Όψεις του κοινωνικού πολέμου μπροστά στις 17 Ιουνίου

9 ερωτήματα για επίδοξους λύτες… 

Σε ποιόν να πουληθώ; 
Ποιο θηρίο να λατρέψω; 
Ποιες καρδιές να συντρίψω; 
Ποια ψέματα να πω; 
Σε ποιο αίμα να βουτήξω; 
Καλύτερα να μην μπλέξεις με την εξουσία. 
 -Αρθούρος Ρεμπώ 


23 Οκτωβρίου 2008. Ο Άλαν Γκρίνσπαν, ο μέχρι πρότινος μάγος της παγκόσμιας οικονομίας, καταθέτει στην επιτροπή του αμερικάνικου κογκρέσου που εξετάζει τα αίτια της κρίσης. Στην επίμονη ερώτηση ενός βουλευτή από την Καλιφόρνια για το «εάν αναλογίζεται τις ευθύνες του, καθώς ακολουθώντας πιστά τη δική του οικονομική ιδεολογία σαν θεολογικό δόγμα, η Αμερική οδηγήθηκε στην κατάρρευση της lehman brothers και μαζί της ο πλανήτης ολόκληρος στη μεγαλύτερη καπιταλιστική κρίση όλων των εποχών» ο Γκρίνσπαν απάντησε σκυθρωπός: «Ανακάλυψα ένα σφάλμα στο μοντέλο που θεωρούσα πώς λειτουργεί ο κόσμος». 


 01 Είναι η κρίση φυσικό φαινόμενο; 

Πολύ πριν το ΚΚΕ με το ανόητο προεκλογικό του σποτ μας πει πως «έρχεται θύελλα», ΜΜΕ και πολιτικές ελίτ προσπάθησαν να παρουσιάσουν την κρίση σαν ένα φαινόμενο φυσικό. Κάτι σαν μια καταστροφική πλημμύρα ή ένα τσουνάμι. Και όπως για κάθε φυσικό φαινόμενο έτσι και για την κρίση θα έπρεπε να ακούσουμε τους ειδικούς της. Δηλαδή τους οικονομολόγους. Το να καλείς όμως τους οικονομολόγους να θεραπεύσουν την κρίση είναι σαν να καλείς έναν παιδεραστή να σου πάει τα παιδιά στο σχολείο. Στην «αθλιότητα της φιλοσοφίας» ο Μαρξ παρατηρεί κάτι ουσιώδες: «οι οικονομολόγοι έχουν έναν ιδιότυπο τρόπο σκέψης. Κατά τη γνώμη τους δεν υπάρχουν παρά δυο είδη θεσμών, οι τεχνητοί και οι φυσικοί […]. Οι οικονομολόγοι μοιάζουν κατά τούτο με τους θεολόγους, που και αυτοί αναγνωρίζουν δύο είδη θρησκείας. Κάθε θρησκεία, εκτός από τη δική τους, είναι δημιούργημα των ανθρώπων, ενώ η δική τους είναι αποκάλυψη του Θεού». Με άλλα λόγια, οι οικονομολόγοι έχουν τόση σχέση με την επίλυση της κρίση όσο οι μουσουλμάνοι με το Άγιο Όρος. Το Μάρτιο του 1997 οι ειδικοί της παγκόσμιας οικονομίας ανέδειξαν τον υπουργό οικονομικών της Ρωσίας ως τον «πλέον επιτυχημένο στον πλανήτη». Οι «επιστημονικοί» τους δείκτες αξιολογούσαν τα οικονομικά στοιχεία. Μέσα σε δύο μήνες η άλλοτε δεύτερη οικονομία του πλανήτη κατέρρευσε. Η οικονομία, που παρουσιάζεται ως επιστήμη, δεν είναι όμως τίποτα παραπάνω από μια στυγνή ιδεολογία, ένα καθαρό ψέμα, και οι τεχνοκράτες οικονομολόγοι δεν είναι επιστήμονες, αλλά ιεροκήρυκες μιας συγκεκριμένης ιδεολογίας: του καπιταλισμού. Πρέπει να καταλάβουμε πως για να απελευθερώσουμε τη ζωή μας από τον καπιταλισμό πρέπει να απελευθερώσουμε τις ανάγκες μας από την τεχνική γλώσσα των οικονομολόγων. Πρέπει να καταλάβουμε πως τα οικονομικά εργαλεία (χρηματιστηριακά, τραπεζικά, νομισματικά) δεν είναι τίποτα παραπάνω από εργαλεία εκμετάλλευσης ανθρώπων. Που όχι μόνο δεν υπολογίζουν την αξία και την ποιότητα της ανθρώπινης ζωής αλλά στερούμενα ακόμα και οποιουδήποτε είδους δικαιοσύνης αφού μετακυλύουν, μέσα σε δευτερόλεπτα, τεράστια ποσά από τους εκμεταλλευόμενους προς τους εκμεταλλευτές. Η κρίση του καπιταλισμού είναι πρώτα και κύρια κρίση της οικονομίας του, ενός αφύσικου, άδικου και καταστρεπτικού για την ανθρωπότητα θεσμού, από τον οποίο πρέπει να απαλλαγούμε το συντομότερο δυνατό. 

02 Γιατί μας επέβαλαν το μνημόνιο; 

Όταν η lehman brothers κατέρρευσε τέθηκε ένα σαφές ερώτημα: θα αφήσουμε να καταρρεύσουν οι τράπεζες και μαζί με αυτές και όλη η οικονομία ή όχι;. Και αν όχι ποιος θα πληρώσει το λογαριασμό; Η απάντηση σε Ευρώπη και Αμερική ήταν αυτή που γνωρίζουμε: Θα σώσουμε τις τράπεζες και το λογαριασμό θα τον πληρώσουν οι εργαζόμενοι. Έτσι, ενώ αποκαλύφθηκε πως οι αξίες των χρηματιστικών κεφαλαίων ήταν αέρας κοπανιστός, αυτός ο αέρας χρεώθηκε κανονικά στα κράτη που υποχρεώθηκαν να «σώσουν» τις τράπεζές τους. Τα κράτη στη συνέχεια παρουσίασαν τρομακτικά ελλείμματα τα οποία και μετακύλησαν στους πολίτες τους. Η περίπτωση της Ελλάδας είναι χαρακτηριστική. Σε ένα βράδυ 26 δις ευρώ δόθηκαν στις τράπεζες σαν εγγύηση του κράτους με τη σύμφωνη γνώμη και των δυο πρώην μεγάλων κομμάτων. Αλλά και μετά το μνημόνιο το σύνολο σχεδόν το χρημάτων που χρεώθηκε το κράτος, 130 δις, πήγαν στις τράπεζες. Το έλλειμμα του 2008 (15%) ήταν με άλλα λόγια τα λεφτά στις τράπεζες. Το κράτος έσωσε τους τραπεζίτες και μας χρέωσε το λογαριασμό. Το βαρέλι όμως των τραπεζών δεν έχει πάτο. Είναι σαν να ρίχνεις χρήμα σε μια μηχανή που το καταπίνει. Και πώς να κάνει διαφορετικά, όταν ο λόγος της παγκόσμιας παραγωγής προς το χρήμα που κυκλοφορεί είναι 1/10 [δηλαδή 1000% φούσκα – τα λεφτά όλου του πλανήτη είναι αέρας] και όταν το χρέος όλων των κρατών από το 2001 έως σήμερα έχει ανέβει 12 φορές; 

Και όλα αυτά γιατί όταν στο τέλος της δεκαετίας του '90 ο καπιταλισμός βρέθηκε μπροστά σε μια ανάλογη κρίση αποφάσισε να την κουκουλώσει …παίρνοντας δάνειο. Αυτός ο δανεισμός είχε ένα επιθετικό χαρακτηριστικό: Έδινε την δυνατότητα στο σύστημα να εξαγοράσει τον μελλοντικό χρόνο εργασίας των ανθρώπων, βασιζόμενο στη πρόβλεψη μιας μελλοντικής αύξησης της παραγωγής. Όμως, κάποια στιγμή αυτή η ρεμούλα με την υποθήκευση μελλοντικού χρόνου έσκασε, καθώς το ψεύτικο χρήμα του δανεισμού δεν έχει πλέον κανένα αντίκρισμα. Με άλλα λόγια, ο καπιταλισμός επιβιώνει τόσο καιρό με πίστωση! Γιατί λοιπόν τα κράτη και οι κυβερνήσεις να φορτώσουν τα αδιέξοδα του καπιταλισμού σε όλους εμάς; Γιατί να μας κουνούν το δάκτυλο, να μας λένε πως «όλοι μαζί τα φάγαμε», να μας χρεώνουν με ένα χρέος που δεν δημιουργήσαμε; Ο Γκράμσι παρατηρεί: «κράτος είναι το σύνολο των θεωρητικών και πρακτικών δραστηριοτήτων, που με αυτές η κυρίαρχη τάξη δικαιώνει και διατηρεί την κυριαρχία της και, ακόμα πιο πέρα, καταλήγει να πετύχει την συγκατάθεση των κυβερνωμένων». Με άλλα λόγια, το κράτος έπαιζε απλώς τον ιστορικό του ρόλο. 

03 Που είναι οι μεγάλοι ηγέτες; 

Το γεγονός ότι τα κράτη έκαναν ακριβώς ότι τους είπαν οι τραπεζίτες δείχνει όχι μόνο ότι το κράτος δουλεύει αποκλειστικά για τους οικονομικά ισχυρούς, αλλά και το διακοσμητικό χαρακτήρα του πολιτικού προσωπικού. Το ότι σήμερα βλέπουμε τους πολιτικούς σαν νάνους σε σύγκριση με τους δήθεν «μεγάλους ηγέτες» του παρελθόντος συμβαίνει γιατί απλά έχουν μετατραπεί σε απλούς υπαλλήλους. Το κοινοβούλια έχουν γίνει φτηνά θέατρα με άθλιους κομπάρσους που παίζουν μία τον ένα και μία τον άλλο ρόλο, χωρίς καμία ντροπή για το αν πριν λίγες μέρες έλεγαν το ακριβώς αντίθετο ή ήταν σε άλλο κόμμα. Καμία πολιτική απόφαση δεν παίρνεται πια στα κοινοβούλια. 

Ποτέ η οικονομία και η πολιτική δεν ήταν ανεξάρτητες. Ποτέ. Όμως, σε ένα μικρό βαθμό οι πολιτικοί θεσμοί ήταν αυτόνομοι από την οικονομία ώστε να επιβεβαιώνεται η φιλελεύθερη προπαγάνδα περί ανεξαρτησίας τους. Σε περιόδους κρίσης τα ψέματα τελειώνουν και τότε μία και μόνη γραφειοκρατική μηχανή παίρνει στα χέρια της το σύνολο της παραγωγής και του κατασταλτικού μηχανισμού με την κοινωνία να μετατρέπεται σε ένα εργοστάσιο κεντρικά ελεγχόμενο. Το αν την μία και μόνη εξουσία την ασκούν πλέον οι βιομήχανοι και τραπεζίτες, οι γραφειοκράτες του κράτους-κόμματος ή οι αξιωματικοί των ες-ες μικρή σημασία έχει. Πρόκειται για ταυτόσημες δομές σε επίπεδο πολιτικής, οργανωτικής, κοινωνικής και παραγωγικής διαχείρισης. Αυτό ο μονισμός κρατικής και οικονομικής εξουσίας χαρακτηρίζει αποφασιστικά τον ολοκληρωτισμό. Σήμερα σε όλες τις χώρες του δυτικού κόσμου ο ολοκληρωτισμός επανέρχεται εφιαλτικά. Και είτε η οικονομική ελίτ παίρνει στα χέρια της την πολιτική εξουσία μετατρέποντας τους αστικούς κοινοβουλευτικούς θεσμούς σε οπερέτες (Ελλάδα – Ιταλία), είτε συμβαίνει το ανάποδο (Ρωσία), μικρό ρόλο παίζει για τη διαμόρφωση των δομικών αλλαγών στις κοινωνίες. Ο καπιταλισμός τείνει προς τη μονοπωλιακή συσσώρευση ανακατασκευάζοντας όλη την κοινωνία - πριν την καταστρέψει ολοκληρωτικά - σε ένα απόλυτα ελεγχόμενο εργοστάσιο. 

04 Τι είναι ο σύγχρονος ολοκληρωτισμός και ποιες οι αιτίες του; 

Στην Ελλάδα του μνημονίου, η πολιτική τάξη, αμήχανη μπροστά στα νέα καθήκοντα που της επέβαλαν και μπροστά στο φάσμα μιας πρωτοφανούς αμφισβήτησης της εξουσίας της, αποφάσισε να γεννήσει «το αβγό του φιδιού». Βλέποντας πως το μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας έπαψε μέσα στην κρίση να πιστεύει τα παραμύθια της, βλέποντας πως, παρά την πρωτοφανή προπαγάνδα των δελτίων ειδήσεων, δεν κατάφεραν να πείσουν τον κόσμο για τη δικαιοσύνη των μέτρων, για την ανάγκη των μνημονίων, αποφάσισαν να τον στρέψουν άλλου. Παρουσίασαν τους μετανάστες σαν το νέα μεγάλο πρόβλημα σαν «αυτούς που μας παίρνουν τις δουλειές». Το σύνθημα «γίναμε μετανάστες στο τόπο μας» των φασιστών είναι παντελώς ανόητο. Γιατί πλέον, αφού μας αφαίρεσαν κάθε εργασιακό και κοινωνικό δικαίωμα που είχαμε τα τελευταία χρόνια μας καταδίκασαν σε χρόνια φτώχεια, βία και ανασφάλεια, απλά και μόνο για να δουλεύουμε για ένα κομμάτι ψωμί, σαν σκλάβοι, με φόβο, χωρίς δικαιώματα. Με άλλα λόγια, για να δουλεύουμε σαν μετανάστες. Για αυτό και σήμερα, περισσότερο από ποτέ, είμαστε όλοι μετανάστες! 

Ο ολοκληρωτισμός αγαπάει τις κρίσεις. Κάθε φορά που «λεφτά δεν υπάρχουν» και οι πολιτικές υποσχέσεις πέφτουν στο κενό ο λαός τρομάζει. Πρέπει να τρομάζει. Για να κυνηγήσει λυσσασμένα το μετανάστη, την οροθετική πόρνη, το ζητιάνο, τον τσιγγάνο, τον Εβραίο. Για να πάρει, εν τέλει, τη θέση του στην κοινωνική πυραμίδα. Τι είναι τελικά ολοκληρωτισμός; Κάποιοι είπαν πως είναι το να μας στερούν την ελευθερία της έκφρασης. Ο ολοκληρωτισμός αντίθετα μπορεί να σταθεί και με «ελευθερία έκφρασης». Αρκεί κράτος και οικονομία να γίνουν ένα. Αρκεί ένας συνολικός ηγεμόνας να παίρνει το σύνολο των αποφάσεων, να έχει στα χέρια του το σύνολο των μέσων. Μόνο ένας ηλίθιος θα έκανε σήμερα χούντα με τανκς, όταν διαθέτει τόσο κανάλια. Κάποιοι είπαν πως ο ολοκληρωτισμός είναι η απουσία λογικής. Και όμως, ο ολοκληρωτισμός βασίζεται στην αποθέωση της ορθολογικότητας του μέσου, στην εργαλειακή λογική, στο «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», σε αυτή τη λογική που θέλει να λειτουργούν όλα με στρατιωτική πειθαρχεία χωρίς παρεκκλίσεις. Κάποιοι είπαν πως ολοκληρωτισμός βασίζεται στους διεστραμμένους και αιμοβόρους ψυχοπαθείς. Και πάλι έκαναν λάθος. Όπως μας αποκάλυψε η Άρεντ, ολοκληρωτισμός είναι η «απόλυτη κοινοτοπία». Οι αξιωματικοί των ες-ες ήταν απλοί καθημερινοί άνθρωποι, που έκαναν το καθήκον τους χωρίς να σκεφτούν, που κοιτούσαν απλώς τη δουλειά τους. Ο Κώστας Παπαϊωάννου, τη δεκαετία του '30, έδειξε πως το εργοστάσιο είναι το «σύγχρονο σχολείο το ολοκληρωτισμού». Ο Τσάπλιν το παρουσίασε χαρακτηριστικά στους «Μοντέρνους Καιρούς». Σήμερα, μας λέει ο Αγκάμπεν, το κυρίαρχο παράδειγμα είναι το στρατόπεδο συγκέντρωσης. Ένας φράχτης που χωρίζει τους υγιείς από τους αρρώστους, τους εργαζόμενους από τους ανέργους, που δημιουργεί ζώνες αποκλειστικής εκμετάλλευσης για μετανάστες, στρατόπεδα εργασίας. Ένας φράκτης που «διασφαλίζει» τα φανταστικά συμφέροντα του μικροαστού από το φτωχό, του φτωχού από τον πιο φτωχό, του πιο φτωχού από τον μετανάστη, του μετανάστη από τον μετανάστη χωρίς χαρτιά. Απομονωμένοι από το μοναδικό στοιχείο που μπορεί να συγκολλήσει μια κοινωνία, την αλληλεγγύη λέγαμε παλιά, την κοινωνική φιλία έλεγε ο Αριστοτέλης, οι άνθρωποι γινόμαστε αγρίμια που βγάζουν ο ένας τα δόντια του στον άλλο, περισσότερο φοβισμένοι παρά αιμοσταγείς. Ας μην έχουμε αμφιβολίες: Ο καπιταλισμός και η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία του είναι έτοιμοι να μας οδηγήσουν στον φασισμό ή στον μαζικό αφανισμό ενός πολέμου για να γλυτώσουν. Δεν πρέπει να έχουμε αυταπάτες. Απέναντι σε αυτούς που μας ζητούν να φτιάξουμε δήθεν δημοκρατικά και αριστερά μέτωπα ενάντια στο φασισμό, ξεχνώντας τα ταξικά γυαλιά μας, αντιπαραθέτουμε τα λόγια του Ντουρούτι: «Δεν μπορούμε να συντρίψουμε τον φασισμό σε συνεργασία με τη δημοκρατική κυβέρνηση, αλλά μόνο σε πείσμα της δημοκρατικής κυβέρνησης. Ξέρουμε ότι καμία κυβέρνηση δεν επιθυμεί πραγματικά το ξερίζωμα του φασισμού, γιατί οι αστοί είναι υποχρεωμένοι να καταφεύγουν σε αυτόν όταν βλέπουν ότι κινδυνεύουν να τους φύγει η εξουσία από τα χέρια»

05 Μήπως να ψηφίσουμε αριστερά; 

Η θεσμική αριστερά αντιμετώπισε την κρίση σαν ευκαιρία. Και σωστά θα έλεγε κανένας αφού στο περιβάλλον της κρίσης τα ψέματα του κράτους και τον οικονομικών ελίτ αποκαλύπτονται. Η ευκαιρία της «αριστεράς» ήταν εδώ και ο χρόνος τώρα. Όμως, η αριστερά, σχεδόν στο σύνολό της, είναι ένα συνονθύλευμα από μορφώματα που δεν θέλουν να αλλάξουν τα πράγματα. Επιθυμούν, στην καλύτερη περίπτωση, την επαναφορά στην αμέσως προηγούμενη κατάσταση, σε έναν καπιταλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο. Τώρα όμως που ο καιρός των παχιών αγελάδων τελείωσε και «λεφτά δεν υπάρχουν» πώς μπορεί να σταθεί ένας κόσμος καταναλωτικής ευημερίας ξανά, πώς να στηθεί ξανά κοινωνικό κράτος; Η αριστερά, λοιπόν, δεν ήταν έτοιμη ούτε θα είναι ποτέ να πει στην κοινωνία τη μόνη αλήθεια που προκύπτει από την ανάγνωση της κρίσης: πως το σύστημα που ζήσαμε τελείωσε και πως είτε προχωράμε σε ριζική ανατροπή είτε θα οδηγηθούμε στον ολοκληρωτισμό και κατ' επέκταση σε πόλεμο. Η αριστερά δεν ήταν έτοιμη για την κρίση. Για δεκαετίες ναρκωμένη στην αυτάρεσκη υπεράσπιση κατακτήσεων του παρεμβατικού κράτους σάστισε και είτε κλείστηκε στον εαυτό της μιλώντας αόριστα για ένα μακρινό κόσμο που θα έρθει όταν ωριμάσουν οι συνθήκες [κάνοντας ακριβώς το αντίθετο από αυτό που έλεγαν τα συνθήματά της] είτε οδηγήθηκε σε ένα πρωτοφανές ντελίριο υπεράσπισης κάθε μικροαστικής εμμονής. Οι πλέον ευκαιριακές και επικίνδυνες, εν τέλει, ομάδες της δήθεν ριζοσπαστικής αριστεράς έβαλαν στο παιχνίδι της κοινωνικής ζωής τις μούντζες, τα ελικόπτερα, τα γιαουρτώματα, κουταμάρες τύπου «νέα μεταπολίτευση» κτλ. Ας μην αναρωτιέται κανένας, λοιπόν, από πού του έσκασε ο φασισμός γιατί αν δεν κάνεις πολιτική αρχών λέγοντας στον κόσμο την αλήθεια, απλώς επωάζεις το αυγό του φιδιού. 

Το πραγματικό θύμα της κρίσης ήταν μάλλον η αριστερά. Στο βαθμό που η αδυναμία της να προτείνει μια εφικτή λύση γίνεται εμφανής στον καθέναν. Η αριστερά που μιλούσε πάντα για «ρήξη και ανατροπή, όταν ωριμάσουν οι συνθήκες», τώρα, που οι συνθήκες ωρίμασαν παρά ποτέ αποδεικνύεται σαν το βασιλιά, γυμνή. Από το ΣΥΡΙΖΑ μέχρι την εξωκοινοβουλευτική – «επαναστατική» αριστερά ένα γαϊτανάκι δεξιάς στροφής οδηγεί τον έναν μετά τον άλλον «αντικαπιταλιστή» και «επαναστάτη» στην διατύπωση λύσεων που οι ίδιοι μέχρι χτες αποκήρυσσαν ως «ρεφορμιστικές» ή «σοσιαλδημοκρατικές». Φαίνεται πως η πρωτοφανής αναντιστοιχία ριζοσπαστικής ρητορικής και κινηματικής πρακτικής μαζί με μια κακώς εννοούμενη έννοια τακτικής έφεραν την αριστερά σε πλήρες αδιέξοδο. Κάποιοι σήμερα μας λένε να τη στηρίξουμε. Να γίνουν κάποιες «προοδευτικές» μεταρρυθμίσεις για το καλό της κοινωνίας ή να «αντισταθούμε στα χειρότερα που έρχονται». Να γίνουν κάποια βήματα προόδου και ύστερα βλέπουμε. Μας λένε πως αυτό είναι το εφικτό. Πως ο ρεφορμισμός και η επανάσταση πρέπει να πηγαίνουν χέρι – χέρι. 

06 Μπορεί ο ρεφορμισμός και η επανάσταση να πάνε χέρι – χέρι; 

Ο ρεφορμισμός ήταν μια ιστορική επιλογή του εργατικού κινήματος μετά το τέλος της πρώτης διεθνούς. Το δίλημμα που τέθηκε τότε ήταν ταυτόχρονα πολιτικό, κοινωνικό και φιλοσοφικό: Πρέπει να επιδιώκουμε ως στρατηγικό στόχο την ανατροπή του καπιταλισμού ή την συνεχή μεταρρύθμιση και βελτίωσή του; Με άλλα λόγια, η επανάσταση ή η μεταρρύθμιση θα μας οδηγήσουν στην κοινωνική απελευθέρωση; Όπως είναι προφανές η απάντηση στο ερώτημα οδήγησε σε εντελώς διαφορετικές επιλογές το εργατικό κίνημα και το δίχασε συνολικά. Από τη δολοφονία της Λούξεμπουργκ και μετά όμως ποτέ μεταρρύθμιση και επανάσταση δεν συναντήθηκαν στην ιστορία. 

Αυτό που φαίνεται να υπονοούν ορισμένοι που σήμερα μας καλούν να δούμε ένα ρεφορμιστικό πρόγραμμα [όπως αυτό του ΣΥΡΙΖΑ ή του ΚΚΕ] σαν ένα «στάδιο», ένα αναγκαίο βήμα για το μέλλον, είναι η διαλεκτική σχέση μεταξύ στρατηγικής και τακτικής. Μας καλούν με άλλα λόγια να αμφισβητήσουμε - για λόγους τακτικής - τη μόνη ορατή δυνατότητα εξόδου από την κρίση: την πάλη για την άμεση ανατροπή του καπιταλισμού. Η αντίληψη όμως, που θέλει την αμφισβήτηση της επαναστατικής δυνατότητας ως βασικό στοιχείο πολιτικής σκέψης, είναι όπως μας επισημαίνει ο Μπούκτσιν το βασικό χαρακτηριστικό της φιλελεύθερης πολιτικής. Οι δράσεις μας αποκτούν νόημα όχι από τη Σισύφεια προσπάθεια μας ενάντια σε μια «ανίκητη» εξουσία ούτε από την σπουδή μας να βελτιώσουμε την καθημερινή μας ζωή και διασκέδαση, αλλά από την πίστη μας σε μια ρεαλιστική μετα-καπιταλιστική ευτοπία που θα ανατρέψει τον καπιταλισμό και θα διαλύσει την οικονομία ως αυτόνομο πεδίο. Το αν είμαστε λοιπόν ρεφορμιστές ή επαναστάτες, το αν οι επιλογές μας είναι επαναστατικές ή ρεφορμιστικές δεν είναι θέμα τακτικής, αλλά ζήτημα συνείδησης! 

07 Γιατί να μην στήσουμε ξανά το κοινωνικό «μας» κράτος; 

Όταν το 1929 έκανε την εμφάνισή της η πρώτη κρίση συσσώρευσης ο Κέυνς έκανε μια «ανακάλυψη»: αν συνεχίσουμε να λειτουργούμε τον καπιταλισμό ως έχει, αν αφήσουμε τους καπιταλιστές να συσσωρεύουν χωρίς όριο κέρδους, αυτός θα καταρρεύσει από την ίδια του την αντίφαση. Όμως, ο καπιταλισμός είναι ένα πολύ σοβαρό πράγμα για να το αφήσουμε έρμαιο στην αυτοκαταστροφική ασυδοσία του μέσου καπιταλιστή. Έτσι, για να σωθεί ο καπιταλισμός από την ίδια του την κρίση, αλλά και από μια αυξανόμενη κοινωνική δύναμη των επαναστατών, πρότεινε το παρεμβατικό κράτος, ένα μηχανισμό που το κράτος θα αναλάμβανε να «ρυθμίσει» την οικονομία. Στην πραγματικότητα το κράτος αναλάμβανε το ρόλο του κεντρικού σχεδιασμού με παράλληλους μηχανισμούς αναδιανομής αλλά και την εμπορευματοποίηση όλων των σφαιρών την κοινωνικής ζωής που έως τότε ήταν εκτός οικονομίας. Δίνει στους εργαζόμενους χρόνο [καθιερώνει το οκτάωρο] και χρήμα για να δημιουργήσει εμπορευματικές σφαίρες σε τομείς που μέχρι τότε δεν υπήρχαν. 

Το «κοινωνικό» κράτος που νοσταλγούν τα κόμματα της αριστεράς, πολύ περισσότερο από «κατάκτηση», ήταν ένας μηχανισμός αποτροπής της κατάρρευσης του καπιταλισμού στην πρώτη μεγάλη κρίση. Ο Κέυνς για να αυξήσει την ζήτηση μετατρέπει την κοινωνία σε «κοινωνία του θεάματος» κατασκευάζοντας μαζικά ψευδοανάγκες που οδηγούσαν στην αύξηση της κατανάλωσης σε πρωτοφανή βαθμό. Το πολιτικό πλαίσιο που έντυνε αυτές τις κινήσεις ήταν το σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο διαχείρισης. Σε κοινωνικό επίπεδο οι κυρίαρχοι θεσμοί ενσωμάτωσης αποτέλεσαν τους βασικούς πυλώνες πάνω στους οποίους κατασκευάστηκε η συναίνεση μεταξύ των εργαζομένων και του κεφαλαίου, ώστε το τελευταίο να διατηρεί την κυριαρχία του, δείχνοντας μάλιστα περισσότερο δημοκρατικό. Η «δημοκρατικότητα» και οι «παροχές» αυτού του τύπου διαχείρισης αποτέλεσαν επίσης ιδεολογικό ανάχωμα του καπιταλισμού, εκείνη την εποχή, απέναντι στην απαίτηση των ριζοσπαστικών κινημάτων για ολοκληρωτική ανατροπή του. 

Το κοινωνικό κράτος της Δύσης βασίστηκε στην υπερεκμετάλλευση της φύσης [μέσω κυρίως της εξάντλησης των φυσικών πηγών] και του τρίτου κόσμου. Η καταναλωτική νιρβάνα της δύσης, στις πρώτες δεκαετίες μετά τον πόλεμο βασίστηκε κι αυτή εκεί. Και έτσι, όταν τα φυσικά αποθέματα άρχισαν να εξαντλούνται, ο νεοφιλελευθερισμός της αγοράς ήρθε για να πέσει σαν ώριμο φρούτο. Όχι από τα «σατανικά» σχέδια κάποιον κακών καπιταλιστών αλλά από την αδυναμία του κοινωνικού κράτους να συνεχίζει να υπάρχει. Το κράτος παρέδωσε λοιπόν όλες τους τις υποδομές που δημιούργησε στο φυσικό του σύμμαχο, το κεφάλαιο, κρατώντας για το ίδιο το ρόλο της καταστολής και του κοινωνικού ελέγχου. Το κοινωνικό κράτος τελείωσε τότε και έτσι, όποιοι ονειρεύονται την επαναφορά του είτε δεν έχουν κατανοήσει του ιστορικό του ρόλο είτε δεν αντιλαμβάνονται σε ποιες ιστορικές και κοινωνικές προϋποθέσεις βασίστηκε. 

08 Εκλογές η κίνημα; 

Το πολύμορφο κοινωνικό κίνημα που αναπτύχθηκε τα τελευταία χρόνια με το ξέσπασμα της κρίσης σίγουρα δεν ήταν ότι θα απαιτούσαν οι συγκυρίες. Η πρωτοφανής επίθεση του κράτους ενάντια στην κοινωνία βρήκε την τελευταία μουδιασμένη και σε αφασία. Διαιρεμένη όσο ποτέ, ναρκωμένη από την καταναλωτική της μανία αποφάσισε να αντιδράσει. Για πρώτη φορά βγήκαν μπροστά άνθρωποι που ποτέ δεν είχαν κινητοποιηθεί. Έκλεισαν την τηλεόραση και κατέβηκαν στο δρόμο, στις γενικές απεργίες, στις πλατείες, στις γειτονιές. Το κίνημα πήρε πολλές μορφές αν και εξέφρασε πολλές φορές αντιφατικά αιτήματα από ετερόκλητες ομάδες. Από το Δεκέμβρη του 2008, τις μεγάλες απεργίες της μνημονιακής περιόδου, μέχρι το κίνημα των πλατειών, ένα ετερόκλητο κοινωνικό μάγμα, βγήκε στο δρόμο. Παρά το γεγονός ότι κάποιος μπορεί να κάνει σφοδρή κριτική στα αιτήματα και στις μεθόδους, να κατηγορήσει τη μια μορφή για παλαιοκομματισμό, την άλλη για ασάφεια κτλ. το σίγουρο είναι ότι ο κόσμος κατέβηκε, ενώθηκε, διεκδίκησε, συνομίλησε. Έκανε το πρώτο βήμα για να δημιουργήσει νέες σχέσεις, μια νέα κοινωνία. Από την ημέρα όμως κήρυξης των εκλογών όλα σίγησαν. Οι απεργίες ήταν άμαζες, οι πλατείες άδειες. Και αν για τα κόμματα του κοινοβουλευτικού θιάσου αυτό ήταν λογικό, καθώς αυτό επεδίωκαν εν τέλει, δεν είναι καθόλου λογικό για τα ρεύματα, τις τάσεις, τις οργανώσεις και τα δίκτυα που για χρόνια διακήρυτταν την αναγκαιότητα συνολικής ρήξης. Η λογική του εντός-εκτός και ενάντια οδήγησε αυτές τις δυνάμεις όχι μόνο στο να στρέψουν σε μέγιστο βαθμό προς τα «δεξιά» τα όσα προέτασσαν –μετατρέποντας το λόγο τους σε μια νέου τύπου σοσιαλδημοκρατία - αλλά και να οδηγηθούν σε μια λογική πλήρους ενσωμάτωσης στους αστικούς θεσμούς. Η συντριπτική ήττα που υπέστησαν στις εκλογές αντί να τους οδηγήσει στην κριτική εκείνη αποτίμηση που θα οδηγούσε με τη σειρά της στην επανένταξή τους στο δυναμικό του ανταγωνιστικού κινήματος, στην άρνηση δηλαδή των εκλογών και στη συμμετοχή τους στις από τα κάτω κινηματικές διαδικασίες, τελικά τους οδήγησε ακόμα πιο δεξιά αποδεικνύοντας πως η δια των εκλογών διαλεκτική της ενσωμάτωσης είναι μια διαδικασία χωρίς πάτο. Το ελπιδοφόρο είναι ότι δυναμικά κοινωνικά κομμάτια απεγκλωβίζονται, αλλά όχι για πολύ ακόμα, όσο το ανταγωνιστικό κίνημα δεν οργανώνεται και κυρίως δεν επαναφέρει το πολιτικό πεδίο εκεί που πραγματικά θα έπρεπε να βρίσκεται, στην καθημερινότητα των ανθρώπων, παρά αφήνει την πολιτική να παίζεται στο “κεντρικό” πολιτικό σκηνικό. 

09 Να συμμετέχουμε στις εκλογές; 

Στις επαναληπτικές εκλογές της 17ης Ιουνίου ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από το κίνημα. Το φάντασμα της συμμετοχής στις εκλογές. Αλλά πάνω και πέρα από την απλή ψήφο [που στο κάτω της γραφής ποτέ δεν έπαιξε και ουσιώδη ρόλο] αυτό που ουσιαστικά διακυβεύεται είναι η ενεργή ενσωμάτωση της κοινωνίας σε νέες πλαστές ελπίδες. Το συνειδησιακό - ψυχολογικό βάρος της ψήφου είναι αυτό που στοχεύουν και όχι τόσο η ίδια. Για αυτό και θα ακούσεις σχεδόν από όλους: «δεν έχει σημασία τι θα ψηφίσεις, ψήφισε ότι να ναι, απλά ψήφισε». Πέρα λοιπόν από τις φρούδες ελπίδες μια νέας «αλλαγής» είναι μια ιδεολογική προσπάθεια νομιμοποίησης του κοινοβουλευτικού θιάσου. Το αν το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ είναι μια κάποια λύση, έστω και ενδιάμεση, για να σωθεί από την κρίση η κοινωνία και να γλυτώσουμε την «ανθρωπιστική» κρίση δεν έχει και πολύ σημασία να το πούμε. Όχι γιατί δεν γνωρίζουμε τις βαθιές αιτίες της κρίσης, όχι γιατί δεν μπορούμε να αντιληφθούμε ότι οι αντικειμενικοί της όροι καθιστούν αδύνατη κάθε προσπάθεια επαναφοράς του κοινωνικού κράτους, όχι γιατί δεν αντιλαμβανόμαστε πως η μόνη ορατή λύση είναι η συνολική ρήξη με τον καπιταλισμό, αλλά γιατί ό,τι και να προβλέψεις για το αύριο ο κάθε ένας [καλοπροαίρετος ή όχι] θα σου πει το αντίθετο. Με προβλέψεις κανένας δεν μπορεί να πείσει πια κανέναν. Υπάρχουν όμως όψεις τις πραγματικότητας που δεν αμφισβητούνται εύκολα. Το ότι καμία από τις κεντρικές αποφάσεις που αφορούν τη ζωή μας δεν παίρνονται στο κτίριο της βουλής, το ότι σχεδόν όλοι μπορούμε να αντιληφθούμε πως μια οικονομική και πολιτική ολιγαρχία αποφασίζει για εμάς χωρίς εμάς, το ότι το σύστημα καταναλωτικής νιρβάνας βασίστηκε στη διάλυση της πραγματικής παραγωγής και στον αποπροσανατολισμό από τις ουσιαστικές ανάγκες, μας οδηγεί αναντίρρητα στο συμπέρασμα πως ο καιρός της καπιταλιστικής ευημερίας και της κατανάλωσης τελείωσε. Αυτό που πρέπει να είναι αυτονόητο σε όλους είναι ότι όποιο και να είναι το αποτέλεσμα των εκλογών πρέπει από την επόμενη ημέρα να είμαστε καθημερινά στο δρόμο. Σε γενική απεργία διάρκειας για την πλήρη ανατροπή ενός συστήματος που μας στερεί την αξιοπρέπεια. 

Το μόνο λοιπόν συμπέρασμα που δικαιούμαστε να βγάλουμε από την κρίση είναι πως: ο καπιταλισμός είναι μια καταστρεπτική και εχθρική προς τη ζωή πραγματικότητα, με την οποία ο άνθρωπος, όσο υπάρχει, είναι αναγκασμένος να την πολεμά, ανεξάρτητα με το αν τελικά θα επικρατήσει. Ο καπιταλισμός δεν μεταρρυθμίζεται ούτε βελτιώνεται, ο καπιταλισμός ανατρέπεται, σήμερα, τώρα, όχι αύριο όταν «ωριμάσουν οι συνθήκες». Ανατρέπεται κάθε λεπτό που μιλάμε όσο δυναμώνει η αλληλεγγύη και η αξιοπρέπεια, όσο δεν προσκυνάμε ούτε ελπίζουμε σε κανέναν πέρα από τους ανθρώπους γύρω μας, όταν δεν συνηθίζουμε το πρόσωπο του τέρατος μετατρεπόμενοι και εμείς σε τέρατα. Ο καπιταλισμός ανατρέπεται καθημερινά στο δρόμο που ανοίγουμε περπατώντας, δημιουργώντας έναν άλλο κόσμο μέσα στον παλιό, έναν κόσμο που δεν ενσωματώνεται αλλά μεγαλώνει συνεχώς αρνούμενος. Αρνούμενος να συναινέσει, αρνούμενος να συνδιαλεχτεί, αρνούμενος να συνομιλήσει με το νεκρό κόσμο που φεύγει. 

Δεν έχουμε αυταπάτες. Ξέρουμε πως αν η διαχείριση της κρίσης δεν τους βγει, αν ο ΣΥΡΙΖΑ αποτύχει να καταστείλει με νέες ελπίδες την κοινωνική οργή, αν δεν τους βγουν οι λεγόμενες «αριστερές στροφές» στην Ευρώπη και στην Αμερική, έχουν στην τσέπη τους δύο χαρτιά: το φασισμό και τον πόλεμο. Δεν μας φοβίζουν. Είμαστε αποφασισμένοι να πάρουμε το δρόμο του αγώνα. Είμαστε αποφασισμένοι να τσακίσουμε το φασισμό, είμαστε αποφασισμένοι να αρνηθούμε τον πόλεμο που ετοιμάζουν, να στρέψουμε τα όπλα μας ενάντια τους. Είμαστε αποφασισμένοι να πεθάνουμε όπως είμαστε αποφασισμένοι να ζήσουμε. Με ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ. Το πραγματικό δίλημμα δεν είναι λοιπόν «ευρώ ή δραχμή», «δεξιά ή αριστερά», «Τσίπρας ή Σαμαράς», το πραγματικό δίλημμα είναι «καπιταλισμός ή ελευθερία», «θάνατος ή ζωή»... 

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου