20 γλώσσες. Θα περίμενε κανείς τουλάχιστον από ένα τέτοιο πρόσωπο, που έχει συνδέσει τη ζωή του με τους αγώνες της αριστεράς, να χρησιμοποιεί τη λέξη ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ με το περιεχόμενο που της έδινε ο Μαρξ: ως μια π λ α σ τ ή συνείδηση, ως το μανδύα των συμφερόντων της κυρίαρχης τάξης που επιβάλετε ως δήθεν ενιαίο συμφέρον της κοινωνίας. Γιατί, βλέπετε, για τον Μαρξ αυτοί που έχουν ιδεολογία είναι για λύπηση και όχι οι άλλοι. Γιατί για τον Μαρξ (όπως και για τον Λούκατς) απέναντι στην ιδεολογία στέκεται η ταξική συνείδηση. Αν λυπάμαι σήμερα γι' αυτή τη δήλωση της Άλκης Ζέη δεν είναι τόσο γιατί θέλω να υπερασπιστώ τα παιδιά που πετάνε μολότοφ, ούτε γιατί ένας τέτοιος άνθρωπος στηρίζει ανερυθρίαστα το καθεστώς που αντιμάχομαι, αλλά γιατί χαλιέμαι με τη σκέψη: τόσοι αγώνες, τόσα βιβλία, τόσες σπουδές, τόση ταλαιπωρία και να μην πάρεις ούτε μυρωδιά μωρέ Άλκη μου... Το λες και μνημείο ολοκληρωτικής αποτυχίας. 

Υ.Γ. Σε ένα παράλληλο σύμπαν: «Αυτά τα παιδιά που πετάνε μολότοφ τα λυπάμαι γιατί δεν έχουν καμία ιδεολογία», Βιατσεσλάβ Μολότοφ, εφημερίδα Πράβδα, Δεκέμβρης του 1939 (λίγες μέρες μετά την εισβολή στην Φιλανδία)

Η ιδεολογία της μη ιδεολογίας*

* Δοκίμιο από το βιβλίο του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου «Η‘Ρωμιοσύνη’ στον παράδεισο. Σημειώσεις για μια κριτική του νεοελληνικού αντιδιανοουμενισμού» (εκδόσεις Έρασμος 1983)

Ωγκύστ Ροντέν: Οι αστοί του Καλαί

(σημειώσεις για την «αμεσότητα»)

… στίχοι σχεδόν πεταμένοι, εκβρασμένοι, με την ανεμελιά και τη φυσικότητα κίνησης αντανακλαστικής, κάτι «σαν το φτάρνισμα/το βήξιμο ή το ρούφηγμα της μύτης»[1]

Τι τέλεια κατσίκια τα κατσίκια. Χτες γεννήθηκαν και πώς ξέρουν κιόλας με τόση ακρίβεια όλα τα κατσικίσια πράματα. Θαρρείς και σπούδασαν κατσικοσύνη μια ολόκληρη αιωνιότητα.[2]

Η ένταση που κατά καιρούς εγείρεται μέσα στα όρια της ποίησης και με τα μέσα της ποίησης εναντίον του «διανοητικού» και του «ιδεολογικού» στοιχείου αποτελεί μια από τις μορφές με τις οποίες εκδηλώνεται η εγγενής αμφιθυμία της τέχνης ως προς την ίδια την ύπαρξή της: η τέχνη θέλει να «είναι» και να «μην είναι». Ο χώρος που ορίζεται από τις μέγιστες αιωρήσεις αυτού του εκκρεμούς είναι ο χώρος όπου παίζεται το παιχνίδι της τέχνης. Ό,τι συνέβη –τόσο θεαματικά και με τόσο αγοραίες εξαγγελίες –στην ποίηση κατά τη δεκαετία του ’70 δεν ήταν παρά η επανάληψη και η επίταση αυτού ακριβώς του φαινομένου: η αιώρηση του εκκρεμούς άγγιζε για άλλη μια φορά προς τη μια κατεύθυνση την αυτοαναίρεση της τέχνης και προς την άλλη την ιδεολογικοποίηση αυτής της αυτοαναίρεσης. Σε όλα τα νεότερα οιονεί μανιφέστα της ποίησης επαναδιατυπώνονται οι αντιλογοτεχνικές διακηρύξεις των δύο πρώτων δεκαετιών του αιώνα μας. Η ποίηση αυτοκαταργείται, για να κερδίσει το μυθικό σώμα της –αρνείται για μια ακόμη φορά το αμφίβιο είναι της, για να γίνει επιτέλους πράξη. Και για μια ακόμη φορά γίνεται αυτό που αρνείται.

Σήμερα που η ζωντανή σχέση παρόντος-παρελθόντος εκπίπτει στην παρωδία της ή στην άγονη αντιπαράθεση παλαιού-νέου, ο βιαστικός και επιπόλαιος χαρακτήρας της «αμφισβήτησης» δεν μας αφήνει καν να δούμε πως εδώ και πολύ καιρό αλλάζουμε απλώς ονόματα στα πράγματα και κάνουμε τα ίδια και τα ίδια – και τα κάνουμε μάλιστα όλο και χειρότερα, καθώς ο ρυθμός της έκπτωσης επιταχύνεται: το «αμφισβητούν» προϊόν παίρνει πολύ γρήγορα και πολύ εύκολα τη θέση του «αμφισβητούμενου» μέσα στην καταναλωτική ροή όπου οι ποιητικές γενεές αναγγέλλονται κατά αλλεπάλληλα κύματα σαν μοντέλα αυτοκινήτων.

Η ανανέωση της λογοτεχνίας σαν φάρσα παραλόγου

του Λεωνίδα Πραπίδη

Josef Koudelka, 1976

Στα χρόνια των μνημονίων, εάν περιδιάβαινε κανείς τα λογοτεχνικά σάιτ του διαδικτύου αποκόμιζε την αίσθηση από τους συνεντευξιαζόμενους δημιουργούς ότι η κρίση, καίτοι οικονομική όπως τόνιζαν οι ίδιοι, δύναται να οδηγήσει σε μία υπαρξιακή επαναξιολόγηση της ζωής αρκούντως αναδημιουργική κι επομένως μπορούσε να δώσει ένα δυνητικό έναυσμα για καινούργια άνθιση της λογοτεχνικής έκφρασης. Συγγραφείς και ποιητές, υπαινίσσονταν στους ισχυρισμούς τους την πεζολογία που θέλει τις περιόδους των κοινωνικών κρίσεων στη νεωτερική ιστορία ν’ αποτελούν και στιγμές κορύφωσης της καλλιτεχνικής δραστηριότητας. Κι έτσι με έντονη την αίσθηση που αφήνει σαφείς αιχμές για την ανανέωση της λογοτεχνίας, ήταν σαν να διατυπώνεται μία άρρητη ομοθυμία με τον κυρίαρχο τεχνοκρατικό λόγο, ο οποίος τιμάει σαν αυτό-εκπληρούμενη προφητεία την θεωρία της «δημιουργικής καταστροφής» του Γιόζεφ Σούμπετερ,[1] ενός από τους πιο επιφανείς εκπρόσωπούς του. Στην πραγματικότητα, μια τέτοια ομοθυμία το μόνο που μπορεί να κάνει, με την απενοχοποιήση της κρίσης είτε από την οικονομική, είτε από την πολιτισμική μπάντα, είναι να μας φτύνει εκνευριστικά πίσω στα μούτρα την ηλίθια νομιμοποίηση του ετοιμόρροπου παρόντος.

sing along for a bird in a cage

του Π.
Ο Γκάμπριελ με τα λέγκο, Τζον Μπυρ

I

Οι δύο τύποι που χτύπησαν με ανελέητο μένος έναν άνθρωπο ανήμπορο που προσπαθούσε να απεγκλωβιστεί σαν πουλί σε κλουβί δεν ήθελαν απλώς να προστατεύσουν την ιδιοκτησία τους. Δεν ήταν οι τυπικοί «φιλήσυχοι νοικοκυραίοι, μαγαζάτορες και μικροαστοί», που εκτονώνονται σε οριακές στιγμές δυσφορίας και δυσανεξίας λόγω διακινδύνευσης του τυπικού καπιταλιστικού φαντασιακού τους. Ήταν η ενσάρκωση του μοριακού φασισμού σε κατάσταση παροξυσμού. Ήταν πολέμαρχοι σε διάταξη μάχης. Η καταιγιστική κλωτσοπατινάδα πάνω σε σπασμένα γυαλιά είναι η εκδήλωση της ισχύος και του μεγαλείου της με όλη τους την ορμή, οργή, μίσος και κάβλα. Είναι η εν ψυχρώ πραγμάτωση (σε συνειδητό δηλαδή επίπεδο) του σαδισμού που σωρεύεται, σωματοποιείται και εν τέλει εκκρίνεται ως blitzkrieg σε οριακές στιγμές αδυναμίας διάκρισης μεταξύ πραγματικότητας και παραληρήματος, μεταξύ πολιτισμένης κοινωνίας και εμπόλεμης κοινωνίας.

Διευκρινίσεις για την έννοια του πολιτικού


του Φώτη Τερζάκη


Κατανοώ μία έννοια σημαίνει είμαι σε θέση να αναχθώ, ακολουθώντας αντίστροφα τις ιστορικές τροχιές που διαγράφει, στους ιδιάζοντες όρους της κοινωνιοϊστορικής της παραγωγής. Η έννοια της πολιτικής είναι μια ιστορική δημιουργία του ελληνικού κόσμου και παρήχθη στις ιδιόμορφες συνθήκες της ελληνικής –ιωνικής– πόλεως του 6ου αιώνα π.Χ.· αναπτύχθηκε σε όλο σχεδόν το φάσμα των σημασιών της τους επόμενους δύο αιώνες στην πόλη της Αθήνας. Όπως και το ρήμα πολιτεύεσθαι, σχηματίζεται από την ίδια την ονομασία της πόλεως και σηματοδοτεί τη δέσμη των δραστηριοτήτων που ιδιάζουν στην πόλη. Ποιες δραστηριότητες, όμως, ιδιάζουν στην πόλη;

Μια σύντομη επισκόπηση των ιστορικών και αρχαιολογικών δεδομένων δείχνει με αρκετά περιθώρια βεβαιότητας ότι, στο υπόβαθρο μιας διαχεόμενης εγγραμματοσύνης που βασίστηκε στη δημιουργία της φωνητικής αλφαβήτου και μιας διευρυμένης χρηματοποίησης των συναλλαγών, εκείνο που διαφοροποίησε τις ελληνόφωνες πόλεις της Ανατολικής Μεσογείου από αντίστοιχες πόλεις-κράτη της Εγγύς Ανατολής (Μεσοποταμίας, Αιγύπτου, Κοιλάδας του Ινδού ή και Κίνας), οι οποίες είχαν προηγηθεί στη δημιουργία γεωργικού πλεονάσματος, στην επινόηση της μεταλλουργίας, της γραφής και του χρήματος, ήταν η αδυναμία των πρώτων να κεντροποιηθούν υπό ένα συμπαγές εδαφικό δίκτυο εξουσίας. Οφείλεται πιθανόν σε τυχαίους γεωφυσικούς παράγοντες, αλλ’ από τη στιγμή που παγιώθηκε, η «αδυναμία» αυτή έγινε καταλύτης ραγδαίων αλλαγών: η κοινωνική οργάνωση των γενών διαλύθηκε γρήγορα, μαζί με τις παραδοσιακές σημασιοδοτήσεις του κόσμου, και στη θέση της αναδύθηκε μια αυτοδιοικούμενη, αν και ταξικά διαφοροποιημένη κοινότητα. Καθώς καμία από τις αναδυόμενες αυτές τάξεις δεν είχε αρκετή δύναμη να επιβληθεί στις άλλες, έγινε υποχρεωτική μεταξύ τους μια διαλογική μεσολάβηση (διαλέγεσθαι), και η δημιουργία ενός «κοινού χώρου» για τη διεξαγωγή της (αγορά ή Εκκλησία).

Αναμονή και εξέγερση


Get out, get out of my life, and let me sleep at night
cause you don’t really love me, you just keep me hangin’ on
Kim Wilde

Shout shout, let it all out
these are the things I can do without
come on, I’m talking to you, come on
Tears for fears

Christina’s World (1948) Andrew Wyeth

Το έδαφος της αναμονής είναι ένα έδαφος ψυχρό και ανασφαλές, άλλοτε ρευστό άλλοτε συμπαγές. Είναι το έδαφος όπου ασκούνται και δοκιμάζονται στρατηγικές και τακτικές του πολεμιστή εαυτού. Είναι το έδαφος της πλήρους υποδούλωσης σε ένα διεστραμμένο σκεπτικισμό ή, αντίστροφα, συναισθηματισμό. Είναι το έδαφος όπου εκτυλίσσεται με αδίστακτη ταχύτητα ο περιορισμός του εαυτού σε μια αέναα ναρκισσιστική και σαδομαζοχιστική αυτοεικόνα. Είναι μια εθελόδουλη περίφραξη των ανυπότακτων ροών της επιθυμίας. Η αναμονή είναι το χωροχρονικό συνεχές ενός υφέρποντος, διαβρωτικού μηδενισμού.

Η πρώτη κίνηση του εξεγερμένου είναι να διαρρήξει αυτό το συνεχές. Να διατρανώσει την αντίθεσή του σε αυτό το αναμείνατε. Όχι γιατί βιάζεται. Ούτε γιατί δεν εκτιμά την αρετή της εγκαρτέρησης. Η αντίθεση του εξεγερμένου στην κατάσταση αναμονής είναι μια αντίθεση βραδείας, εσωτερικής καύσης, είναι μια ενδόρρηξη. Είναι μια κραυγή ακεραιότητας ενός εσώτερου, μύχιου εαυτού, ο οποίος δεν συμβιβάζεται με την (αυτο)εξαπάτηση και τον (αυτο)εξευτελισμό μιας κατάστασης όπου η ύπαρξη υποβιβάζεται σε ένα θέατρο σκιών και φαντασμάτων, σε μια παρτίδα σκακιού. Είναι μια κραυγή χειραφέτησης από έναν κόσμο κατασκευών, ασκήσεων επί χάρτου και προσομοιώσεων.

Η αποφασιστικότητα του εξεγερμένου δεν προέρχεται από ούτε έγκειται σε μια αξίωση ισχύος επί του πραγματικού. Ο εξεγερμένος δεν αξιώνει τίποτα. Είναι ο ίδιος ενσάρκωση των αδιάλλακτων αξιών του. Ο εξεγερμένος περιφρονεί την πολιτική και τους παίχτες της χωρίς να γίνεται αντιπολιτικός. Ο εξεγερμένος περιφρονεί τα ερωτικά παίγνια χωρίς να γίνεται αντιερωτικός. Είναι η απωθημένη μορφή των πεδίων του πολιτικού και του ερωτικού. Γι΄ αυτό και ήταν, είναι και θα είναι ο εφιάλτης που στοιχειώνει κάθε θεσμισμένη εξουσία. Γι’ αυτό ήταν, είναι και θα είναι ο πιο αξιόπιστος συνοδοιπόρος κάθε θεσμίζοντος φαντασιακού.



λαμπε ρατ/ιανουάριος 2016

Οδύσσεια χωρίς Ιθάκη


Τον Απρίλιο του 2010 ο Γιώργος Παπανδρέου στο περίφημο διάγγελμα του Καστελόριζου χρησιμοποίησε τη μεταφορά του μύθου της οδύσσειας. Το έθνος ήταν τώρα το καράβι και το πλήρωμα του Οδυσσέα που, ενωμένο, θα ξεκινούσε ένα δύσκολο και μακρινό ταξίδι προς το απάνεμο λιμάνι της μυθικής Ιθάκης. Την ίδια ακριβώς παρομοίωση για το έθνος (ως πλήρωμα του Οδυσσέα) έκανε πέντε χρόνια αργότερα ο Αλέξης Τσίπρας, λίγο πριν υπογράψει το τρίτο μνημόνιο, ενώ τον Αύγουστο του 2018, ο ίδιος πρωθυπουργός, επέλεξε ένα ύψωμα με θέα το λιμάνι της πραγματικής Ιθάκης, για να ανακοινώσει το τέλος του ταξιδιού. Η ενότητα του έθνους μπροστά στην οικονομική καταιγίδα απαιτούσε τη χρήση ενός μύθου τόσο γνωστού που κανένας δεν πρόσεξε το προφανές: πως στην ομηρική αφήγηση ο Οδυσσέας φτάνει τελικά στην Ιθάκη μόνος, ενώ το πλοίο και οι ναύτες έχουν χαθεί για πάντα στη θάλασσα.

Άστοχη μεταφορά, θα έλεγε κανείς. Κάθε άλλο! Στη Διαλεκτική του Διαφωτισμού οι Χορκχάιμερ και Αντόρνο ανατέμνονταν με εκπληκτική οξυδέρκεια την περίφημη σκηνή του δεμένου στο κατάρτι Οδυσσέα που ακούει (χωρίς να παρασύρεται) το τραγούδι των σειρήνων, ενώ οι ναύτες υπομένουν αγόγγυστα το ρυθμικό μαρτύριο των κουπιών. Ακούει ο Οδυσσέας το τραγούδι τους, ξέρει —μόνο αυτός ξέρει— τη βαθύτερη των πραγμάτων αλήθεια, την ίδια ώρα που οι εργάτες του τραβούν ατάραχοι το κουπί της «προόδου». Χρειάζεται πολύ κερί, μια διαρκής και επιλεκτική κώφωση των κωπηλατών, για να γυρίσει ο τροχός· για να επιτευχθούν οι σκοποί της Ιστορίας. Χρειάζεται η θυσία του καραβιού και των ναυτών, οι αιώνιες θυσίες των υποτελών τάξεων, για να σωθεί ο Οδυσσέας. Καθόλου άστοχη μεταφορά λοιπόν. Αφού ο μύθος του έθνος δεν είναι τίποτε άλλο από το κερί στα αυτιά των εργατών, η ιδεολογία της υποτέλειας, που εξασφαλίζει τη σωτηρία του μόνου ήρωα στον καπιταλιστικό κόσμο, που η μορφή του Οδυσσέα —αιώνες νωρίτερα— προαναγγέλλει: τη σωτηρία του αστού επιχειρηματία.

Υ.Γ. Και τώρα που κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν, μήπως θα πρέπει να πνίγεις επί τόπου, στα λασπόνερα του λιμανιού, όποιον σου μιλήσει ξανά για ελπίδα, για έθνος και πατρίδα;

Πίστη και πεποίθηση στα χαρακώματα της καθημερινότητας της ενήλικης ζωής



Στα χαρακώματα της καθημερινότητας της ενήλικης ζωής, η αθεϊα δεν υφίσταται. Δεν υπάρχει κανείς που να μην πιστεύει. Όλοι πιστεύουμε σε κάτι. Η μόνη επιλογή που έχουμε είναι σε τι θα πιστέψουμε.
David Foster Wallace

Όλο το κύρος, η τακτική και η επινοητικότητα δεν αντικαθιστούν ούτε στο ελάχιστο την πεποίθηση στην υπηρεσία της αλήθειας. Αυτή την κοινή παραδοχή θαρρώ ότι την έχω βελτιώσει.
Rene Char
 Golconda (1953) René Magritte

Η γενιά μας μπήκε στα χαρακώματα της καθημερινότητας της ενήλικης ζωης ανυποψίαστη και αμέριμνη. Δεν έβλεπε, δεν μπορούσε να δει τη βία και την καταστροφή να την περιμένουν χαιρέκακα στη στροφή του δρόμου. Είχε ξεμάθει να σκέφτεται και να συναισθάνεται, είχε γίνει πλαδαρή και οκνηρή. Η πίστη της σε μια ζωή άνετη, χαλαρή κι ωραία έγινε απότομα σμπαράλια. Οι πεποιθήσεις της κλονίστηκαν σε τέτοιο σημείο που πλέον τη διακατέχει ένας παθητικός μηδενισμός, μια σχεδόν απόλυτη έλλειψη πεποιθήσεων. Πορεύεται στα τυφλά, και πασχίζει επιστρατεύοντας διάφορα φθηνά κόλπα να βρει τις άκρες της μέσα σε ένα υπαρξιακά βιωμένο αδιέξοδο.

Από το δημόσιο χώρο, εκεί όπου ομιλούντα και ενεργούντα όντα συνευρίσκονται και συμπράττουν, έχει σχεδόν αποσυρθεί, με την εξαίρεση μιας αισχρής μειοψηφίας, με τα καλά της και τα κακά της, που επιβεβαιώνει τον κανόνα. Θα τη δεις ενίοτε να κατεβάζει ποτά με μια δίψα θα έλεγε κανείς τρομακτική, θα τη δεις στα σινεμά, τους χορούς, τα συναυλιάδικα και τα θέατρα να προσπαθεί να γαντζωθεί από μια τέχνη που είναι κλινικά νεκρή, θα τη δεις στις αίθουσες των μεταπτυχιακών προγραμμάτων και των σεμιναρίων να αντλεί κι άλλη κι άλλη πληροφορία, κι άλλη κι άλλη γνώση ενός κόσμου που έχει απωλέσει το πνεύμα του. Και βέβαια, θα τη δεις να δουλεύει με τους χειρότερους όρους, όταν δεν τη βγάζει με τη σύνταξη των γονιών της συντηρώντας έτσι την αδυναμία περάσματος στο εσωτερικά πλουσιότερο ψυχικό, συναισθηματικό και διανοητικό επίπεδο που λέγεται ενηλικίωση.

Η νευρωτική επιτάχυνση και εναλλαγή, ως αντανακλαστική αντίδραση ή ως τακτική επινόηση σε ένα περιβάλλον ασφυκτικό και νεκροζώντανο, είναι το θετικό σημείο μηδέν της κουλτούρας της. Δεν μπορεί να σταθεί πουθενά. Καβλώνει με την αδιάκοπη αλλαγή παραστάσεων και ερωτικών παρτενέρ, με την περι-πλάνη-ση μέσα στη φαντασμαγορική νύχτα που την καταβροχθίζει. Η μνήμη της έχει γίνει κουρέλι, το μυαλό της έχει γίνει πουρές. Αλλά και όταν καταφέρνει και κοντοστέκεται, όταν παίρνει μια βαθιά ανάσα και σκέφτεται, αργά ή γρήγορα βυθίζεται στον αρνητισμό, στη μαυρίλα της σκέψης του μεσονυχτίου, στην κρόνια μελαγχολία ενός καταραμένου -και στην ουσία του ρηχού και ακίνδυνου- ρομαντισμού, αντεστραμμένης όψης του zeitgeist. Η αλήθεια της γενιάς μας είναι το ψεύδος της επιφάνειας του πραγματικού, η αλήθεια της είναι ο ασυναίσθητος εγωκεντρισμός της και η δειλία της, η αλήθεια της είναι η ελεύθερη πτώση της.

Ποια άρνηση που αναδύεται και εκδηλώνεται ως καταφατική δύναμη θα πατήσει άραγε το φρένο; Ποια πίστη και ποιες πεποιθήσεις στην υπηρεσία μιας άλλης αλήθειας; Ο Ιανός, και με τις δύο μορφές του, και της απαστράπτουσας θετικότητας και του ζοφερού αρνητισμού, δουλεύει ασταμάτητα, σκάβει νυχθημερόν τους λάκκους της γενιάς μας. Πού θα βρούμε το χώμα και τη λάσπη για να σκεπάσουμε αυτούς τους λάκκους προτού ενταφιαστούμε; Πώς θα βρούμε το κουράγιο και τη θέληση να συστραφούμε;

Δεν έχουμε έτοιμες απαντήσεις. Αλλά θα τις βρούμε, ήδη τις βρίσκουμε, ο καθένας και όλοι μαζί.

Και ας θυμηθούμε την προτροπή του Rene Char: «Πρέπει να ξεπεράσουμε την οργή και την αποστροφή μας, πρέπει να τις μοιραστούμε με τους άλλους ώστε να εγείρουμε και διευρύνουμε την πράξη μας όπως και το ηθικό μας.»

Η επανάσταση της γενιάς μας ή θα είναι μια πνευματική ενότητα ή δεν θα υπάρξει.

λαμπε ρατ
απρίλιος 2016

ΘαλερόςΚ | Αν

Διασκεδάζει κανείς;



Είμαστε μεσοπόλεμος, σου λέω, ανίατα μεσοπόλεμος… Ας πάμε λοιπόν κι απόψε, ας πάμε πάλι κάπου να χορέψουμε ή να σκοτωθούμε.
Βύρων Λεοντάρης

Oh, my soul.
Let me be in you now. Look out through my eyes. Look out at the things you made.
All things shining.
Terrence Malick (The Thin Red Line)


Τα κινήματα και οι πρωτοπορίες στερέψανε. Δεν τα νοσταλγούμε ούτε πενθούμε την απώλεια. Ήταν μέρος ενός κόσμου που αργοπεθαίνει, που αποσυντίθεται. Ζούμε μέσα σε αυτή τη μακράς διάρκειας σήψη, και επινοούμε τεχνάσματα και στρατηγήματα επιβίωσης. Και καλά κάνουμε, εφόσον βέβαια κρατάμε κάποια, ακόμα και ελάχιστα, μπόσικα και δεν μετέχουμε πλήρως στην εναλλάξ, αδιάφορα και αδιάκριτα εκτυλισσόμενη παρωδία/τραγωδία, ή έστω μετέχουμε με τη συναίσθηση (κι όχι απαραίτητα συνείδηση) ότι πρόκειται περί παρ-τραγ-ωδίας. Και να το μήνυμα που κομίζουμε στις απανταχού λέρες και τους απανταχού ριζοσπάστες: δεν θα μας πάρει μαζί του αυτός ο κόσμος που γκρεμοτσακίζεται, δεν θα μας πλακώσουν τα χαλάσματα, δεν θα πέσει ο ουρανός στα κεφάλια μας! Μέσα από την απλή επιβίωση, την α-νόητη ζωή, την καθαρή ζωτικότητα της αναπνοής θα ξαναβρούμε τη σχέση μας με την ευτυχία, την επιμέλεια του εαυτού και τη νοηματοδότηση του βίου. Με αυτό που αρκεί.

Του Νότιου Πάρκου

του Βασίλη Λαδά

φωτογραφία: 7 Απριλίου 2019, δίπλα στο φάρο

7 Απριλίου 2019, ηλιόλουστη Κυριακή μεσημέρι ξεκινάμε τον περίπατο από το Φάρο της Ιχθυόσκαλας προς το λιμάνι των Ιτεών. Νότιο Πάρκο, μια διαδρομή ενάμισυ χιλιόμετρο περίπου.

Στην αφετηρία μας το πολυπληθές και θορυβώδες εντευκτήριο του Φάρου με παιδότοπο, χαρούμενες φωνές, και «πρόσεχε» από τις μαμάδες. Πίσω από την Ιχθυόσκαλα ήταν το μικρό λιμάνι της Ψιλής με τα ψαροκάικα. Στο ένδοξο παρελθόν του ήταν το λιμάνι των Ρωμαίων παλαίμαχων λεγεωνάριων του Αυγούστου, που ήρθαν από την θάλασσα και δημιούργησαν την πόλη. Ο δρόμος ευθύς βατός για όλους και γι αυτούς που κυλάνε καροτσάκια, κάτι το ακατόρθωτο μέσα στην πόλη, λιθόστρωτο στην αρχή του και σιμά στη θάλασσα.

Νίτσε, ναζισμός και παραχάραξη


του Θοδωρή Τζίμα



«Οι εχθροί μου έγιναν πολύ δυνατοί και 
παραμόρφωσαν την διδασκαλία μου,
τόσο που οι πολυαγαπημένοι μου
θα πρέπει να ντρέπονται 
για τα δώρα που τους έδωσα»
(Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα)


Ο Φρίντριχ Νίτσε υπήρξε σπουδαίος φιλόσοφος, σχεδόν αξεπέραστος. Ιδιότροπος, καινοτόμος, αιρετικός και ριζοσπάστης. Γεννημένος το 1844 στη Γερμανία θήτευσε μεταξύ άλλων δίπλα στον Σοπενχάουερ και τον Βάγκνερ, τους οποίους σύντομα αποκήρυξε. Τα γραπτά του, αν και δεν έτυχαν ιδιαίτερης προσοχής στην εποχή του, έμελε να θέσουν την δυτική σκέψη σε μια νέα, πρωτόγνωρη βάση φτάνοντας να συγκροτούν μια νέα φιλοσοφική τάση, τον νιτσεϊσμό.

Φυσική απόρροια αυτού ήταν ο Νίτσε να επηρεάσει όλο το πολιτικό φάσμα της πολιτικής θεωρίας. Αναρχισμός, φεμινισμός, αλλά και ναζισμός, σωβινισμός και αντισημιτισμός επηρεάστηκαν βαθύτατα από την νιτσεϊκή σκέψη. Μέχρι ενός σημείου, η δίσημη και αινιγματική γραφή του Νίτσε είναι το άλλοθι για όλες αυτές τις αντιφατικές κι ετερόκλητες επιρροές. Στη πραγματικότητα, ο Νίτσε το μόνο από το οποίο γλίτωσε ήταν να χαρακτηριστεί μικροαστός φιλόσοφος (τάση που τα τελευταία υπάρχει στους κόλπους αριστερών σεχτών).

Δυο σημειώματα για το Μάη


του Λεωνίδα Πραπίδη



Τα δυο παρακάτω σημειώματα δημοσιεύτηκαν από το Λεωνίδα διαδοχικά το Μάη του 2013 και το Μάη του 2018, εξ αφορμής των 45 και 50 χρόνων από το Γαλλικό Μάη του 68’. Επέλεξα να τα δημοσιεύσω μαζί καθώς αποτελούν μια διαλεκτική ενότητα, αφού, κατά τη γνώμη μου, συμπληρώνουν —κατοπτρικά— το ένα το άλλο.

Ι

«Να θυμόσαστε πάντα πως τα "αιώνια βουνά στον ορίζοντα" είναι απλώς σκηνικά στον πίνακα. Κουνήστε τον ελαφρά και θα τα δείτε να τρέμουν!»[1]


Όλα δείχνουν να αρχίζουν αναπάντεχα και ξαφνικά. Μία ασυγκράτητη ορμή γεμίζει τις οδούς και τις λεωφόρους της μητρόπολης από νεανικές προσδοκίες μαζί με άκρατο ενθουσιασμό. Ένα ατίθασο κύμα μίας ευφάνταστης και πνευματώδους συνθηματολογίας, που είναι γραμμένη επάνω στους τοίχους των πανεπιστημίων και των εργοστασίων, συμπαρασύρει τις συνειδήσεις. Δεν υπάρχουν σχολαστικά ιδεώδη και πεζή ρητορεία. Δεν υφίσταται καμία ιεραρχία. Μόνος κυρίαρχος είναι ο αυθορμητισμός. Μοναδική κινητήριος δύναμη, η αντίδραση σε κάθε είδους αυταρχισμό. Όλοι εναντιώνονται στον πρόσκαιρο ευδαιμονισμό και την επιβεβλημένη αφθονία που αναχαιτίζει τα συναισθήματα και περιορίζει τη σκέψη. Το πλήθος είναι τόσο πελώριο και μαζικό που αρκεί μόνο: «Ένα γέλιο (του, που) θα σας θάψει»!

Στα υπόγεια καταφύγια του στίχου (για τον Γεράσιμο Λυκιαρδόπουλο)


Του Θωμά Ιωάννου



Η θάλασσα δεν είναι πάντοτε φιλική και η ναυτία που προκαλεί στους ταξιδιώτες της είναι ένα σύμπτωμα που από παροδικό συχνά καθίσταται χρόνιο. Φανταστείτε τώρα κάποιον να διασχίζει την Ερυθρά Θάλασσα της ιστορίας δίχως την ελπίδα να βρεθεί το ραβδί του Μωυσή για να μετατοπίσει τα νερά ώστε να φτάσει στη γη της επαγγελίας. Ακόμα χειρότερα, όταν η ουτοπία εκπνέει και δεν υπάρχει παρά μονάχα μια χώρα σε κατάσταση δυστοπίας που αδυνατεί να ορίσει τα χωρικά της ύδατα.

Ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος παρέμεινε μια αμφίβια ύπαρξη, μισός δοσμένος στη θάλασσα και μισός ταγμένος στη στεριά. Ίσως, κάποτε να διαχωρίστηκαν εντός του η στεριά και η θάλασσα και έκτοτε συνέχισε εν μετεωρισμώ. Η φράση «ζήσαμε με μισή καρδιά σε στεριά και σε θάλασσα»[1], συνοψίζει τη διχοστασία και αμφιθυμία του ποιητή, καθώς και την αδυναμία του να υπάρξει εν όλω, δίχως μια διαρκή απειλή διαμελισμού. Δυσπροσάρμοστος όντας, σταδιακά ανέπτυξε το σύμπτωμα της ναυτίας, μιας δυσανεξίας στην περιρρέουσα πραγματικότητα. Τον ξέβρασε το κύμα της ιστορίας και επέζησε σε μία κατάσταση πρωτογονισμού, απορρίπτοντας το πλαίσιο μιας τεχνολογικής(λογοτεχνικής) προόδου.

Έχοντας στις αποσκευές του τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, επέστρεψε στα στοιχειώδη και χρειώδη, στην πυρηνική δηλαδή ουσία της ύπαρξης. «Έμαθα τον αποχαιρετισμό σε όλες τις γλώσσες»,[2] επισημαίνει και καθώς «φεύγοντας κι απ’ την ποίηση δεν έχεις πού να πας/και τα ταξίδια τελειώνουνε μια μέρα»,[3] ξανοίχτηκε στο πέλαγος μιας τρικυμιώδους στεριάς. Πέρασαν τόσα χρόνια και δεν έμαθε πώς να ισορροπεί σε ένα κομμάτι γης. Με τα μάτια διαρκώς στραμμένα στη θάλασσα, γύρισε την πλάτη στη στερεή γη, έτοιμος πάντα για ένα μεγάλο μπάρκο στο απέραντο.