Νίτσε, ναζισμός και παραχάραξη


του Θοδωρή Τζίμα



«Οι εχθροί μου έγιναν πολύ δυνατοί και 
παραμόρφωσαν την διδασκαλία μου,
τόσο που οι πολυαγαπημένοι μου
θα πρέπει να ντρέπονται 
για τα δώρα που τους έδωσα»
(Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα)


Ο Φρίντριχ Νίτσε υπήρξε σπουδαίος φιλόσοφος, σχεδόν αξεπέραστος. Ιδιότροπος, καινοτόμος, αιρετικός και ριζοσπάστης. Γεννημένος το 1844 στη Γερμανία θήτευσε μεταξύ άλλων δίπλα στον Σοπενχάουερ και τον Βάγκνερ, τους οποίους σύντομα αποκήρυξε. Τα γραπτά του, αν και δεν έτυχαν ιδιαίτερης προσοχής στην εποχή του, έμελε να θέσουν την δυτική σκέψη σε μια νέα, πρωτόγνωρη βάση φτάνοντας να συγκροτούν μια νέα φιλοσοφική τάση, τον νιτσεϊσμό.

Φυσική απόρροια αυτού ήταν ο Νίτσε να επηρεάσει όλο το πολιτικό φάσμα της πολιτικής θεωρίας. Αναρχισμός, φεμινισμός, αλλά και ναζισμός, σωβινισμός και αντισημιτισμός επηρεάστηκαν βαθύτατα από την νιτσεϊκή σκέψη. Μέχρι ενός σημείου, η δίσημη και αινιγματική γραφή του Νίτσε είναι το άλλοθι για όλες αυτές τις αντιφατικές κι ετερόκλητες επιρροές. Στη πραγματικότητα, ο Νίτσε το μόνο από το οποίο γλίτωσε ήταν να χαρακτηριστεί μικροαστός φιλόσοφος (τάση που τα τελευταία υπάρχει στους κόλπους αριστερών σεχτών).

Δυο σημειώματα για το Μάη


του Λεωνίδα Πραπίδη



Τα δυο παρακάτω σημειώματα δημοσιεύτηκαν από το Λεωνίδα διαδοχικά το Μάη του 2013 και το Μάη του 2018, εξ αφορμής των 45 και 50 χρόνων από το Γαλλικό Μάη του 68’. Επέλεξα να τα δημοσιεύσω μαζί καθώς αποτελούν μια διαλεκτική ενότητα, αφού, κατά τη γνώμη μου, συμπληρώνουν —κατοπτρικά— το ένα το άλλο.

Ι

«Να θυμόσαστε πάντα πως τα "αιώνια βουνά στον ορίζοντα" είναι απλώς σκηνικά στον πίνακα. Κουνήστε τον ελαφρά και θα τα δείτε να τρέμουν!»[1]


Όλα δείχνουν να αρχίζουν αναπάντεχα και ξαφνικά. Μία ασυγκράτητη ορμή γεμίζει τις οδούς και τις λεωφόρους της μητρόπολης από νεανικές προσδοκίες μαζί με άκρατο ενθουσιασμό. Ένα ατίθασο κύμα μίας ευφάνταστης και πνευματώδους συνθηματολογίας, που είναι γραμμένη επάνω στους τοίχους των πανεπιστημίων και των εργοστασίων, συμπαρασύρει τις συνειδήσεις. Δεν υπάρχουν σχολαστικά ιδεώδη και πεζή ρητορεία. Δεν υφίσταται καμία ιεραρχία. Μόνος κυρίαρχος είναι ο αυθορμητισμός. Μοναδική κινητήριος δύναμη, η αντίδραση σε κάθε είδους αυταρχισμό. Όλοι εναντιώνονται στον πρόσκαιρο ευδαιμονισμό και την επιβεβλημένη αφθονία που αναχαιτίζει τα συναισθήματα και περιορίζει τη σκέψη. Το πλήθος είναι τόσο πελώριο και μαζικό που αρκεί μόνο: «Ένα γέλιο (του, που) θα σας θάψει»!

Στα υπόγεια καταφύγια του στίχου (για τον Γεράσιμο Λυκιαρδόπουλο)


Του Θωμά Ιωάννου



Η θάλασσα δεν είναι πάντοτε φιλική και η ναυτία που προκαλεί στους ταξιδιώτες της είναι ένα σύμπτωμα που από παροδικό συχνά καθίσταται χρόνιο. Φανταστείτε τώρα κάποιον να διασχίζει την Ερυθρά Θάλασσα της ιστορίας δίχως την ελπίδα να βρεθεί το ραβδί του Μωυσή για να μετατοπίσει τα νερά ώστε να φτάσει στη γη της επαγγελίας. Ακόμα χειρότερα, όταν η ουτοπία εκπνέει και δεν υπάρχει παρά μονάχα μια χώρα σε κατάσταση δυστοπίας που αδυνατεί να ορίσει τα χωρικά της ύδατα.

Ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος παρέμεινε μια αμφίβια ύπαρξη, μισός δοσμένος στη θάλασσα και μισός ταγμένος στη στεριά. Ίσως, κάποτε να διαχωρίστηκαν εντός του η στεριά και η θάλασσα και έκτοτε συνέχισε εν μετεωρισμώ. Η φράση «ζήσαμε με μισή καρδιά σε στεριά και σε θάλασσα»[1], συνοψίζει τη διχοστασία και αμφιθυμία του ποιητή, καθώς και την αδυναμία του να υπάρξει εν όλω, δίχως μια διαρκή απειλή διαμελισμού. Δυσπροσάρμοστος όντας, σταδιακά ανέπτυξε το σύμπτωμα της ναυτίας, μιας δυσανεξίας στην περιρρέουσα πραγματικότητα. Τον ξέβρασε το κύμα της ιστορίας και επέζησε σε μία κατάσταση πρωτογονισμού, απορρίπτοντας το πλαίσιο μιας τεχνολογικής(λογοτεχνικής) προόδου.

Έχοντας στις αποσκευές του τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, επέστρεψε στα στοιχειώδη και χρειώδη, στην πυρηνική δηλαδή ουσία της ύπαρξης. «Έμαθα τον αποχαιρετισμό σε όλες τις γλώσσες»,[2] επισημαίνει και καθώς «φεύγοντας κι απ’ την ποίηση δεν έχεις πού να πας/και τα ταξίδια τελειώνουνε μια μέρα»,[3] ξανοίχτηκε στο πέλαγος μιας τρικυμιώδους στεριάς. Πέρασαν τόσα χρόνια και δεν έμαθε πώς να ισορροπεί σε ένα κομμάτι γης. Με τα μάτια διαρκώς στραμμένα στη θάλασσα, γύρισε την πλάτη στη στερεή γη, έτοιμος πάντα για ένα μεγάλο μπάρκο στο απέραντο.