Στον δεύτερο όρο της αντίφασης

του Βύρωνα Λεοντάρη



Η ολοκληρωτική δημοκρατία, που σφραγίζει τη σημερινή ιστορική φάση της ανθρωπότητας, επανεντάσσει δυναμικά τον ποιητή στο σύστημα των εξουσιαστικών αξιών. Όταν η ανθρωποκεντρική άποψη για την ποίηση, που πάσχιζε να συγκαλύψει την σοβούσα (ανέκαθεν και οπωσδήποτε από το μεσαίωνα) διάσταση ανάμεσα στον ποιητή και στην ποίηση, κατέρρευσε με την έκρηξη του ρομαντισμού, που αποκάλυψε όλο το χάος αυτής της διάστασης, η κρατούσα κοινωνική τάξη υιοθέτησε σαν κατά παραχώρηση αξία την ποίηση (αναγορεύοντας την σε Ποίηση και θεμελιώνοντας μορφές κοινωνικής συμπεριφοράς και σωσίβιους ηθικούς κομφορμισμούς πάνω στην ιδέα της «ποιητικής αδείας»), αποκλήρωσε όμως τον ρομαντικό και μεταρομαντικό ποιητή, αφήνοντας του μόνο τους δήθεν «πύργους» του εγκλεισμού του και τα παγκάκια των πάρκων. Σήμερα η ολοκληρωτική δημοκρατία, όπως η ανεπτυγμένη βιομηχανία, δεν είναι διατεθειμένη καθόλου να αφήσει ανεκμετάλλευτα τα απόβλητα της. Ο χθεσινός περιθωριακός Σκαρίμπας, με μια επεξεργασία καραγκιοζοποίησης, σέρνεται προς επιθανάτια και μεταθανάτια αναγνώριση και δόξα, ο απόβλητος «τρελλός» Κατσαρός «έχει καλύβην» – και μπουάτ – ο αντικομματικός Αναγνωστάκης με εθελούσια νέα κομματικοποίηση διεκδικεί θέση στα κοινά… Στο χρηματιστήριο των κοινωνικών αξιών ο τίτλος «ποιητής» παίρνει τη ρεβάνς από το παραδοσιακό του αντίκρυσμα (την Ποίηση), αναποδογυρίζει όλα τα μελανοδοχεία της κλασικής αισθητικής και επιβάλλει το νέο ορισμό: ποίηση είναι ότι κάνει ο ποιητής. 

Η κατάθλιψη των αριθμών


Ανάμεσα σε όλα τα θεάματα που κυριαρχούν στη σφαίρα του μεταμοντέρνου σύμπαντος, κανενός η πραγμάτευση δεν είναι πιο παραπειστική απ' ό,τι αυτή της κατάθλιψης. Όσο πλησιέστερα βρίσκονται οι άνθρωποι στη διαπίστωση πως η κατάθλιψη προσβάλλει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο σχεδόν τους πάντες, κάτι που θα τους επέτρεπε να συμπεράνουν την ενοχή του συνολικού τρόπου ζωής της εποχής μας, τόσο πιο απόμακρος και τεχνητός καταλήγει ο χειρισμός των περίφημων «δεδομένων» που την αφορούν: εφόσον, σου λέει, διαγνώστηκες με κατάθλιψη, τι πιο παρήγορο απ' το να υπολογίζεις τον εαυτό σου σαν μια τυχαία μονάδα σ' ένα στατιστικό αποτέλεσμα! Σπεύδοντας κανείς στο ραντεβού με τους αριθμούς, αποφεύγει, παρεμπιπτόντως, και το ενδεχόμενο κάποιας υπερβολικά αγέρωχης δυσπιστίας απέναντι στην πανάκεια των φαρμάκων. 

Κάτω από τις διαιρέσεις - Federico Garcia Lorca


 από τη συλλογή “Ποιητής στη Νέα Υόρκη”

Επιστημονικό εργαστήριο και καταγγελία

Κάτω από πολλαπλασιασμούς
είναι μια σταγόνα αίμα πάπιας,
Κάτω από τις διαιρέσεις
είναι μια σταγόνα αίμα ναύτη.
Κάτω από τις προσθέσεις ένας ποταμός τρυφερό αίμα
ένας ποταμός που έρχεται τραγουδώντας
μεσ' από τα δωμάτια των προαστίων,
ένας ποταμός που είναι χρήμα τσιμέντο ή αεράκι,
μες στην ψεύτρα αυγή της πόλης.
Τα βουνά υπάρχουν το ξέρω.
Και τα γυαλιά για τη γνώση.
Το ξέρω μα εγώ δεν ήρθα για να δω τον ουρανό.
Ήρθα να δω το θολό αίμα.
Το αίμα που φέρνει τις μηχανές στους καταρράχτες
και το πνεύμα στη γλώσσα της κόμπρας.
Κάθε μέρα σκοτώνουν στην πόλη
τέσσερα εκατομμύρια πάπιες,
πέντε εκατομύρια χοίρους
δυο χιλιάδες περιστέρια για την ευχαρίστηση εκείνων
που ψυχοραγούν,
ένα εκατομύριο αγελάδες,
ένα εκατομύρια πρόβατα
και δυο εκατομύρια κοκόρια,
που κάνουν τους ουρανούς χίλια κομμάτια.
Προτιμότερο να κλαις τροχίζοντας το ξουράφι σου
η να δολοφονείς σκυλιά σε παρακρουστικά κυνήγια,
παρά να αντιστέκεσαι, τα ξημερώματα,
στις ατελείωτες συνολκές με γάλα,
στις ατέλειωτες συνολκές με αίμα
και στις συνολκές σιδηροδέσμιων ρόδων
από τους εμπόρους αρωμάτων.
Οι πάπιες και τα περιστέρια,
τα γουρούνια και τα αρνιά,
βάζουν τις σταγόνες του αίματός τους
κάτω από τους πολλαπλάσιασμους,
και τα φριχτά ουρλιαχτά των πρεσαρισμένων αγελάδων
γεμίζουν πόνο την κοιλάδα,
εκεί που ο ποταμός μεθάει με λάδι
Καταγγέλω όλους αυτούς
που αγνοούν το άλλο μισό,
που υψώνει τα τσιμεντένια βουνά του
εκεί που χτυπούν οι καρδιές
των ταπεινών ξεχασμένων ζώων,
εκεί που θα πέσουμε όλοι
στο τελευταίο πανηγύρι των τρυπανιών.
Σας φτύνω κατάμουτρα.
Το άλλο μισό μ' ακούει
καταβροχθίχοντας, κατουρώντας, πετώντας μες στην αγνότητά του
σαν τα παιδιά των θυρωρείων
που βάζουν λεπτά ξυλάκια
μες στις τρύπες που σκουριάζουν
οι κεραίες των εντόμων.
Δεν είναι κόλαση, είναι ο δρόμος.
Δεν είναι ο θάνατος, είναι το μανάβικο.
Υπάρχει ένας κόσμος σπασμένων ποταμών και ασύλληπτων αποστάσεων
στο ποδαράκι αυτής της γάτας που το 'σπασε το αυτοκίνητο,
κι ακούω το τραγούδι του σκουληκιού
μες στην καρδιά πολλών κοριτσόπουλων.
Οξείδωση, ζύμωση, γη που αναριγεί.
Γη εσύ ο ίδιος που κολυμπάς μέσα στους αριθμούς
του επιστημονικού σου εργαστηρίου.
Τι να κάνω· να τακτοποιήσω τα τοπία;
Να τακτοποιήσω τους έρωτες που είναι ύστερα φωτογραφίες,
που είναι ύστερα κομμάτια ξύλο και μπουκιές αίμα;
Όχι, όχι, όχι, όχι· εγώ καταγγέλω.
Καταγγέλω τη συνωμοσία
αυτών των έρημων γραφείων
που δεν αναγγέλουν στο ραδιόφωνο τις αγωνίες,
που σβήνουν τα προγράμματα του δάσους,
και προσφέρομαι να φαγωθώ
από τις πρεσαρισμένες αγελάδες
όταν οι κραυγές τους γεμίζουν την κοιλάδα,
εκεί που ο ποταμός μεθάει με λάδι.