Κρίση και μύθος της πράσινης ανάπτυξης

Όπως έχει διεξοδικά περιγραφεί από τους περισσότερους αναλυτές ο πυρήνας της σημερινής κρίσης εδράζεται στην ανικανότητα του καπιταλισμού να επενδύει συνεχώς στο φτηνό χρήμα διογκώνοντας περεταίρω τη ραντιέρικη σφαίρα. Η επένδυση στην κατανάλωση χωρίς εισαγωγή καινοτομίας και αλλαγή του τεχνολογικού υποδείγματος, η προσφυγή στο φτηνό χρήμα για της τροφοδότηση της κατανάλωσης, δημιούργησαν συσσώρευση κεφαλαίου τέτοιου μεγέθους που η οικονομική ερημοποίηση της μεσαίας τάξης (κυρίως μέσω της καθολική υποθήκευση των εισοδημάτων στης) έκαναν την ατμομηχανή της κατανάλωσης να αγκομαχεί.

Η θεωρία των οικονομικών κύκλων του Kondratiev μας αποκαλύπτει από τις αρχές του αιώνα πως η οικονομική κρίση δεν αποτελεί το καρκίνωμα του καπιταλισμού, όπως πίστευε ο κλασικός μαρξισμός, αλλά αντίθετα αναγκαίο στάδιο για την αναγέννησή του. Κατά τον Kondratiev, αυτό που πυροδοτεί κάθε καινούργιο κύκλο ανάπτυξης είναι η εισαγωγή καινοτομίας. Η καινοτομία αλλάξει άρδην τη μορφή της παραγωγής αλλά και του ίδιου του προϊόντος μεταλλάσσοντας το κυρίαρχο τεχνολογικό παράδειγμα. Όποιος κλάδος της παραγωγής δεν μπορεί να προσαρμοστεί είναι αναγκασμένος σε κατάρρευση. Η εισαγωγή του νέου τεχνολογικού παραδείγματος δεν γίνεται βέβαια «φυσικά», δεν προκύπτει ως «κοινωνική αναγκαιότητα» και δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι κάθε φορά που ο καπιταλισμός βρίσκεται σε κρίση μπορεί με την ίδια ευκολία να εισαγάγει καινοτομία ικανή να το βγάλει από το τέλμα.

Η ίδια η Τρίτη Βιομηχανική επανάσταση, η επανάσταση του τεχνολογικού αυτοματισμού, της κυβερνητικής και των υπολογιστών, παρότι αποτέλεσε βασική αιτία για την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και για την οικονομική επέκταση του δυτικού καπιταλισμού στης χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ, αποδείχθηκε μια τεράστια φούσκα. Καθώς όχι μόνο δεν κατάφερε να φέρει τα πολυπόθητα αποτελέσματα που προοιώνιζαν οι θεριστικοί της αλλά μετά από μια μικρή περίοδο ανάκαμψης οδήγησε ξανά τον καπιταλισμό στην ύφεση, στην υπερχρέωση και στη δομική ανεργία. Παρόλα αυτά η Τρίτη βιομηχανική επανάσταση επενδύθηκε με ένας κολοσσιαίο καπιταλιστικό μύθο που έφτανε μέχρι την ουτοπική υπόσχεση της άρσης κάθε εκμετάλλευσης μέσω της τεχνολογίας!

Τι κάνει όμως σήμερα ο καπιταλισμός μπροστά στην πρωτοφανή του κρίση; Το σίγουρο είναι πως δεν βρίσκεται μπροστά στο χείλος της κατάρρευσης. Και αυτό όχι μόνο γιατί καμία κυρίαρχη τάξη δεν αυτοκτονεί αλλά και γιατί δεν είναι ορατός σήμερα κανένας συνολικός μετακαπιταλιστικός θεσμός ικανός να προβάλει ως αντίπαλο δέος. Η παρούσα οικονομική κρίση έχε αναμφίβολα ως αποτέλεσμα το τέλος των καπιταλιστικών υποσχέσεων και μαζί τη συνακόλουθη αμφισβήτηση των θεσμών διακυβέρνησης. Οι κρίσεις όμως διακυβέρνησης ρυθμίζονται από την εξουσία με την προσφυγή στο μύθο. Η δημιουργία πολιτικών μύθων λειτουργεί ως ανασύνθεση της συναίνεσης, παράγει καινούργια μοντέλα διακυβέρνησης ικανά να ασκούν τον κοινωνικό έλεγχο, όπου ο εξαναγκασμός δεν μπορεί ή δεν θέλει να φτάσει.

Ποίος είναι όμως ο νέος μύθος του καπιταλισμού; Κατά την άποψή μου είναι η πράσινη ανάπτυξη. Σήμερα, η πράσινη οικονομία αντιπροτείνεται ως εναλλακτική λύση στα τεράστια οικονομικά, κοινωνικά και οικολογικά προβλήματα. Δεν είναι, όμως, τίποτα παραπάνω από την αλλαγή του τεχνολογικού παραδείγματος. Πρέπει σε αυτό το σημείο να τονίσουμε σε αντίθεση με παλαιότερες ιστορικές αλλαγές στο τεχνολογικό υπόδειγμα δεν έχουμε εδώ την εισαγωγή καινοτομίας (που συνήθως συνοδεύει αυτές τις αλλαγές) αλλά τη συστηματική αναμόχλευση όλων των προϊόντων της παλαιάς βιομηχανίας έτσι ώστε να πολωθούν με …πράσινη συσκευασία. Η μεγαλύτερη απόδειξη της παραπάνω θέσης βρίσκεται στην ίδια την παγκόσμια βιομηχανική παραγωγή. Σήμερα, σε αντίθεση με κάθε άλλη περίοδο κρίσης δεν έχουμε την κατάρρευση κανενός κλάδους της παραδοσιακής βιομηχανίας – όπως συμβαίνει πάντα με την εισαγωγή καινοτομίας – αντίθετα παρατηρούμε τις ίδιες καπιταλιστικές πηγές πλούτου να παράγουν τα νέα προϊόντα. Οι ίδιες παραδοσιακές βιομηχανίες αυτοκινήτων λανσάρουν σήμερα υβριδικά αυτοκίνητα, οι πετρελαϊκές εταιρίες είναι οι πρώτες που δραστηριοποιούνται στην παραγωγή υδρογόνου και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Με έναν σχεδόν μαγικό τρόπο τα τζάμια των σπιτιών γίνονται πράσινα τζάμια, τα τηγάνια πράσινα τηγάνια, τα καλλυντικά πράσινα καλλυντικά, τα αρώματα πράσινα αρώματα, τα σπίτια πράσινα σπίτια, τα φράγματα πράσινα φράγματα, οι μπαταρίες πράσινες μπαταρίες, ενώ οι διαχρονικά ίδιοι καπιταλιστές αλογομούριδες μας «πουλάνε» …πράσινα άλογα. Η απουσία ριζικών αλλαγών στην παγκόσμια παραγωγή είναι η μεγαλύτερη απόδειξη της ιδεολογικής κατασκευής του μύθου της πράσινης ανάπτυξης.  

Το γεγονός ότι ο καπιταλισμός καταστρέφει τον πλανήτη σε βαθμό που η ζωή σε αυτόν δεν μπορεί πια να γίνεται με βιώσιμους όρους, το ότι χρειάζεται αλλαγή κατεύθυνσης σε παγκόσμιο επίπεδο προς μια πορεία που θα σέβεται το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζει ο άνθρωπος είναι κάτι παραπάνω από εμφανές. Επειδή, όμως, η αλλαγή αυτή συντελείτε υπό κεφαλαιοκρατικούς όρους, όρους δηλαδή που η ανθρώπινη εργασία παραμένει ακόμα εμπόρευμα που αγοράζεται και μεταπωλείται με κέρδος, είναι ακόλουθο να φέρει ακόμα μεγαλύτερη εκμετάλλευση και ανεργία καθώς και την πλήρη εργαλειοποίηση της φύσης.

Ο μύθος της κλιματικής αλλαγής

Θα αναρωτιέται κανένας πως είναι δυνατόν σε παγκόσμιο επίπεδο να μην υπάρχουν σοβαρές έστω ενστάσεις απέναντι στην ιδεολογία της πράσινης ανάπτυξης. Οι λόγοι είναι πολλοί. Από τη μια είναι γεγονός πως ο σύγχρονος καπιταλιστικός λόγος για την πράσινη ανάπτυξη έχει εγκολπώσεις πολλές από τις διαπιστώσεις του ριζοσπαστικού – επαναστατικού οικολογικού κινήματος όπως αυτό ξεπήδησε μέσα από την πανσπερμία των ιδεών του Γαλλικού Μάη του 68ʼ. Και είναι ακόμα σίγουρο πως το δυναμικό αυτού του κινήματος εν πολύς εγκατέλειψε την παλαιά επαναστατική του ρητορεία με αποτέλεσα να γίνει πόλος στο αστικό παιχνίδι της εξουσία. Πόλος, μου μάλιστα σε πολλές χώρες της Ευρώπης απειλεί να αντικαταστήσει την πάλαι ποτέ σοσιαλδημοκρατία η οποία άλλωστε έχει σχεδόν υιοθετήσεις όλες τις πράσινες αναπτυξιακές εναλλακτικές πολιτικές ως δικές της στρατηγικές. Όμως, ο βασικότερος λόγος που η ιδεολογία της πράσινης ανάπτυξης κυριαρχεί είναι η επιβολή του φόβου της κλιματικής αλλαγής.

Σε παγκόσμιο επίπεδο η επιβολή του φόβος της κλιματικής αλλαγής συνδέεται με κατακλυσμιαία συνέρια για το κλίμα που φτάνουν στα όρια της μεταφυσικής. Ενδεικτικό άλλωστε την προπαγανδιστικής φρενίτιδας είναι η παντελώς ατεκμηρίωτη επιστημονικά ραγδαία αύξηση της στάθμης των θαλασσών αλλά και η πρόκληση μεγάλων πλημμυρών και Τσουνάμι τα επόμενα χρόνια. (σημείωση: η αιτία των Τσουνάμι είναι μόνο τεκτονική και δεν έχει καμία σχέση με το κλήμα). Η ουδετερότητα της επιστήμης αποδεικνύεται για μια ακόμα φορά ένα τεράστιο ψέμα καθώς δισεκατομμύρια δολάρια επενδύονται από εταιρίες κολοσσούς σε επιστημονικές ομάδες που χρησιμοποιούν τα όποια επιστημονικά δεδομένα για να παράγουν εφιαλτικά σενάρια πέρα από κάθε επιστημονική μεθοδολογία και λογική.

Αειφόρος ανάπτυξη

Στον κεντρικό πυρήνα, τέλος, της ιδεολογία της πράσινης ανάπτυξης συναντάμε την έννοια της αναπτυξιακής αειφορίας. Εδώ ο μύθος αποκαλύπτει το πιο κίβδηλο ιδεολόγημά του. Η σύνδεση της «φιλικών» προς το περιβάλλον προϊόντων με τη συνεχή και ανεμπόδιστη -εις το διηνεκές- ανάπτυξη είναι ένα πρόδηλο ψέμα. Πως είναι δυνατόν οποιαδήποτε μορφή ανάπτυξης, η οποία εξορισμού σημαίνει την διόγκωση και την συσσώρευση του κεφαλαίου, να κινείται ανεμπόδιστα; Πως μπορεί οποιαδήποτε μορφή εκμετάλλευση να συγκεντρώνει πλούτο και να μην οδηγείται σε κρίση; Και ποιον άλλο μηχανισμό έχει ανακαλύψει ο «πράσινος» και «ειρηνικός» καπιταλισμός για να νικάει τις κρίσης υπερσυσσώρευσης πέρα από την αλλαγή εκ νέου του τεχνολογικού παραδείγματος ή τον πόλεμο ως μαζική μηχανή καταστροφής;

Είναι κάτι παραπάνω από σαφές πως η μόνη ορατή λύση δεν είναι η πράσινη ανάπτυξη αλλά μια νέα διαδικασία προσανατολισμένη σε μία ποιοτική έννοια του πλούτου, δηλαδή μη οικονομική, που θα βάζει ως πρόταγμα την αντιστροφή της οικοδομικής ανάπτυξής, τη συρρίκνωση της οικονομίας και να αναθέτει κάθε ζωντανή ανθρώπινη ανάγκη στη διευθέτηση της πολιτικής συλλογικής απόφασης.

Ο τοίχος

Ο τοίχος είχε από νωρίς
εκείνη την ήρεμη αποφασιστικότητα
που τον χαρακτήριζε κάτι τέτοιες μέρες.

Ήξερε,
πως αρκετοί αδέξιοι δήμιοι θα αστοχούσαν
με αποτέλεσμα να πληγώνουν ξανά
το γέρικο σώμα του.

Δεν έδειχνε θλιμμένος
-κάθε άλλο-
μετά από τόσα χρόνια είχε πλέων συνηθίσει
τις εκτελέσεις.

Ένοιωθε κομμάτι της τελετουργίας
αναπόσπαστος παράγοντας του σκηνικού
παλαίμαχος σύντροφος των νεαρών στρατιωτών
που εκτελούσαν κάθε φορά τους αντιφρονούντες.

Ο τοίχος είχε διαλέξει στρατόπεδο
Ήταν πάντα με τους νικητές.
Άσχετο αν η ιστορία είχε έρθει πολλές φορές τούμπα
και οι παρατάξεις άλλαζαν στην εξουσία σαν την παλίρροια.

Δεν ήταν ότι δεν είχε ηθική
και ιδεολογία
ούτε γιατί λάτρευε το αίμα και τη ζεστή σάρκα
-Κάθε άλλο-

Αλλά ο ρόλος του –βλέπεται-
η θέση του
δεν του επέτρεπαν και πολλά

Φτιαγμένος από τσιμέντο
το εύπλαστο υλικό της εξουσίας
Δεν ήταν και για τίποτε άλλο
Δε νομίζεται;

Οι Φιλάργυροι του Αποπηγαδίου…


Φτάσαμε στο Αποπηγάδι κατά το μεσημέρι. Αυτή τη φορά δεν ήμασταν πολλοί. Η Φένια, η Μαριλού και ο Χοντρός είχαν εγκαταλείψει για διαφορετικούς λόγους ο καθένας με κοινό παρανομαστή ότι τα λεφτά ήταν ελάχιστα για μια τόσο μεγάλη ταλαιπωρία. Αναγκαστικά η Έλενα, εγώ και ο Νίκος, αφαιρόντας μια σκηνή που δεν γινόταν να παιχτεί παίζαμε από δύο ρόλους ο καθένας, χωρίς φυσικά διπλό μεροκάματο. Ο «μπιπ» έτριβε τα χέρια του και εμείς τα πόδια μας από την ορθοστασία. Ήταν κουραστική παράσταση με πολύ τραγούδι και χορό και αναγκαστικά έπρεπε να κάνουμε και πρόβα για να θυμόμαστε τους καινούριους μας ρόλους σε όλα τα χωρία αυτής της παράλογης περιοδείας (ή αρπαχτής) που γινόταν για να τρώνε διά του δύο τα λεφτά της επιχορήγησης σκηνοθέτης και δήμαρχος. Εμείς πάλι είχαμε φάει σουβλάκια σε άλλες τρεις κεντρικές πλατείες εκείνη την εβδομάδα και όσο σκεφτόμουν πως το ίδιο «καλλιτεχνικό» συμπόσιο θα επαναλαμβανόταν μετά την παράσταση και στο Αποπηγάδι σκεφτόμουν να προφασιστώ μικρό τραυματισμό, που θα είχε προκληθεί από τον υπερβάλλον ζήλο μου στη σκηνή του μαγειρέματος του βασιλικού στιφάδου. Όμως τίποτα από όλα αυτά δεν χρειάστηκε να συμβεί εξ΄ αιτίας μιας απροσδόκητης διαδήλωσης. Ο Κυρ Σταύρος είχε κλείσει με το φορτηγό του την επαρχιακή αούτομπανγκ του Αποπηγαδίου και κουνώντας την κατσούλα του φώναζε: «Ούστ μαυροπουκαμισάδες!». Εμείς κατεβήκαμε δειλά – δειλά από το μίνι – μίνι μπας μας για να δούμε τι συμβαίνει. Έτρεφα μια πολύ μικρή - έως ελάχιστη - ελπίδα, ότι η άρνηση της εμπορευματικής τέχνης είχε ξεκινήσει από το Αποπηγάδι, ότι ο κυρ Σταύρος και οι πέντε του θα έλεγαν το μεγάλο όχι στα εμπορικά σκουπίδια και πως αντί για την παρωδία του Γαλλικού πνεύματος, θα απολαμβάναμε όλοι μαζί, ένα γνήσιο κρητικό γλέντι με λύρες, μπαλωθιές, και άφθονη ράκη, όλα εκτελεσμένα και σερβιρισμένα από του ανδρείους μαχητές του άντι-εμπορευματικού, εγγονούς του κυρ Σταύρου. Δυστυχώς όμως (ή ευτυχώς) το Αποπηγάδι αδιαφορούσε παντελώς για μας και την εμπορική τέχνη και το όλο σκηνικό ήταν απόρροια μιας παρεξήγησης. Μας είχαν περάσει λέει για την αποστολή της γαλλικής εταιρίας που περίμεναν. Βλέπεις ήτανε και ο δήμαρχος μαζί μας. Η E.D.F., η αντίστοιχη της Δ.Ε.Η. στη Γαλλία, προσπαθούσε εδώ και μήνες μέσω θυγατρικών της να γεμίσει ανεμογεννήτριες την κορυφογραμμή της Κρήτης, πράγμα καταστροφικό για τα χωριά και το οικοσύστημα της περιοχής που θα υποχρεούταν να δεχθεί τεράστιους τσιμεντένιους όγκους. Παρά όμως το ότι η παρεξήγηση λύθηκε και εμείς μπορέσαμε να περάσουμε στο χωριό, η παράσταση ακυρώθηκε καθώς οι μόνοι θεατές μας συνελλήφθησαν μετά από έφοδο της αστυνομίας στο ηρωικό οδόφραγμα του Κυρ Σταύρου. Την επόμενη μέρα, ο Δήμαρχος μας βρήκε άλλους θεατές για τη διεκπεραίωση της επιχορήγησης - και τη περίεργο - Γάλλους! Οι Γάλλοι θεώρησαν την παράστασή μας σαν μια κίνηση καλής θέλησης. «Δυστυχώς» είπε ο Δήμαρχος, «τα παιδιά δεν πρόλαβαν να μάθουν το κείμενο στο πρωτότυπο για να καταλαβαίνεται και εσείς». «Ευτυχώς που προλάβαμε να το μάθουμε και στα Ελληνικά» σκεφτήκαμε εμείς και ζητήσαμε ρεπό από το σουβλάκι της πλατείας και τη φαντασιακή γαλλομάθεια του δημάρχου, για να πάμε μια βόλτα στο χωριό του ανέμου πριν το πάρει ο άνεμος. Την επόμενη μέρα, ξυπνήσαμε νωρίς για να φύγουμε. Ο δρόμος ήταν ανοιχτός και τα σκυλιά δεμένα. «Μην ανυσηχήται δε θα έχετε κανένα πρόβλημα στη έξοδο» μας καθυσήχασε ο δήμαρχος και πραγματικά δεν μας εμπόδισαν να φύγουμε ούτε εμάς ούτε τους φίλους μας τους Γάλλους…

Η αυλακιά του Ρεμπώ

Η συντροφιά του ταξιδιώτη είναι ο θάνατος. Όχι μόνο για τον κοινότοπο λόγο, που είναι εν μέρει αλήθεια, ότι τα ταξίδια είναι επικίνδυνα: πως μέσα στην αλληλουχία των κυμάτων σε μια πλεύση χωρίς ορίζοντα, στην ταχύτητα που θρυμματίζει τα τοπία, στο κενό του αιθέρα που αψηφά τη γλυκύτητα μιας γης γνώριμης, η ζωή γίνεται απροσμέτρητα φτηνή… Το γνώριζαν άλλωστε καλύτερα από μάς τους σημερινούς ταξιδιώτες εκείνοι που σε άλλους καιρούς με παρηγοριά ένα άλογο κι έν' αστέρι, μια καμήλα ή ένα κέδρινο πλεούμενο, πριν ακόμα ο κόσμος μετρηθεί με τον χάρτη και την πυξίδα, με το στροφόμετρο, το βυθόμετρο και το χιλιομετροδείκτη, έσχισαν με μία αποφασιστική κίνηση, μολονότι τρέμοντας από τη συγκίνηση και τον φόβο, το παραπέτασμα του σύμπαντος για να μπουν στις σκιερές λόχμες της φαντασίας - και τί ήταν άλλωστε τότε η φαντασία, άλλο από την πιθανότητα μιας μοιραίας συνάντησης στο τρομερό πέρα που κάνει τα πάντα δυνατά, η περίτρομη στάση στο αχαρτογράφητο και στο τερατώδες, ένα βήμα πιο 'κεί από τον οικισμένο κόσμο των ανθρώπων και των θεών, ένα βήμα πιο 'δω από τον ανελέητο μορφασμό του ερέβους; Είναι πάντα ο θάνατος, αλλά όχι κυρίως γι' αυτό…

Υπάρχουνε όμως ακόμα ταξίδια, συναντάει κανείς ακόμα στις μέρες μας ταξιδιώτες; Τώρα που ο κόσμος μετρήθηκε, καταγράφτηκε, μπήκε στους χάρτες και στα χωροταξικά διαγράμματα, στα συμβόλαια και στους τίτλους ιδιοκτησίας, όταν ακόμα και η πιο απείθαρχη διάσταση του ταξιδιού, ο χρόνος, που οι απρόβλεπτες διογκώσεις και περιστροφές του μπορούσαν να καταβάλουν την πιο ακοίμητη θέληση και το πιο άγρυπνο μάτι να γείρει απ' τον μοιραίο ύπνο, έγινε με τη σειρά του τροφή των ταξιδιωτικών γραφείων, προσχεδιασμένη μέχρι το τελευταίο της δευτερόλεπτο ανάπαυλα στον ρυθμό της μηχανής που χτυπάει ακατάπαυστα στο Λονδίνο, στη Νέα Υόρκη, στην Αμβέρσα, στο Τόκιο, που η γη παραδόθηκε πληγωμένη, ετοιμοθάνατη, στις ορδές των τουριστών για την τελευταία λεηλασία, τώρα που η Μπανγκόκ μοιάζει κακόφημη συνοικία του Παρισιού και οι ινδιάνοι πίνουν φτηνή μπύρα τ' απόβραδα στο λιμάνι της Βέρα-Κρους --στα μάτια τους γέρνει μια έρημος νεκρών βουβαλιών-- κοντολογίς, τώρα που ο κόσμος τελείωσε, ποιος δρόμος απομένει να διασχίσουν ακόμα τα κουρασμένα πόδια της μοναξιάς, να ακουμπήσει η έγνοια που ήλπισε για τελευταία φορά κάτω από τον ήλιο; Ό,τι κι αν πείτε, τα ταξίδια έχουν τελειώσει από καιρό και στους αρχαίους δρόμους των ταξιδιωτών τα τουριστικά μίνι-μπας αφήνουν πίσω τους ατελείωτη ουρά στραγγαλισμένα τενεκεδάκια Pepsi-Cola: ένα σύμπλεγμα ερωτικό λύνεται στο Κατζουράο και μια ελεφάντινη μάσκα στον Άνω Νείλο κλείνει με οδύνη τα βλέφαρα, μαστιγωμένα από τ' ανελέητα φωτογραφικά φλας. Τα τελευταία δείγματα σπάνιων ειδών σπαρταρούν με αγωνία μέσα στα λευκώματα.

Και όμως, το χλωμό είδος τού ταξιδιώτη δεν έχει εξαφανιστεί. Πώς επέζησε μέχρις εδώ, πώς αντέξανε τα κουρασμένα πόδια τα φορτωμένα με τη σκόνη βουνών κατακρημνισμένων και βυθισμένων ηπείρων, μυστήριο… Νάτος όμως μπροστά μας, γνώριμος από την αρχή και πάντα ξένος, με τον σάκο του μαρτυρίου του και με τη βαθιά χαρακιά της απόγνωσης που χωρίζει το μέτωπο στα δύο. Σήμερα που ο τουρισμός είναι πλέον μαζικός, και λαϊκός, αν η λέξη δεν διαμαρτύρεται σε τέτοια χρήση, είναι εύκολο να τον μπερδέψει κάποιος με τον τουρίστα. Πάντως το έμπειρο μάτι δεν γίνεται να γελαστεί: σημεία αδιάψευστα μαρτυρούν, από τα δάχτυλα ώς τη μνήμη, δίπλα σε στίφη ανύποπτων τουριστών και παιδιών που θα ζητιανεύουν αμερικάνικα τσιγάρα, το ίχνος μιας πολλαπλής μοναξιάς, μιας ανάμνησης που πυορροεί, μιας ελπίδας πρώιμα ρυτιδωμένης. Ξέρει λοιπόν να υποδεχθεί αυτή τη σκιά που αντάλλαξε τον χώρο με χρόνο, και που στο τέλος εξορίστηκε κι από 'κεί, καταδικασμένη να γυροφέρνει σε κύκλους ατέρμονους, στα βουβά περάσματα ανάμεσα στους κόσμους… Ποτάμι αδιάβατο κυλάει πίσω της, το σπίτι ξεμακραίνει οι γέφυρες κόβονται, βήμα με βήμα στραγγίζονται στη μνήμη. Καμιά γη δεν θα την καλοδεχτεί, ολόιδια ξένη στον καινούργιο της κόσμο, και δυο φορές ξένη σήμερα, όπως την ξεκουφαίνουν τα τσιριχτά τής αγορασμένης απόλαυσης των κίβδηλων ταξιδιωτών που καμώνονται πως της μοιάζουν.

Γιατί, το είπαμε, θ' αναγνωρίσουμε άσφαλτα τον ταξιδιώτη από τη μόνη του συντροφιά: τον θάνατο. Κορδέλα που στεφανώνει το ιδρωμένο μέτωπο, διάδημα από μοναξιά και από τη σκόνη τού δρόμου… Και όχι βέβαια επειδή τα ταξίδια είναι κάποτε επικίνδυνα: μάλλον επειδή για εκείνον που φεύγει το σώμα δεν έχει πλέον άγκυρα στον κόσμο. Χωρίς χρόνο οικείο, από καιρό δίχως εδώ, τινάζεται απελπισμένα έξω από την ίδια του τη ζωή όπως το φίδι από τη φλεγόμενη φωλιά του. Το είπαμε: όταν ανοίξει ο κύκλος των δραπετεύσεων δεν υπάρχει τέρμα - πρέπει να σπάσουν ένας ένας οι κρίκοι της οικειότητας, να λυθούν έως τέλους οι δεσμοί με τον κόσμο, το φοβισμένο μαλάκιο που σάλευε διστακτικά μέσ' στο καύκαλό του να χυθεί στο μεγάλο ποτάμι, που δεν επιστρέφει. Πίσω, μακριά, χαμηλώνουν τα φώτα του κόσμου πολιτείες βουλιάζουνε σε κρύα σκοτάδια, η πλάση ξαναγυρίζει στο άμορφο. Το ταξίδι ακυρώνει το σύμπαν.

Και όμως, το χλωμό είδος τού ταξιδιώτη δεν έχει εξαφανιστεί. Πώς επέζησε μέχρις εδώ, πώς αντέξανε τα κουρασμένα πόδια τα φορτωμένα με τη σκόνη βουνών κατακρημνισμένων και βυθισμένων ηπείρων, μυστήριο… Νάτος όμως μπροστά μας, γνώριμος από την αρχή και πάντα ξένος, με τον σάκο του μαρτυρίου του και με τη βαθιά χαρακιά της απόγνωσης που χωρίζει το μέτωπο στα δύο.

1. Αποσπάσματα από το βιβλίο Η αυλακιά του Ρεμπώ, πρώτο μέρος σχεδιαζόμενης ταξιδιωτικής τριλογίας με τίτλο "Οι δρόμοι της αδύνατης διαφυγής".

Η ΑΝΑΡΧΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ, ΟΧΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ

Τον Δεκέμβρη του 2008 κατά τη διάρκεια των γεγονότων που ακολούθησαν τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου ο αναρχικός-αντιεξουσιαστικός χώρος απάντησε στις φασιστικές εκκλήσεις των ΜΜΕ για επιστροφή σε «ησυχία, τάξη και ασφάλεια» με το αφοπλιστικό σύνθημα «εσείς μιλάτε για βιτρίνες, εμείς μιλάμε για ζωές».

Ποια επικίνδυνη υποκρισία κάνει τώρα ορισμένους να μιλάνε για τα ανύπαρκτα μέτρα πυροπροστασίας της τράπεζας και όχι για τις ζωές που χάθηκαν; Ποια οργουελική αντιστροφή της πραγματικότητας κάνει κάποιους να μιλούν για το τραγικό συμβάν σαν να επρόκειτο για βραχυκύκλωμα;

Δεν καταλαβαίνουμε άραγε ότι αυτή η υποκρισία είναι αντίστοιχη των νατοϊκών δολοφόνων που μιλούσαν για «παράπλευρες απώλειες»;

Δεν καταλαβαίνουμε άραγε ότι η δεδομένη και αυτονόητη κυνικότητα και κτηνωδία ενός μεγαλοκαπιταλιστή, που επέβαλε εκβιαστικά στους υπαλλήλους του να βρίσκονται μέσα στην τράπεζα, δεν εξιλεώνει κανέναν για τους νεκρούς;

Δεν καταλαβαίνουμε άραγε ότι αν χρησιμοποιείς τις τακτικές του κτήνους το οποίο αντιπαλεύεις έχεις γίνει ίδιος μ’ αυτό;

Αν για κάτι αγωνίζονται οι αναρχικοί, αν για κάτι αξίζει να αγωνιστούν οι άνθρωποι είναι για την Ζωή, την Ελευθερία και την Αξιοπρέπεια. Για έναν κόσμο όπου ο θάνατος δεν θα έχει πια εξουσία…

Στη διαδήλωση της 6/5 στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, που ανταποκρίθηκε σε κάλεσμα της ένωσης νοσοκομειακών γιατρών θεσ/νίκης και πρωτοβάθμιων σωματείων, αρκετός κόσμος, αναρχικοί και αντιεξουσιαστές από το τελευταίο μπλοκ, φώναξε επανειλημμένα: “ήταν δολοφονία, δεν έχουμε αυταπάτες, κράτος και Βγενόπουλος δολοφονούν εργάτες”. Σίγουρα μια τέτοια σκέψη για κάποιους είναι ανακουφιστική. Είναι όμως βέβαιο ότι αντιλαμβάνονται το περιεχόμενο και τις προεκτάσεις αυτού που εύχονται;

Δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς συνέβη στη Marfin το μεσημέρι της 5/5/2010. Γνωρίζουμε όμως, ότι την ώρα που ακούσαμε τη τραγική είδηση, κανείς από τον περίγυρό μας δεν ήταν σε θέση να πει πως αποκλείεται να έγινε αυτό που οι εισαγγελείς των ΜΜΕ ανακοίνωναν! Και αυτό είναι επίσης τραγικό.

Γιατί αν με την πρακτική μας δεν καθιστούμε ολοφάνερα αδιανόητο (και πρώτα απ’ όλα σε εμάς τους ίδιους) κάτι τέτοιο να προήλθε από άτομα που κινούνται στον ίδιο χώρο με εμάς, τότε έχουμε ήδη ανοίξει το δρόμο ώστε να συμβαίνουν τραγωδίες (από φονική ανευθυνότητα, από διεστραμμένη μοχθηρία ή από δόλιο σχεδιασμό).

Σε μια γενικευμένη εξέγερση υπάρχουν ανεξέλεγκτοι νεκροί, έγινε στο Λος Άντζελες, έγινε στην Αργεντινή. Κανείς δεν διανοήθηκε ποτέ να αποδώσει σε κάποιο οργανωμένο πολιτικό ρεύμα αμφισβήτησης τους θανάτους αυτούς.

Το γεγονός ότι οι 3 δολοφονημένοι της Marfin χρεώνονται στην αναρχία δείχνει σίγουρα μεγάλες ευθύνες. Ποιος μπορεί να αγνοήσει την ανοχή σε πρωτοποριακές λογικές και στην περιφρόνηση της ζωής; Δεν πα να λες ότι οι έμπειροι αναρχικοί τόσα χρόνια, τόσες τράπεζες έχουν κάψει, και ότι κανένας δεν κινδύνευσε… Δεν πα να λες ότι φταίει ο Βγενόπουλος που υποχρέωσε τους εργαζόμενους να μείνουν στην τράπεζα, που δεν είχε πυρασφάλεια κλπ

Η ευθύνη δεν φεύγει από πάνω σου.

Αν υπάρχουν έστω και ελάχιστα άτομα που αυτοπροσδιορίζονται ως αναρχικοί και φτάνουν στην ανευθυνότητα να πυρπολούν κτήρια με κόσμο μέσα, κάπως έχει καλλιεργηθεί αυτή η ανευθυνότητα.

Αν, ακόμα χειρότερα, έχεις στρώσει το δρόμο ώστε να συμβεί η μεγαλύτερη μεταπολεμική προβοκάτσια στην ελλάδα, τότε οι μακροπρόθεσμες συνέπειες ξεπερνούν και την τραγωδία των 3 δολοφονημένων.

Και η απάντηση δεν είναι οι διαμαρτυρίες ότι «ο εχθρός είναι αδίστακτος». Ξέρουμε και την Piazza Fontana στο Μιλάνο και τη Scala στη Βαρκελώνη.

Η απάντηση είναι η αναδυόμενη πολυπληθής αντιπολίτευση που ριζώνει σε όλους τους κοινωνικούς χώρους και πανελλαδικά, με επίμονη και κοπιαστική δουλειά, με συντροφικότητα, αλληλοβοήθεια και αλληλεγγύη. Η απάντηση είναι ο αγώνας για τη ζωή, όχι για τον θάνατο.

Εκδόσεις-περιοδικό Πανοπτικόν, Εκδόσεις των Ξένων, Εκδόσεις Στάσει Εκπίπτοντες, Εκδόσεις Εξάρχεια, Μαύρο Πιπέρι του Ευβοϊκού, Περιοδικό Νυκτεγερσία

Ο Νίτσε και η συγχώρεση

Από τότε που εφευρέθηκε το συγνώμη χάθηκε το φιλότιμο λένε κάτι φιλόσοφοι της πεντάρας. Και η αλήθεια είναι πως παρότι η πεντάρα δεν έχει πια καμιά αξία το απόφθεγμά τους μοιάζει να εμπεριέχει πολύ δόση από αλήθεια. Για άλλη μια φορά θα σας κουράσω με προσωπικές μου ιστορίες.

Πριν από λίγο καιρό πέρασα δύσκολες μέρες. Μια φίλη μου απομακρύνθηκε από εμένα χωρίς να ξέρω αρχικά το γιατί. Δεν μου έλεγα τίποτα. Το σεβαστικά. Όμως μετά από μερικές ημέρες δεν άντεξα και την πίεσα να μου πει τι είχε συμβεί. Μου το είπε. Για την ακρίβεια το σκιαγράφησε. Μπορεί να μην κατάλαβα το πώς και το γιατί ακριβώς αλλά η αλήθεια είναι ότι κατάλαβα το σημαντικότερο. Υπάρχουν πράξεις μου που την πλήγωσαν. Πράξεις που την αναγκάζουν να μην μπορεί να με βλέπει πια σα φίλο της. Μου εξομολογήθηκε ότι αναρωτήθηκε πολλές φορές για το αν έπρεπε να το παραβλέψει, να διαγράφει το ό,τι έγινε και να κρατήσει μόνο τις θετικές αναμνήσεις, να με συγχωρέσει. Όμως δεν το έκανε.

Το γεγονός με έκανε να αναρωτηθώ: Ποιο το νόημα της συγχώρεσης όταν η πράξη έχει διαπραχθεί; Μπορεί ποτέ ένας τεχνητός ψυχαναγκασμός του μυαλού να διαγράψει τη μνήμη; Μήπως η μνήμη δεν θα είναι πάντα παρών για να υπονομεύει κάθε τέτοια προσπάθειας; Μήπως τελικά είναι απάνθρωπο να σε συγχωρούν;

Η αξία της συγχώρεσης εισάγεται με τον ιουδαιο-χριστιανισμό. Είναι ίδιον τον μονοθεϊστικών θρησκειών να ορίζουν το Θεό ως πηγή της «σωτηρίας» και την ίδια τη σωτηρία ως «χάρη». Η εξουσία του ιερατείο συγχωρεί για να ορίσει τη θέση της, να υποβάλει τον άνθρωπο σε αναγκαστική αυτοταπείνωση, να αποκρύψει τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά της πράξης του. Γιατί εν τέλει ο στόχος της συγχωρέσεις είναι να αποκρύψει κάθε συζήτηση για τα αίτια της πράξης μέσα από την ματαίωση της τιμωρίας και ταυτόχρονα κάθε συζήτηση για το εάν το σύστημα της ηθικής νομοθεσία είναι δίκαιο ή όχι.

Η συγχώρεση περνά από τις μονοθεϊστικές θρησκείες στον ιστορικό τους κληρονόμο• το νεωτερικό κράτος. Εδώ η συγχώρεση ως εξαίρεση από την τιμωρία που επιβάλλει το ορθοκανονικό σύστημα δίκαιο – που στο σύμπαν του ορθολογισμού όριζε υποτίθεται ανεξαίρετη ποινή για κάθε πράξη – γίνεται η προνομία του κράτους και ταυτόχρονα το εργαλείο της κατασταλτικής του οντολογίας. Το προνόμιο της εξαίρεσής μέσω της «χάρης» που δίνει ο ανώτατος αργώντας θεμελιώνει όλο και περισσότερο το γόητρο και την αυθεντία του. Το μεγαλείο την δύναμης περιλούζεται με το φωτοστέφανο της συγχώρεσης και έτσι η εξουσία γίνεται «αυθεντία» ενώ ο θεσμός της μύθος και εν τέλει μεταφυσική. Ταυτόχρονα ο υπήκοος βιώνει την ματαιότητα της αντίστασης ενώ παράλληλα αυτολογοκρίνει κάθε επιθυμία υπεράσπισης της πράξης του. Είναι η «χάρη» που τώρα κυριεύει πλήρως την ελπίδα του και, έτσι, η αυτοταπείνωση γίνεται μονόδρομος.

Τα ευεργετικά μέτρα των τρομονόμων έχουν ακριβώς αυτή τη στόχευση. Την απόκρυψη κάθε πολιτικού εγκλήματος και ταυτόχρονα της ίδια της ουσία του κράτους. Δεν υπάρχει κράτος χωρίς πολιτικό έγκλημα καθώς η ίδια η ληξιαρχική πράξης γέννησής του αποτελεί το μεγαλύτερο και ουσιαστικότερο. Την απαλλοτρίωση, δηλαδή, όλης της αυτεξούσια δημόσιας σφαίρας, της συλλογικής «αυτοκυβέρνησης» από τους ιεραρχικούς θεσμούς εξουσίας.

Οι σύγχρονοι μηχανισμού ενσωμάτωσης και εκτόνωσης υιοθέτησαν τη συγχώρεση σαν την κύρια λειτουργία τους. Και είναι μάλλον εμφανές πως ο πανάρχαιος αυτός μηχανισμός του «ιερού» είναι σήμερα πάρων και θα επανέρχεται συνεχώς όσο η αυτονομοθετική ορμή της λαϊκής θέλησης δεν στέλνει το θεό της αυθεντίας …στην σύνταξη.

Το πρόβλημα, τελικά, με το «συγνώμη» είναι ότι εμπεριέχει μια αίτηση συγχώρεσης. Όμως η συγχώρεση είναι αδύνατη για τους ανθρώπους. Η πράξη δεν διαγράφετε από τη μνήμη. Η συγχώρεση είναι απάνθρωπη γιατί ορίζει μια σύμβαση, μια κατασκευή, ένα ψεύτικο ημιδιαφανές παραπέτασμα για να κρύβει την πραγματικότητα. Η πράξη όμως παραμένει στις εικόνες, αναμοχλεύει τη μνήμη. Η σύμβαση ποτέ δεν μπορεί να διαγράψει την αλήθεια.

Ο άνθρωπος δίνει μόνος νόημα στις πράξει του. Αυτή είναι η οντολογία του και ταυτόχρονα αυτό που τον μετατρέπει σε τραγικό ήρωα. Οι ανάγκες του, οι αδυναμίες του, οι φόβοι και οι ενοχές, οι μύχιες σκέψεις του, οι φανταστικές του εικόνες. Όλα πυροδοτούν την πράξη. Όλα της δίνουν νόημα και περιεχόμενο. Δεν υπάρχει τίποτα απάνθρωπο στην πράξη. Τίποτα τόσο κακό και καλό. Για αυτό, αν υπάρχει κάτι ανθρώπινο σίγουρα δεν είναι η συγχώρεση. Ανθρώπινη είναι μόνο η πράξη. Όσο και αν πλήγωσε, όσο και αν ήταν ανήθικη σε οποιοδήποτε σύστημα δικαίου η πράξη είναι που ορίζει το ανθρώπινο. Ο Νίτσε κατηγορούσε τους εγκληματίες γιατί σπάνια έρχονται στο ύψος τον πράξεών τους. Τις περισσότερες φορές τις αρνούνται και τις συκοφαντούν.

Όμως, ποθούμε τους ανθρώπους για τις πράξει τους, ερωτευόμαστε τις αδυναμίες τους, τις επιθυμίες τους που πραγματώνονται έξω από το γενικό ορθοκανονικό σύστημα ηθικής. Το κήρυγμα της αγάπης μας δίδαξε να συγχωρούμε. Όταν συγχωρούμε, αγαπάμε. Δεν ποθούμε, όμως, αγαπάμε. Η αγάπη όμως ορίζει την υποταγή και την υποδούλωση. Ορίζει την επιθυμία για ιδιοκτησία πάνω στον άνθρωπο. Η αγάπη είναι το συναίσθημα των δειλών. Να γιατί η αγάπη είναι απάνθρωπη! Αν το να ζητάς συγνώμη είναι ανθρώπινο το να στο δίνουν και μάλιστα απλόχερα είναι, όπως μας λέει ο Νίτσε, απάνθρωπο!

Αν κάτι με κάνει να γουστάρω τη στάση της είναι ότι είναι ακέραιη. Ότι δεν αιτήθηκε την υποταγή της συγνώμης για να ντυθεί αυτάρεσκα το μανδύα της αγιότητας. Για αυτό νιώθω περήφανος – και δεν το λέω συμβατικά – που τη γνώρισα.

Καλό δρόμο…