Εναντιωματικός ρεαλισμός

του Ρόμπερτ Κούρτζ

[μετάφραση: Λεωνίδας Πραπίδης]

Οι κοινωνικές διενέξεις πάντοτε αποτελούν και μια μάχη για τις έννοιες, για την «εξουσία ορισμού» του τρόπου με τον οποίο τα προβλήματα γίνονται εν γένει αντιληπτά. Θα μπορούσε κανείς να πει και ότι τα προβλήματα ορίζονται φυσικά κατά κάποιον τρόπο, σύμφωνα προς την λογική του κυρίαρχου συστήματος. Και τότε ένας αντίστοιχος χρωματισμός προϋποθέτει τις έννοιες, ακριβώς όπως το κάνει το πρότυπο του Χαμαιλέοντα. Επ' αυτού δεν υπάρχει καμιά συνειδητή συμφωνία και καμιά λογοκρισία, αλλά λειτουργεί πολύ πιο εκλεπτυσμένα η εννοιοδότηση και η διαδικασία του ορισμού (Prozeß der Definition). Ένας σίγουρος, ας πούμε, τρόπος ομιλίας, ξεκινά να ρητορεύει προς τα έξω και ξαφνικά, όλοι μιλούν κατά τα φαινόμενα, με βαθιά πεποίθηση την ίδια γλώσσα. Ιδίως από κοινωνική και οικονομική άποψη έχει καθιερωθεί στην επιστημονική έρευνα, στα μέσα ενημέρωσης και στην πολιτική τάξη μια γενικευμένη διευθέτηση της ομιλίας, από μια «γλώσσα συναίνεσης», η οποία επενεργεί ολοένα και πιο άκαμπτα, ακριβώς επειδή δεν έχει συνταγογραφηθεί κατευθείαν από κάποια διοίκηση.

«Δεν μ’ αναγνωρίζετε γιατί έλειπα καιρό»




Με αυτόν τον στίχο ξεκινά ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου ένα τραγούδι αναφοράς στον αναρχικό ήρωα της ταινίας των αδελφών Ταβιάνι Ο Σαν Μικέλε είχε έναν κόκκορα. Στην ταινία οι Ταβιάνι επιχειρούν να αφηγηθούν την ιστορία του Τζούλιο Μανιέρι, ενός φλογισμένου επαναστάτη, που μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα κολλεκτιβοποίησης σε ένα χωριό, οδηγείται στην ισόβια απομόνωση. Όταν μετά από δέκα χρόνια έρχεται σε επαφή με νέους αγωνιστές διαπιστώνει πως τόσο ο ίδιος όσο και οι ιδέες τους έχουν πια ξεχαστεί. Η ιστορία του Τζούλιο μοιάζει λίγο με τη μοίρα των αναρχικών στην Ελλάδα.

Η έννοια της άρνησης στη διαλεκτική

του Χ. Μαρκούζε

(το κείμενο βασίζεται σε ομιλία που δόθηκε σε συνέδριο για το Χέγκελ το 1966. Αντίστοιχη προβληματική για το ζήτημα της άρνησης σε ένα δικό μου κείμενο εδώ)

Πιστεύω, σ’ αυτό είμαστε όλοι σύμφωνοι, ότι ο προσδιορισμός του περιεχομένου της παρούσης ιστορικής περιόδου και, ειδικά, η ανάπτυξη του ύστερου καπιταλισμού μέσω των αυθεντικών εννοιών, και μάλιστα μέσω των ανεπτυγμένων εννοιών της μαρξικής θεωρίας, παρουσιάζει κάποιες δυσκολίες ή μάλλον αυτή μπορεί να προσδιορισθεί έτσι, αλλά αυτό μας οδηγεί σε μια νέα αμηχανία. Αν η ίδια θεωρία μπορεί να συλλάβει τόσο την ανάπτυξη του Α όσο και του όχι-Α, τόσο την ευημερία όσο και την κρίση, τόσο την επανάσταση όσο και την εκκρεμότητα της επανάστασης, τόσο τη ριζοσπαστικοποίηση της εργατικής τάξης όσο και την ενσωμάτωσή της στο υπάρχον σύστημα, τότε αυτό μπορεί να συνηγορεί για την εγκυρότητα της θεωρίας αλλά, επίσης, και για την αδυναμία της. Και πράγματι, υπό αυτήν τη σκοπιά κατηγορήθηκε η μαρξική θεωρία ότι εμπεριέχει έναν ενσωματωμένο μηχανισμό, ο οποίος τη στεγανοποιεί έναντι κάθε ανασκευής μέσω της πραγματικότητας.