Η ιδεολογία της μη ιδεολογίας*

* Δοκίμιο από το βιβλίο του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου «Η‘Ρωμιοσύνη’ στον παράδεισο. Σημειώσεις για μια κριτική του νεοελληνικού αντιδιανοουμενισμού» (εκδόσεις Έρασμος 1983)

Ωγκύστ Ροντέν: Οι αστοί του Καλαί

(σημειώσεις για την «αμεσότητα»)

… στίχοι σχεδόν πεταμένοι, εκβρασμένοι, με την ανεμελιά και τη φυσικότητα κίνησης αντανακλαστικής, κάτι «σαν το φτάρνισμα/το βήξιμο ή το ρούφηγμα της μύτης»[1]

Τι τέλεια κατσίκια τα κατσίκια. Χτες γεννήθηκαν και πώς ξέρουν κιόλας με τόση ακρίβεια όλα τα κατσικίσια πράματα. Θαρρείς και σπούδασαν κατσικοσύνη μια ολόκληρη αιωνιότητα.[2]

Η ένταση που κατά καιρούς εγείρεται μέσα στα όρια της ποίησης και με τα μέσα της ποίησης εναντίον του «διανοητικού» και του «ιδεολογικού» στοιχείου αποτελεί μια από τις μορφές με τις οποίες εκδηλώνεται η εγγενής αμφιθυμία της τέχνης ως προς την ίδια την ύπαρξή της: η τέχνη θέλει να «είναι» και να «μην είναι». Ο χώρος που ορίζεται από τις μέγιστες αιωρήσεις αυτού του εκκρεμούς είναι ο χώρος όπου παίζεται το παιχνίδι της τέχνης. Ό,τι συνέβη –τόσο θεαματικά και με τόσο αγοραίες εξαγγελίες –στην ποίηση κατά τη δεκαετία του ’70 δεν ήταν παρά η επανάληψη και η επίταση αυτού ακριβώς του φαινομένου: η αιώρηση του εκκρεμούς άγγιζε για άλλη μια φορά προς τη μια κατεύθυνση την αυτοαναίρεση της τέχνης και προς την άλλη την ιδεολογικοποίηση αυτής της αυτοαναίρεσης. Σε όλα τα νεότερα οιονεί μανιφέστα της ποίησης επαναδιατυπώνονται οι αντιλογοτεχνικές διακηρύξεις των δύο πρώτων δεκαετιών του αιώνα μας. Η ποίηση αυτοκαταργείται, για να κερδίσει το μυθικό σώμα της –αρνείται για μια ακόμη φορά το αμφίβιο είναι της, για να γίνει επιτέλους πράξη. Και για μια ακόμη φορά γίνεται αυτό που αρνείται.

Σήμερα που η ζωντανή σχέση παρόντος-παρελθόντος εκπίπτει στην παρωδία της ή στην άγονη αντιπαράθεση παλαιού-νέου, ο βιαστικός και επιπόλαιος χαρακτήρας της «αμφισβήτησης» δεν μας αφήνει καν να δούμε πως εδώ και πολύ καιρό αλλάζουμε απλώς ονόματα στα πράγματα και κάνουμε τα ίδια και τα ίδια – και τα κάνουμε μάλιστα όλο και χειρότερα, καθώς ο ρυθμός της έκπτωσης επιταχύνεται: το «αμφισβητούν» προϊόν παίρνει πολύ γρήγορα και πολύ εύκολα τη θέση του «αμφισβητούμενου» μέσα στην καταναλωτική ροή όπου οι ποιητικές γενεές αναγγέλλονται κατά αλλεπάλληλα κύματα σαν μοντέλα αυτοκινήτων.


Ωστόσο πολύ πρόσφατα μέσα σ’ αυτή τη γενική εικόνα ενός πολιτισμού, που κορυφαία του αισθητική μορφή είναι η αφίσα, ήλθε να προστεθεί ένα παράδοξο και αντιφατικό γεγονός: η νεκρανάσταση του ενδιαφέροντος για τη λογοτεχνία. Η αντιφατικότητα του γεγονότος αυτού είναι φαινομενική. Στην πραγματικότητα το παράδοξο του φαινομένου απλώς συνεισφέρει στη βαθύτερη αποκρυπτική τάση της εποχής. Αυτό το «ενδιαφέρον» για τη «λογοτεχνία» συμπλέει με τη λειτουργία της και καλύπτει τη σημασία μιας άλλης πραγματικότητας, δηλαδή της πόλωσης μεταξύ της λογοτεχνίας και της θεωρίας της: η απόλαυση που χαρίζει η ανάγνωση ενός μυθιστορήματος αντιτάσσεται από την αγορά και από τις λειτουργίες της αγοράς στην απόλαυση που χαρίζει η ανάγνωση ενός κειμένου για το ίδιο το μυθιστόρημα. Για την ακρίβεια στην δεύτερη περίπτωση μας απαγορεύεται να μιλάμε για απόλαυση, επειδή υποτίθεται ότι ένα θεωρητικό κείμενο δεν μπορεί να δίνει στον αναγνώστη του ό,τι δίνει στους δικούς της η «καθαρή» λογοτεχνία.

Αυτός ο διαχωρισμός, εύλογος εκ πρώτης όψεως, οδηγεί στην επέκτασή του πολύ μακριά – στη θεωρητική αρχή και δικαιολόγηση ενός χάσματος που ματαιώνει τη σφαιρική απόλαυση της τέχνης του λόγου αποσυνδέοντας τους δύο πόλους της: το «παθητικό» και το «ενεργητικό». Ο διχασμός αυτός εκδηλώνεται πρακτικά με τη δημιουργία δύο άνισων καταναλωτικά ομάδων. Η πρώτη, η συντριπτικά μεγαλύτερη, καταναλώνει όλη την άμεσα «απολαυστική», «ηδονιστική» δυνατότητα της λογοτεχνίας – με καθοδική τάση προς το σύγχρονο λαϊκό ανάγνωσμα, προς  τη λογοτεχνία-σκουπίδι. Η άλλη, η μικρή ομάδα των «ειδικών» διαβάζει τις θεωρίες για τη λογοτεχνία ή διαβάζει την ίδια τη λογοτεχνία ερευνητικά, «συστηματικά»  χωρίς  να την απολαμβάνει. Είναι φανερό εδώ το πόσο φτωχή είναι κάθε ομάδα χωριστά σε σχέση με την άλλη. Το άνοιγμα της ψαλίδας ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο τάσεις δείχνει το βαθμό της πνευματικής αρρώστιας της εποχής μας, όπου η γνώση στεγνώνει ολοένα παύοντας να είναι «χαρούμενη» και όπου η χαρά γίνεται ολοένα πιο βλακώδης.

Φαινόμενο υπάλληλο προς την αγοραστική διόγκωση της λογοτεχνίας έναντι της θεωρητικής σκέψης αποτελεί και η αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για μια ειδική πλευρά της αφηγηματικής λογοτεχνίας: εννοούμε τη συστηματική τώρα τελευταία εκμετάλλευση μιας «καταραμένης» -πλην όμως εμπορικότατης – φιλολογίας. Συγγραφείς χαμένοι, άτυχοι, απωθημένοι, σχεδόν «εξωτικοί» στην αφάνειά τους (Πικρός, Ιστράτι, Νικολαΐδης, Παρορίτης κ.α.) ή συγγραφείς-αστέρες μιας εποχής κι ενός είδους που αρχίζει από το λαϊκό αστυνομικό ανάγνωσμα και πάει μέχρι το αναρχίζον πορνογράφημα, νεκρανασταίνονται μέσω μιας διαδικασίας ρετρό και επιστρατεύονται όπως όπως από την αμηχανία μιας αγοράς, που θυμάται ξαφνικά τους «ξεχασμένους» της και τους ξεθάβει, για να τους θάψει ακόμη βαθύτερα μέσα στα σύγχρονα πολυτελή σκουπίδια της, πλασάροντας στα καροτσάκια της και στις βιτρίνες της φύρδην μίγδην όλο το «περιθώριο»-«μνήτνικς» και «ρεμπέτες» της νεοελληνικής λογοτεχνίας.[3]

Ένα συλλογικό χαρακτηριστικό της ποίησης που επιπλέει σήμερα είναι η σφραγίδα ενός ειδικού αντιδιανοουμενισμού. Μορφολογικά η ποίηση αυτή αντιστοιχεί στα σύγχρονα μέσα ψυχαγωγίας και υπο(ή αντι)κουλτούρας, ενώ γλωσσικά τροφοδοτείται από την τρέχουσα νεαντερτάλια φρασεολογία. Το γλωσσικό και το θεματικό υλικό αυτής της παραγωγής συνεκφέρεται στο ποιητικό προϊόν, που πρέπει να ακούγεται σύγχρονο και οικείο, ώστε να εντάσσεται άνετα στην επιφάνεια της πραγματικότητας σαν ένα επιπλέον αντικείμενο καθημερινής κατανάλωσης. Οι πυρήνες, τα πρότυπα και οι βαθύτερες αναφορές αυτής της ποίησης βρίσκονται μέσα στον κόσμο της «ποπ», των κόμικς και του χαρούμενου εκείνου κρετινισμού που γέννησε τη λέξη-καραμέλα «κουλτουριάρης». Η ιδεολογία υποτίθεται ότι απουσιάζει, επειδή έχει εξοβελιστεί η διακηρυγμένη πολιτική θέση. Αλλά όταν η αντιπολιτικότητα γίνεται μόδα ζωής, λειτουργεί πολιτικά παράγοντας όλον αυτό το χυλό των ιδεών που ρέει ακατάσχετα προς μία νέα ολοκληρωτική κομματικοποίηση των πάντων: Το «γυναικείο» (ζήτημα), η διαμαρτυρία του «περιθωρίου», η όψιμη απογοήτευση των ελλήνων κομμουνιστών (μια απογοήτευση που ωστόσο δεν προλαβαίνει τις μελλοντικές), ο κομματικός δογματισμός που περνάει για κομματική αδιαλλαξία και η μικροκομματική ελευθεριότητα ηθών που περνάει για αντιδογματισμός, οι σταλινικοί του εξωτερικού και οι σταλινικοί του εσωτερικού, οι θαυμαστές του Καντάφι και οι θαυμαστές του Βαλέσα, οι πιστοί του Μπρέζνιεφ και οι πιστοί του Πάπα, οι εθνοκομμουνιστές και οι ευρωφασίστες – όλ’ αυτά τα υποκατάστατα μιας ελευθέρωσης που δεν έγινε – είναι τα δίδακτρα που καταβάλλουμε (χωρίς να διδασκόμαστε) στην Ιστορία. Και αυτή ακριβώς η πολιτική πραγματικότητα – η ολοκληρωτική κομματικοποίηση κάθε πλευράς της ζωής μας – είναι που αντιστοιχεί στη λεγόμενη αντιπολιτικότητα της σύγχρονης ποίησης.

Θα αναφέρουμε εδώ παρενθετικά τη «Μαρία Νεφέλη» του Ελύτη σαν μια ειδική μορφή αυτής της πολιτικής αντιπολιτικότητας. Είναι ένα έργο που έχει συλλάβει το πνεύμα των καιρών σε τέτοιο σημείο, ώστε να αποτελεί υπόδειγμα ιδεολογικής συναίρεσης δύο γενεών «αμφισβήτησης», που τις χωρίζουν κάπου σαράντα χρόνια. Πρόκειται για ένα φαινόμενο φιλολογικής ανάδρασης ή αμοιβαίας διείσδυσης δύο κόσμων (των νεωτεριστών του ’30 και των νεωτεριστών του ’70) που συναντιούνται στο πεδίο της ιδεολογίας και της αισθητικής. Αυτό φαίνεται τόσο στη στιχουργική της «Μαρίας Νεφέλης», που οι ρυθμοί κυμαίνονται από το γνωστό μελωδισμό του προπολεμικού ελεύθερου στίχου του Ελύτη μέχρι τα μεταπολεμικά ελαφρολαϊκά τραλαλά του, όσο και στα μηνύματά της, όπου ανακατεύονται οι ελληνοφωτολατρικές εξάρσεις του με τα χίπικα μπλα μπλα της ερωτολογίας του. Όπως ένας νεάζων μπαμπάς δανείζεται καμιά φορά το μοντέρνο πουλόβερ του γιου του , ο παλαιός «σουρεαλιστής» Ελύτης δέχεται τα διδάγματα της σημερινής νεολαίας και της τα επιστρέφει επάνω στο σεξουαλικό ποδήλατο της Μαρίας Νεφέλης. Έτσι η ιδεολογία της μη ιδεολογίας ταξιδεύει από τον εθνικιστικό αντικαρυωτακισμό της γενεάς του 1930 στην «απελευθερωτική» σκατολογία του 1970 – ενώ δεσπόζουνε στην αγορά τα εύηχα προστάγματα της αντικαταθλιπτικής γυμναστικής που αναμεταδίδεται απ’ όλα τα μεγάφωνα:

Ένα-δύο-τρία: ζωή μου αγία
σμικρύνω την ψυχολογία (…)
Έκτασις της κεφαλής οπίσω: έεεν-νααα
δεν παραδέχομαι κανόνα κανέεεν-νααα (…)
Εις τον καιρόν! Μελετήσατε τον Μπρετόν!
Προσχέεε! Μελετήσατε τον Φουριέ!
Στροφή της κεφαλής αριστερά: όλα είναι σκατά.
Στροφή της κεφαλής δεξιά: όλα είναι σκατά.

Εις θέσιν – εν! Συμπέρασμα κανέν –
α. Τους ζυγούς λύσατε
Τα κορίτσια φιλήσατε.

Το παλιό παιχνίδι ανάμεσα στο «σώμα» και το «πνεύμα» της τέχνης δεν φαίνεται να τελειώνει μέσα στην ιστορία του «γραμμένου». Απλώς τα πράγματα πότε γίνονται δυσκολότερα και πότε υπεραπλοποιούνται, πότε αγριεύουν πραγματικά και πότε γίνονται αστεία. Η εναλλασσόμενη φορά του παιχνιδιού διαιωνίζει έτσι τη λειτουργία του δίπολου εκείνου που μας επιτρέπει να καταφεύγουμε διαρκώς από την πραγματικότητα στην τέχνη και από την τέχνη στην πραγματικότητα. Πρόκειται για ένα ανθρώπινο παιχνίδι ή προνόμιο που έχει και τους κινδύνους του, αφού μερικοί στην Πρέβεζα ή αλλού πληρώνουνε για όλους καταργώντας το μελάνι με το αίμα τους. Βάζουνε την τελεία τους και το παιχνίδι συνεχίζεται με άλλους. Γιατί το δικό μας μελάνι δεν γίνεται αίμα παρά μόνο με το δικό μας θάνατο: το να μιλάμε εξ ονόματος αυτών που ήδη βγήκαν από τους κανόνες του παιχνιδιού δεν έχει κανένα νόημα. Κι επιπλέον είναι αθέμιτο και απέναντι αυτών που αληθινά επιμένουν και αυτών που αληθινά παραιτήθηκαν. Η ζαβολιά αρχίζει με αυτούς που βάζουν ψεύτικες τελείες. Δηλαδή με αυτούς που αντί να παραδεχτούνε πως αυτό που λένε «πράξη» δεν γίνεται με την ποίηση, μεταμφιέζουνε την ποίηση σε πράξη γράφοντας στα χαρτιά τους όλες τις δυνατές παραλλαγές και τα συνώνυμα της λέξης πράττω.




[1] Από ένα κείμενο για το Ν. Καρούζο (Α. Φωστιέρη, Το τέλειο προπορεύεται και έπεται, περ. Η ΛΕΞΗ 22, σ. 77)
[2] Γ. Υφαντής, Το θαύμα (ΜΑΝΘΡΑΣΠΕΝΤΑ).
[3] Βεβαίως τέτοιες εμποροπανηγύρεις καμιά τιμή δεν φέρνουνε στους «ξεχασμένους». Από τη μια μεριά τα ονόματά τους στολίζονται και φωταγωγούνται σαν τα σφαχτά του Πάσχα κι από την άλλη η απαστράπτουσα μωρία της εποχής κάνει τα δικά της. Ιδού π.χ. πώς σχολιάστηκε η επανέκδοση των ποιημάτων του Μήτσου Παπανικολάου: «Συγκεντρωτική έκδοση Β΄ των ποιημάτων ενός μετρίου λογίου, πρώην Χωροφύλακος και μετέπειτα συμβολιστού, ακμάσαντος περί το 1920. Ζητείται ο αποχρών λόγος της παρούσης εκδόσεως.» (ΕΠΟΠΤΕΙΑ, 43). Αυτά ακριβώς για τον ποιητή Μήτσο Παπανικολάου, ενώ δύο σελίδες παρακάτω συνιστάται θερμά στους αναγνώστες το τελευταίο δημιούργημα του … κ. Νίκου Δήμου.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου