Ποιος δολοφονεί ξανά τη Ρόζα: επτά σημεία για την αριστερά που υψώνει ελληνικές σημαίες στις πλατείες

1. Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 1919. Στην αποβάθρα του ποταμού Σπρέε εντοπίζονται τα πτώματα των Καρλ Λίμπκνεχτ και Ρόζας Λούξεμπουργκ. Αμφότεροι τον Αύγουστο του 1914 είχαν αρνηθεί να ψηφίσουν τον προϋπολογισμό των πολεμικών δαπανών και να στηρίζουν τα εθνικά οράματα της Γερμανίας μπροστά στον πόλεμο. Έφυγαν από το SPD και δημιούργησαν την ομάδα Σπάρτακος. Με το ξέσπασμα του πολέμου αρνήθηκαν κάθε συμμετοχή καλώντας την εργατική τάξη να μη στέψει τα όπλα της ενάντια στους λαούς αλλά προς τα αφεντικά της. Τελικά η εξέγερση του Σπάρτακου πνίγηκε στο αίμα από την κυβέρνηση των πρώην συντρόφων τους σοσιαλδημοκρατών. Ρόζα και Λιμπκνεχτ εκτελέστηκαν. Από εκείνο το πρωινό του Γενάρη ένας ποταμός αίματος χωρίζει δύο επιλογές: μεταρρύθμιση ή επανάσταση, εθνικισμός ή διεθνισμός, πόλεμος ή αδελφοσύνη.

Διανοούμενοι είστε και φαίνεστε

Πάνε κι έρχονται τά λύματα τής «πληροφόρησης» κατά τούς ανέμους τών προγραμμάτων και κατά τίς ανάγκες τών προγραμματιστών. Όσο για τίς πραγματικές ανάγκες, σκάβουν αλλού τά λαγούμια τους μεταθέτοντας τίς εκρήξεις τους στο μέλλον. Άλλοι θα πληρώσουν τίς φανφάρες τής εθνικής οπερέτας, άλλες κλάσεις θα κληθούν να αιμοδοτήσουν αυτά τά υπό μεγέθυνση μικρόβια οράματα.

Το συνολικό έργο τέχνη: Από τον R. Wagner στον Ι. Ξενάκη – Μέρος Πέμπτο

«Από τα νιάτα του δεν έκανε άλλο από το να μιλάει, να γράφει, να δίνει μαθήματα,
να επινοεί φράσεις (…) έτσι που οι λέξεις δεν είχαν πια τίποτα το ακριβές, που το
νόημά τους θόλωνε, που έχαναν το περιεχόμενό τους (…) Και τότε ένιωθε την ανάγκη,
συγκεκριμένα και ασυγκράτητα, μιας τεράστιας μουσικής, ενός θορύβου απολύτου,
ωραίου και χαρούμενου σαματά που θα αγκάλιαζε, θα πλημμύριζε, θα έπνιγε όλα τα
πράγματα, όπου θα καταποντίζονταν ο πόνος, η ματαιότητα, η κακία των λέξεων. Η
μουσική ήταν η άρνηση των φράσεων. Ήταν η αντί-λέξη!»

Μιλαν Κούντερα, για τη μετατροπή της μουσικής σε θόρυβο



Πράγματι, μετά τη βιομηχανική εποχή, οι ήχοι δεν αποκτούν απλά μια
πρωτεύουσα σημασία και μια αυτόνομη οντότητα, αλλά και τη δυνατότητα
να ορίζουν χώρους και να δημιουργούν ταυτότητες. Η τυποποίηση των
προϊόντων αυτόματα σημαίνει την τυποποίηση του ήχου που τα παράγει.
Ο ήχος της γραφομηχανής μας βοηθά να ανακαλέσουμε στην ύπαρξη ενός
εργασιακού χώρου, το κομπρεσέρ στα έργα του δρόμου, τα κουταλάκια
που χτυπούν στο φλιτζάνι σε μια καφετέρια. Ο ήχος της καθημερινότητας
παίρνει όλο και σε μεγαλύτερο βαθμό τη μορφή θορύβου και τυποποιείται
σε σημαίνοντα αποσπάσματα. Μια εποχή που η τέχνη της αντιστέκεται στην
αμεσότητα της «εικόνας» τυποποιώντας την, το ίδιο θα κάνει και με τον ήχο.
Την εποχή αυτή, που ο χρόνος αναλαμβάνει να ολοκληρώσει τον χώρο, ή
να τον συμπληρώσει, ως «χωροχρόνος», η έννοια του «ήχου» παίρνει μια
διαφορετική, πολύ πιο σημαντική υπόσταση. Για πρώτη φορά είναι έννοια
σημαντική και αξιοπρόσεκτη και συμπίπτει με αυτήν της μουσικής. Ο άμορφος
ήχος και ο θόρυβος είναι η μουσική ταυτότητα της πόλης, της ταχύτητας
και της τεχνολογίας. Ο άνθρωπος του 20ού αιώνα δεν περικυκλώνεται από
αρμονικές αναλογίες και αιθέριους μουσικούς, αλλά από ωμούς θορύβους
και μουσικούς-μηχανικούς που προσπαθούν να επανανοηματοδοτήσουν την
τέχνη τους. Όπως διακήρυττε ο φουτουριστής ζωγράφος και μουσικός Luigi
Russolo το 1913 στο μανιφέστο του The Art of Noises: «Η ζωή στην αρχαιότητα
βρισκόταν όλη στη σιωπή. Τον 19ο αιώνα, με την εφεύρεση της μηχανής,
γεννήθηκε ο θόρυβος. Σήμερα, ο θόρυβος θριαμβεύει στον υπέρτατο βαθμό
πάνω στην ανθρώπινη ευαισθησία».

Ποίος εκτελεί ξανά τη Ρόζα;


Παραπαίουσα εδώ και δεκαετίες στην πλήρη απουσία νοήματος, βαλτωμένη σε αδιέξοδες αναλύσεις, εγκλωβισμένη σε πλαστά διλλήματα, αθεράπευτα ναρκωμένη από την ψυχολογία της ήττας, στρατευμένη στον ευκαιριακό πολιτικαντισμό και τη γκρουπούσκουλη μικρουστερία, ανέραστη και ενοχική με τα πάθη της λαϊκής οργής, εκτελεστικά αυτιστική στις καθημερινές λειτουργίες της νομαδικής υποτέλειας, μάταια αναζητά την αλλαγή έξω από τον κόσμο, την επανάσταση μακριά από τη ζωή. Η ελληνική αριστερά, ανεμική και φιλάσθενη μπροστά στην κοινωνική καταιγίδα, σηκώνει σήμερα μεσίστια σημαία στον πολιτισμό των ηλιθίων επιδιώκοντας να ψαρέψει στα θολά νερά της συλλογικής εξατομίκευσης, της υποταγής και του φόβου.