Lex Animata*: Μεσαιωνική πολιτική σκέψη και σύγχρονη αστυνομική πρακτική

*έμψυχος νόμος

Προμηθέας Δεσμώτης, Νικολά Σεμπαστιάν Αντάμ, Γαλλική Βασιλική Ακαδημία, 1762.

I
Ένα από τα βασικά γνωρίσματα της ελληνικής δημοκρατίας στην κλασική περίοδο ήταν ότι έκανε τον κάθε κάτοχο εξουσίας υπεύθυνον, υπόλογον, υποκείμενον σε εξέταση και έλεγχο από ολόκληρο το σώμα των πολιτών ή από κάποιο δικαστήριο στο οποίο είχε μεταβιβάσει την κυριαρχική εξουσία του. Αυτό ίσχυε και στην θεωρία και στην πράξη. Με τα ελληνιστικά βασίλεια και την Ρωμαϊκή Ηγεμονία φτάσαμε ήδη στην αντίθετη άκρη[1]. Για ποιο πράγμα ο βασιλιάς ή ο αυτοκράτορας θα καταδεχτεί να καταστήσει τον εαυτό του υπόλογο, ή πώς μπορεί να του αποδοθεί μια οποιαδήποτε ευθύνη; Στους λόγους του Περί Βασιλείας, ο Δίων Χρυσόστομος, γράφοντας στα πρώτα χρόνια του δεύτερου αιώνα (και έχοντας υπόψη του πάνω από όλα τον Ρωμαίο αυτοκράτορα), ορίζει συγκεκριμένα την βασιλεία ως εξουσία που «δεν είναι υπόλογη για τις ενέργειές της»: ο βασιλιάς και η μοναρχία του είναι ανυπεύθυνοι. Ο βασιλιάς είναι «μεγαλύτερος από τους νόμους», «υπεράνω των νόμων». Μάλιστα, νόμος είναι το θέσπισμα του βασιλιά, το δόγμα του. Αυτό δεν ήταν η συνταγματική θεωρία της Ρωμαϊκής Ηγεμονίας, είναι όμως μια σωστή περιγραφή της πρακτικής της[2]. Σύμφωνα με ένα περίφημο και συχνά επαναλαμβανόμενο απόσπασμα του Πανδέκτη από τις Εισηγήσεις (Institutes) του Ουλπιανού (του μεγάλου νομικού της εποχής του Σεβήρου, που πέθανε το 223) «οτιδήποτε αποφασίζει ο Princeps (Ηγεμόνας) έχει ισχύ νόμου» (legis habet vigorem) και αυτό βασίζεται ρητά στον ισχυρισμό ότι με μια lex regia (βασιλικός νόμος) ο populus (λαός) εκχωρεί στον Princeps (Ηγεμόνα) όλο του το imperium (ανώτατη εξουσία) και όλη του την potestas (δύναμη, εξουσία)[3]. Υπάρχουν μαρτυρίες του Δίωνα Κάσσιου που δείχνουν ότι στον καιρό του (το πρώτο μισό του τρίτου αιώνα) ο Princeps (Ηγεμόνας) εθεωρείτο ολοφάνερα ως αποδεσμευμένος από όλους τους νόμους (legibus solutus est) και προσθέτει ότι οι αυτοκράτορες έχουν όλα όσα ανήκουν στους βασιλιάδες εκτός από τον κενό τίτλο[4]. Κάποιος Έλληνας ρήτορας των μέσων του δεύτερου αιώνα, ο Αίλιος Αριστείδης, σε έναν εμετικό λόγο του, εγκωμιαστικό για την Ρώμη, δήλωνε πανηγυρικά ότι η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν ένα είδος ιδεώδους δημοκρατίας, διότι όλος ο λαός είχε παραδώσει πρόθυμα τα κυριαρχικά του δικαιώματα στα χέρια του ανθρώπου που είναι ο καταλληλότερος να κυβερνά: του αυτοκράτορα. Επρόκειτο για το έσχατο στάδιο διαφθοράς της πολιτικής σκέψης[5]. Το 348-349 ο Λιβάνιος έφτασε στο σημείο να εκφράσει τον ενθουσιασμό του για το γεγονός ότι οι αυτοκράτορες Κωνστάντιος Β’ και Κώνστας, αν και ήσαν «κύριοι των νόμων» είχαν «κάνει τους νόμους κυρίους των ιδίων», ο δε Αμμιανός Μαρκελίνος, ένας Έλληνας ιστορικός από την Αντιόχεια που έγραψε στη λατινική και ένας από τους καλύτερους ιστορικούς της αρχαιότητας, λέει ότι ο αυτοκράτορας «έχει στην άκρη των χειλέων του την εξουσία της ζωής και του θανάτου». Μια αυτοκρατορική διάταξη του 384-385 απαγορεύει την αμφισβήτηση που αφορά οποιαδήποτε άσκηση της αυτοκρατορικής κρίσης, διότι «είναι κάτι σαν ιεροσυλία…». Η ανυπακοή στην αυτοκρατορική βούληση στιγματιζόταν ως sacrilegium (ιεροσυλία)[6]. Τέλος, πρέπει να αναφερθεί και τούτο: Ήδη στον τέταρτο αιώνα π. Χ. ο Ξενοφών είχε καταγράψει (Κύρου Παιδεία) την άποψη ότι ο καλός κυβερνήτης ήταν «βλέπων νόμος». Ο Αριστοτέλης έλεγε στα Ηθικά Νικομάχεια για τον καλλιεργημένο και ελεύθερο άνθρωπο ότι ήταν «νόμος ο ίδιος» ενώ στα Πολιτικά τόνιζε ότι αν υπήρχε ένας άνθρωπος τόσο πολύ ανώτερος από όλους τους άλλους ώστε να είναι πέρα από κάθε σύγκριση με αυτούς, θα μπορούσε να παρομοιαστεί με «θεό απέναντι των ανθρώπων» και μη υποκείμενον σε κανένα νόμο: διότι τέτοιοι άνθρωποι «είναι οι ίδιοι νόμος». Έχοντας υπόψη του τους «βασιλικούς άνδρες» του Πλάτωνα λέει: «κατ δ τν τοιοτων οκ στι νμος· ατο γρ εσι νμος. κα γελοος ν εη νομοθετεν τις πειρμενος κατ’ ατν»[7]. Αιώνες αργότερα ο Ιουστινιανός, όντας γνωστός για τον αυταρχισμό του και από τους πιο συντηρητικούς και προσκολλημένους στην παράδοση από όλους τους Ρωμαίους και Βυζαντινούς αυτοκράτορες, κατέγραψε στη νομοθεσία του το 537 ότι η μοναρχία του ήταν νόμος έμψυχος. Η έκφραση απέκτησε πολιτική σημασία και έγινε σημαντική στην πολιτική σκέψη αργότερα στον πολύ προχωρημένο μεσαίωνα ως lex animata, «νόμος προικισμένος με ψυχή», «ζωντανός νόμος»[8].