Η ανανέωση της λογοτεχνίας σαν φάρσα παραλόγου

του Λεωνίδα Πραπίδη

Josef Koudelka, 1976

Στα χρόνια των μνημονίων, εάν περιδιάβαινε κανείς τα λογοτεχνικά σάιτ του διαδικτύου αποκόμιζε την αίσθηση από τους συνεντευξιαζόμενους δημιουργούς ότι η κρίση, καίτοι οικονομική όπως τόνιζαν οι ίδιοι, δύναται να οδηγήσει σε μία υπαρξιακή επαναξιολόγηση της ζωής αρκούντως αναδημιουργική κι επομένως μπορούσε να δώσει ένα δυνητικό έναυσμα για καινούργια άνθιση της λογοτεχνικής έκφρασης. Συγγραφείς και ποιητές, υπαινίσσονταν στους ισχυρισμούς τους την πεζολογία που θέλει τις περιόδους των κοινωνικών κρίσεων στη νεωτερική ιστορία ν’ αποτελούν και στιγμές κορύφωσης της καλλιτεχνικής δραστηριότητας. Κι έτσι με έντονη την αίσθηση που αφήνει σαφείς αιχμές για την ανανέωση της λογοτεχνίας, ήταν σαν να διατυπώνεται μία άρρητη ομοθυμία με τον κυρίαρχο τεχνοκρατικό λόγο, ο οποίος τιμάει σαν αυτό-εκπληρούμενη προφητεία την θεωρία της «δημιουργικής καταστροφής» του Γιόζεφ Σούμπετερ,[1] ενός από τους πιο επιφανείς εκπρόσωπούς του. Στην πραγματικότητα, μια τέτοια ομοθυμία το μόνο που μπορεί να κάνει, με την απενοχοποιήση της κρίσης είτε από την οικονομική, είτε από την πολιτισμική μπάντα, είναι να μας φτύνει εκνευριστικά πίσω στα μούτρα την ηλίθια νομιμοποίηση του ετοιμόρροπου παρόντος.

Αυτή η εξαπάτηση πηγάζει από την φετιχιστική εμμένεια της εμπορευματικής κοινωνίας να αξιολογεί το καθετί αναλόγως με την παράγωγή του, και πάντοτε για λογαριασμό της κυρίαρχης οργάνωσης της ζωής, μέσα στην οποία έχει σφυρηλατηθεί μια ατομική ψευδαίσθηση πως όχι μόνο όλα είναι δυνατά, αλλά πως δεν υπάρχει και καμία συνεκτική εναλλακτική απέναντι σ’ αυτή την κυρίαρχη οργάνωση. Από την πολιτισμική πλευρά, παραβλέπεται το γεγονός ενός αέναα επανερχόμενου παρόντος διά της επαναφομοιωτικής μεθόδου ασυνάρτητων θραυσμάτων από το παρελθόν που πάγωσαν μέσα στο ακίνητο παρόν χωρίς να δημιουργείται κάτι που να μην έχει επαναληφθεί ─ ακριβώς όπως το είχαν περιγράψει οι Καταστασιακοί σαν πρόβλεψη. Από την οικονομική κι επομένως τεχνοκρατική πλευρά πιπιλίζεται η λογική πλάνη των επανερχόμενων οικονομικών κύκλων, ασχέτως εάν τα τελευταία 45 χρόνια δεν έχει υπάρξει ούτε μία αναδιανομή του παγκόσμιου υλικού πλούτου προς τους πληβείους και με την νεκραναστημένη ακροδεξιά και πάλι παρούσα ως αποτέλεσμα, ενώ η αυτοτροφοδοτούμενη ανάπτυξη της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας εδράζεται πλειοψηφικά πια στην μόνιμη παραγωγή ιδιωτικού ή κρατικού χρέους.

Είναι κοινό μυστικό πλέον πως στην εποχή της χωρίς προηγούμενο θηριώδους παραγωγικότητας, είτε λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών έργων, είτε υλικών αγαθών, η ανθρώπινη κοινωνία δεν έχει βιώσει ποτέ τέτοια φτώχεια νοημάτων. Με άλλα λόγια και στο παράδειγμα που αφορά την ποίηση, ποτέ στην Ιστορία του πολιτισμού δεν παράχθηκε τόση ποίηση με τους ποιητές εν γένει ανύπαρκτους. Αυτό που θέλησε να επιδιώξει η Καταστασιακή Διεθνής, δηλαδή την κατασκευή καταστάσεων βασιζόμενες στα χειραφετημένα μέσα παραγωγής με σκοπό τον μετασχηματισμό τους σε μία ανώτερη ποιότητα βιωμάτων γεμάτων πάθος, μια διαρκή με άλλα λόγια βιωματική μετάβαση από την μία ποιοτική ατμόσφαιρα στην άλλη, μέσα σε μια πολεοδομία δυναμικά ποιητική συνέβη∙ μονάχα ως αποσύνθεση που ήταν, και παραμένει, το απώτατο στάδιο της αστικής σκέψης. Οι Καταστασιακοί επισήμαναν από το εναρκτήριο προγραμματικό τους κείμενο πως «η [τότε] παρούσα κατάληξη της κρίσης της σύγχρονης κουλτούρας είναι η ιδεολογική αποσύνθεση». Μια συνθήκη που βιώνεται πια στην δική μας εποχή ως σχιζοειδής διπολική πραγματικότητα θανάσιμης πλήξης και υπερδιέγερσης, συνοδευόμενη από την παραλυτική επήρεια μιας άνευ προηγουμένου τεχνολογίας. Στο κοινωνικό πεδίο της υπερεθνικής πραγματικότητας η ιδεολογική αποσύνθεση εκδηλώνεται πανευρωπαϊκά και αμερικανικά στους εθνικούς λαϊκισμούς κάνοντας ακόμα πιο επίκαιρη από το μακρινό 1842, την επισήμανση του Έντγκαρ Μπάουερ για την ελεύθερη κοινότητα στην μετάφραση που εμπεριέχεται στο παρόν τεύχους του Σκαντζόχοιρου: Εάν συνιστά χαρακτηριστικό γνώρισμα μιας ελεύθερης κοινωνίας το ότι γνωρίζει τι κάνει τότε ή έννοια του «λαού» ακόμα κι αν περικλείεται ως πολιτική, παραμένει εντελώς αφηρημένη εφόσον ο λαός υποστασιοποιείται από μια ενότητα που είναι εξωτερική για να τον ορίσει. Ο ποιητικός τουρισμός του Ελύτη δύναται να εγγραφεί μέσα σε μια μακρά παράδοση λαϊκισμού, έτσι όπως τον ξεγύμνωσε ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος και μπορεί άνετα να ντύσει τις διαφημιστικές καμπάνιες του ΕΟΤ, όπως θα επέτασσε η ανάπτυξη της εθνικής ευημερίας, και είναι αρκετός στα καθ’ υμάς για να το υπενθυμίσει.

Μέσα απ’ όλα τα ψεύδη που προπαγανδίστηκαν από την κυρίαρχη κουλτούρα σαν διαρκής υπόσχεση ελευθερίας η χειραφετημένη οργάνωση της ζωής παραμένει επιτακτική όσο ποτέ. Δεν είναι απαραίτητη καμία ανανέωση της Τέχνης όπως ευαγγελίζονται οι λογοτέχνες στα χρόνια της κρίσης, εάν η ίδια δεν έχει συναίσθηση μιας αμετάβλητης κατάστασης που την έχει μετατρέψει σε φανφαρονισμούς, ξεφτισμένους αισθητισμούς και περιττολογίες (όπως το καταδεικνύει και ο Σωτήρης στο δικό του κείμενο). Εάν απομένει μία ποιητική δυνατότητα αυτή θα είναι αδιαμεσολάβητη από τις αξιακές μορφές και την κοινωνία του θεάματος εν γένει οπότε πρέπει και να τις αντιπαλέψει για να πραγματωθεί. Η γλώσσα που είναι ζωντανή αρθρώνεται ακόμα εφόσον έχει την γνώση και την ικανότητα να προσβάλλει την ιδεολογία όταν διαφυλάσσει την αυτοσυνειδησία της. Θα επιμείνει λοιπόν στην επανίδρυση των ανθρώπινων σχέσεων με απώτερο σκοπό να τις αποκαταστήσει από τις καπιταλιστικές κατηγορίες για να τις υπερβεί ειδάλλως θα χαθεί κι αυτή στην περιρρέουσα αποσύνθεση του μεταμοντέρνου χυλού.





[1] Ο Αυστριακός οικονομολόγος Γιόζεφ Σουμπέτερ ισχυριζότανι ότι: «το άνοιγμα νέων αγορών εντός και εκτός μιας χώρας, η ανάπτυξη της οργάνωσης, από τη χειροτεχνία έως τη βαριά βιομηχανία, και η στρατηγική, απεικονίζουν την ίδια διαδικασία βιομηχανικής μεταβολής, η οποία ασταμάτητα και εκ των έσω επαναστατικοποιεί τις οικονομικές δομές, καταστρέφοντας τις παλαιές και δημιουργώντας καινούργιες». Αυτή η «δημιουργική καταστροφή» αποτελεί το μέσον επιβίωσης του καπιταλισμού.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου