Γιατί οι δεξιοί μισούν το Πολυτεχνείο

Το μίσος των δεξιών για το Πολυτεχνείο απορρέει —πέρα από την ιδεολογική τους συγγένεια με τη Χούντα— και από ένα ανομολόγητο αίσθημα μειονεξίας. Την ανικανότητα τους να στρατευθούν στον οποιονδήποτε στόχο ξεπερνά το τομάρι τους και τη στενά νοούμενη προσωπική τους ευμάρεια. Να διακινδυνεύσουν την ασφάλεια ή και τη ζωή τους για κάτι που τους υπερβαίνει και αφορά θεμελιώδη, καθολικά αγαθά.

Αυτοί οι άνθρωποι, κάθε φορά που δυσκολεύουν οι συνθήκες, αναδιπλώνονται, χαμηλώνουν το βλέμμα και υποτάσσονται προκειμένου να μην κινδυνεύσουν. «Κοίτα τη δουλειά και την οικογένεια σου» είναι το μότο τους. Αποδέχονται κάθε ταπείνωση, κάθε εξευτελισμό, αρκεί να μην απειληθεί ο θλιβερός μικρόκοσμός τους. Αισθάνονται ανακουφισμένοι που κατάφεραν να βγουν αλώβητοι, αλλά σιχαίνονται και τους εαυτούς τους από το πόσο χαμηλά έπεσαν προκειμένου να το πετύχουν. Όσοι τουλάχιστον δεν ταυτίζονται με την Χούντα.

Η ύπαρξη όμως ανθρώπων που δεν υποτάχθηκαν στην τυραννική εξουσία, που αντιστάθηκαν διακινδυνεύοντας ή χάνοντας ακόμα και τη ζωή τους πολεμώντας για υψηλότερα ιδανικά, συνιστά για τους δεξιούς, μία διαρκή υπενθύμιση της δικής τους δειλίας και φιλοτομαρισμού. Όταν αυτοί έσκυβαν πρόθυμα το κεφάλι και έγλειφαν τον κάθε ασφαλίτη ή άξεστο λοχία, κάποιοι άλλοι όρθωναν το ανάστημα τους υπερασπιζόμενοι την ελευθερία και τη δημοκρατία.

Η εξέγερση του Πολυτεχνείου καθιστά ανυπόφορη τη δική τους στάση και αντίληψη για τη ζωή. Γι’ αυτό και προσπαθούν εμμονικά να τη μειώσουν ή να τη συκοφαντήσουν, πότε αμφισβητώντας τους νεκρούς, άλλοτε αποδίδοντας τη σε δάκτυλο πρακτόρων, ή υποβιβάζοντάς τη σε μία νεανική απερισκεψία.

Ασυνάρτητες και αντιφατικές επιθέσεις οι οποίες αποδεικνύουν το αντίθετο από αυτό που επιδιώκουν: τη δική τους χαμέρπεια που τους οδηγεί να ξερνούν δηλητήριο σε βάρος εκείνων που τους υπερβαίνουν από κάθε άποψη. Τους αγωνιστές όμως, του Πολυτεχνείου δεν τους αγγίζουν οι ύβρεις τους, μιλούν οι ηρωικές πράξεις τους γι’ αυτούς. Αυτές που τους εξασφάλισαν μία θέση στην ιστορία. Όπως μιλούν και οι πράξεις των δεξιών. Και η σύγκριση είναι αποκαλυπτική.

Η «ιδεολογία» της Άλκη Ζέη

«Aυτά τα παιδιά που πετάνε μολότοφ τα λυπάμαι γιατί δεν έχουν καμία ιδεολογία» δηλώνει η Άλκη Ζέη σε σημερινή συνέντευξή της στο Βήμα (24/11/2019). Θα μπορούσε να ήταν μια ακόμα γενικόλογη δήλωση νομιμοφροσύνης στο καθεστώς της ιδεολογίας των δυο άκρων, μια ακόμα δήλωση υποτέλειας στο μόνο πραγματικό άκρο της εποχής μας: στο βαθύ κράτος των αρπακτικών της αγοράς και των δολοφόνων του λευκού κολάρου, μια ακόμα τυχαία δήλωση ενός μικροαστού συγγραφέα που διψά για λίγη δημοσιότητα, μια ακόμα επαιτεία στην εφημερίδα του δον Κορλεόνε· του πραγματικού κυβερνήτη της χώρας. Κι όμως, διάβολε, εδώ μιλάμε για την Ζέη. Τη γυναίκα που σπούδασε φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο, το κορίτσι που εντάχθηκε στην ΕΠΟΝ και μετά πολέμησε με το ΔΣΕ, τον άνθρωπο που εξορίστηκε για τις πολιτικές του πεποιθήσεις στη Χίο, στην Τασκένδη, στη Μόσχα, στο Παρίσι, τη συγγραφέα που έγραψε 17 βιβλία και έχει μεταφραστεί σε 20 γλώσσες. Θα περίμενε κανείς τουλάχιστον από ένα τέτοιο πρόσωπο, που έχει συνδέσει τη ζωή του με τους αγώνες της αριστεράς, να χρησιμοποιεί τη λέξη ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ με το περιεχόμενο που της έδινε ο Μαρξ: ως μια π λ α σ τ ή συνείδηση, ως το μανδύα των συμφερόντων της κυρίαρχης τάξης που επιβάλετε ως δήθεν ενιαίο συμφέρον της κοινωνίας. Γιατί, βλέπετε, για τον Μαρξ αυτοί που έχουν ιδεολογία είναι για λύπηση και όχι οι άλλοι. Γιατί για τον Μαρξ (όπως και για τον Λούκατς) απέναντι στην ιδεολογία στέκεται η ταξική συνείδηση. Αν λυπάμαι σήμερα γι' αυτή τη δήλωση της Άλκης Ζέη δεν είναι τόσο γιατί θέλω να υπερασπιστώ τα παιδιά που πετάνε μολότοφ, ούτε γιατί ένας τέτοιος άνθρωπος στηρίζει ανερυθρίαστα το καθεστώς που αντιμάχομαι, αλλά γιατί χαλιέμαι με τη σκέψη: τόσοι αγώνες, τόσα βιβλία, τόσες σπουδές, τόση ταλαιπωρία και να μην πάρεις ούτε μυρωδιά μωρέ Άλκη μου... Το λες και μνημείο ολοκληρωτικής αποτυχίας. 

Υ.Γ. Σε ένα παράλληλο σύμπαν: «Αυτά τα παιδιά που πετάνε μολότοφ τα λυπάμαι γιατί δεν έχουν καμία ιδεολογία», Βιατσεσλάβ Μολότοφ, εφημερίδα Πράβδα, Δεκέμβρης του 1939 (λίγες μέρες μετά την εισβολή στην Φιλανδία)

Η ιδεολογία της μη ιδεολογίας*

* Δοκίμιο από το βιβλίο του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου «Η‘Ρωμιοσύνη’ στον παράδεισο. Σημειώσεις για μια κριτική του νεοελληνικού αντιδιανοουμενισμού» (εκδόσεις Έρασμος 1983)

Ωγκύστ Ροντέν: Οι αστοί του Καλαί

(σημειώσεις για την «αμεσότητα»)

… στίχοι σχεδόν πεταμένοι, εκβρασμένοι, με την ανεμελιά και τη φυσικότητα κίνησης αντανακλαστικής, κάτι «σαν το φτάρνισμα/το βήξιμο ή το ρούφηγμα της μύτης»[1]

Τι τέλεια κατσίκια τα κατσίκια. Χτες γεννήθηκαν και πώς ξέρουν κιόλας με τόση ακρίβεια όλα τα κατσικίσια πράματα. Θαρρείς και σπούδασαν κατσικοσύνη μια ολόκληρη αιωνιότητα.[2]

Η ένταση που κατά καιρούς εγείρεται μέσα στα όρια της ποίησης και με τα μέσα της ποίησης εναντίον του «διανοητικού» και του «ιδεολογικού» στοιχείου αποτελεί μια από τις μορφές με τις οποίες εκδηλώνεται η εγγενής αμφιθυμία της τέχνης ως προς την ίδια την ύπαρξή της: η τέχνη θέλει να «είναι» και να «μην είναι». Ο χώρος που ορίζεται από τις μέγιστες αιωρήσεις αυτού του εκκρεμούς είναι ο χώρος όπου παίζεται το παιχνίδι της τέχνης. Ό,τι συνέβη –τόσο θεαματικά και με τόσο αγοραίες εξαγγελίες –στην ποίηση κατά τη δεκαετία του ’70 δεν ήταν παρά η επανάληψη και η επίταση αυτού ακριβώς του φαινομένου: η αιώρηση του εκκρεμούς άγγιζε για άλλη μια φορά προς τη μια κατεύθυνση την αυτοαναίρεση της τέχνης και προς την άλλη την ιδεολογικοποίηση αυτής της αυτοαναίρεσης. Σε όλα τα νεότερα οιονεί μανιφέστα της ποίησης επαναδιατυπώνονται οι αντιλογοτεχνικές διακηρύξεις των δύο πρώτων δεκαετιών του αιώνα μας. Η ποίηση αυτοκαταργείται, για να κερδίσει το μυθικό σώμα της –αρνείται για μια ακόμη φορά το αμφίβιο είναι της, για να γίνει επιτέλους πράξη. Και για μια ακόμη φορά γίνεται αυτό που αρνείται.

Σήμερα που η ζωντανή σχέση παρόντος-παρελθόντος εκπίπτει στην παρωδία της ή στην άγονη αντιπαράθεση παλαιού-νέου, ο βιαστικός και επιπόλαιος χαρακτήρας της «αμφισβήτησης» δεν μας αφήνει καν να δούμε πως εδώ και πολύ καιρό αλλάζουμε απλώς ονόματα στα πράγματα και κάνουμε τα ίδια και τα ίδια – και τα κάνουμε μάλιστα όλο και χειρότερα, καθώς ο ρυθμός της έκπτωσης επιταχύνεται: το «αμφισβητούν» προϊόν παίρνει πολύ γρήγορα και πολύ εύκολα τη θέση του «αμφισβητούμενου» μέσα στην καταναλωτική ροή όπου οι ποιητικές γενεές αναγγέλλονται κατά αλλεπάλληλα κύματα σαν μοντέλα αυτοκινήτων.

Η ανανέωση της λογοτεχνίας σαν φάρσα παραλόγου

του Λεωνίδα Πραπίδη

Josef Koudelka, 1976

Στα χρόνια των μνημονίων, εάν περιδιάβαινε κανείς τα λογοτεχνικά σάιτ του διαδικτύου αποκόμιζε την αίσθηση από τους συνεντευξιαζόμενους δημιουργούς ότι η κρίση, καίτοι οικονομική όπως τόνιζαν οι ίδιοι, δύναται να οδηγήσει σε μία υπαρξιακή επαναξιολόγηση της ζωής αρκούντως αναδημιουργική κι επομένως μπορούσε να δώσει ένα δυνητικό έναυσμα για καινούργια άνθιση της λογοτεχνικής έκφρασης. Συγγραφείς και ποιητές, υπαινίσσονταν στους ισχυρισμούς τους την πεζολογία που θέλει τις περιόδους των κοινωνικών κρίσεων στη νεωτερική ιστορία ν’ αποτελούν και στιγμές κορύφωσης της καλλιτεχνικής δραστηριότητας. Κι έτσι με έντονη την αίσθηση που αφήνει σαφείς αιχμές για την ανανέωση της λογοτεχνίας, ήταν σαν να διατυπώνεται μία άρρητη ομοθυμία με τον κυρίαρχο τεχνοκρατικό λόγο, ο οποίος τιμάει σαν αυτό-εκπληρούμενη προφητεία την θεωρία της «δημιουργικής καταστροφής» του Γιόζεφ Σούμπετερ,[1] ενός από τους πιο επιφανείς εκπρόσωπούς του. Στην πραγματικότητα, μια τέτοια ομοθυμία το μόνο που μπορεί να κάνει, με την απενοχοποιήση της κρίσης είτε από την οικονομική, είτε από την πολιτισμική μπάντα, είναι να μας φτύνει εκνευριστικά πίσω στα μούτρα την ηλίθια νομιμοποίηση του ετοιμόρροπου παρόντος.

sing along for a bird in a cage

του Π.
Ο Γκάμπριελ με τα λέγκο, Τζον Μπυρ

I

Οι δύο τύποι που χτύπησαν με ανελέητο μένος έναν άνθρωπο ανήμπορο που προσπαθούσε να απεγκλωβιστεί σαν πουλί σε κλουβί δεν ήθελαν απλώς να προστατεύσουν την ιδιοκτησία τους. Δεν ήταν οι τυπικοί «φιλήσυχοι νοικοκυραίοι, μαγαζάτορες και μικροαστοί», που εκτονώνονται σε οριακές στιγμές δυσφορίας και δυσανεξίας λόγω διακινδύνευσης του τυπικού καπιταλιστικού φαντασιακού τους. Ήταν η ενσάρκωση του μοριακού φασισμού σε κατάσταση παροξυσμού. Ήταν πολέμαρχοι σε διάταξη μάχης. Η καταιγιστική κλωτσοπατινάδα πάνω σε σπασμένα γυαλιά είναι η εκδήλωση της ισχύος και του μεγαλείου της με όλη τους την ορμή, οργή, μίσος και κάβλα. Είναι η εν ψυχρώ πραγμάτωση (σε συνειδητό δηλαδή επίπεδο) του σαδισμού που σωρεύεται, σωματοποιείται και εν τέλει εκκρίνεται ως blitzkrieg σε οριακές στιγμές αδυναμίας διάκρισης μεταξύ πραγματικότητας και παραληρήματος, μεταξύ πολιτισμένης κοινωνίας και εμπόλεμης κοινωνίας.

Διευκρινίσεις για την έννοια του πολιτικού


του Φώτη Τερζάκη


Κατανοώ μία έννοια σημαίνει είμαι σε θέση να αναχθώ, ακολουθώντας αντίστροφα τις ιστορικές τροχιές που διαγράφει, στους ιδιάζοντες όρους της κοινωνιοϊστορικής της παραγωγής. Η έννοια της πολιτικής είναι μια ιστορική δημιουργία του ελληνικού κόσμου και παρήχθη στις ιδιόμορφες συνθήκες της ελληνικής –ιωνικής– πόλεως του 6ου αιώνα π.Χ.· αναπτύχθηκε σε όλο σχεδόν το φάσμα των σημασιών της τους επόμενους δύο αιώνες στην πόλη της Αθήνας. Όπως και το ρήμα πολιτεύεσθαι, σχηματίζεται από την ίδια την ονομασία της πόλεως και σηματοδοτεί τη δέσμη των δραστηριοτήτων που ιδιάζουν στην πόλη. Ποιες δραστηριότητες, όμως, ιδιάζουν στην πόλη;

Μια σύντομη επισκόπηση των ιστορικών και αρχαιολογικών δεδομένων δείχνει με αρκετά περιθώρια βεβαιότητας ότι, στο υπόβαθρο μιας διαχεόμενης εγγραμματοσύνης που βασίστηκε στη δημιουργία της φωνητικής αλφαβήτου και μιας διευρυμένης χρηματοποίησης των συναλλαγών, εκείνο που διαφοροποίησε τις ελληνόφωνες πόλεις της Ανατολικής Μεσογείου από αντίστοιχες πόλεις-κράτη της Εγγύς Ανατολής (Μεσοποταμίας, Αιγύπτου, Κοιλάδας του Ινδού ή και Κίνας), οι οποίες είχαν προηγηθεί στη δημιουργία γεωργικού πλεονάσματος, στην επινόηση της μεταλλουργίας, της γραφής και του χρήματος, ήταν η αδυναμία των πρώτων να κεντροποιηθούν υπό ένα συμπαγές εδαφικό δίκτυο εξουσίας. Οφείλεται πιθανόν σε τυχαίους γεωφυσικούς παράγοντες, αλλ’ από τη στιγμή που παγιώθηκε, η «αδυναμία» αυτή έγινε καταλύτης ραγδαίων αλλαγών: η κοινωνική οργάνωση των γενών διαλύθηκε γρήγορα, μαζί με τις παραδοσιακές σημασιοδοτήσεις του κόσμου, και στη θέση της αναδύθηκε μια αυτοδιοικούμενη, αν και ταξικά διαφοροποιημένη κοινότητα. Καθώς καμία από τις αναδυόμενες αυτές τάξεις δεν είχε αρκετή δύναμη να επιβληθεί στις άλλες, έγινε υποχρεωτική μεταξύ τους μια διαλογική μεσολάβηση (διαλέγεσθαι), και η δημιουργία ενός «κοινού χώρου» για τη διεξαγωγή της (αγορά ή Εκκλησία).

Αναμονή και εξέγερση


Get out, get out of my life, and let me sleep at night
cause you don’t really love me, you just keep me hangin’ on
Kim Wilde

Shout shout, let it all out
these are the things I can do without
come on, I’m talking to you, come on
Tears for fears

Christina’s World (1948) Andrew Wyeth

Το έδαφος της αναμονής είναι ένα έδαφος ψυχρό και ανασφαλές, άλλοτε ρευστό άλλοτε συμπαγές. Είναι το έδαφος όπου ασκούνται και δοκιμάζονται στρατηγικές και τακτικές του πολεμιστή εαυτού. Είναι το έδαφος της πλήρους υποδούλωσης σε ένα διεστραμμένο σκεπτικισμό ή, αντίστροφα, συναισθηματισμό. Είναι το έδαφος όπου εκτυλίσσεται με αδίστακτη ταχύτητα ο περιορισμός του εαυτού σε μια αέναα ναρκισσιστική και σαδομαζοχιστική αυτοεικόνα. Είναι μια εθελόδουλη περίφραξη των ανυπότακτων ροών της επιθυμίας. Η αναμονή είναι το χωροχρονικό συνεχές ενός υφέρποντος, διαβρωτικού μηδενισμού.

Η πρώτη κίνηση του εξεγερμένου είναι να διαρρήξει αυτό το συνεχές. Να διατρανώσει την αντίθεσή του σε αυτό το αναμείνατε. Όχι γιατί βιάζεται. Ούτε γιατί δεν εκτιμά την αρετή της εγκαρτέρησης. Η αντίθεση του εξεγερμένου στην κατάσταση αναμονής είναι μια αντίθεση βραδείας, εσωτερικής καύσης, είναι μια ενδόρρηξη. Είναι μια κραυγή ακεραιότητας ενός εσώτερου, μύχιου εαυτού, ο οποίος δεν συμβιβάζεται με την (αυτο)εξαπάτηση και τον (αυτο)εξευτελισμό μιας κατάστασης όπου η ύπαρξη υποβιβάζεται σε ένα θέατρο σκιών και φαντασμάτων, σε μια παρτίδα σκακιού. Είναι μια κραυγή χειραφέτησης από έναν κόσμο κατασκευών, ασκήσεων επί χάρτου και προσομοιώσεων.

Η αποφασιστικότητα του εξεγερμένου δεν προέρχεται από ούτε έγκειται σε μια αξίωση ισχύος επί του πραγματικού. Ο εξεγερμένος δεν αξιώνει τίποτα. Είναι ο ίδιος ενσάρκωση των αδιάλλακτων αξιών του. Ο εξεγερμένος περιφρονεί την πολιτική και τους παίχτες της χωρίς να γίνεται αντιπολιτικός. Ο εξεγερμένος περιφρονεί τα ερωτικά παίγνια χωρίς να γίνεται αντιερωτικός. Είναι η απωθημένη μορφή των πεδίων του πολιτικού και του ερωτικού. Γι΄ αυτό και ήταν, είναι και θα είναι ο εφιάλτης που στοιχειώνει κάθε θεσμισμένη εξουσία. Γι’ αυτό ήταν, είναι και θα είναι ο πιο αξιόπιστος συνοδοιπόρος κάθε θεσμίζοντος φαντασιακού.



λαμπε ρατ/ιανουάριος 2016

Οδύσσεια χωρίς Ιθάκη


Τον Απρίλιο του 2010 ο Γιώργος Παπανδρέου στο περίφημο διάγγελμα του Καστελόριζου χρησιμοποίησε τη μεταφορά του μύθου της οδύσσειας. Το έθνος ήταν τώρα το καράβι και το πλήρωμα του Οδυσσέα που, ενωμένο, θα ξεκινούσε ένα δύσκολο και μακρινό ταξίδι προς το απάνεμο λιμάνι της μυθικής Ιθάκης. Την ίδια ακριβώς παρομοίωση για το έθνος (ως πλήρωμα του Οδυσσέα) έκανε πέντε χρόνια αργότερα ο Αλέξης Τσίπρας, λίγο πριν υπογράψει το τρίτο μνημόνιο, ενώ τον Αύγουστο του 2018, ο ίδιος πρωθυπουργός, επέλεξε ένα ύψωμα με θέα το λιμάνι της πραγματικής Ιθάκης, για να ανακοινώσει το τέλος του ταξιδιού. Η ενότητα του έθνους μπροστά στην οικονομική καταιγίδα απαιτούσε τη χρήση ενός μύθου τόσο γνωστού που κανένας δεν πρόσεξε το προφανές: πως στην ομηρική αφήγηση ο Οδυσσέας φτάνει τελικά στην Ιθάκη μόνος, ενώ το πλοίο και οι ναύτες έχουν χαθεί για πάντα στη θάλασσα.

Άστοχη μεταφορά, θα έλεγε κανείς. Κάθε άλλο! Στη Διαλεκτική του Διαφωτισμού οι Χορκχάιμερ και Αντόρνο ανατέμνονταν με εκπληκτική οξυδέρκεια την περίφημη σκηνή του δεμένου στο κατάρτι Οδυσσέα που ακούει (χωρίς να παρασύρεται) το τραγούδι των σειρήνων, ενώ οι ναύτες υπομένουν αγόγγυστα το ρυθμικό μαρτύριο των κουπιών. Ακούει ο Οδυσσέας το τραγούδι τους, ξέρει —μόνο αυτός ξέρει— τη βαθύτερη των πραγμάτων αλήθεια, την ίδια ώρα που οι εργάτες του τραβούν ατάραχοι το κουπί της «προόδου». Χρειάζεται πολύ κερί, μια διαρκής και επιλεκτική κώφωση των κωπηλατών, για να γυρίσει ο τροχός· για να επιτευχθούν οι σκοποί της Ιστορίας. Χρειάζεται η θυσία του καραβιού και των ναυτών, οι αιώνιες θυσίες των υποτελών τάξεων, για να σωθεί ο Οδυσσέας. Καθόλου άστοχη μεταφορά λοιπόν. Αφού ο μύθος του έθνος δεν είναι τίποτε άλλο από το κερί στα αυτιά των εργατών, η ιδεολογία της υποτέλειας, που εξασφαλίζει τη σωτηρία του μόνου ήρωα στον καπιταλιστικό κόσμο, που η μορφή του Οδυσσέα —αιώνες νωρίτερα— προαναγγέλλει: τη σωτηρία του αστού επιχειρηματία.

Υ.Γ. Και τώρα που κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν, μήπως θα πρέπει να πνίγεις επί τόπου, στα λασπόνερα του λιμανιού, όποιον σου μιλήσει ξανά για ελπίδα, για έθνος και πατρίδα;

Πίστη και πεποίθηση στα χαρακώματα της καθημερινότητας της ενήλικης ζωής



Στα χαρακώματα της καθημερινότητας της ενήλικης ζωής, η αθεϊα δεν υφίσταται. Δεν υπάρχει κανείς που να μην πιστεύει. Όλοι πιστεύουμε σε κάτι. Η μόνη επιλογή που έχουμε είναι σε τι θα πιστέψουμε.
David Foster Wallace

Όλο το κύρος, η τακτική και η επινοητικότητα δεν αντικαθιστούν ούτε στο ελάχιστο την πεποίθηση στην υπηρεσία της αλήθειας. Αυτή την κοινή παραδοχή θαρρώ ότι την έχω βελτιώσει.
Rene Char
 Golconda (1953) René Magritte

Η γενιά μας μπήκε στα χαρακώματα της καθημερινότητας της ενήλικης ζωης ανυποψίαστη και αμέριμνη. Δεν έβλεπε, δεν μπορούσε να δει τη βία και την καταστροφή να την περιμένουν χαιρέκακα στη στροφή του δρόμου. Είχε ξεμάθει να σκέφτεται και να συναισθάνεται, είχε γίνει πλαδαρή και οκνηρή. Η πίστη της σε μια ζωή άνετη, χαλαρή κι ωραία έγινε απότομα σμπαράλια. Οι πεποιθήσεις της κλονίστηκαν σε τέτοιο σημείο που πλέον τη διακατέχει ένας παθητικός μηδενισμός, μια σχεδόν απόλυτη έλλειψη πεποιθήσεων. Πορεύεται στα τυφλά, και πασχίζει επιστρατεύοντας διάφορα φθηνά κόλπα να βρει τις άκρες της μέσα σε ένα υπαρξιακά βιωμένο αδιέξοδο.

Από το δημόσιο χώρο, εκεί όπου ομιλούντα και ενεργούντα όντα συνευρίσκονται και συμπράττουν, έχει σχεδόν αποσυρθεί, με την εξαίρεση μιας αισχρής μειοψηφίας, με τα καλά της και τα κακά της, που επιβεβαιώνει τον κανόνα. Θα τη δεις ενίοτε να κατεβάζει ποτά με μια δίψα θα έλεγε κανείς τρομακτική, θα τη δεις στα σινεμά, τους χορούς, τα συναυλιάδικα και τα θέατρα να προσπαθεί να γαντζωθεί από μια τέχνη που είναι κλινικά νεκρή, θα τη δεις στις αίθουσες των μεταπτυχιακών προγραμμάτων και των σεμιναρίων να αντλεί κι άλλη κι άλλη πληροφορία, κι άλλη κι άλλη γνώση ενός κόσμου που έχει απωλέσει το πνεύμα του. Και βέβαια, θα τη δεις να δουλεύει με τους χειρότερους όρους, όταν δεν τη βγάζει με τη σύνταξη των γονιών της συντηρώντας έτσι την αδυναμία περάσματος στο εσωτερικά πλουσιότερο ψυχικό, συναισθηματικό και διανοητικό επίπεδο που λέγεται ενηλικίωση.

Η νευρωτική επιτάχυνση και εναλλαγή, ως αντανακλαστική αντίδραση ή ως τακτική επινόηση σε ένα περιβάλλον ασφυκτικό και νεκροζώντανο, είναι το θετικό σημείο μηδέν της κουλτούρας της. Δεν μπορεί να σταθεί πουθενά. Καβλώνει με την αδιάκοπη αλλαγή παραστάσεων και ερωτικών παρτενέρ, με την περι-πλάνη-ση μέσα στη φαντασμαγορική νύχτα που την καταβροχθίζει. Η μνήμη της έχει γίνει κουρέλι, το μυαλό της έχει γίνει πουρές. Αλλά και όταν καταφέρνει και κοντοστέκεται, όταν παίρνει μια βαθιά ανάσα και σκέφτεται, αργά ή γρήγορα βυθίζεται στον αρνητισμό, στη μαυρίλα της σκέψης του μεσονυχτίου, στην κρόνια μελαγχολία ενός καταραμένου -και στην ουσία του ρηχού και ακίνδυνου- ρομαντισμού, αντεστραμμένης όψης του zeitgeist. Η αλήθεια της γενιάς μας είναι το ψεύδος της επιφάνειας του πραγματικού, η αλήθεια της είναι ο ασυναίσθητος εγωκεντρισμός της και η δειλία της, η αλήθεια της είναι η ελεύθερη πτώση της.

Ποια άρνηση που αναδύεται και εκδηλώνεται ως καταφατική δύναμη θα πατήσει άραγε το φρένο; Ποια πίστη και ποιες πεποιθήσεις στην υπηρεσία μιας άλλης αλήθειας; Ο Ιανός, και με τις δύο μορφές του, και της απαστράπτουσας θετικότητας και του ζοφερού αρνητισμού, δουλεύει ασταμάτητα, σκάβει νυχθημερόν τους λάκκους της γενιάς μας. Πού θα βρούμε το χώμα και τη λάσπη για να σκεπάσουμε αυτούς τους λάκκους προτού ενταφιαστούμε; Πώς θα βρούμε το κουράγιο και τη θέληση να συστραφούμε;

Δεν έχουμε έτοιμες απαντήσεις. Αλλά θα τις βρούμε, ήδη τις βρίσκουμε, ο καθένας και όλοι μαζί.

Και ας θυμηθούμε την προτροπή του Rene Char: «Πρέπει να ξεπεράσουμε την οργή και την αποστροφή μας, πρέπει να τις μοιραστούμε με τους άλλους ώστε να εγείρουμε και διευρύνουμε την πράξη μας όπως και το ηθικό μας.»

Η επανάσταση της γενιάς μας ή θα είναι μια πνευματική ενότητα ή δεν θα υπάρξει.

λαμπε ρατ
απρίλιος 2016

ΘαλερόςΚ | Αν