Σοσιαλιστικές κυβερνήσεις με «βασιλικά δικαιώματα» («ius regium»)



Ι
Η ελληνική συμβολή στον πολιτισμό της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ήταν πολύ μεγάλη, και αληθινά δεσπόζουσα σε πολλούς τομείς της πνευματικής και καλλιτεχνικής σφαίρας. Οι Ρωμαίοι υπερτερούσαν των Ελλήνων μόνο σε δύο τομείς, έναν πρακτικό κι’ έναν πνευματικό. Συγκεκριμένα: διέπρεψαν στην τέχνη του κυβερνάν (τόσο τον εαυτό τους όσο και άλλους) προς το συμφέρον – εννοείται – της δικής τους εύπορης τάξης και προπαντός των πλουσιοτέρων μελών της. Ο πνευματικός τομέας στον οποίο η ρωμαϊκή ιδιοφυΐα διακρίθηκε ήταν το ius civile, το «αστικό δίκαιο», δηλαδή το ιδιωτικό δίκαιο που ρύθμιζε τις σχέσεις μεταξύ Ρωμαίων πολιτών. Επρόκειτο για το μόνο σπουδαίο επίτευγμα των Ρωμαίων στον χώρο του πνεύματος, ήταν το μόνο πρωτότυπο προϊόν του ρωμαϊκού πνεύματος. Πρέπει να διευκρινίσουμε, ευθύς εξ αρχής, ότι το «ius civile» δεν ταυτίζεται μ’ αυτό που στις μέρες μας αποκαλούμε «κράτος δικαίου». Το «κράτος δικαίου» έλειπε από μεγάλες ζώνες του ρωμαϊκού δικαιικού συστήματος κυρίως από κλάδους που σήμερα θα αποκαλούσαμε ποινικό και συνταγματικό δίκαιο. Ο Η.F. Jolowicz αναφέρει ότι το ρωμαϊκό «ποινικό σύστημα δεν πέρασε ποτέ μέσα από κάποιο στάδιο αυστηρού δικαίου» προσθέτοντας πως «εδώ ΄΄το κράτος δικαίου΄΄ …δεν εγκαθιδρύθηκε ποτέ». Ο Fritz Schulz, καίτοι γενναίος υπερασπιστής της ρωμαϊκής φιλονομίας, παραδέχτηκε ότι ο θεμελιώδης κανόνας « nullum crimen, nulla poena sine lege» (ουδέν έγκλημα, ουδεμία ποινή άνευ-προγενέστερου – νόμου), ήταν πάντοτε άγνωστος στο Ρωμαϊκό Δίκαιο. Παρ’ όλα αυτά, το ρωμαϊκό ius civile (αστικό δίκαιο) ήταν, πάνω απ’ όλα, ένα καλομελετημένο σύστημα, δουλεμένο σε όλες τις λεπτομέρειες και συχνά με μεγάλη διανοητική αυστηρότητα, για την ρύθμιση των προσωπικών και οικογενειακών σχέσεων των Ρωμαίων πολιτών, ιδιαίτερα σε ότι αφορά το δικαίωμα της κυριότητας, ένα ειδικά ιερό θέμα για την ρωμαϊκή άρχουσα τάξη. Είναι γνωστή η ιδεοληψία του Κικέρωνα (του πιο συγκροτημένου μέλους της ρωμαϊκής άρχουσας τάξης) και των περισσότερων συναδέλφων του ότι η περιφρούρηση του δικαιώματος της ιδιοκτησίας ήταν ο κύριος λόγος της ίδρυσης των κρατών.[1] 

Για τον Γεράσιμο Λυκιαρδόπουλο


Θα μπορούσα να συνυπογράφω το editorial αυτού του τεύχους –γραμμένο, όπως πάντα, από τον Κώστα Δεσποινιάδη– χωρίς να αλλάξω ούτε λέξη. Βλέπετε, για εμάς που εμπνευστήκαμε από τα γραπτά, τις ιδέες αλλά κυρίως την ηθική στάση του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου δεν υπάρχουν και πολλά να διαφωνούμε. Ο Λυκιαρδόπουλος είναι για εμένα ένας από τους μεγάλους δασκάλους. Από αυτούς που διαβάζεις ξανά και ξανά όχι μόνο γιατί θέλεις να εντοπίσεις πάλι αυτά που ήδη έχεις δει αλλά για να νιώσεις αυτή την απεριόριστη πνευματική γαλήνη που εμπνέουν τα γραπτά του. Γιατί μέσα στις καταιγίδες και τους ανεμοστρόβιλους, μέσα στις λυσσασμένες θάλασσες και τα απέραντα αδιέξοδα των ωκεανών που βρεθήκαμε, η σκέψη του είναι ένα μικρό αλλά αβύθιστο ιστιοφόρο. 

Eυρωπαϊσμός, η ανίατη αρρώστια των παρασιτικών μεσοστρωμάτων


Έβλεπα πάλι τις προάλλες τον ίδιο εφιάλτη: απόγευμα στην Πλατεία Συντάγματος, ένα πλήθος συνωστισμένων με Lacoste και με iPod και με τα μεγάλου κυβισμού τζιπ αραγμένα στους παραδρόμους, αφρίζοντας έξαλλο με κονκάρδες και πλακάτ ΜΕΝΟΥΜΕ ΕΥΡΩΠΗ, να θερίζεται από οπλοπολυβόλα στηριγμένα στα μπαλκόνια του «Μεγάλη Βρετάνια», όπως εκείνες τις πρώτες ημέρες του Δεκέμβρη του 1944 ένα άλλο, ρακένδυτο πλήθος σωριαζόταν από τις ριπές των Εγγλέζων τού Σκόμπι… Εκείνο που πιο πολύ με τρόμαξε, ήτανε η άγρια χαρά που ένιωσα στην εικόνα τόσου αίματος, λες κι ένα αρχαϊκό, βαθιά καταχωνιασμένο ένστικτο εκδίκησης ήρθε στην επιφάνεια και βρήκε για πρώτη φορά ικανοποίηση.

«Σχολάζοντες ελευθερίως άμα και σωφρόνως»

    Ένα «σχόλιο» για την «σχολή» και την.. «σχόλη»


Ι
Η ελευθερία από τον μόχθο δεν είναι καινούργια· ανήκε κάποτε στα πιο ακλόνητα προνόμια των ολίγων. Ήδη ο Ησίοδος θεωρούσε τον αλγινόεντα πόνον (την επίπονη εργασία) ως το πρώτο από τα κακά που μάστιζαν τον άνθρωπο (Θεογονία, 226). Γι’ αυτό και όλες οι ευρωπαϊκές λέξεις για την «εργασία» (μόχθο), σημαίνουν πόνο και προσπάθεια.[1] Σαν μπεις «στης ανάγκης τον ζυγό» οι μυλόπετρες της ανάγκης αλέθουν το σώμα σου (και όχι μόνο) αλύπητα και άκαρπα έως θανάτου. Είναι εκείνη η επώδυνη κατάσταση που συνδέεται άρρηκτα με τον ψυχοφθόρο καταναγκασμό που υποχρεώνει το μεγαλύτερο ακόμα τμήμα της ανθρωπότητας να δαπανά τον περισσότερο χρόνο της στο να παράγει τα αναγκαία για την ζωή υλικά αγαθά. Όταν αδυνατείς να ελέγξεις τον χρόνο σου, πολλώ δε μάλλον, την εργασία σου, τότε αυτήν την αδυναμία σου την αισθάνεσαι με την μεγαλύτερη οξύτητα. Πάνω στο κορμί σου και στην ψυχή σου! Δεν είναι παράξενο, λοιπόν, που στον αρχαίο ελληνικό κόσμο είχαν σε πολύ χαμηλή εκτίμηση την μισθωτή εργασία και σε μεγάλην εκτίμηση εκείνους που δεν είχαν ανάγκη να εργαστούν για να συντηρηθούν. Αυτοί ανήκαν στην ιδιοκτήτρια τάξη· ήσαν απαλλαγμένοι από την ανάγκη να παίρνουν μέρος στην διαδικασία της παραγωγής, ήσαν οι «εύποροι», οι «τας ουσίας έχοντες», οι «εσθλοί», οι «καλοί καγαθοί». Για να χαρακτηρίσουν την εν γένει κατάσταση αυτών των ανθρώπων επινόησαν τον όρο «σχολή» που σημαίνει ελεύθερος χρόνος που διατίθεται προκειμένου ο άνθρωπος να απολαύσει την ελευθερία του, να καλλιεργήσει τις τέχνες, τις επιστήμες και το πνεύμα του και να επιδοθεί στην πολιτική, μια και έχει απελευθερωθεί από την εξουσία των αναγκών της ζωής αφού ζει απ’ τα εισοδήματα της περιουσίας του χωρίς να αναγκάζεται να εργάζεται ο ίδιος.[2] Αυτή η έννοια, που αποδίδεται με τον όρο «σχολή», έχει μεγάλη σπουδαιότητα στην σκέψη του Αριστοτέλη ο οποίος διακρίνεται από επικριτική διάθεση έναντι των μισθωτών, των θητών, που, κατά τον Πλάτωνα, είναι οι πωλούντες την χρήση της εργασιακής τους δύναμης. Για τον Αριστοτέλη δεν μπορεί να υπάρχει πολιτισμένος βίος για ανθρώπους οι οποίοι δεν έχουν διαθέσιμο χρόνο (σχολήν), που είναι αναγκαίος (αν και, βέβαια, όχι επαρκής) όρος για να γίνει κανείς ενάρετος και άξιος πολίτης. (Οι όροι που χρησιμοποιούσαν για να δηλώσουν ταξικά γνωρίσματα και ιδιότητες, ήσαν ένα αξεδιάλυτο μείγμα κοινωνικού και ηθικού στοιχείου, ένα πολύπλοκο μείγμα κοινωνικο-οικονομικής και ηθικολογικής ορολογίας).[3] Οι άνθρωποι που είχαν στην διάθεσή τους «σχολήν» μπορούσαν, κατά την ωραία και παραστατικήν έκφραση του Αριστοτέλη, «να διάγουν άνετα βίον ελευθέριον και συνάμα με συγκράτηση» («σχολάζοντες ελευθερίως άμα και σωφρόνως»).[4] Μόνο που οι περισσότεροι Έλληνες έδιναν λιγότερη έμφαση στην συγκράτηση την οποία ο Αριστοτέλης και οι ομόφρονές του θεωρούσαν τόσο σπουδαία! Έτσι, ο Ηρακλείδης ο Ποντικός (από τον Πόντο), ένας σύγχρονος του Αριστοτέλη, δήλωνε, στην πραγματεία του Περί ηδονής, ότι η ηδονή και η χλιδή, που ανακουφίζουν και δυναμώνουν το πνεύμα, είναι τα χαρακτηριστικά των ελεύθερων ανθρώπων· η εργασία (το πονείν), απεναντίας, είναι για δούλους και ταπεινούς, των οποίων τα μυαλά ζαρώνουν (συστέλονται) ανάλογα. Οι άνθρωποι αυτοί, οι ελευθερωμένοι από τον μόχθο, από κάθε καταναγκαστική εργασία, εκείνοι οι μακρυμάλληδες –δεν είναι εύκολο για έναν μακρυμάλλη να κάνει δουλειά που ταιριάζει σ’ έναν μισθωτό εργάτη (έργον θητικόν) έλεγε ο Αριστοτέλης– , δημιούργησαν όλη την ελληνική τέχνη και λογοτεχνία, την επιστήμη και την φιλοσοφία, και εκάλυψαν, σε μεγάλην αναλογία, τις ανάγκες σε άνδρες των στρατών που νίκησαν τους Πέρσες στην ξηρά, στον Μαραθώνα το 490 και στις Πλαταιές το 479 π.Χ! Όλοι αυτοί ήσαν κυριολεκτικά παράσιτα άλλων ανθρώπων, πρωτίστως των δούλων τους και οι περισσότεροι εξ αυτών δεν ήσαν οπαδοί της δημοκρατίας, την οποία επινόησε η αρχαία Ελλάδα και η οποία αποτέλεσε την μεγάλη συνεισφορά της στην πολιτική πρόοδο. Ωστόσο, ΑΥΤΟΙ ΠΡΟΜΗΘΕΥΣΑΝ ΣΧΕΔΟΝ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΗΓΕΤΕΣ ΤΗΣ! Ότι γνωρίζουμε ως ελληνικό πολιτισμό εκφράστηκε πάνω απ’ όλα μ’ αυτούς και διαμέσου αυτών. Ήσαν εκείνοι που «έφεραν δύο ονόματα» δηλαδή το όνομά τους και το πατρώνυμό τους, οι «χλανίδα φορείν» (χλανίς: λεπτό, μάλλινο πανωφόρι που το φορούσαν από φιλαρέσκεια παρά για προφύλαξη απ’ το κρύο), οι μακρυμάλληδες τεττιγοφόροι (έπιαναν τα μακρυά μαλλιά τους με καλλωπιστικά στηρίγματα που παρίσταναν ΄΄χρυσούς τέττιγες΄΄ δηλαδή «χρυσά τζιτζίκια» κι’ όλα αυτά εις ένδειξη της κοινωνικής τους θέσης.[5] Όλοι οι προαναφερόμενοι ανήκαν στους σχολάζοντες δηλαδή στους απαλλαγμένους από την ανάγκη της εργασίας, εν αντιθέσει με τους άσχολους, τους εργαζομένους και μη ευκαιρούντες, οι οποίοι δεν είχαν σχολήν αλλά ασχολίαν. Δεδομένου ότι οι σχολάζοντες είχαν την δυνατότητα της πνευματικής καλλιέργειας η σχολή προσέλαβε την σημασία του ελεύθερου προς πνευματική καλλιέργεια και μάθηση χρόνου, ο δε σχολαστικός ήταν πλέον ο πεπαιδευμένος, ο λόγιος.[6] Μ’ αυτήν την έννοια ο όρος σχολή συνοδεύει τα πρώην χαρακτηριστικά επίθετα που, με τον καιρό, μετεξελίχθηκαν σε αφηρημένα ουσιαστικά και αναφέρονται σε πανεπιστημιακά τμήματα λεγοντας π.χ νομική, φιλοσοφική ή πολυτεχνική σχολή μια και οι φοιτώντες σ’ αυτά επιδίδονται στην πνευματική τους καλλιέργεια.

Παράμονος

ἀμφὶ δέ μιν νὺξ τριστοιχὶ κέχυται
ΗΣΙΟΔΟΣ, Θεογονία


Η τέχνη του Λάγιου ήταν ποίηση στον καιρό του μεταμοντέρνου. Όχι ως μιμητικό είδωλο της ακόμη κυρίαρχης πολιτισμικής δεσπόζουσας, ως πόζα του Τάδε ή του Δείνα, που τόσο μας έχει ταλαιπωρήσει, ούτε ως λογοτεχνικό αντίστοιχο του εν διαρκή ροή απορρητικού παιχνιδίσματος του ακμαίου φιλοσοφικού αποδομισμού. Αλλά ως μια ποιητική, το πεδίο δυνατότητας της οποίας όριζε η σύγχρονή του συνθήκη, η βεβαιότητα μόνο του νυν. Άλλωστε, ο δικός μας ο καιρός καταλογίζει όλα τα πράματα, ευκρινή και αδήλωτα.

Τα καλά και τα κακά νέα

του Anselm Jappe


Σας έχω νέα. Κάποια καλά, κάποια κακά. Τα καλά νέα είναι ότι ο παλιός και γνώριμος εχθρός μας, ο καπιταλισμός, μοιάζει να διέρχεται βαθύτατη κρίση. Τα κακά νέα είναι ότι μέχρι στιγμής καμία μορφή χειραφέτησης δεν φαίνεται πραγματικά πρόσφορη και τίποτε δεν εγγυάται ότι το τέλος του καπιταλισμού θα οδηγήσει σε κάποια καλύτερη κοινωνία. Είναι σαν να διαπιστώνουμε ότι η φυλακή στην οποία έχουμε εγκλωβιστεί εδώ και καιρό έχει πιάσει φωτιά, οι φύλακες έχουν πανικοβληθεί, αλλά οι πύλες παραμένουν κλειστές.

Tο «σόφισμα του εφήμερου»

(Le « sophisme de l’ éphémère»)

Ι 

Η ήδη απελθούσα κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, στην απέλπιδα προσπάθειά της να νομιμοποιήσει την υποταγή της στις πιέσεις των πιστωτών της, εμφάνισε την προδοτική συμφωνία που υπέγραψε στις 13-7-2015, ως την μοναδική συμφέρουσα επιλογή για τα λαϊκά συμφέροντα. Την αυτή γνώμη είχε, προφανώς, και η χειραγωγηθείσα Βουλή που έσπευσε, με συνοπτικές διαδικασίες, να υπερψηφίσει, τα 1138 άρθρα της «συμφωνίας». Στην βάση της κυβερνητικής συλλογιστικής βρίσκεται το αξίωμα: τα πράγματα δεν αλλάζουν, υπάρχει μόνο ο ευρωμονόδρομος, δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική!

«Τα Παιδιά του Λαού»


Ι 
Στην «Νέα Προοπτική» της 29-8-2015 και στη σελ. 13, δημοσιεύτηκε άρθρο με τίτλο: «ΣΚΟΥΡΙΕΣ. Αστυνομική βία με ΄΄αριστερό πρόσημο΄΄». Ενωρίτερα, στις 17-7-2015, δημοσιεύτηκε (παραδόξως!) άρθρο στην «Εφημερίδα των Συντακτών» με τίτλο «Πρώτη φορά…αριστερἠ καταστολή». Στα προαναφερόμενα δημοσιεύματα περιγράφεται η βιαιότητα της αστυνομίας εναντίον άοπλων διαδηλωτών και στιγματίζεται η βαρβαρότητά της σε σύνδεση και με τους πολιτικούς της προϊσταμένους, την ήδη απελθούσα «αριστερή» κυβέρνηση των Αλέξη Τσίπρα-Γιάννη Πανούση. Οι κακοποιηθέντες διαδηλωτές δεν ένιωσαν καλύτερα επειδή κακοποιήθηκαν από «αριστερούς» αστυνομικούς· τουναντίον, στάθηκαν παγερά αδιάφοροι απέναντι στην ιδεολογική αμφίεση των αστυνομικών εμμένοντας αταλάντευτα στο γεγονός της κακοποίησης αυτής καθεαυτής. Παλιότερα εμφανιζόταν, όχι σπάνια, η άποψη ότι οι αστυνομικοί είναι σκληρά εργαζόμενοι άνθρωποι, με σπουδαίο κοινωνικό έργο αν και με αναντίστοιχη κοινωνική αποδοχή. Τα τελευταία χρόνια που οι απολαβές των αστυνομικών κατήντησαν γλίσχρες, η πιο πάνω άποψη εμφανίζεται συχνότερα με αποκορύφωμα την δήλωση του απελθόντος πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα ότι «η αστυνομία είναι η εμπροσθοφυλακή της κοινωνίας».

«Ταξική» μεροληψία


Α) Στο κυριακάτικο «ΠΡΙΝ» της 4-1-2015 δημοσιεύεται άρθρο του Αλέκου ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ με το οποίο, μεταξύ των άλλων, καταδεικνύει τον ΣΥΡΙΖΑ ως «κόμμα αδιέξοδης αστικής διαχείρισης με αναφορά στην Αριστερά», αντιτίθεται σφόδρα σ’ αυτήν την προϊούσα διαδικασία εκθήλυνσης της πολιτικής συμπεριφοράς του ΣΥΡΙΖΑ και προτρέπει «όποιον… επιθυμεί… να σταματήσει να κυλά η χώρα στον αυταρχισμό και στην παρακμή… να βοηθήσει ώστε να αναγνωρίσουν όλο και περισσότεροι ότι η σωτηρία της κοινωνίας, …είναι ακριβώς η βαθιά αλλαγή της και όχι η τοποθέτησή της στη φορμόλη, να προβάλει τις αντίθετες εργατικές τάσεις και αναγκαιότητες, ρεαλιστικά, επίμονα και μεροληπτικά –η έμφαση δική μας–επικοινωνώντας προωθητικά – ηγεμονικά με τις τάσεις ενσωμάτωσης των εργαζομένων, ώστε την επομένη να ενισχυθεί έμπρακτα και με προοπτική η εργατική πολιτική. Οφείλει να υποστηρίξει τις προσπάθειες και την πολιτική της ΑΝΤΑΡΣΥΑ παρά τις αδυναμίες και με τις αδυναμίες της…». Έχουμε την πεποίθηση πως η έκφραση «μεροληπτική προβολή των εργατικών τάσεων και αναγκαιοτήτων» δεν αποτελεί μια τυχαία, κακότεχνη γλωσσική διατύπωση, μιαν άτυχη γλωσσαλγία. Αν επρόκειτο γι’ αυτό, δεν θα μας απασχολούσε καθόλου μολονότι η σωστή χρήση των λέξεων είναι πρόβλημα όχι μόνο γραμματικής λογικής αλλά και ιστορικής προοπτικής. Επισημάνθηκε εύστοχα (βλ. Ράσελ Τζάκομπι, Το τέλος της ουτοπίας, εκδόσεις, Τροπή, σελ. 92) ότι «η κριτική σκέψη απαιτεί εννοιολογική φροντίδα και ακρίβεια και όχι ζητωκραυγές και ακαδημαϊκό στόμφο» όπως, επίσης, (βλ. Χάννα Άρεντ, Η ανθρώπινη κατάσταση (VITA ACTIVA) εκδόσεις γνώση, σελ. 273) και ότι «τα λόγια δεν χρησιμεύουν για να καλύπτονται προθέσεις αλλά για να αποκαλύπτονται πραγματικότητες». Πιστεύουμε, λοιπόν, πως άλλοι υπολογισμοί, πολιτικής φιλοσοφίας και κομματικής μεθοδολογίας, υπαγόρευσαν την προπαρατεθείσα γλωσσική επιλογή του αρθρογράφου.

Η ιστορία χαίρεται ν’ απαξιώνει τα αυθαιρέτως επιλεγμένα σύμβολα*

*Άρθουρ Ρόζενμπεργκ
 

Α) Μεταπολιτευτικά, υπήρχε ένα διακριτό ρεύμα Ελλήνων Αριστερών που ανδρώθηκε και παγιώθηκε, στο πλαίσιο της κοινωνικής και πολιτικής μας ζωής, με βασικό συλλογιστικό άξονα την «Ευρώπη», την «Ε.Ο.Κ» και ήδη «Ευρωπαϊκή Ένωση», το «ευρωπαϊκό αξιακό κεκτημένο», τον αταλάντευτο «ευρωπαϊκό προσανατολισμό» της σκέψης του και της πολιτικής δράσης του. Στην αρχή μειοψηφικό, εσχάτως δε πλειοψηφικό και κυρίαρχο στο σώμα της ευρύτερης ελληνικής Αριστεράς με φορέα τον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή η «Ευρώπη» που, στην εναγώνια προσπάθειά τους να της προσδώσουν αριστερό, ταξικό πρόσημο, την ονόμασαν «Ευρώπη των λαών», εσχάτως πέταξε, με αλαζωνικήν αυταρέσκεια, απ’ το πρόσωπό της το ημιδιαφανές προσωπείο που της είχαν φορέσει και φανερώθηκε, αφτιασίδωτο πλέον, το πραγματικό της πρόσωπο: το γηρασμένο, ειδεχθές αντιδημοκρατικό πρόσωπο του καπιταλισμού με τα ιδιαίτερα απωθητικά χαρακτηριστικά που του προσδίδει η furor teutonicus (τευτονική μανία)

Ο Μαρξ στο Σόχο

Ο θεατρικός μονόλογος του Howard Zinn 
(πλήρες κείμενο) 



Φώτα σπιτιών στο βάθος. Ένα φως στο κέντρο της σκηνής φωτίζει ένα χώρο άδειο, εκτός από ένα τραπέζι και μερικές καρέκλες. O Μαρξ μπαίνει φορώντας μαύρη ρεντιγκότα και μαύρο γιλέκο, λευκό πουκάμισο και μαύρο παπιγιόν. Έχει γένια, είναι κοντός. γεμάτος, με μαύρο μουστάκι και μαλλιά που γκριζάρουν. Φορά γυαλιά με μεταλλικό σκελετό και κρατά σακίδιο. Κοντοστέκεται, περπατά μέχρι την άκρη της σκηνής, κοιτά το ακροατήριο. Δείχνει ικανοποιημένος, λίγον έκπληκτος.

-Δόξα τω Θεό, κοινό!

Βγάζει τις προμήθειες από τo σακίδιο: μερικά βιβλία, εφημερίδες, ένα μπουκάλι μπίρα, ένα ποτήρι. Κάνει στροφή και περπατά προς το κέντρο της σκηνής.

-Ευχαριστώ που ήρθατε. Δεν ακούσατε όλους αυτούς τους ηλίθιους που λέγαν ότι ο Μαρξ είναι νεκρός. Ε, δηλαδή, είμαι... και δεν είμαι. Είναι θέμα διαλεκτικής.

Δεν έχει πρόβλημα να διακωμωδεί τον εαυτό του και τις ιδέες του. Ίσως έγινε πιο ήπιος με το πέρασμα των χρόνων. Αλλά κει που λες ότι ο Μαρξ μαλάκωσε, έρχονται ξεσπάσματα θυμού.

-Ίσως αναρωτιέστε πώς έφτασα εδώ...

Χαμογελά πονηρά.

-...πήρα τη συγκοινωνία.

Παραχαράκτες μιας παραχάραξης

Ανήκομεν εις την Δύση ή στους Έλληνες;


Έρμαια λοιπόν ξανά ενός διλήμματος που δεν επιστρέφει σαν φάρσα καθώς ήταν εξ αρχής πλαστό. Το ανυπέρβλητο αδιέξοδο της νεοελληνικής κατευθυντικότητας, που ντύθηκε ανά εποχές ετερόκλητα δίπολα (αγγλόφιλοι – ρωσόφιλοι, βενιζελικοί – αντιβενιζελικοί, μνημονιακοί – αντιμνημονιακοί), εμφανίζεται ως μια ακόμα άγονη κρίση ταυτότητας. Το διπολικό μοτίβο ανάγεται στο καθρεπτικό ερώτημα: Ανήκομεν εις τη Δύση ή στους Έλληνες; Ταυτολογία ωμή καθώς η περιβόητη ελληνικότητα δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια ρομαντική κατασκευή της Δύσης, που οικοδομήθηκε ακριβώς όταν οι κινητήριες δυνάμεις της νεαρής αστικής τάξης έψαχναν εκείνους τους νομιμοποιητικούς λόγους για τη μετάβαση από την αρτηριοσκληρωτική φεουδαρχική δεσποτεία σε μια νέα κοινωνική κινητικότητα υπό τους ρυθμούς του laissez-faire. Είναι σήμερα γνωστό σε όλους, παρά τις περί του αντιθέτου κορώνες της κολεγίας των Παρισίων, πως η ελληνικότητα αν και αναφέρεται στην κλασική αρχαιότητα είναι στην πραγματικότητα μια κίβδηλη ανακατασκευή της· ένα οικοδόμημα που κτίστηκε πάνω στις αναγκαιότητες μιας επίπλαστα διαφωτιστικής ορθολογικότητας, που έκοψε και έραψε κατά το δοκούν –εν είδει χοντροκομμένου κολάζ– σχήματα και μορφές εγκαινιάζοντας εκείνο το είδος ανιστορικής αναπαράστασης που αποτέλεσε έκτοτε πρότυπο: το νεοκλασικισμό. Αυτή η ελληνικότητα, μέσω της θεσμικής οικοδόμησης του νεοελληνικού κρατιδίου του οποίο η Δύση πάντοτε έλεγχε απολύτως τους μηχανισμούς, επιβλήθηκε ως ακριβό φράκο στον “ημιάγριο ιθαγενή” που έπρεπε να εκπολιτιστεί. Και ο αυτός εκπολιτισμός, εκτός από ετερόνομος, ήταν με την ουσιαστική έννοια του όρου ιδεολογικός καθώς η αποκαθήλωση της φουστανέλας, που συνδέθηκε με το πρόγραμμα του νεοελληνικού διαφωτισμού, συγκροτούσε απλά μια εικονική χειρονομία. Ο ουσιαστικός στόχος ήταν το πέρασμα της κυριαρχίας των βαλκάνιων από τη οθωμανική στη δυτική σφαίρα επιρροής. 

Το δίλημμα είναι λοιπόν πλαστό καθώς η σύγχρονη Δύση είναι εξ ορισμού αδύνατον να νοηθεί χωρίς την ελληνικότητα και η εν λόγω ελληνικότητα δεν μπορεί να νοηθεί παρά μόνο συνδεδεμένη οργανικά με τη Δύση. Η ρήξη με τη Δύση μπορεί να υπάρχει μόνο ως ρήξη με την ελληνικότητα και αν κάποιοι προσδοκούν την επανένωση με εκείνες τις κοινωνικές συνδηλώσεις που απορρέουν από μια γηγενή (μη δυτική) παράδοση ή από τα περιεχόμενα μιας αρχαιότητας που συστηματικά έχουν αποκρύβει από τον διαφωτιστικό οδοστρωτήρα, δεν έχουν άλλο δρόμο από την κατά μέτωπο αντιπαράθεση στις κεντρικές φαντασιακές σημασίες τις νεοελληνικής ταυτότητας.

Δεν έχουμε, φυσικά, την αφέλεια να πιστεύουμε πως μια τέτοια στρατηγική θα είχε σήμερα το οποιοδήποτε νόημα. Ακριβώς γιατί τα πολυθρύλητα περιεχόμενα, αν κάποτε είχαν μια κάποια αξία ως κοινωνικές αναμνήσεις θεσμικών και αισθητικών βιωμάτων που πετσοκόφτηκαν βάναυσα από το εκσυγχρονιστικό και κεντροποιητικό πρόγραμμα των ελληνικών κυβερνήσεων (τέτοια, ας πούμε, θα μπορούσαν να είναι: οι αυτόνομοι θεσμοί αυτοδιοίκησης στη οθωμανική βαλκανική, το παγανιστικό θρησκευτικό υπόστρωμα της αγροτικής εθιμικότητας και του νόμου που τη συνοδεύει, οι κοινωτιστικές παραδώσεις κολεκτιβιστικής αυτοδιαχείρισης που συνυπήρχαν παράλληλα και για αιώνες με τη φεουδαρχική συνθήκη, η απουσία περιφράξεων της γης –καθεστώς που συναντάτε στα Βαλκάνια έως  και τις αρχές του 20ού αιώνα, οι θεσμοί μη αγοραίων ανταλλαγών κ.α.), σήμερα δεν απαντώνται παρά μόνο στα ως χαραγματιές στα ιδιάζοντα ιδιοσυγρασιακά χαρακτηριστικά των κοινωνικών χαρακτηροδομών –σχεδόν πάντα με στρεβλούς τονισμούς– που υπομνήουν μια δήθεν νεοελληνική διαφορετικότητα που ανθίσταται στον “πολιτισμικό εξωμοιωτισμό της αγοραίας παγκοσμιοποίησης”. Ο λόγος για τον οποίο κάνουμε αυτές τις επισημάνσεις είναι για να καταδείξουμε το κίβδηλο μιας εθνικιστικής αναβίωσης στο όνομα της αυθεντικής ελληνικότητας που επειδή ταυτίζεται περιεχομενικά με τον αντίπαλό της εγγυμονεί τις ίδιες τερατογενέσεις. Και γνωρίζουμε πολύ καλά ποια φρικώδη μορφή παίρνουν αυτές...  

Το ψευδοδίπολο συσκοτίστηκε έτι περαιτέρω από την κατ' εξακολούθηση επανάληψή του στο εσωτερικό της εγχώριας αριστεράς, της οποίας η κρίσης ταυτότητας – προσανατολισμού αντανακλά το αδιέξοδο της νεοελληνικής κατευθυντικότητας, είτε ως μίμηση που αναδιπλασιάζεται στο εσωτερικό της, είτε ως αντανακλαστική αντίδραση που μένει πάντα δέσμια της ιδεολογικής στρέβλωσης των αστικών διλημμάτων. Αφού αρνήθηκε να διανοηθεί –έστω– τη συγκρότηση μιας ταυτότητας έξω από το εθνικό πλαίσιο αναφοράς (κατ' ανάγκην ταξική) έχασε τη μάχη της κοινωνίας πριν καν τη δώσει. Η σημερινή της κυβερνητική καρικατούρα δεν είναι τίποτα παραπάνω από την φαντασμαγορική επιβεβαίωση αυτής της ήττας. 

Αν υποθέσουμε κατ' αρχάς πως η ύφανση του κατακερματισμένου κοινωνικού δεσμού αποτελεί προϋπόθεση κάθε προγράμματος μιας ελεύθερης και δίκαιης κοινωνίας και αν δεχτούμε πως η διαδικασία απαιτεί τη συγκρότηση μιας κάποιας συλλογικής ταυτότητας (ως υπερβατολογικού όρου του νοήματος της ελευθερίας – καθώς καμία ελευθερία δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς συλλογικό υποκείμενο) είναι βέβαιο πως αυτή δεν μπορεί να αναζητηθεί σε πλαστές κατασκευές που είναι εξ ορισμού καταδικασμένες να συντριβούν μπροστά στην πραγματικότητα των υλικών αναγκών. Η ύφανση επιβάλει την συστηματική ανάδειξη όλων εκείνων των υποφωτισμένων πτυχώσεων κοινωνικής συντροφικότητας και οριζοντιότητας, την δικτυακή τους ανατοτροφοδότηση με τελικό στόχο μια νέα κοινωνική αισθητικότητα, ένα νέο ηθικό υποκείμενο, φορέα και προπομπό μιας κοινωνικής αλλαγής.  

Η ανασυγκρότηση ταυτοτήτων στο περιβάλλον της απόλυτης ετερονομίας που επιβάλει το πλαστό δίπολο χαρακτηρίζει σήμερα το συλλογικό αδιέξοδο της παρούσας κοινωνίας. Ματαίως λοιπόν ο αγανακτισμένος “αντιστασιακός” επιχειρεί να αντιτάξει μια κάποια ελληνική ιδιαιτερότητα στην δυτική κηδεμονία. Όσο η αντίσταση αφήνεται στους κατ επάγγελμα παραχαράκτες μιας παραχάραξης είναι καταδικασμένη να υποστρέψει, τρώγοντας τις σάρκες της ίδιας της κοινωνίας ως τον οριστικό αφανισμό της.

Άγριες φράουλες


Α) Πριν από αρκετά χρόνια, θάτανε στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’80, σ’ ένα Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο (Κακουργιοδικείο) ενός νησιωτικού Πρωτοδικείου, συνέβη τ’ ακόλουθο γεγονός: δικάζονταν κάποιος που, επί σειρά ετών, βίαζε την ανήλικη εξ αίματος θυγατέρα του. Οι κατηγορίες που τον βάρυναν ήσαν βιασμός, αποπλάνηση ανήλικης και αιμομειξία, σε  αληθή κατ’ ιδέαν συρροή, κατ’ εξακολούθηση και, φυσικά, σε βαθμό κακουργήματος. (Παρόμοια εγκληματική συμπεριφορά σε μερικά νησιά εμφανίζεται, κατά καιρούς). Τα υπερασπιστικά μέσα του κατηγορουμένου ήσαν πενιχρά, η ουσιαστική βασιμότητα της κατηγορίας ήταν πρόδηλη. Τότε, λίγο πριν την απολογία του κατηγορουμένου, ο υπερασπιστής δικηγόρος του τελευταίου προσκόμισε στο δικαστήριο, κρατώντας την αναπεπταμένην, δίκην αναντίλεκτης Υπερκόσμιας Επιταγής, μιαν υπηρεσιακή βεβαίωση του ιερέα της ενορίας του κατηγορουμένου στην οποία βεβαιωνότανε πως ο κατηγορούμενος ήταν καλός ορθόδοξος χριστιανός, εκκλησιαζότανε καθ’ εκάστην Κυριακήν και εκτελούσε προσηκόντως άπαντα τα υπό της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας επιβαλλόμενα χριστιανικά του καθήκοντα! Το κλίμα της δίκης άλλαξε ευθύς αμέσως, βελτιώθηκε σημαντικά υπέρ του κατηγορουμένου ενώ, ταυτοχρόνως, η κατάθεση της μαρτυρικής θυγατέρας του άρχισε να καλύπτεται από μιαν αδιόρατη μεν, αλλά πάντως αισθητή, λαμπυρίζουσα αχλύν αμφιβολίας. Και ευλόγως: η αναβάθμιση ενός νικητή συνεπάγεται αναπόφευκτα την υποβάθμιση ενός ηττημένου! Όσοι σπεύσουν να χαρακτηρίσουν το πιο πάνω ιστορικό παράδειγμά μας ως σύμπτωμα παραληρητικής φρενοπάθειας και αυτόδηλης νομικής ανεπάρκειας του συγκεκριμένου υπερασπιστή δικηγόρου, εκφέρουν λόγο επιπόλαιο και αβασάνιστο. Περιοριζόμαστε στο να αναφέρουμε τούτο το εξόχως σημαντικό: στην μεγάλη πλειοψηφία των δικών με κατηγορουμένους αποπλανητές ανηλίκων (παιδόφιλους), παρόμοιας φύσης «υπερασπιστικά», «αποδεικτικά» μέσα είναι συνηθέστατα.

«Αντιλαϊκισμός», το ανώτατο στάδιο του λαϊκισμού

«Ο προοδευτικός είναι εκείνος που κάνει τα πιο “εξτρεμιστικά” (φιλελεύθερα) πράγματα με το μειλίχιο και γλυκανάλατο τρόπο μιας μπαλάντας του Έλτον Τζον…» 
Νικόλας Σεβαστάκης



Τελευταία, και ιδίως μετά το ξέσπασμα της τρέχουσας κρίσης, έχει αρχίσει να παίρνει όλο και πιο ξεκάθαρη μορφή ένα καινούριο ιδεολογικό ρεύμα προωθούμενο από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και συνεπικουρούμενο από ένα μέρος του ακαδημαϊκού κόσμου καθώς και από κάποιους τριτοκοσμικά μοντερνίζοντες λογοτέχνες και «οργανικούς» –ου μην αλλά και «ελευθέρας βοσκής»– διανοούμενους. Κύριο χαρακτηριστικό αυτού του ρεύματος είναι μια τάση να αντιμετωπίζεται, αντανακλαστικά σχεδόν, κάθε εκ των κάτω διαμαρτυρία με μια ηθικολογική ρητορεία η οποία, εν ονόματι του πολιτικού ρεαλισμού, της ευθύνης και της ευταξίας, επιθέτει σε κάθε κοινωνική διεκδίκηση, κριτική ή καταγγελία το στίγμα της ανευθυνότητας και του λαϊκισμού.

Μεταφράζοντας τον Νίτσε

 πίνακας του Ζήση Σαρίκα

Η μετάφραση των Απάντων του Νίτσε ολοκληρώθηκε φέτος από τον Ζήση Σαρίκα – από τον ίδιο δηλαδή μεταφραστή, ένα επίτευγμα σπάνιο στις ευρωπαϊκές εκδόσεις του Νίτσε. Η μετάφραση των πρώτων έργων είχε ξεκινήσει στις αρχές της δεκαετίας του 90, και πέρασε από άλλους τρεις εκδότες της Θεσσαλονίκης πριν βρει την οριστική της μορφή στις εκδόσεις «Πανοπτικόν». Με τις διαδοχικές επανεκδόσεις δόθηκε στον μεταφραστή η δυνατότητα να επανεξετάσει και να βελτιώσει τις μεταφράσεις του, έτσι ώστε να μπορούμε να μιλούμε πλέον για τελική έκδοση.

Στοιχεία του σύγχρονου (χρηματοπιστωτικού) ολοκληρωτισμού


Μανιφέστο του «Δημοκρατικού» Ολοκληρωτισμού

Κυκλοφορούσε καιρό στο διαδίκτυο· τώρα, μεταφρασμένο για πρώτη φορά στα ελληνικά (και σχολιασμένο) από τον Γιάννη Δ. Ιωαννίδη, δημοσιεύεται στο Πανοπτικόν 19. Πρόκειται για το περίφημο κείμενο του στελέχους τού ΟΟΣΑ Christian Morrisson, γραμμένο το 1996, με τίτλο «Οι δυνατότητες πολιτικής πραγματοποίησης των διαρθρωτικών αναπροσαρμογών». «Μαθήματα κυριαρχίας από τους επιγόνους του Μακιαβέλι», υποτιτλίζει δηκτικά ο μεταφραστής.

Είναι μια σειρά οδηγίες προς κυβερνήσεις, αποκαλυπτικές μέσα στον κυνισμό τους, για το πώς να επιβάλλουν τις «διαρθρωτικές αλλαγές» που απαιτούσε το Σύμφωνο της Ουάσινγκτον – στις «αναπτυσσόμενες χώρες», τότε· σήμερα, σε ολόκληρο τον κόσμο. Πράγμα που μαρτυρεί εύγλωττα, πέραν των άλλων, ότι η «κρίση» του 2008 είναι η κορύφωση μιας κανονικής διαδικασίας η οποία αναπτύσσεται απρόσκοπτα και βάσει κεντρικού σχεδίου από τη δεκαετία του 1980, από την περιφέρεια προς τα κέντρα του πλανήτη. Η διαδικασία για την οποία πρόκειται είναι «απλώς» η αλλαγή μοντέλου τού καπιταλισμού (με έξοδα, εννοείται, των λαών του κόσμου) που εκδιπλώνεται σταθερά στις τελευταίες δεκαετίες του εικοστού αιώνα.

Κλέφτικο

Γιώργος Πρεβεδουράκης, (Πανοπτικόν, 2013)

Είδα τις καλύτερες γενιές του μυαλού μου
διαλυμένες απ’ τη φαιδρότερη Λογική
υστερικές, γυμνές και χρεωμένες
να σέρνονται σε βαλκάνιους δρόμους την αυγή γυρεύοντας
τρόπους για να πληρωθεί μια αναγκαία δόση,

ρεμπέτες-άγγελοι που τσάκισαν τη ράχη τους μεταφέροντας πίτσες,
φιλέτα ροφού σβησμένα σε σαμιώτικο, έπιπλα «κάν’ το μόνος σου» και είδη υγιεινής,
που φτωχοί στήθηκαν καπνίζοντας μπροστά από υπερφυσικές οθόνες
μ’ έναν τρόμο παράλυτο για τα βιογραφικά τους,
που βρήκαν την κόμισσα Seroxat να σέρνεται ξημερώματα στην Ηπείρου
συντροφιά με τον βαρόνο Tavor και τη μακρινή εξαδέλφη του ―
αναιμική δεσποινίδα του ιδιωτικού παροράματος ―Xanax,

Ο πόλεμος των εσπεριδοειδών

Κάποιες σκέψεις πάνω στη σύγχρονη εθνικιστική αναβίωση με αφορμή την ταινία του Zaza Urushadze Μανταρίνια, (2013)

Η Αμπχαζία, μια περιοχή που έως το 1920 κατοικείτο μάλιστα και από πολλούς Έλληνες Αμπχάζιους, αποτελεί ένα μωσαϊκό εθνοτήτων, γλωσσών και θρησκειών. Αυτή η πολύχρωμη σαλάτα διαμορφώθηκε μέσα στις τρις τελευταίες χιλιετηρίδες καθώς η ήρεμη Μαύρη Θάλασσα έγινε το πεδίο του διεθνούς εμπορίου, των πολιτισμικών ανταλλαγών αλλά και πολλών πολέμων (με χαρακτηριστικότερους τους 14 αλλεπάλληλους ρωσοτουρκικούς πολέμους από το 1568 έως το 1918). Η κομβική θέση της περιοχής οδήγησε άλλωστε και την ίδια την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία να μεταφέρει το κέντρο βάρους του ενδιαφέροντός της προς τα εκεί μετά τον τρίτο αιώνα μ.Χ. Οι εθνότητες, οι γλώσσες και οι δοξασίες που απαντώνται στην περιοχή είναι τόσες πολλές που ίσως σε κανένα άλλο μέρος του κόσμου δεν θα μπορούσαμε να βρούμε περισσότερες. Πολλές από τις τοπικές γλώσσες, όπως τα αμπχαζιανά, έχουν ιερογλυφική γραφή, η οποία χάνεται σταδιακά μετά την εκλαϊκευτική εισαγωγή του λατινικού αλφαβήτου το 1924 από την Σοβιετική Ένωση. Το 1931, μετά την αποτυχία της βίαιης κολεκτιβοποίησης στην Αμπχαζία, ο Μπέρια διαλύει την αυτόνομη δημοκρατία της περιοχής και μεταφέρει εκεί γεωργιανούς εποίκους. Το αλφάβητο των αμπχαζιανών αλλάζει ξανά με διάταγμα από λατινικό σε γεωργιανό. Το 1939 γίνεται και τρίτη αλλαγή του αλφάβητου σε κυριλλικό (σλαβικό). Η περιοχή τα χρόνια της Σοβιετικής ακμής ονομάζεται και Σοβιετική Ριβιέρα λόγο του τουρισμού της, του ήπιου κλίματος και της σημαντικής οικονομικής ανάπτυξης. Άνθρωποι από όλες τις περιοχές της Ένωσης καταφθάνουν εκεί για να μείνουν, είτε μετακινούνται αναγκαστικά τις περιόδους των σταλινικών εθνοτικών πειραματισμών. Η Αμπχαζία ζητά από το 1978 έως και σήμερα την απόσχισή της από την Γεωργία και την ένωσή της με τη Ρωσία.

Τα "ποτάμια" και οι πηγές τους


Μετά την, εκτός των άλλων, ηθική κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» στην Πολωνία και κατά την διάρκεια των «ελεύθερων» κοινοβουλευτικών εκλογών, στις αρχές της δεκαετίας του 90, μία πολυπληθής ομάδα Πολωνών κλακαδόρων κατήλθε στις εκλογές με την «πολιτική» επωνυμία «Οι φίλοι της μπύρας». Εκλέχτηκαν βουλευτές και, στην συνέχεια, διασπάστηκαν στους «Φίλους της μεγάλης μπύρας» και στους «Φίλους της μικρής μπύρας».

Το πειστικότερο άλλοθι του αμετάθετου παρόντος


Αίφνης, μια διάχυτη αισιοδοξία έχει αρχίσει να διαπνέει το σώμα αυτής της ταλαίπωρης κοινωνίας. Η μεγάλη αφήγηση του εκπεσόντος παρία που κάνει δυναμικά την επανεμφάνιση του και έχει την απαίτηση να γίνουν πλέον αποδεκτά, τα δικά του αιτήματα ορθώνοντας το ανάστημα του, επιβάλλεται με όρους παροξυσμικής αυτοϊκανοποίησης της απαθούς τάξης των νοικοκυραίων! Έπρεπε δηλαδή να υπάρξει με άρωμα φιλολαϊκού προοδευτισμού και εθνικής ελαφρόνοιας μια υποτιθέμενη αλλαγή πλεύσης στις πολιτικές αποφάσεις για να αισθανθούν οι κοινοί θνητοί μία ιδέα εικονικής πνοής στον ασφυκτικό βίο τους.

Αυτού του είδους λοιπόν η αφέλεια θέλει να πείσει τον εαυτό της ότι οι άνθρωποι μπορούν να σταθούν επάνω από τις αγορές. Πως η ζωή είναι μπροστά και πέρα από τα κέρδη! Όταν μάλιστα αυτή αρχίζει να γίνεται ναρκισσευόμενα επιθετική τότε εξαπολύει σοφιστικέ βερμπαλισμούς και φιλολογίζουσες περιττολογίες, τζούφιους λεκτικούς μύδρους ατάκτως ερριμμένους. Ο άνεμος αντίστασης που πνέει στο αντιμνημονιακό μέτωπο, ενσαρκώνει τις αιτίες και τους μοχθηρούς του κοινωνικού ζητήματος στην κρίση χρέους και στα υπερεθνικά διευθυντήρια και παραβλέπει ηλιθιωδώς ότι το πρόβλημα πηγάζει αποκλειστικά από την έμφυτη αντινομία της τυφλής υπακοής μιας κοινωνίας, παγκόσμιας και οικουμενικής, στους παρανοϊκούς νόμους της αυτονομημένης κερδοφορίας. Για να το πούμε δηλαδή διαφορετικά και με πιο κατανοητά λόγια, η κρίση χρέους και οι τεχνογκουρού που έχουν αναλάβει το κουλάντρισμα της δεν είναι η αιτία αυτής της κοινωνικής κρίσης, όπως το έχει χάψει η αντιμνημονιακή μανία με τα αριστερά και δεξιά συμπράγκαλα της, αλλά ένα γενικό σύμπτωμα μιας κοινωνίας που οργανώνεται στην συστημική συνθήκη της αφηρημένης εργασίας και στις εμμονές που ρέουν από αυτή.

Γίνεται απολύτως σαφές ότι οι τακτικές των κυβερνητικών θέσεων δεν αποτελούν επ' ουδενί κάποια ρηξικέλευθη κριτική ενάντια στις αγορές και τα χάλια τους. Αντιθέτως εκείνο που κάνουν είναι να απομακρύνουν σταθερά τις δυνατότητες της αμφισβήτησης και τις όποιες προϋποθέσεις της και να δίνουν ένα πειστικό άλλοθι αριστερής νομιμοποίησης στο αμετάθετο παρόν. Το άνευρο παιχνίδι του κοινοβουλευτισμού αναζωογονεί την αφέγγιστη, κοινωνική συναίνεση. Η αριστερή κυβέρνηση θέλει να είναι ο αναστηλωτής του τραυματισμένου πολιτειακού κύρους και της ημιθανούς κρατικής οντότητας. Δεδομένης της λαϊκιστικής και ουσιαστικά φασιστικής ψευδορητορείας που καραδοκεί, και κορτάρει ασύστολα τον μικροαστικό εσμό, έτοιμη να υφαρπάξει το μεγαλύτερο όφελος αυτή η ατελής αναστύλωση θα είναι το προσωρινό πλεονέκτημα και συνάμα η οριστική καταδίκη της προοδευτικής διακυβέρνησης.

δημοσιεύτηκε στο ιστολόγιο http://poetrymustbedonebyeachandeveryone.blogspot.gr/

Ο Καίσαρας πρέπει να πεθάνει

με αφορμή την απεργία πείνας των πολιτικών κρατουμένων, κάποιες σκέψεις πάνω στην ταινία των Πάολο και Βιτόριο Ταβιάνι (Το κείμενο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά εδώ



Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ 
μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη. 
Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ. 
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη· 
διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον. 
A, όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω. 
Aλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον. 
Aνεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω. 
K.Π. Kαβάφη, 1896 


Στη φυλακή Ρεμπιμπία στα προάστια της Ρώμης μερικοί βαρυποινίτες ξεκινούν πρόβες για να ανεβάσουν τον «Ιούλιο Καίσαρα» του Ουίλιαμ Σαίξπηρ. Η ταινία ξεκινά από το τέλος. Η αυλαία του μικρού θεάτρου των φυλακών πέφτει, οι θεατές αποχωρούν και οι κρατούμενοι πρέπει να γυρίσουν ξανά στα κελιά τους. Είναι η πιο ωμή λύση του δράματος. Τα τείχη, που για λίγες στιγμές ήλπιζες πως μπορούσαν να πέσουν, επιστρέφουν. Τώρα η φυλακή γίνεται «πραγματικά αφόρητη» – όπως παραδέχεται ένας κρατούμενος. 

Οι ανακτημένες επιχειρήσεις στην αργεντινή

του Αντρές Ρουτζέρι
Μετάφραση: Θοδωρής Καρυώτης


για το βιβλίο μιλούν ο Χρήστος Μανούκας από τις Ακυβέρνητης Πολιτείες
και ο Ιωακείμ Αναγνώστου από το εργοστάσιο της Βιομηχανικής Μεταλευτικής

Παρουσίαση περιοδικού Σκαντζόχοιρος στο Κοινωνικό Κέντρο Πάτρας


Από την παρουσίαση του Σκαντζόχοιρου στην Πάτρα
(28/3/2015)



Ἡ ἔννοια τῆς κριτικῆς πρέπει σήμερα νά μετα-
σχηματιστεῖ: βιωμένη ὡς δραματική καί θαρραλέα ἀνθρώπινη στάση
θά βρεῖ τό μοναδικό σύμμαχο στήν ἑλπίδα μιᾶς ἀνάκτησης τοῦ φυσικοῦ
δεσμοῦ ἐνάντια στίς θεσμοποιημένες ἐργαλειακές κοινωνικές πρακτι-
κές, ἐνάντια στόν φετιχισμό τοῦ θεσμικοῦ ἀλλά καί στήν κουλτούρα
τῆς ἀγορᾶς καί τῶν ἀνταγωνιστικών ἰδιωτικῶν συμφερόντων. Ἡ φιλο-
σοφία ὡς κριτική ὀφείλει νά ἀξιώσει νά γίνει ἡ φωνή τῶν πραγμάτων· ἡ
ἀποφασισμένη μοναχικότητα τῆς κριτικῆς στάσης θα βρεῖ τή δικαίωσή
της ὡς ἀδιάρρηκτη συμμαχία μέ τόν πάσχοντα Κόσμο.

Φώτης Τερζάκης

Σκαντζόχοιρος


Σημειώματα και δοκιμές. Αυτή ήταν η πρόθεση μιας συντροφιάς που πριν λίγους μήνες αποφάσισε να ξεκινήσει αυτή την έντυπη προσπάθεια. Δυο είδη κειμένων σε ισορροπία: από τη μια τα δοκίμια, ενδελεχείς κατανοήσεις και κριτικές ανασυγκροτήσεις του εμπειρικού και θεωρητικού υλικού, και από την άλλη τα σημειώματα, προκηρύξεις και κραυγές σχολιασμού μιας μεσοπρόθεσμης επικαιρότητας.

Ξεκινάμε σε καιρούς υποχώρησης όχι μόνο των κινημάτων αλλά και του νοήματος που η κραυγή ελευθερίας φέρει μέσα στην ιστορική σκηνή. Και με αυτό ως παρατήρηση μπορούμε να διατυπώσουμε τους λόγους που μας οδηγούν σε αυτή την επιλογή: είναι η επείγουσα ανάγκη μας να ψηλαφίσουμε κατανοήσεις εκτός και ενάντια της κυρίαρχης ιδεολογίας, να δημιουργήσουμε ένα βήμα ελεύθερου στοχασμού και διανοητικής ανταλλαγής, να κάνουμε κριτική στην σύγχρονη επιστήμη και στους μηχανισμούς της.

Η διπλή ρίζα της δημόσιας χλεύης


Λίγες ημέρες πριν διάβασα στην Καθημερινή πως το φαινόμενο που συνηθίζουμε να ονομάζουμε ενδοσχολική βία, και που στην πράξη σημαίνει: παιδικές συμμορίες που επιτίθενται σαν αγέλες λύκων· εκβιαστές που απειλούν με δημόσιο εξευτελισμό τους συμμαθητές τους, έχει αυξηθεί κατακόρυφα τα τελευταία χρόνια. Ένα κοριτσάκι της τρίτης δημοτικού εξομολογήθηκε στην ερευνήτρια πως καθημερινά εύχεται να πεθάνει αλλά δεν βρίσκει το θάρρος να το τολμήσει. Η κοπέλα είχε απλώς λίγα περισσότερα κιλά αλλά ο φανταστικός ιδεολογικός παροξυσμός της κανονικότητας την εξωθούσε στο πυρ το εξώτερο της δημόσιας χλεύης. Το παιδάκι στα Γιάννενα –κατά πάσα πιθανότητα– εξωθήθηκε στον θάνατο από μια γνωστή (άγνωστη) συμμορία νταήδων· τους επίσημους πρεσβευτές της «κανονικότητας», τους πραγματικούς πρεσβευτές του Ναζισμού.

Ό,τι επιζεί είναι η εξουσία (;)


πρόλογος στο βιβλίο "Η έσχατη στράτευση"

Ο Λούκατς είχε εκθέσει αναλυτικά (“Ιστορία και ταξική συνείδηση”) την άποψη του Έγκελς ότι κάθε αγώνας ιστορικά μάταιος και καταδικασμένος (όπως π.χ. ο αγώνας των εξεγερμένων χωρικών κατά το Μεσαίωνα) είναι “αντιδραστικός στην ουσία του”. Από μια άποψη αυτό είναι σωστό: κάθε αγώνας που δεν τείνει στην πρόοδο της Ιστορίας, ήτοι στην εξέλιξη του συστήματος εξουσίας, αλλά, αντίθετα, στο φρενάρισμα της προόδου αυτής καθεαυτήν, της προόδου ως αυτοσκοπού και αυταξίας, κάθε αγώνας που τείνει, συνεπώς, στο φρενάρισμα του καρκινικά αυτονομημένου και κακοήθους πανοικονομισμού, αποτελεί ουτοπία – και μάλιστα “αντιδραστική”.

Οι τελευταίοι


Ο αρχιτέκτονας της διώξεως των ανταρτών της Δυτ. Γερμανίας, εισαγγελέας Σ. Μπούμπακ, δολοφονήθηκε χθες στην Καρλσρούη από την «Επιτροπή Δράσεως Ούλρικε Μάινχοφ». (Οι εφημερίδες, 8-4-77)

Ειδήσεις σαν την παραπάνω ακολουθούνται σχεδόν πάντα από τα επαγγελματικά δάκρυα των υπερασπιστών της δημοκρατικής νομιμότητας και τις εμπεριστατωμένες αναλύσεις ειδικών σχολιογράφων, οι οποίοι αποδεικνύουν ότι η ανεύθυνη πολιτική δραστηριότητα, που κορυφώνεται στην απεγνωσμένη πρακτική της τρομοκρατίας, και γενικά κάθε έσχατη μορφή αντίστασης στη θεσμοποιημένη βία καλλιεργεί τις προϋποθέσεις της εκτροπής από το δημοκρατικό πολίτευμα. 

Διότι ωθούν τη Δημοκρατία να παίρνει μέτρα αντιδημοκρατικά για να αμυνθεί – πράγμα που σημαίνει ότι η καλύτερη άμυνα της δημοκρατίας είναι η αυτοκατάργησή της.

Παρουσίαση των απάντων του Νίτσε




Πρώτη παρουσίαση απάντων του Νίτσε από τις εκδόσεις Πανοπτικόν και το Ζήση Σαρίκα. Μιλούν κατά σειρά Ιωακείμ Ακριτίδης, Φώτης Τερζάκης και Ζήσης Σαρίκας.

[η παρουσίαση έγινε στις 23 Ιανουαρίου στο Κοινωνικό Κέντρο Πάτρας]

Λοιπόν;


Με την τοκογλυφία οίκο δεν έχει ο άνθρωπος από πέτρα καλή 
λείος ο κάθε αρμός και σωστά ταιριασμένος
όπου το σχέδιο να καλύπτει μπορεί το πρόσωπό των,
με την τοκογλυφία
δεν έχει ο άνθρωπος παράδεισο ζωγραφισμένο στης εκκλησιάς του τον τοίχο 
harpes et luthes
ή όπου η παρθένος το μήνυμα έλαβε 
και προβάλλει φωτοστέφανος από τη χάραξη μέσα
με την τοκογλυφία
ο άνθρωπος δεν αντικρίζει τον Gonzaga μήτε 
τους κληρονόμους του μήτε τις παλλακίδες του 
καμιά ζωγραφιά δεν φτιάχνεται για να διαρκέσει
κι ούτε μ αυτή να ζήσεις
παρά μονάχα για να πουληθεί γρήγορο πούλημα 
με την τοκογλυφία, κρίμα ενάντια στη φύση, 
ένα ακόμα ξεροκόμματο είναι ο άρτος σου 
είναι ο άρτος σου ξηρός σαν το χαρτί 
δίχως σιτάρι στοιβαγμένο, δίχως αλεύρι δυνατό
με την τοκογλυφία παχιά γίνεται η γραμμή
με την τοκογλυφία απλώνουν τα ορόσημα
και τόπο δεν βρίσκει ο άνθρωπος για κατοικία του
Ο λατόμος από την πέτρα του αποκόβεται
κρατιέται μακριά από τον αργαλειό του ο υφάντης

Ο Νίτσε και ο αναρχισμός. Συγκαιρινές και μεταγενέστερες θεωρήσεις


Εισήγηση: Ζήσης Σαρίκας

Ασιατικές ιχνογραφίες


ΑΡΑΒΙΚΗ ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΣ, τόπος παραμυθιών και θαυμάτων. Μεθυσμένων οπτασιών, επικίνδυνων αντικατοπτρισμών και κακόβουλων τζινν. Μια μοναχική πλάκα γης που ξεκόλλησε από το σώμα τής Αφρικής κι ολοένα απομακρύνεται, με ένα αυλάκι που μεγαλώνει στα δυτικά της, την Ερυθρά, ένα που συρρικνώνεται ανατολικά, τον Περσικό Κόλπο, και μία από τις πιο επικίνδυνες θάλασσες του κόσμου στον νότο. Τεράστιες ακατοίκητες εκτάσεις που κανένας ποταμός δεν δροσίζει, μονάχα ξερές κοίτες χειμάρρων ––ουάντι–– που πλημμυρίζουν αιφνίδια από τις εποχιακές βροχές αφανίζοντας ό,τι βρίσκουν στο πέρασμά τους, τρώγοντας προϊστορικά πετρώματα, κι ύστερα ξεραίνονται αφήνοντας βαθιές χαρακιές στο έδαφος και απόκρημνα φαράγγια. Και όμως, τούτη η πεισμωμένη γη ήξερε ανέκαθεν να κρατά υγρασία σε καλά φυλαγμένες πτυχές της, όπου οι άνθρωποι έμαθαν να φυτεύουν χουρμαδιές και να μισοχορταίνουν τα ζώα τους με το λιγοστό εποχιακό χορτάρι. Τον υπόλοιπο χρόνο περιπλανιόντουσαν: σκοτώνονταν για τις λιγοστές πηγές κι ένα είδος μακρόσυρτων, τελετουργικών επιδρομών τής μίας φυλής εναντίον τής άλλης ήταν ο μόνος σχεδόν τρόπος επιβίωσης, που στο αμόνι του σμιλεύτηκαν οι μεγάλες αρετές τού αραβικού γένους – τόλμη, καρτερία και αντοχή, πάθος για ελευθερία, φιλοξενία, διπλωματική πονηριά και ποιητική ευγλωττία.

Ποιός είναι σήμερα στη Δύση ο αληθινός ιερόσυλος

Το παρόν κείμενο του Γιώργου Λιερού δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Εποχή το 2006, με αφορμή τη δημοσίευση των πρώτων σκίτσων του Μωάμεθ. Χωρίς το συγκινησιακό βάρος της σημερινής στιγμής, το κείμενο, έχει το προνόμιο να παραμένει διεισδυτικό οκτώ χρόνια μετά. 




"Πολλά επιτεύχθηκαν όταν εντυπώθηκε τελικά στις μάζες (σε όλων των ειδών τα ρηχά πνεύματα και εκείνους που χωνεύουν βιαστικά) το αίσθημα ότι υπάρχουν πράγματα που δεν πρέπει να αγγίζουν, ότι υπάρχουν άγια βιώματα μπροστά στα όποια πρέπει να βγάζουν τα παπούτσια τους και να κρατούν μακριά τα ακάθαρτα χέρια τους - και αυτό είναι σχεδόν το μεγαλύτερο βήμα τους προς την ανθρώπινη ιδιότητα. Αντίστροφα, δεν υπάρχει ίσως τίποτε στους λεγόμενους καλλιεργημένους, τους πιστούς των «μοντέρνων ιδεών», που να προκαλεί τόση αηδία όση η έλλειψη ντροπής που έχουν, η αυτοϊκανοποιούμενη θρασύτητα του ματιού και του χεριού με την οποία αγγίζουν, γλείφουν και ψηλαφούν τα πάντα· και είναι δυνατό να βρίσκεται σήμερα περισσότερη σχετική ευγένεια του γούστου και τακτ του σεβασμού στο λαό, στον κατώτερο λαό, και ειδικά στους αγρότες, παρά στον αναγιγνώσκοντα εφημερίδες ημίκοσμο του πνεύματος, τους καλλιεργημένους." 
Φρίντριχ Νίτσε, Πέρα από το Καλό και το Κακό.


Σκέψεις πάνω στην "απαισιόδοξη ανθρωπολογία"


ΟΣΟΙ ΠΡΟΕΡΧΟΝΤΑΙ από τον μαρξισμό ή εν γένει την επαναστατική παράδοση δυσκολεύονται να κατανοήσουν τις προκείμενες της απαισιόδοξης ανθρωπολογίας. Άνθρωποι που στοιχημάτισαν τα πάντα στην πιθανότητα μιας μεστής νοήματος αλλαγής στην ανθρώπινη ζωή, στην ανθρώπινη ιστορία, το ελάχιστο που όφειλαν να προϋποθέτουν είναι πως μια τέτοια αλλαγή είναι καταρχήν δυνατή: εκείνο που χρειάζεται είναι να αρθούν οι δομές της εκμετάλλευσης και της κυριαρχίας οι οποίες αποτελούν προϊόν μιας διαστρεβλωμένης ιστορικής εξέλιξης, προϊόν κατακλυσμιαίων αλλά πάντως ατυχηματικών παραγόντων, προκειμένου να πραγματωθούν ελεύθερα και ανεμπόδιστα οι ανεσταλμένες ως τώρα δυνατότητες της ανθρώπινης φύσης. Η ανθρωπολογία του νεαρού Μαρξ, χρεωμένη στον Φώυερμπαχ και στον πρώιμο Χέγκελ, μιλούσε ακριβώς για πραγμάτωση της ανθρώπινης «ουσίας», κάτι το οποίο παρέμενε υπό τις παρούσες συνθήκες εγκλωβισμένο στο ιστορικό κέλυφος της «αλλοτρίωσης».

Ο Βασίλης Λαδάς και η εικονογραφία της μετανάστευσης

Το κείμενο αποτελεί εισήγηση στην παρουσίαση του Βιβλίου του Βασίλη Λαδά “ασώματη κεφαλή” στο συνεργατικό βιβλιοπωλείο Ακυβέρνητες Πολιτείες στη Θεσσαλονίκη, το Νοέμβρη του 2014


Το ειδικό κρατικό βραβείο λογοτεχνίας που δόθηκε πρόσφατα στον Βασίλη Λαδά για το μυθιστόρημα Παιχνίδια Κρίκετ έριξε για λίγο τα φώτα της εγχώριας βιβλιοκριτικής πάνω στη λογοτεχνία του. Η προσοχή που δόθηκε ήταν, κατά τη γνώμη μας, πολύ μικρότερη σε σχέση με την πραγματική αξία του έργου του, το οποίο έως και σήμερα παραμένει υποφωτισμένο. Στο παρόν κείμενο θα προσπαθήσουμε να σταχυολογήσουμε ορισμένα γενικά μοτίβα του πεζογραφικού του σύμπαντος με αφορμή το Παιχνίδια Κρίκετ εστιάζοντας ειδικότερα στη μορφή του πρόσφυγα.