Το πρόσωπο του τέρατος και ο φόβος μήπως το συνηθίσουμε

Του Μάνου Χατζιδάκι (1978)

Όποιος δεν φοβάται το πρόσωπο του τέρατος, πάει να πει ότι του μοιάζει. Και η πιθανή προέκταση του αξιώματος είναι, να συνηθίσουμε τη φρίκη, να μας τρομάζει η ομορφιά.

Ο Frankenstein έγινε πόστερ και στολίζει το δωμάτιο ενός όμορφου αγοριού. Το αγόρι ονομάζεται Πινοσέτ ή Βιντέλλα, κι ολομόναχο χορεύει με πάθος ένα tango ελλειπτικό. Δεν υπάρχει μουσική, ούτε τραγουδιστής από κοντά. Μονάχα ένας ρυθμός ατέλειωτος και αριθμοί. Χίλιοι, πεντακόσιοι, πέντε χιλιάδες, δέκα, εκατό χιλιάδες, αριθμοί όχι εντελώς αποσαφηνισμένοι των εξαφανισθέντων, βασανισθέντων και νεκρών. Και το tango να συνεχίζεται, το δε ποδόσφαιρο στις φάσεις του, να κόβει την αναπνοή εκατομμυρίων θεατών επί της γης. Εκατομμύρια περισσότεροι απ’ όσους εννοούνε ν’ αντιδράσουνε στο τέρας, και εξαφανίζονται μες σε χαντάκια, σε ρεματιές ή στις αγροτικές ερημιές.

Από την ώρα που ο Frankenstein γίνεται στόλισμα νεανικού δωματίου, o κόσμος προχωράει μαθηματικά στην εκμηδένιση του. Γιατί δεν είναι που σταμάτησε να φοβάται, αλλά γιατί συνήθισε να φοβάται. Κι εγώ με τη σειρά μου δεν φοβάμαι τίποτα περισσότερο, απ’ το μυαλό της κότας. Απ’ το να υποχρεωθώ να συνομιλήσω με μια κότα ή μ’ ένα σκύλο, ή τέλος πάντων, μ’ ένα ζώο δυνατό πού βρυχάται. Τί να τους πω και πώς να τους το πω; Και μήπως δεν είναι εξευτελισμός, αν επιχειρήσω να μεταφράσω ή να καλύψω τις σκέψεις μου, κάτω από φράσεις απλοϊκές και ηλίθια νοήματα, για να καθησυχάσω τυχόν τη φιλυποψία μιας κότας, που όμως έχει άνωθεν τοποθετηθεί για να μας ελέγχει και να μας καθοδηγεί;

Η υποταγή ή ο εθισμός σε μια τέτοια συνύπαρξη, ή συνδιαλλαγή, δεν προκαλεί τον κίνδυνο της αφομοίωσης ή της λήθης, του πώς πρέπει, του πώς οφείλουμε να σκεφτόμαστε, να πράττουμε και να μιλάμε; Αναμφισβήτητα αρχίσαμε να το ανεχόμαστε. Και η ανοχή, πολλαπλασιάζει τα ζώα στη δημόσια ζωή, τα ισχυροποιεί και τα βοήθα να συνθέσουν με ακρίβεια τη μορφή του τέρατος, που προΐσταται, ελέγχει και μας κυβερνά.

Το τέρας σχηματίζεται από τα ζώα κι απ’ τους εχθρούς.

Θα σας θυμίσω μια συνομιλία τότε, μέσα στη τάξη του σχολείου. Με πλησιάζει ένας ψηλός συμμαθητής, μ’ ένα δυσάρεστο έκζεμα στο δέρμα του προσώπου του, στραβή τη μύτη και ξεθωριασμένα τα μαλλιά του, ακατάστατα. Ήταν η πρώτη μέρα της σχολικής χρονιάς.

- Πώς λέγεσαι, ρωτάει, ενώ πλάι του είχαν σταθεί αμίλητοι δυο άλλοι, δικοί του φίλοι.
- Βασίλης, του απαντώ.
- Και που μένεις, εκείνος εξακολουθεί.
- Πάνω στο λόφο, του λέω και τον κοιτώ στα μάτια. Εκείνος χαμογέλασε κι άφησε να φανούν τα χαλασμένα δόντια του. Μου λέει:
- Εγώ μένω στην απέναντι όχθη. Είσαι λοιπόν εχθρός. Και μου δίνει μια στο κεφάλι με το χέρι του, που με πονάει ακόμα τώρα σαν το θυμηθώ. Τον κοιτάζω έτοιμος να κλάψω. Μα συγκρατιέμαι. Αυτός σκάει στα γέλια και χάνεται. Προς το παρόν. Γιατί θα τον ξαναδώ: Εισπράκτορα, εκπαιδευτή στο στρατό, τηλεγραφητή, κλητήρα στο υπουργείο, αστυνόμο, μουσικό στην ορχήστρα, παπά στην ενορία, συγκάτοικο στην πολυκατοικία, γιατρό σε κρατικό νοσοκομείο και τέλος νεκροθάφτη, όταν πετύχει να με θάψει.

Η μορφή του τέρατος είναι πολύχρωμη. Χιλιάδες φωτεινές επιγραφές με άθλια ονόματα καλλιτεχνών, συλλόγων και εταιριών αυτοκινήτων, στοιβάζονται στην οπτική περιοχή των περαστικών, που επιζητούν να σπάσουν τα πολύχρωμα λαμπιόνια για να μπουν μέσα να προφυλαχτούν από τις πόρνες, τα νοσοκομειακά αυτοκίνητα και τις για πάντα ασύλληπτες υπερηχητικές μοτοσυκλέτες. Προχτές, έτσι για κέφι, αναποδογύρισα μια λεωφόρο ασφαλτοστρωμένη, και την είδα πάνω μου, να ξετυλίγεται επικίνδυνα προς την απόλυτη ερημιά της θάλασσας. Ζήτησα να επανέλθω στη ορθία μου στάση, επί της λεωφόρου, αλλά είχε ξημερώσει στο μεταξύ και η εφαρμογή του Οδικού μας Κώδικα δεν μου επέτρεπε την επαναφορά της λεωφόρου στην αρχική της θέση. Έτσι, η μεν λεωφόρος παρέμεινε μετέωρος, κι εγώ, επέστρεψα στο σπίτι μου πεζή.

Το τέρας είχε αρχίσει να κυκλοφορεί. Οι οδοκαθαριστές άρχιζαν την παράσταση τους με Shakespeare, Schiller καί Αισχύλο, μια και ανήκουν δικαιωματικά στο υπουργείο Πολιτισμού. Χορός από τραβεστί, ψάλλει τα χορικά του Θεοδωράκη και αποσύρεται εις τας μικράς οδούς, χορεύοντας συρτάκι. Τουρίστες Γάλλοι, Άγγλοι κι Ελβετοί παρακολουθούν κι ανατριχιάζουν μπρος σ’ αυτό το παραδοσιακό μας μεγαλείο. Και τρέχουνε στις τράπεζες ν’ αλλάξουνε συνάλλαγμα. Το τέρας γίνεται γελοίο και κυκλοφορεί ανενόχλητο από Ωδείο σε Ωδείο. Η κλασική μας Μουσική γίνεται Μαγειρείο. Κι όλος ο κόσμος απαιτεί επιδόματα ειδικά από το Δημόσιο Ταμείο. Το ερώτημα περνάει απ’ τις ηλεκτρικές εφημερίδες της κεντρικής πλατείας. Πώς θ’ αντιδράσουμε και πώς δε θα συμβιβαστούμε με το τέρας;

Θυμάστε τι έγινε στην "Ερωφίλη", από την προηγούμενη φορά. Ο κόσμος της είχε για βασικές αξίες, το ήθος, την αλήθεια και την ομορφιά. Κι έτσι, όταν παρουσιαζότανε η μορφή ενός τέρατος, αναστάτωνε το κοινό αίσθημα εκ βαθέων, και προκαλούσε απρόσμενη, άμεση και καθοριστική αντίδραση. Μόλις ο Βασιλιάς έβγαλε τον μανδύα του μεγαλείου του και το προσωπείο του αγαθού αρχηγού πατέρα, κι εφάνη στο πρόσωπο του η μορφή του τέρατος, με τον διαμελισμό του Πανάρετου, ο Χορός, από γυναίκες, ορμά πάνω του, τον ποδοπατά, τον θανατώνει και τον εξαφανίζει.

Αυτό σημαίνει πως ο χορός των γυναικών αυτών, και δεν φοβήθηκε, αλλά και πως δεν θα μπορούσε ποτέ να μοιάσει με το πρόσωπο του τέρατος.

Χρόνος


Τα κράτη, επιβάλλοντας στους λαούς την χρήση συγκεκριμένων ημερολογίων (όπως το Γρηγοριανό), ουσιαστικά ορίζουν και την συνειδησιακή συνθήκη των σωμάτων μας, καθώς η αντίληψη του χρόνου βασίζεται στους κανόνες εκείνους που είναι τα προτάγματα του κάθε ημερολογίου. Κανένα σώμα δεν τολμά να επινοήσει μια διαφορετική χρονική εμπειρία, καθώς ο μπάτσος που λέγεται ρολόι-ημερολόγιο, θα επιβάλλει την αυτονόητη (για τους περισσότερους) συνθήκη του γραμμικού χρόνου.

Η ρευστή απειλή

Αν αντιλαμβανόμαστε τον κοινωνικό ανταγωνισμό με όρους διαρκούς πολέμου, άλλοτε χαμηλής και άλλοτε σφοδρής έντασης, τότε θα μπορούσαμε να πούμε ότι η δική μας παράταξη, η παράταξη των καταπιεσμένων, των εκμεταλλευόμενων, έχει χάσει ήδη πολλές μάχες, πολύ περισσότερες απ’ όσες θα θέλαμε να έχει χάσει.
 
Αυτές οι μάχες δεν έχουν χαθεί λόγω της υπεροπλίας του εχθρού –αν και ασφαλώς έχει παίξει και τούτη το ρόλο της–, αλλά διότι ο εχθρός, οι κυρίαρχες ελίτ και το κράτος τους δηλαδή, υπερτερεί ως προς τη δυνατότητα να εποπτεύει και να χειραγωγεί ολόκληρο το πεδίο του πολέμου. Να ελέγχει με ποικίλους τρόπους τις μεθόδους, τη διάταξη, τους σχηματισμούς και τις κινήσεις μας. Να βρίσκεται σε θέση να υπαγορεύει αυτός τις τακτικές τις οποίες θα ακολουθήσουμε, αφού παρουσιάζεται μπροστά μας με τέτοιον τρόπο ώστε το μόνο που μας απομένει στην προσπάθειά μας να τον αντιμετωπίσουμε είναι να πέφτουμε στις ύπουλες παγίδες που με πανουργία έχει στήσει σε κάθε μας βήμα.
 
Όποιος ελέγχει το έδαφος επί του οποίου διεξάγεται ο πόλεμος, αναπόφευκτα ελέγχει και την έκβασή του. Και αν παρόλα αυτά χάσει τελικώς τον πόλεμο, θα είναι γιατί υποτίμησε τον αντίπαλο: την αμείλικτη δύναμη της απελπισίας που τον κατέστησε ικανό να αψηφήσει τον κίνδυνο και να πολεμήσει λυσσαλέα, χρησιμοποιώντας προς τούτο κάθε διαθέσιμο μέσο.
 
Όποιος γνωρίζει να χρησιμοποιεί για να πετύχει τους σκοπούς του την παραπλάνηση και την απάτη, το ψέμα, την παραπληροφόρηση, τον εκβιασμό, την απειλή και τη σαγήνη, παρασύροντας το διασκορπισμένο και ασυντόνιστο δυναμικό του εχθρού σε επίπονες και άκαρπες μάχες που αποδυναμώνουν ακόμα περισσότερο τη βεβαιωμένα ισχνή του αποτελεσματικότητα, προκαλώντας του σύγχυση και απογοήτευση, ενώ ταυτόχρονα τον διαιρεί και τον απογυμνώνει ιδεολογικά και ηθικά, θα έχει δίχως άλλο το πάνω χέρι στον πόλεμο.
 
Όποιος καταφέρνει να υποβάλει στον αντίπαλο την εικόνα της ισχύος του, την αίσθηση ότι είναι άτρωτος και ακατάβλητος, σχεδόν ανίκητος, και πάντοτε δρα κατά τρόπο που επικυρώνει διαρκώς και αμετάκλητα την ανωτερότητά του, την αδιαμφισβήτητη κυριαρχία του, ως εάν να είναι εξαρχής και άνευ όρων αυτός ο νικητής, είναι εκείνος που οργανώνει το παιχνίδι ακόμα κι όταν φαίνεται πως αιφνιδιάζεται και χάνει προσώρας τον έλεγχο, έχοντας χάσει στην πραγματικότητα τίποτα περισσότερο από μια μάχη χωρίς ουσιαστικό διακύβευμα.
 
Όποιος τρομοκρατεί τον αντίπαλο χρησιμοποιώντας ως μυστικά όπλα όσα εκείνος φοβάται, θα τον καθηλώσει στην απραξία κι έτσι θα κάμψει πολύ πιο εύκολα την αντίστασή του χωρίς να χρειαστεί να σπαταλήσει τις δυνάμεις του για να συγκρουστεί μετωπικά μαζί του, αποφεύγοντας το ανυπολόγιστο για τον ίδιο κόστος.
 
Όμως, πάνω και περισσότερο απ’ όλα αυτά, το πλεονέκτημα στον πόλεμο ανήκει σε όποιον είναι σε θέση να διαχέεται, να βρίσκεται παντού κι έτσι να μην φαίνεται πουθενά. Να αλλάζει διαρκώς μορφή, παραπλανώντας για την αληθινή του φύση. Να αντλεί τη δύναμή του και την ικανότητα να αναπαράγεται, όντας σε θέση να ελέγχει και να αξιοποιεί προς ίδιον όφελος τους κοινούς πόρους που είναι αναγκασμένος να μοιράζεται με τον εχθρό, εξίσου ζωτικής σημασίας και για εκείνον, ώστε η καταστροφή τους μοιραία να είναι μια πράξη αυτοκτονίας για όλους. Να έχει παντού μυστικούς πράκτορες, πληροφοριοδότες και ειδικούς της παραπληροφόρησης, αλλά ούτε αυτοί οι ίδιοι να γνωρίζουν το ρόλο τους και την αποστολή που τους έχει ανατεθεί να φέρουν εις πέρας, παρά μονάχα να εκτελούν με ζέση εντολές οι οποίες είναι διατυπωμένες έτσι ώστε να τις εκλαμβάνουν σαν να υπαγορεύονται πρωτίστως από τη δική τους ελεύθερη βούληση και το δικό τους συμφέρον.
 
Ο διάχυτος εχθρός είναι αόρατος εχθρός και ταυτόχρονα πανταχού παρών. Εμφανίζεται συγκροτημένος μόνο για να παραπλανήσει σχετικά με τη στρατηγική και τους πραγματικούς στόχους του. Υπερέχει αναπόφευκτα από τη στιγμή που κάθε του πάθημα, κάθε του ήττα, όπως και κάθε πληροφορία για τον αντίπαλο, μετατρέπεται σε γνώση που τον εξοπλίζει με την ικανότητα πρόβλεψης των εχθρικών κινήσεων και προσαρμογής στις ιδιαίτερες συνθήκες και τον εκάστοτε συσχετισμό των δυνάμεων. Το απρόβλεπτο στοιχείο που μπορεί να εμπεριέχει κίνδυνο μετριάζεται όσο το εύρος των επιλογών ανάσχεσης διευρύνεται. Η γνώση είναι γι’ αυτόν δύναμη.
 
Διαπιστώνουμε ότι κάτι τέτοιο ισχύει στο βαθμό που η αντικειμενική υπεροχή μας στον αιφνιδιασμό υπερκεράζεται από την προσαρμοστική δεινότητα που επιδεικνύει μέχρι τώρα ο εχθρός. Κάθε δική μας επίθεση, όσο αιφνιδιαστική κι αν καταφέρει να είναι, και ασχέτως έκβασης, γίνεται πάντοτε αφορμή μιας σφοδρής και σαρωτικής αντεπίθεσης από τη μεριά του αντιπάλου, στο σχεδιασμό της οποίας έχει εγκολπωθεί μέχρι κεραίας η δική μας τακτική και έχει προβλεφθεί η αρμόζουσα απάντηση. Αυτή η αφομοιωτική δύναμη είναι το ισχυρότερο πλεονέκτημα που ο εχθρός έχει αποκτήσει μέσα από τον έλεγχο που ασκεί σε ολόκληρο σχεδόν το φάσμα της πραγματικότητας, έχοντας οργανωθεί πλέον ως θέαμα που ενσωματώνει τα πάντα, συμπεριλαμβάνοντας μέχρι και την ίδια του την άρνηση, τη δύναμη εκείνη που στρέφεται εναντίον του επιδιώκοντας την ολοσχερή καταστροφή του.
 
Ιδού πεδίον δόξης λαμπρό! Η καταλυτική αφομοιωτική δύναμη ταυτίζει τις στιγμές του αγώνα και της σύγκρουσης με τις στιγμές του θεάματος. Αποσαρκώνει την υλική διάσταση του ανταγωνιστικού συμβάντος μέσα από την εικονική του αναπαράσταση και το καθιστά μια ακόμα στιγμή στην ατέλειωτη αλυσίδα παραγωγής γεγονότων της κυριαρχίας. Το αναπαράγει για να το αφομοιώσει. Η συμπερίληψη στο σύμπαν των εικόνων ισοδυναμεί με την είσοδο στο βασίλειο των σκιών, όπου η πράξη αποκτά τελετουργικό χαρακτήρα και όπου η ζωντανή σάρκα παίρνει τον ίσκιο της για αντανάκλασή της.
 
Καμία τακτική δεν μπορεί να πλήξει καίρια τον διάχυτο εχθρό αν δεν λάβει υπόψη της την αφομοιωτική δύναμη του θεάματος. Όμως καμία τακτική που είναι αποτελεσματική δεν παραμένει εκτός θεάματος. Η αντίφαση αυτή είναι δυνατόν να ξεπεραστεί μόνο αν καταφέρουμε να επικεντρώσουμε την προσοχή μας και να συγκεντρώσουμε τα πυρά μας σε εκείνα τα ζωτικά σημεία που παρά τις προσπάθειές του ο εχθρός δεν μπορεί να τα υπερασπιστεί, εφόσον η υπεράσπισή τους δεν είναι ζήτημα δύναμης αλλά ζήτημα αποδοχής και συναίνεσης, προϋποθέτουν δηλαδή κι εμάς. 

Μπορούμε να σαμποτάρουμε τους όρους με τους οποίους ο εχθρός διασφαλίζει εκ των προτέρων την κυριαρχία του, αποφεύγοντας συστηματικά να εμπλακούμε στις μάχες που εκείνος αποζητάει. Μόνο με τη συνεχή επινόηση απρόβλεπτων ενεργειών και τακτικών που αναπροσαρμόζονται στις εκάστοτε συνθήκες είναι δυνατόν να γίνουν οι δυνάμεις μας μια ρευστή απειλή που δεν θα εγκλωβίζεται στις παγίδες και στα αδιέξοδα κάθε μάχης που γίνεται με τους όρους του εχθρού. Μια ρευστή απειλή που δεν θεαματικοποιείται γιατί εκτρέπει την κυρίαρχη αφήγηση, με τρόπο που δεν ταιριάζει στο σενάριο της πολεμικής ταινίας. Η ρευστή αυτή απειλή κινείται υπόγεια, ορμητικά, αναπροσδιορίζοντας τις σχέσεις «εχθρού-φίλου», ξεγλιστρώντας περίτεχνα από κάθε απόπειρα περιγραφής και νοηματοδότησης άλλης από εκείνη που η επιτελεστικότητα των ίδιων των υποκειμένων νομιμοποιεί. Καθιστώντας το απρόβλεπτο οντολογική συνθήκη συγκρότησης των δικών μας δυνάμεων στερούμε από τον εχθρό το πλεονέκτημα της γνώσης, της εξουσίας του θεάματος πάνω μας. Στον διάχυτο εχθρό απαντάμε με τη ρευστή απειλή.
 
Αποδυναμωμένος και βραχυκυκλωμένος ο εχθρός θα εξαναγκαστεί να αμυνθεί, προσπαθώντας να αφομοιώσει ό,τι δεν αφομοιώνεται: οι εικόνες όμως θα του είναι πλέον άχρηστες ως όπλο αφού δεν θα μπορούν να αναπαραστήσουν τη δική μας δύναμη. Η ισχύουσα συμβολική τάξη θα αποδομηθεί μόλις αλλάξουμε το νόημά της. Οι κοινοί πόροι θα απαλλοτριωθούν μόλις πάψουμε να πληρώνουμε το αντίτιμο για τη χρήση τους. Η ζωή μας θα αποαποικιοποιηθεί μόλις αντικαταστήσουμε στις μεταξύ μας σχέσεις την ανταλλακτική αξία με την αξία χρήσης. Η μισθωτή σκλαβιά θα πάψει να είναι η κυρίαρχη μορφή του ποείν/πράττειν μόλις κοινωνικοποιήσουμε τις βασικές μας ανάγκες. Τα άτρωτα μέχρι τώρα οχυρά του εχθρού θα καταρρεύσουν σαν χάρτινοι πύργοι μόλις τα εγκαταλείψουν, όχι εκείνοι που τα υπερασπίζονται αλλά εκείνοι που τα συντηρούν με τον καθημερινό τους μόχθο ως αντάλλαγμα για την προστασία που τους παρέχουν. Η κοινωνία θα αλλάξει μόλις η αυτοοργάνωση καταστήσει παρελθόν την αντιπροσώπευση: όταν όλες και όλοι συμμετέχουν ενεργά στην κοινωνική συνδιαμόρφωση και ορίζουν αυτόνομα τη ζωή τους.
 
Είναι φανερό πως αν και ο εχθρός διατηρεί ακόμη τη δύναμη να διαφεντεύει την πραγματικότητα, όντας διάχυτος ως θέαμα, η οριστική έκβαση του πολέμου εξαρτάται κυρίως από εμάς, από τη συνείδηση και την έμπρακτη στράτευσή μας στον αγώνα με τρόπο που να συνιστούμε διαρκώς την απρόβλεπτη ρευστή απειλή που θα ανατρέψει εκ θεμελίων, με το κεραυνοβόλο ξέσπασμα της «θεϊκής βίας», τα πάντα.
 
Και απ’ ότι όλα δείχνουν, η ώρα της κρίσης έχει ήδη σημάνει...

KOE

Όσο και να δοκιμάσω τη φαντασία μου, όσο και να επενδύσω στο σουρεαλισμό μου, η ΚΟΕ (Κομουνιστική Οργάνωση Ελλάδας) με εκπλήσσει. Οι Σταλινικοί - Μαοϊκοί της ΚΟΕ ( ή αλλιώς ΚΚΕ – ΣΜ) έκαναν πάλι του θαύμα τους γεμίζοντας τους δρόμους με την πρώτη στην ιστορία της Ελλάδας αφίσα που δεν απευθύνεται στο λαό αλλά στους …βουλευτές. Με την αφίσα της η ΚΟΕ απευθύνεται στην ταξική συνείδηση των εκλεγμένων βολεμένων και τους καλεί να μην ψηφίσουν το νομοσχέδιο για το ασφαλιστικό! Πόση Ηλιθιότητα μπορώ να αντέξω, αγάπη μου, πες μου πόσο;

GAP: Το τρίτο Project

«ο λαός θα μας πάρει με τις πέτρες» Γ. Α. Παπανδρέου

Το έχει μάλλον το όνομα να είναι για τις δύσκολες αποστολές. Τον παππού τον βάλανε οι άγγλοι να βγάλει περά το δύσκολο project της διάλυσης των ανταρτών. Λίγο η ευστροφία του, λίγο που ο Σιάντος ήταν παντελώς ζώων, λίγο που κανένας δεν κατάλαβε πως έγινε πρωθυπουργός και από ποιόν, ο Γεώργιος σήκωσε τη σημαία στην Ακρόπολη σαν απελευθερωτής. Μεγάλη μανούλα στου ελιγμούς. Δεν είχε βέβαια δει ούτε από μακριά τον αχό της μάχης, δεν είχε βιώσει κατοχή και πείνα, δεν είχε πολεμήσει σε καμία αντάρτικη ομάδα, γενικά δεν είχε κάνει τίποτα για τη λευτεριά. Και, όμως, ήταν ο απελευθερωτής. «Πιστεύουμε στη Λαοκρατία!» Λέει όταν φτάνει στην Αθήνα και από κάτω ο λαός τρώει για μια ακόμα φορά κουτόχορτο. Μαζί με το Γεώργιο ήρθα και οι Αγγλικές δυνάμεις, ήρθαν και τα Τάγματα Ασφαλείας, και ο λαός άρχισε σιγά – σιγά να το παίρνει πρέφα πως τούτο το αγόρι δεν ήρθε για καλό. Πως μάλλον ο Γεώργιος δεν είναι αυτός που φαίνετε και πως μάλλον τα έχει τακιμίασει με την αλεπού τον Τσόρτσιλ για να μας πάρει μέτρα. Μετά ήρθε ο Δεκέμβρης και όποιος είχε ακόμα αμφιβολίες τα κατάλαβε όλα. «Για σου Γιώργη Παπανδρέου τιμημένα αρχηγέ, που σε βρήκαν τόσες πίκρες και δεν λύγησες ποτέ!!!» Λέει το άσμα. Μόνο που όταν τα πράματα σκουραίνουν ο Γεώργιος έγινε και αυτός Γιωργάκης και ο Τσόρτσιλ βρήκε άλλα τσουτσέκια για να του κάνουν τη δουλειά.

Πέρασαν χρόνια. Οι άγγλοι αντικαταστάθηκαν από τους αμερικάνους. Ο εμφύλιος τελείωσε αλλά ο Γιωργάκης δεν ήταν στα πράματα. Όμως πάντα χρειάζεται ένας Γιώργης να τον εβάλουνε πάνω στο άλογο να σκοτώσει ξανά το δράκο. Η αριστερά ανέβαινε επικίνδυνα και οι Αμερικάνοι, που δεν ήθελαν με τίποτα να πάνε σε χέρια κομουνιστών τα χρήματα του Μάρσαλ, σκεφτήκανε ένα καινούργιο project: μαζέψανε όλα τα τσουτσέκια του κέντρου, όλα τα ρετάλια της αστικής πολιτικής, τον Σοφοκλή (κλι-κλι) το Βενιζέλο, τον Παπανδρέου και διάφορους Τσιριμόκους, και έτσι, το πρώτο ελληνικό κόμμα αμερικάνικης κατασκευής φτιάχτηκε. Το ονομάσανε Ένωση Κέντρου, βάλανε το Γεώργιο αρχηγό (ποίον καλύτερο;) και τον αμολήσανε να τους κάνει τη δουλειά: Να περιορίσει δηλαδή την δύναμη των αριστερών. Ο λαοπλάνος και ευφυολόγος Γεώργιος δεν αρκέστηκε, όμως, στην θέση που του έδωσε η Πρεσβεία. Ήθελε, το νούμερο, να γίνει και πρωθυπουργός. Δεν του είχε κάτσει καλά με το Δεκέμβρη που τον πέταξαν άρον – άρον και πείσμωσε. Άρχισε λοιπών Ανένδοτο Αγώνα με μόνο στόχο να καταλάβει την εξουσία. «Βρε καλά μου, βρε χρυσέ μου», τίποτα αυτός, εκεί, αγύριστο κεφάλι. Τσίμπησε και ο λαός, βγήκε για άλλη μια φορά στους δρόμους ενάντια στη νοθεία -λες και δεν είχε γίνει ποτέ ξανά νοθεία σε αυτή τη χώρα;- του έκατσε και ο θάνατος του Πέτρουλα και έγινε, αν έχεις το θεό σου αγάπη μου, το γεροτσουτσέκι των γερμανοτσολίαδων, ο τσανακογλείφτης του Τσόρτσιλ και των Αμερικάνων, έγινε Γέρος Της Δημοκρατίας!!!! Έλεος. (Αυτή η δημοκρατία είναι μεγάλη πόρνη τελικά). Ο Γεώργιος επέμενε να μείνει στη πρωθυπουργία παρά τη ρητή αντίθεση των αφεντικών του και έτσι οι Αμερικανοί αναγκάστηκαν να φέρουνε έναν άλλο Γεώργιο για να τον βάλει στη θέση του. Άλλο νούμερο και αυτός. Τον θέλανε για λίγους μήνες να τους κάνει τη δουλειά και μετά να ξαναφέρει την Δεξιά τάξη και ασφάλεια αλλά και αυτός την ψώνισε. Το έχει το όνομα μάλλον. Έμμηνε 7 ολόκληρα χρόνια και έγινε και Πρωθυπουργός και Πρόεδρος της Δημοκρατίας και Αντιβασιλιάς. Σαν το είπα, η δημοκρατία δεν έχει αδιέξοδα…

Μετά ήρθε η μεταπολίτευση. Ο Γεώργιος είχε πεθάνει. Καραμανλής και μετά Παπανδρέου, για λίγο Μητσοτάκης – Σημίτης και μετά ξανά από την αρχή Καραμανλής και Παπανδρέου. Κωστάκης και Γιωργάκης αυτή τη φορά. Μην πάρουν και τα μυαλά τους αέρα. Έλα μου όμως που ήρθε αυτή η ριμάδα η Κρίση και που καλύτερος καιρός για μπίζνες; - σκεφτήκανε οι μεγάλο-καπιτάλες. Τα μεγάλα κεφάλια είπανε πως πρέπει να φτωχύνουμε για να πλουτίσουν. Αλλιώς δεν δουλεύει το σύστημα! Άμα δεν φτωχύνουμε δεν μπορούν να ξανα-κερδίσουν, δεν μπορούν να ξανα-αναπτυχθούν. Άμα δεν μας χρεώσουν μέχρι τα δισέγγονα πως θα μας εκμεταλλευτούν; Πως, όμως, θα μας πείσουν; Ποιος θα μας τα πει όλα αυτά; Ποίος θα βγάλει πέρα αυτό το 3ο project; Για τέτοια δύσκολα όμως δεν φτιάξαμε τους γιωργάκηδες; Ο μπουχέσας, βλέπετε, ήταν φθαρμένος και ολίγον τι παχύς, είχε και ένα Δεκέμβρη στην πλάτη και είπανε να μην τον πιέσουνε. Τον διάταξαν λοιπών να χαρίσει 28 δις στις τράπεζες, να καταχρεώσει την χώρα και να παραδώσει την εξουσία στο Γιωργάκη. Αυτά του είπαν και του υποσχέθηκαν να τον αφήσουν ήσυχο. Έτσι, φτάσαμε στο θαυμαστό νέο κόσμο του 3ου project. Ο Γεώργιος καβάλα στο ήρεμο άλογο της σωτηρίας ξεπροβάλει μέσο από τον αχό της καταστροφής για να καταπνίξει τον κερδοσκόπο δράκο και να σώσει για άλλη μια φορά την παρτίδα. Μόνο που ο καπνός αποδεικνύεται μέρα με τη μέρα οπτικό εφέ, το πράσινο άλογο μουλάρι, ο δράκος πλαστική κούκλα, ενώ ο καβαλάρης Γεώργιος δεν μπορεί να καβαλήσει με επιτυχία ούτε ποδήλατο.

Γιωργάκη,

Το παιχνίδι χόντρυνε. Για αυτό φύγε όσο πιο γρήγορα μπορείς γιατί θα σε πάρουμε με τις πέτρες. Έρχεται η ώρα σου. Και να είσαι σίγουρος πως θα τα πληρώσεις εσύ για όλους. Και για τον Παππού σου τον τσανακογλείφτη, για τον Τσόρτσιλ και τους Αμερικάνους, για τη χούντα και για το παρακράτος, για τις μίζες και τα «μαύρα ταμία», για τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα που μας κλέψαν τη ζωή και μας βιάσανε τα όνειρα.

Το χρέος να το πληρώσεις εσύ και η φάρα σου. Εμείς δεν ξοφλάμε τίποτα ρε χαμένε. Δεν ξοφλάμε τίποτα γιατί δεν έχουμε ξοφλήσει ακόμα…

Εκδρομή

Το ύψος της περίστασης
επιβάλει σύνεση
Και όμως,
είναι βράδυ
και εγώ σχεδιάζω
τις ηδονικές εκδρομές του αύριο
αδιαφορώντας παντελώς
για τις συνέπιες
μιας ακόμα λιποταξίας

Ψηλαφώντας τα όρια ανοχής τους κράτους
νιώθω για στιγμές πως αγγίζω την ελευθερία

Και είναι αυτή
η ευγενής και ταπεινή ψευδαίσθηση
που με κάνει ακόμα
να αλητεύω