Η «διάκρισις των εξουσιών» και η υπολογισμένη αδιακρισία της Εξουσίας

Με αφορμή την πρόσφατη απόφαση του ΣτΕ που δικαίωσε τους ιδιωτικούς τηλεοπτικούς σταθμούς (προστατεύοντας ξανά τα συμφέροντα των αφεντικών τους) αλλά και τα καθημερινά ηθικά λογύδρια περί "διάκρισις των εξουσιών", αναδημοσιεύουμε ένα προ διετίας κείμενο του Πέτρου Πέτκα το οποίο είχε γραφτεί με αφορμή την απεργία πείνας του Νίκου Ρωμανού αλλά και τις τότε αποφάσεις του ΣτΕ για την ΕΡΤ. 


Εισαγωγή

Με αιτία κι αφορμή την απεργία πείνας του κρατούμενου κατάδικου Νίκου Ρωμανού, που διεκδικεί εκπαιδευτική άδεια προκειμένου να παρακολουθήσει τα μαθήματα Σχολής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην οποία πέτυχε, κατόπιν εισαγωγικών εξετάσεων ενώ ήταν κρατούμενος και την απόρριψη του αιτήματός του απ’ το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιά, ο υπουργός της Δικαιοσύνης και αρεοπαγίτης μέχρι πρότινος, Χαράλαμπος Αθανασίου, απαντώντας σε σχετική ανακοίνωση του ΣΥΡΙΖΑ είπε, μεταξύ άλλων, και τ’ ακόλουθα: « Δηλαδή, τι ζητούν από τους δικαστές; Να παραβιάσουν τον νόμο ή από την πολιτεία να παρέμβει στο έργο της δικαιοσύνης; Και ο Θεός να κατέβαινε, δεν μπορούσε να αλλάξει το αποτέλεσμα, με βάση το ισχύον καθεστώς».[1] Η πιο πάνω δήλωση του υπουργού της Δικαιοσύνης και πρώην αρεοπαγίτη εμπεριέχει δύο (2) αλληλένδετα συννοούμενα: Οι δικαστές ποτέ δεν παραβιάζουν τον νόμο· τουναντίον, είναι πιστοί εφαρμοστές του και ερμηνευτές του. Και, επί πλέον, η πολιτεία (κυβέρνηση) ποτέ της δεν παρεμβαίνει στο έργο της δικαιοσύνης. Για να καταστήσει δε πειστικότερη και παραστατικότερη την δήλωσή του, επιχειρεί, ρητορική αδεία, να της προσδώσει χαρακτήρα και προέλευση Υπερκόσμιας Επιταγής: «Και ο θεός να κατέβαινε, δεν μπορούσε να αλλάξει το αποτέλεσμα, με βάση το ισχύον καθεστώς»

«POTESTAS LEGIBUS SOLUTA*»



*Εξουσία αποδεσμευμένη απ’ τον Νόμο

Με αφορμή την πρόσφατη απόφαση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Θεσσαλονίκης που ουσιαστικά αθώωσε τους σωφρονιστικούς υπαλλήλους που βασάνισαν μέχρι θανάτου πριν λίγα χρόνια τον Ίλι Καρέλι, (αφού πέραν του πολύ μικρού των ποινών τους άφησε ελεύθερους εν όψη του εφετείου, προκαταβάλλοντας, έτσι, ουσιαστικά και την απόφασή του) αναδημοσιεύουμε ένα σχετικό κείμενο του Πέτρου Πέτκα που είχε δημοσιευτεί τότε στο περιοδικό Ουτοπία.



Εισαγωγή

Ήδη παρήλθε έτος και πλέον απ’ τις αρχές του Φλεβάρη 2013 όταν εκατομμύρια έκπληκτων Ελλήνων τηλεθεατών παρακολουθούσαν, εκόντες άκοντες, στις τηλεοπτικές τους οθόνες την ανάρτηση φωτογραφιών (εισαγγελική αδεία) φρικωδώς παραμορφωμένων προσώπων νεαρών συλληφθέντων ατόμων, κατηγορουμένων για ληστεία από κοινού και ίδρυση εγκληματικής οργάνωσης που διαπράχθηκε στον Βελβενδό της Κοζάνης. Το ειδεχθές αυτό τηλεοπτικό θέαμα προκάλεσε σωρεία δυσμενών σχολίων μέχρι του σημείου ν’ ασχοληθούν μαζί του, με έντονη επικριτική διάθεση, ξένα ΜΜΕ ως ο «Γκάρντιαν» του Λονδίνου, αλλά και διεθνείς οργανώσεις όπως η «Διεθνής Αμνηστία». Τότε, καταβλήθηκε συστηματική προσπάθεια απ’ τους υπηρεσιακούς διανοούμενους (δηλονότι από εκείνους που παράγουν ιδεολογία για τις ανάγκες της αγοράς) των εγχώριων ηλεκτρονικών Μ.Μ.Ε (Μέσων Μαζικής Επιβολής) προκειμένου να εμφανισθεί η βίαιη παραμόρφωση των προσώπων των συλληφθέντων νεαρών κατηγορουμένων, ως απότοκος, πρωτίστως, της δικής τους αδικοπραγίας και, κυρίως, της βαρύτητας της τελευταίας και όχι ως παράνομη βία κατ’ αυτών των αστυνομικών που τους συνέλαβαν. Οι προαναφερθέντες τηλε-εισαγγελείς εκ του παραχρήμα, εστίασαν επισταμένως την προσοχή τους, ως όφειλαν άλλωστε, στην ιδιάζουσα κοινωνική και ηθική απαξία της αδικοπραγίας των συλληφθέντων την οποία, στην συνέχεια, έσπευσαν να προτάξουν ως ικανοποιητικήν εξήγηση και επαρκή αιτιολογία (νομική και ηθική) της αστυνομικής κακοποίησης των συλληφθέντων. Μια τέτοια σκανδαλωδώς προκλητική πράξη εδράζεται στον ακόλουθο, υπόρρητο μεν, ευδιάκριτο δε, συλλογισμό τους: όσο πιο βαρειά είναι η αξιόποινη συμπεριφορά του συλληφθέντος δράστη, τόσο πιο ισχυρά αναμένεται να είναι τα κατά του σώματος του πλήγματα των αστυνομικών που τον συνέλαβαν. Δηλαδή, εγκαθιδρύεται μια άμεση συνάρτηση μεταξύ της βαρύτητας του εγκλήματος του δράστη και της μετεγκληματικής αστυνομικής βίας που υπέστη ο τελευταίος.

Περί «ισλαμοφασιστών»: ορολογικά πυροτεχνήματα


Ι

Υπήρξαν εποχές του εργατικού κινήματος, διεθνούς και ελληνικού, κατά τις οποίες το ουσιαστικό «φασισμός» και το επίθετο «φασιστικός» χρησιμοποιήθηκαν εντελώς αδιάκριτα ως μια επιπόλαιη και ανήθικη μέθοδος συκοφάντησης του αντιπάλου. Η φορά των πραγμάτων ώθησε τους οπαδούς της μεθοδολογίας αυτής να θεωρούν και ν’ αποκαλούν «φασιστικό το κάθε τι που δεν μου ταιριάζει ή που με εξοργίζει ή με αγανακτεί». Μ’  αυτό το σκεπτικό κάποιος εξαιρετικά προβεβλημένος και προσφάτως εκλιπών Έλληνας πεζογράφος έγραφε, με αδιατάρακτη αυτοπεποίθηση, για τον «φασισμό των νέων», (sic) της αθηναϊκής γειτονιάς του. Οποιαδήποτε πολιτική δραστηριότητα δεν μας έβρισκε σύμφωνους, μπορούσαμε να την χαρακτηρίσουμε «φασιστική» ή «φασίζουσα» ή «φασιστοειδή» ή «πρωτοφασιστική» ή να χρησιμοποιήσουμε άλλη παρόμοια έκφραση δηλωτική απαρέσκειας που θα την παίρναμε, με σίγουρο χέρι, απ’ τον ειδικό θάλαμο διαφύλαξης λεξημάτων της Αριστεράς. Οι λέξεις «φασίστας» και «φασιστικός» με τα ποικιλώνυμα συνθετικά τους, συνεπεία της πιο πάνω λεκτικής, νοηματικής και πολιτικής κατάχρησης, αφυδατώθηκαν, κατέστησαν τόσο οικείες ώστε έχασαν πια την δύναμή τους. Αρχικώς επρόκειτο για χαρακτηρισμούς με σαφείς και έντονες υποτιμητικές αποχρώσεις που εξέφραζαν ζωηρή αποδοκιμασία και κάτι περισσότερο από ένα αόριστο αίσθημα απαρέσκειας: ένα συνειδητό αίσθημα κατηργασμένης αηδίας και αποστροφής.