Στο γυφτάκι

Ακόμα και αν τα πόδια μας γίνουν πέτρα
κι η ελευθερία μας γίνει ένα με την άσφαλτο
εμείς θα ζούμε πάνω από τους θεούς που γέννησε η ανάγκη

βγάζοντας αναιδώς την γλώσσα μας στο χρόνο

Κι όταν οι μπόρες κάνουν τις σάρκες μας αδύναμες
εμείς θα στήνουμε τσαντίρια στα μαυσωλεία κάθε αποτυχημένου
Αιώρες πάνω σε κεραίες καναλιών.

Κι εκεί,
μισόγυμνοι και μισομεθυσμένοι
θα τεμπελιάζουμε πλάθοντας μύθους αστρικούς
πάνω σε βελούδινα κιβώτια επανάστασης

Έχοντας χάσει από καιρό
εχθρούς που γέννησαν οι φόβοι
θα βλαστημάμε κάθε ημιτελή μας θάνατο
ξορκίζοντας το χρόνο

Απάντηση στo κείμενο «Για την υπέρβαση της οικονομίας»

http://stratigos-anemos.blogspot.com/2010/09/blog-post.html
του Δημήτρης Κωνσταντίνου

Χαιρετίζω αυτούς που υπογράφουν το κείμενο «Για την υπέρβαση της οικονομίας» και χαίρομαι που η πρόταση για τη συγκρότηση ενός εργαστηρίου αντιεξουσιαστικής οικονομίας έδωσε το έναυσμα για ένα τέτοιο διάλογο. Επειδή ακριβώς η προσπάθεια που ξεκινήσαμε στο εργαστήρι αυτό έχει για μένα ιδιαίτερη αξία, θα επιλέξω να ασχοληθώ περισσότερο με την κριτική που αφορά στη συγκεκριμένη πρόταση, και επιφυλάσσομαι για μια πιο εκτενή αντιπαράθεση επιχειρημάτων πάνω στις προσωπικές θέσεις που έχω διατυπώσει κατά καιρούς όχι μόνο στα δύο άρθρα που αναφέρουν οι υπογράφοντες αλλά στο σύνολο των κειμένων που έχω δημοσιεύσει στη Βαβυλωνία.

Θα ξεκινήσω από το σημαντικότερο μειονέκτημα της κριτικής, το οποίο ακυρώνει συνολικά την ισχύ των επιχειρημάτων της. Σύμφωνα με τα ίδια τα λόγια αυτών που υπογράφουν, οι όποιες ενστάσεις διατυπώνουν έχουν να κάνουν με τα όσα περιγράφονται από δύο άρθρα μου και μόνο, καθώς «δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν άλλες επεξεργασίες που μπορεί να έχουν γίνει από την ομάδα για την αντιεξουσιαστική οικονομία», αλλά ούτε και τις δικές μου απόψεις, όπως θα συμπλήρωνα εγώ (αφού, όπως θα δείξω παρακάτω, ακόμη και η ανάγνωση των δύο άρθρων που επικαλούνται έγινε λανθασμένα). Σε περίπτωση που συνέβαινε το αντίθετο θα γνώριζαν οι υπογράφοντες ότι η πλειάδα των προτάσεων μαζικής ανυπακοής τις οποίες αναφέρουν στην καταληκτική τους παράγραφο βρίσκονται μέσα στο σκεπτικό τόσο το δικό μου όσο και ολόκληρης της ομάδας εργασίας. Ωστόσο, είμαι υποχρεωμένος να επισημάνω ότι ο αντικειμενικός σκοπός της συγκεκριμένης ομάδας εργασίας δεν είναι η εύρεση τακτικών δράσης ενάντια στο υπάρχον, αλλά η σχηματοποίηση μιας εναλλακτικής λύσης ενάντια στην κυρίαρχη λογική που λέει ότι δεν υπάρχει εναλλακτικός του καπιταλισμού δρόμος, σκοπός είναι η επεξεργασία ενός οικονομικού προτάγματος με θεσμούς που να θεμελιώνονται πάνω στη δυνατότητα της αυτοαναίρεσης, ενός οικονομικού προτάγματος που θα αποσκοπεί ακριβώς στην αποκαθήλωση της οικονομίας από το θρόνο κυριαρχίας της. Είμαι πεπεισμένος ότι μόνο έτσι θα πετύχουμε την «υπέρβαση της οικονομίας», όπως πολύ εύστοχα τιτλοφορείται το κείμενο κριτικής.

Το δεύτερο θεμελιακό μειονέκτημα του κειμένου, το οποίο σχετίζεται με το προηγούμενο και ακυρώνει εξίσου τη σπουδαιότητα των τόσων σημαντικών ιδεών που εκφράζονται σ’ αυτό, είναι το γεγονός ότι οι υπογράφοντες ταυτίζουν ορισμένες προσωπικές μου απόψεις, όπως εκφράστηκαν σε δύο άρθρα στη Βαβυλωνία και βάσει των οποίων απλώς γεννήθηκε η ιδέα της κατάθεσης μιας γενικής πρότασης, με την πρόταση καθαυτή η οποία διαμορφώνεται διαρκώς και συλλογικά μέσα από τις συνελεύσεις της ομάδας εργασίας. Με λίγα λόγια, τα άρθρα μου για τη Βαβυλωνία και το εργαστήρι αντιεξουσιαστικής οικονομίας είναι δύο εντελώς ξεχωριστά πράγματα. Επειδή λοιπόν η κριτική απέναντι στην αντιεξουσιαστική οικονομία, ως εργαστήρι έρευνας, κριτικής και επεξεργασίας προτάσεων, θεμελιώνεται πάνω στις δικές μου προσωπικές απόψεις, είναι παντελώς άστοχη.

Πιο συγκεκριμένα, αναφορικά με τον όρο «αντιεξουσιαστική οικονομία», θα ήθελα να ξεκαθαρίσω ότι αποτελεί μια πειραματική προσπάθεια περιγραφής αυτού που πρόκειται να κάνουμε, και αν η ομάδα στην πάροδο του χρόνου συμφωνήσει σε έναν πιο δόκιμο όρο είναι στη διακριτική της ευχέρεια να τον αλλάξει. Στο πλαίσιο αυτό, οι υπογράφοντες του κειμένου κριτικής είναι φυσικά ευπρόσδεκτοι να συμμετέχουν στις εργασίες μας και να συνδιαμορφώσουν τους όρους που θα χρησιμοποιήσουμε, αλλά να είναι σίγουροι ότι θα πείσουν με επιχειρήματα και όχι με αφορισμούς του τύπου «ο όρος οικονομία αναφέρεται στον καπιταλιστικό τρόπο διαχείρισης της παραγωγής, των αγαθών ακόμα και της ζωής μας», με λίγα λόγια ότι η οικονομία υπάρχει μόνο στον καπιταλισμό!

Το γεγονός ότι η οικονομία, ως ένας τομέας της κοινωνικής ζωής, αυτονομήθηκε και απέκτησε κυρίαρχο και καταπιεστικό ρόλο, στα χρόνια του καπιταλισμού δεν ισοδυναμεί με το γεγονός ότι δεν υπάρχει οικονομία εκτός καπιταλισμού, όπως διατείνονται τόσο ελαφρά τη καρδία οι υπογράφοντες, απλούστατα γιατί οι άνθρωποι σε οποιαδήποτε κοινωνία είναι αναγκασμένοι να έχουν θεσμούς και να δημιουργούν συγκεκριμένες σχέσεις όσον αφορά την παραγωγή, την κατανάλωση, τον καταμερισμό πόρων και αγαθών, αλλά και το σχεδιασμό όλων αυτών. Το μόνο που πετυχαίνουν οι δαιμονοποιήσεις αυτού του τύπου είναι να περιορίζουν και τελικά να εκμηδενίζουν τη δυνατότητα επικοινωνίας μας μέσα στο κίνημα και με την κοινωνία, η οποία χρησιμοποιεί υποχρεωτικά λέξεις και όρους (φευ!) για να συνεννοείται. Από την άλλη, το γεγονός ότι τεμαχίζουμε την κοινωνία σε τομείς είναι υποχρεωτικό για να μπορέσουμε να διερευνήσουμε, να κρίνουμε και να επεξεργαστούμε τους θεσμούς και τις σχέσεις που λειτουργούν μέσα σ’ έναν τομέα. Θεωρώ ότι αυτό δεν δημιουργεί πρόβλημα, εφόσον – όπως εμείς στο εργαστήρι – έχουμε συνείδηση ότι η κοινωνία, όσους τεμαχισμούς κι αν κάνουμε για εργαλειακούς λόγους, παραμένει ενιαία και ότι η Πολιτική παραμένει πάντα ο κυρίαρχος τομέας των πιο σημαντικών αποφάσεων κάθε κοινωνίας, που καθορίζει και κατευθύνει όλους τους υπόλοιπους τομείς.

Επιπλέον, αναφορικά με τον όρο «αντιεξουσιαστική», θα ήθελα απλώς να θυμίσω ότι οι Δυτικοί του 16ου αιώνα περιέγραφαν με βδελυγμία τους ινδιάνους της Αμερικής ως ανθρώπους «χωρίς πίστη, χωρίς νόμο, χωρίς βασιλιά» και όπως καταμαρτυρούν πολλοί ανθρωπολόγοι (όπως ο Clastres, o Sahlins και ο Graeber) σε πάμπολλες μη δυτικές κοινωνίες λειτουργούσαν οικονομικοί θεσμοί με αντιεξουσιαστικά χαρακτηριστικά. Παρόμοιους αντιεξουσιαστικούς οικονομικούς θεσμούς βρίσκουμε σε πάρα πολλές εφαρμοσμένες ουτοπικές νησίδες του παρελθόντος, στον τρόπο που οργανώθηκαν οι κολεκτίβες στην Ισπανία του ’36 ή πιο πρόσφατα η οικονομία των Ζαπατίστας. Παράλληλα, όσον αφορά το θεωρητικό κομμάτι, μια πλειάδα διανοουμένων (ενδεικτικά αναφέρω: Π. Κροπότκιν, Σ. Γκεζέλ, Προυντόν, Κ. Καστοριάδης, Μ. Μπούκτσιν, Πατ Ντιβάιν, Μ. Άλμπερτ, Ρ. Χάνελ, Τ. Φωτόπουλος, Σ. Λατούς κ.ά) έχουν χύσει τόνους μελάνι περιγράφοντας ακριβώς αυτό που οι υπογράφοντες του κειμένου κριτικής θεωρούν ότι δεν υπάρχει: θεσμούς αντιεξουσιαστικής οικονομίας. Γιατί, ναι, είναι δυνατόν να παράγουμε και να κατανέμουμε πόρους και αγαθά, να σχεδιάζουμε και να αποφασίζουμε, υλοποιώντας και προωθώντας στο αντιεξουσιαστικό πρόταγμα. Επομένως, είναι δυνατό να υπάρχει αντιεξουσιαστική οικονομία, όπως υπάρχει, για παράδειγμα, και αντιεξουσιαστική εφημερίδα.

Πέρα από τα παραπάνω, τα οποία θεωρώ πολύ σημαντικά, η αντιπαράθεσή μας πάνω στις προσωπικές μου απόψεις έχω την εντύπωση ότι ενδιαφέρει μόνο τους άμεσα εμπλεκόμενους, δηλαδή εμένα και τους υπογράφοντες, και όχι τρίτους, τους οποίους θα κούραζε. Για το λόγο αυτό θα είμαι όσο γίνεται λακωνικός και θα πρότεινα τη συνέχιση της κουβέντας διαπροσωπικά ή έστω με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο.

Θα ήθελα να ξεκινήσω από το γεγονός ότι οι υπογράφοντες θεωρούν πως η έξοδος ή μη της χώρας από το ευρώ δεν αφορά ούτε επηρεάζει το κίνημα ανατροπής. Αντίθετα, εγώ επιμένω ότι οι συνθήκες που δημιουργούνται από τέτοιες μείζονες πολιτικές-οικονομικές αποφάσεις επηρεάζουν καθοριστικά τις ζωές όλων μας καθώς και κάθε κίνημα ανατροπής. Το γεγονός ότι μία τέτοια απόφαση λαμβάνεται από την κεντρική εξουσία και όχι από εμάς (όπως θα επιθυμούσαμε) δεν μειώνει τη βαρύτητα των συνεπειών της πάνω μας και τον καθοριστικό ρόλο που παίζει.

Σε ένα άλλο σημείο του κειμένου κριτικής οι υπογράφοντες αναφέρουν ότι παραβλέπω πως «οι θεσμοί που φτιάχνουμε μέσα στον καπιταλισμό πρέπει να είναι φύση και θέση ενάντια στον καπιταλισμό και, δεύτερον, να είναι δομικά ενταγμένοι στο κίνημα ανατροπής». Για ποιο λόγο το παραβλέπω αυτό δεν εξηγείται πουθενά. Και πώς γίνεται άλλωστε, αφού και ο ίδιος το πιστεύω ακράδαντα, απλώς δεν θα συμμετείχα ποτέ σε διαγωνισμό αντικαπιταλιστικότητας.

Όσον αφορά την κατηγορία περί Πρωτοπορίας, θεωρώ ότι το να έχει κάποιος προτάσεις δεν σημαίνει αυτόματα ότι είναι πρωτοπορία και, επιπλέον, από την εμπειρία μου στις κινηματικές συνελεύσεις έχω διαπιστώσει με τα ίδια μου τα μάτια ότι όταν δεν υπάρχουν προτάσεις και απαντήσεις, παρά μόνο ανέξοδη κριτική και αοριστολογία, οι συμμετέχοντες (πολλές φορές και εγώ ο ίδιος) βαριούνται. Το ίδιο συμβαίνει και σε άλλες γενικότερες κοινωνικές διαντιδράσεις, όπως συνελεύσεις και επιτροπές γειτονιών κ.α.

Επειδή, όμως, μπορεί να κούρασα, εντελώς τηλεγραφικά θα ήθελα κλείνοντας να τονίσω ότι όποιος χρησιμοποιεί πρώτο πληθυντικό δεν σημαίνει ότι είναι εθνικιστής ούτε ότι υστερεί σε ταξική συνείδηση ούτε ότι αγνοεί τη σύγκρουση συμφερόντων σε μια κοινωνία σαν τη δική μας, όπως υποστηρίζουν δογματικά οι υπογράφοντες («η χρησιμοποίηση του πρώτου πληθυντικού “να μας γλιτώσει” υπονοεί την ενιαιότητα των συμφερόντων όλων μας με τη μοίρα της χώρας», sic). Επιπλέον, δεν θα ήθελα να ξεχάσω να αναφέρω ότι διέκρινα μια παρεξήγηση στην ανάγνωση της έκφρασης «υπανάπτυκτη καλοπέραση» που χρησιμοποίησα σε κάποιο άρθρο μου, παρεξήγηση, η οποία δεν μπορεί να εξηγηθεί ούτε ως αφέλεια ούτε ως επιπολαιότητα, αν κρίνω από το επίπεδο των υπογραφόντων, επομένως είμαι υποχρεωμένος να αναζητήσω τα αίτια αλλού. Όπως είναι οφθαλμοφανές στην έκφραση αυτή, το «υποανάπτυκτη» είναι επίθετο που προσδιορίζει το «καλοπέραση» και όχι την ελληνική κοινωνία, όπως τόσο εύκολα(;) με κατηγόρησαν οι υπογράφοντες, ενώ η «καλοπέραση» όταν χαρακτηρίζεται ως «υπανάπτυκτη», γίνεται προφανές ότι αντιστρέφεται το πρόσημό της (γίνεται το αντίθετό της), επομένως δεν αποσκοπούσα να σας «πληροφορήσω ότι καλοπερνάμε», όπως τόσο επιπόλαια(;) ανάγνωσαν οι υπογράφοντες.

Αν και η συγκεκριμένη έκφραση ήταν αρκετά ρητή και ξεκάθαρη, βρίσκω την ευκαιρία κλείνοντας (οριστικά αυτή τη φορά) να υπερασπιστώ το αναφαίρετο δικαίωμά μου να χρησιμοποιώ οποιαδήποτε έκφραση μπορεί να ερεθίζει τις προκαταλήψεις μας, προκειμένου να αναδεικνύω ότι οι έννοιες και οι λέξεις, μπορούν να αποκτήσουν και διαφορετική σημασία απ’ αυτή που η κυρίαρχη λογική έχει επιβάλλει στα μυαλά μας.

Για την υπέρβαση της οικονομίας

Το κείμενο αυτό φιλοδοξούμε να αποτελέσει μια ουσιαστική κριτική στην πρόταση που έχει διατυπωθεί από το Δημήτρη Κωνσταντίνου στην εφημερίδα Βαβυλωνία για την αντιεξουσιαστικής οικονομίας συμβάλλοντας παράλληλα στο διάλογο που έχει ξεκινήσει για την ανάγκη διατύπωσης ενός ρεαλιστικού σχεδίου μέσα στην κρίση.

Το βασικό πρόβλημα που εντοπίζουμε σε αυτή την πρόταση δεν είναι μόνο ο όρος αντιεξουσιαστικής οικονομίας, όρος εξαιρετικά προβληματικός κατά τη γνώμη μας[1], αλλά το ίδιο το περιεχόμενο του σχεδίου όπως αυτό αχνά αποτυπώνεται από τα άρθρα του Δημήτρη Κωνσταντίνου στα τεύχη 66 και 68 της Βαβυλωνίας. Θα πρέπει να διευκρινίσουμε όμως από την αρχή ότι οι όποιες ενστάσεις διατυπώνουμε εδώ έχουν να κάνουν με τα όσα περιγράφονται από αυτά τα δύο άρθρα και μόνο καθώς δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε άλλες επεξεργασίες που μπορούν να έχουν γίνει από την ομάδα για την «αντιεξουσιαστική οικονομία».

Στάση πληρωμών

Στο τεύχος 68, ο συντάκτης επαναλαμβάνει μια πρόταση για μονομερή στάση πληρωμών και έξοδο από το ευρώ που έχει διατυπωθεί ήδη από το ξέσπασμα της κρίσης πριν από δύο χρόνια από οικονομολόγους μέχρι και ραδιοφωνικούς παραγωγούς στην Αμερική και όχι μόνο, έχει προταθεί σε κράτη όπως η Ιρλανδία ενώ έχει αποτελέσει συνήθη πρακτική κυβερνήσεων που βρίσκονταν σε παρόμοια κατάσταση με ηχηρότερο παράδειγμα την Αργεντινή μετά το Argentinazo και την εκ νέου σταθεροποίηση του καθεστώτος. Η στάση πληρωμών και η αναδιαπραγμάτευση του χρέους αποτελεί άλλωστε μια πάγια τακτική των κυβερνήσεων τη στιγμή που η διαχείριση του εξωτερικού τους ελλείμματος φτάνει στο απροχώρητο. Τι σχέση μπορεί να έχει όμως μια τέτοια πολιτική απόφαση, στην οποία μπορεί να οδηγηθεί το Ελληνικό κράτος, με το κίνημα ανατροπής;

Πριν επιχειρήσουμε μια απάντηση θα πρέπει να επισημάνουμε τα εξής. Μια τέτοια διαδικασία δεν είναι κατ' ανάγκην προς το συμφέρον ενός κράτους καθώς όπως επισημαίνουν οι οικονομολόγοι αν δεν γίνει αιφνιδιαστικά και δεν έχει καθολικό χαρακτήρα (ολική στάση πληρωμών) οδηγεί σε ελεγχόμενη χρεωκοπία. Μια διαδικασία που και τους τοκογλύφους διασφαλίζει αλλά και το κράτος δεν ωφελείται σχεδόν τίποτα. Μια τέτοια άλλωστε διαδικασία πρότεινε η Μέρκελ για την Ελλάδα για να διασφαλίσει τα συμφέροντα των Γερμανικών τραπεζών. Αλλά και στην περίπτωση που ακολουθείται η άλλη οδός αυτή της ολικής στάσης πληρωμών – με τη συνακόλουθη έξοδο από το ευρώ – είναι βέβαιο πως τα οφέλη για την κοινωνία θα είναι πενιχρά. Ο λόγος είναι απλός. Η κίνηση αυτή θα γίνει υπό μια καπιταλιστική εξουσία που ασκεί νεοφιλελεύθερη πολιτική, και έτσι, τα όποια οφέλη σε οικονομικό επίπεδο θα διοχετευτούν για την τροφοδότηση της καπιταλιστικής ανάπτυξης και την περαιτέρω συσσώρευση κεφαλαίου. Και είναι ακόμα βέβαιο πως η σημερινή καπιταλιστική αναδιάρθρωση που στοχεύει στη συρρίκνωση του εργασιακού κόστους και των δικαιωμάτων των εργαζομένων θα συνεχιστεί καθώς αποτελεί προϋπόθεση για την επαναφορά της καπιταλιστική μηχανής σε τροχιά ανάπτυξης. Σε αυτό το σημείο δεν είναι τυχαία η κυνική φράση του Παπανδρέου «το μνημόνια είναι μια ευκαιρία να πάρουμε αποφάσεις που έπρεπε να έχουμε πάρει εδώ και χρόνια»

Κατά τη γνώμη μας λοιπόν όποιος και από τους δύο δρόμους να ακολουθηθεί δεν μπορεί να αποβεί προς όφελος της κοινωνίας και των εργαζομένων. Γιατί λοιπόν ένα τέτοιο αίτημα διατυπώνεται μέσα στο κίνημα; Την απάντηση μας τη δίνει ο συντάκτης στο φύλλο 68 «το δίπτυχο της λύσης αυτής (παύση πληρωμών και έξοδος από το ευρώ) είναι δυνατόν να μας γλιτώσει από τη μέγγενη της σπειροειδούς ύφεσης και είναι από τη φύση του ρεφορμιστικό, όσο και αναγκαίο». Στην πρόταση αυτή έχουμε να διατυπώσουμε τρεις ενστάσεις. Πρώτον, η χρησιμοποίηση του πρώτου πληθυντικού (να μας γλιτώσει) υπονοεί την ενιαιότητα των συμφερόντων όλων μας με τη μοίρα της χώρας. Με άλλα λόγια υιοθετεί πλήρως την κυρίαρχη καπιταλιστική μυθολογία που θέλει σε περιβάλλον κρίσης να ταυτίζονται τα συμφέροντα του κράτους και του κεφαλαίου με αυτά του κόσμου της εργασίας. Εμείς αντίθετα με αυτή τη θέση θεωρούμε πως σε περίοδο κρίσης η αντίθεση των συμφερόντων μας με αυτά των κρατούντων γίνεται όλο και συνολικότερη. Δεύτερον, παραδέχεται πως ο στόχος μια τέτοιας πρότασης είναι να γλιτώσει τον καπιταλισμό από τη ανακυκλούμενη ύφεση (είναι δυνατόν να μας γλιτώσει από τη μέγγενη της σπειροειδούς ύφεσης). Το ερώτημα που τίθεται είναι απλό: αν είναι αυτός ο στόχος ενός αιτήματος που έρχεται από το κίνημα, ποίος πρέπει να είναι ο στόχος των τεχνοκρατών του υπουργείου οικονομικών ή του Συνδέσμου Ελλήνων Βιομηχάνων; Δεν αντιλαμβανόμαστε δηλαδή γιατί πρέπει να βγει ο καπιταλισμός από τη φάση της αποανάπτυξής του. Τρίτον, η πρόταση δεν είναι ρεφορμιστική καθώς ο ρεφορμισμός έχει αρκετές προϋποθέσεις με βασικότερη την ύπαρξης μια συνολικής ρεφορμιστικής πρότασης εξουσίας που προσδοκά να αντικαταστήσει την σημερινή για να εφαρμόσει το πρόγραμμά της. Ο στόχος άλλωστε των αριστερών διανοουμένων που διατυπώνουν αυτό το σχέδιο είναι η δημιουργία μιας ενωτικής προσπάθειας που θα αγκαλιάσει όλη την αριστερά και θα αποτελέσει εναλλακτικό πόλο εξουσίας.

Χέρι – χέρι

Στη συνέχεια ο συντάκτης επιχειρεί να απαντήσει σε όσους πρόκειται να του ασκήσουν κριτική για την υιοθέτηση μας τέτοια θέσης λέγοντας «ρεφορμισμός και επανάσταση πρέπει να πηγαίνουν χέρι – χέρι, να επιδιώκονται ταυτόχρονα, σ’ αντίθεση με την αντίθετη ρητορεία επαναστατών και ρεφορμιστών. Όποιος διακηρύσσει ή αγωνίζεται μόνο για την επανάσταση είναι καταδικασμένος στην κοινωνική απομόνωση, απλώς και μόνο γιατί δεν δίνει άμεσες λύσεις στα καθημερινά προβλήματα του παρόντος μας, επικαλούμενος την επανάσταση που θα τα λύσει όλα»

Το κομμάτι αυτό είναι πολύ σημαντικό για τη σκέψη του γράφοντος για αυτό θα μας επιτρέψετε μια αναλυτική αναφορά. Για έναν άνθρωπο που έχει βάλει τον εαυτό του μέσα στα κινήματα και στους αγώνες το αν είναι ρεφορμιστής ή επαναστάτης είναι θέμα συνείδησης και δευτερευόντως πρακτικής. Με άλλο λόγια ο ρεφορμιστής από τον επαναστάτη δεν διαχωρίζονται με βάση τις πράξεις του ή πόσο βίαιος ή εξτρεμιστής είναι αλλά από το αν πιστεύει πως ο καπιταλισμός βελτιώνεται ή αν πιστεύουν πως ο καπιταλισμός ανατρέπεται. Είμαστε άλλωστε όλοι μάρτυρες ενός φαινομένου ένοπλων οργανώσεων μερικές από τις οποίες παραδέχονται ότι δεν πιστεύουν σε οποιαδήποτε επαναστατική ανατροπή και προτάσσουν το ανταρτικό πόλης ως πρόταση ζωής για το σήμερα! Δεν υπάρχει δηλαδή σε επίπεδο πρακτικής κάτι που εμποδίζει τον επαναστάτη να δώσει άμεσες λύσεις στο σήμερα. Η μεγάλη του διαφορά από το ρεφορμιστή είναι πως τις προτάσεις του τις απευθύνει στην κοινωνία και όχι στην εξουσία και για αυτό τα όποια αίτηματά του έχουν άλλες συνδηλώσεις. Παραθέτουμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το κύριο άρθρο της εφημερίδας Δράση (2ο φύλλο) το οποίο και συνυπογράφουμε:

«Απαλλαγή από το επαχθές χρέος σημαίνει για τους εργαζόμενους απαλλαγή από όλους αυτούς που το δημιούργησαν και σήμερα το φορτώνουν στις πλάτες μας. Σημαίνει άμεση επαναστατική αντίσταση και δράση για το κοινωνικό στερέωμα και την περαιτέρω ανάπτυξη των ανατρεπτικών κοινωνικών, νεολαιίστικων και εργατικών αγώνων […] Σημαίνει ότι παίρνουμε τον πλούτο από εκεί που υπάρχει και την παραγωγική διαδικασία, αλλάζοντάς τα ταυτόχρονα, ώστε οι κοινωνικές ανάγκες να καλύπτονται για όλους, χωρίς καμιά διάκριση […] Σημαίνει ότι μπλοκάρουμε συνολικά τον παραγωγικό και κρατικό μηχανισμό με απεργίες πραγματικής σύγκρουσης, καταλήψεις νευραλγικών κρατικών υποδομών και τομέων παραγωγής-διανομής-κατανάλωσης [..] Σημαίνει ότι αρνούμαστε να πληρώσουμε, με μαζική ανυπακοή, τους φόρους, τα διόδια, τους λογαριασμούς των «δημόσιων» υπηρεσιών, τα χαράτσια των ιδιωτικοποιημένων υποδομών, τα χρέη στις τράπεζες. Σημαίνει αυτοοργάνωση, χειραφέτηση, συνεταιρισμός, αλληλεγγύη για την από κοινού κάλυψη των κοινωνικών αναγκών έξω από την αγορά και το κράτος. Σημαίνει ότι παίρνουμε στα χέρια μας τα καταλεηλατημένα από κράτος και κεφάλαιο ασφαλιστικά ταμεία και τα αποσύρουμε από την τραπεζική και χρηματιστηριακή δομή. Σημαίνει ότι δημιουργούμε τους δικούς μας ανεξάρτητους εργατικούς και κοινωνικούς αντιθεσμούς υπεράσπισης της ζωής μας, κοινωνικής αυτοάμυνας και ανάπτυξης της κοινωνικής συνεργασίας και δημιουργίας.»

Βλέπουμε ότι το αίτημα για στάση πληρωμών έχει εντελώς διαφορετική στόχευση όταν απευθύνεται στην κοινωνία και την καλεί σε καθολική ανυπακοή. Σε αυτή την περίπτωση η στάση πληρωμών γίνεται κίνημα των από τα κάτω που επιβάλει ριζοσπαστικές λύσεις συνολικής ανατροπής.

Στην αναφορά του για το Ρεφορμισμό και την Επανάσταση ο συντάκτης φαίνεται να υιοθετεί την άποψη πως ρεφορμισμός είναι μια πολιτική πρακτική που επιδιώκει άμεσες λύσεις σε καθημερινά προβλήματα στην κατεύθυνση βελτίωσης της ζωής των από τα κάτω. Αυτή όμως ο ορισμός του ρεφορμισμού δεν έχει καμία σχέση με την ουσία του όρου[2]. Ο ρεφορμισμός είναι μια σαφής επιλογή του εργατικού κινήματος. Επιλέχθηκε μετά το τέλος τη πρώτης διεθνούς όταν οι εργατικές μάζες άρχισαν να οργανώνονται και τα συνδικάτα να αποκτούν πλατιά κοινωνική αποδοχή. Το δίλημμα που τέθηκε τότε ήταν ταυτόχρονα πολιτικό, κοινωνικό και φιλοσοφικό: Πρέπει να επιδιώκουμε ως στρατηγικό στόχο την ανατροπή του καπιταλισμού ή την συνεχή μεταρρύθμιση και βελτίωσή του; Με άλλα λόγια, η επανάσταση ή η μεταρρύθμιση θα μας οδηγήσουν στην κοινωνική απελευθέρωση; Όπως είναι προφανές η απάντηση στο ερώτημα οδήγησε σε εντελώς διαφορετικές επιλογές το εργατικό κίνημα και το δίχασε συνολικά. Από τη δολοφονία της Λούξεμπουρκ και μετά που ένας ποταμός αίματος χωρίζει αυτές τις δύο επιλογές, ποτέ –μα ποτέ – μεταρρύθμιση και επανάσταση δεν συναντήθηκαν στην ιστορία.

Αυτό που φαίνεται να υπονοεί ο συντάκτης με τη φράση του «ρεφορμισμός και επανάσταση πρέπει να πηγαίνουν χέρι – χέρι, να επιδιώκονται ταυτόχρονα» είναι η διαλεκτική σχέση μεταξύ στρατηγικής και τακτικής. Από τη στιγμή που τα άτομα οργανώνονται συλλογικά, επιδιώκουν από κοινού στόχους και διατυπώνουν προτάγματα, η σχέση στρατηγικής και τακτικής είναι η βασική διαλεκτική συνθήκη πάνω στην οποία χαράσσεται η πολιτική τους. Και για να είμαστε σαφείς ένα πολιτικό ρεύμα, οργάνωση ή κίνημα συνολικής ανατροπής δεν μπορεί να έχει άλλο στρατηγικό στόχο πέρα από την κατάργηση του κράτους και του καπιταλισμού. Αυτός είναι ο ζωντανός φάρος κάθε επαναστατικής πολιτικής η οποία δρα καθημερινά με αυτό το στρατηγικό στόχο. Η καθημερινή της πρακτική, τα σχέδια και αιτήματα που προτάσσει, έχουν να κάνουν λοιπόν με το πώς αντιλαμβάνεται αυτή την πορεία . Με το πώς σχεδιάζει εγχειρήματα που δεν φαλκιδεύουν το τελικό της στόχο, με το πώς διατυπώνει καθημερινά σχέδια που δεν δίνουν το φιλί της ζωής στο υπάρχον. Η αντίληψη που θέλει την αμφισβήτηση της επαναστατικής δυνατότητας ως βασικό στοιχείο πολιτικής είναι όπως μας επισημαίνει ο Μπούκτσιν το βασικό χαρακτηριστικό της Life-style / φιλελεύθερης πολιτικής αντίληψης. Οι δράσεις μας αποκτούν νόημα όχι από τη Σισύφεια προσπάθεια μας ενάντια σε μια «ανίκητη» εξουσία ούτε από την σπουδή μας να βελτιώσουμε την καθημερινή μας ζωή και διασκέδαση, αλλά από την πίστη μας σε μια ρεαλιστική μετα-καπιταλιστική ευτοπία που θα ανατρέψει τον καπιταλισμό και θα διαλύσει την οικονομία ως αυτόνομο πεδίο.

Η βασική ιδέα άλλωστε όσων μεταμοντέρνων κρατούν ακόμα ανοιχτές τις επαναστατικές προοπτικές έστω και στο επίπεδο στης απλής ρητορικής είναι η εξής: ότι υπάρχει στην πορεία του σύγχρονου καπιταλισμού, και παρά τη συνεχώς αυξανόμενη βιοπολιτική παντοδυναμία του, η εγγενής δυνατότητα απελευθερωτικών θεσμών στο σήμερα μέσω της τεχνολογικής ανάπτυξης αλλά και της συνεχώς αυξανόμενης πρόσβασης των άλλοτε προλετάριων στο επίπεδο της κυβερνητικής. Η ιδέα αυτή είναι ταυτόχρονα Μαρξιστική και αντι-μαρξιστική. Μαρξιστική στο βαθμό που αποδέχεται την θεμελιώδη οπτική του Μαρξ για μια γραμμική πορεία της καπιταλιστικής ανάπτυξης προς την κοινωνική χειραφέτηση και ελευθερία – μια αντίληψη που εμμέσως καταργεί κάθε νόημα στην πάλη για κοινωνική απελευθέρωση αφού αυτή θα έρθει ούτως η άλλως[3]- ενώ ταυτόχρονα είναι αντι-μαρξιστική καθώς παρουσιάζει μια διαλεκτική ενσωμάτωσης αρνούμενη εμμέσως πλην σαφώς την επαναστατική δυνατότητα την οποία προσδιορίζει για ένα μακρινό και αδιευκρίνιστο μέλλον ή απλά τη διαλύει μέσα στη θολούρα ενός υποτιθέμενου συνεχούς επαναστατικού μετασχηματισμού. Η συστηματική συκοφάντηση κάθε προσπάθειας διατύπωσης ενός επαναστατικού σχεδίου ως προσπάθεια επιβολής ενός νέου ολοκληρωτισμού αποδεικνύει με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο τις βαθιές αστικές επιδράσεις μιας τέτοιας οπτικής[4].

Ο φιλελευθερισμός ως ελευθερία

Στο τεύχος 66 ο Δημήτρης Κωνσταντίνου προσπαθεί να σκιαγραφήσει το πρόγραμμα μιας «αντιεξουσιαστικής οικονομίας» στο πεδίο των τοπικών αυτοθεσμίσεων και των μικροοικονομικών δικτύων εναλλακτικών βιολογικών προϊόντων, στη συμμετοχική αυτοδιαχείριση και στα δίκτυα των παραγωγών μέσω των αυτοδιαχειριζόμενων χώρων. Με την παύση πληρωμών και την έξοδο από το ευρώ, μας λέει, πως μια τέτοια λύση είναι ικανή να μας βγάλει από το αδιέξοδο αλλά και να μας βοηθήσει να κάνουμε τα πρώτα βήματα στην αχαρτογράφητη περιοχή πέρα από τα δοτά σύνορα του καπιταλισμού.

Η πρόθεση για την διατύπωση ενός τέτοιου οράματος είναι μια πρόθεση κατανοητή. Και είναι κάτι παραπάνω από σαφές πως ο καθένας από εμάς που οραματίζεται να ζήσει σε μια άλλη κοινωνία μπορεί να σκιαγραφήσει ανάλογα με τις απόψεις και τα βιώματά του, το πώς φαντάζεται μια κοινωνία χωρίς καπιταλισμό. Αλλά και στο σήμερα η δημιουργία θεσμών που εμπεριέχουν το σπέρμα μιας άλλης κοινωνίας είναι πολύ σημαντική καθώς οι θεσμοί αυτοί λειτουργούν ως παράδειγμα. Αυτό που όμως πρέπει να κατανοούμε , και το οποίο διαφαίνεται ότι παραβλέπει ο Δημήτρης Κωνσταντίνου, είναι πως οι θεσμοί που φτιάχνουμε μέσα στον καπιταλισμό για να είναι πραγματικά επαναστατικοί και να μην ενσωματώνονται πρέπει να έχουν δύο περιεχομενικά χαρακτηριστικά. Πρώτον, πρέπει να είναι φύση και θέση ενάντια στον καπιταλισμό τον οποίο δεν πρέπει να αναπαράγουν στο εσωτερικό τους και, δεύτερον, να είναι δομικά ενταγμένοι στο κίνημα ανατροπής από το οποίο αντλούν κάθε νόημα ύπαρξης τους όπως άλλωστε και το κίνημα από αυτούς. Με άλλα λόγια η αυτοδιαχείριση με άμεση δημοκρατία δεν είναι εκ φύσεως αντικαπιταλιστική και επαναστατική, μπορεί κάλλιστα να αποτελέσει, απονεκρωμένη από το ίδιο το ουσιαστικό περιεχόμενό της, ακόμα και επιλογή του καπιταλισμού.

Το περίεργο με την πρόταση για την «αντιεξουσιαστική οικονομία» είναι πως ο συντάκτης επιμένει στην αναγκαιότητα διατύπωσης ενός ρεαλιστικού προγράμματος στο σήμερα το όποιο θα είναι άμεσα εφαρμόσιμο μέσα στον καπιταλισμό. Εδώ η επιχειρηματολογία του έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Γράφει: «Στις κρίσιμες στιγμές η κοινωνία δεν έχει χρόνο να επεξεργαστεί νεόκοπες λύσεις• αντίθετα στρέφεται σε έτοιμες δομές που έχουν ήδη πραγματωθεί […] όταν δεν δίνουμε συγκεκριμένες απαντήσεις στα προβλήματα οι άνθρωποι βαριούνται.» Αδυνατούμε να κατανοήσουμε από πού ο συντάκτης αντλεί αυτή την πίστη καθώς η ιστορία έχει αποδείξει πολλές φορές πως σε κρίσιμες στιγμές οι κοινωνίες παίρνουν τη μοίρα τους στα χέρια τους. Η άποψη που διατυπώνει εδώ εμπεριέχει αυτούσια την παιδική ασθένεια των διανοουμένων …την πρωτοπορία. Για εμάς, οι άνθρωποι βαριούνται όταν δεν συμμετέχουν ισότιμα στους θεσμούς, όταν τα σχέδια και οι δομές δεν είναι δικές τους, όταν χτίζεται ένας νέος κόσμος για αυτούς χωρίς αυτούς.

Στη συνέχεια ο συντάκτης μας προειδοποιεί πως «η εισβολή του ΔΝΤ στην οικονομία θα ταράξει τα λιμνάζοντα νερά της υπανάπτυκτης καλοπέρασής μας» ενώ παρακάτω επιτίθεται σε όσους υπερεπαναστάτες κάνουν ανέξοδη κριτική. Τέλος μας πληροφορεί πως η «η κοινωνία δεν τεμαχίζεται σε βάση και εποικοδόμημα αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η οικονομία μας τρέφει». Η επιλογή των λέξεων δεν είναι καθόλου τυχαία. Εκτός του ότι θεωρεί τη ελληνική κοινωνία υπανάπτυκτη, χρησιμοποιώντας μια αστική έννοια που ταυτίζει την ανωτερότητα μια κοινωνίας με το ρυθμό ανάπτυξης, με την επόμενη λέξη του μας πληροφορεί ότι …καλοπερνάμε! Εμείς, αντίθετα με τον γράφοντα, θεωρούμε πως η οικονομία τρέφει τις καπιταλιστικές μηχανές με την υπεραξία μας, τον ελεύθερο χρόνο μας, την ίδια μας τη ζωή, ενώ εμείς όλοι οι υπόλοιποι απλοί άνθρωποι τρεφόμαστε αποκλειστικά και μόνο από …τροφές!

Για την οικοδόμηση μια εναλλακτική πρότασης

Θέλοντας να συμβάλουμε και εμείς στη συζήτηση για εναλλακτικές προτάσεις μέσα στην κρίση θεωρούμε πως πρέπει σήμερα να διατυπώνονται προτάσεις που από τη μια να έχουν το χαρακτήρα της άμεσης πραγμάτωσης αλλά από την άλλη δεν θα αναιρούν το συνολικό όραμα της ανατροπής. Πρέπει να είναι άμεσες και να συσπειρώνουν κόσμο βάζοντας τον σε διαδικασία άμεσης δράσης.

Τέτοιες προτάσεις μπορούν να είναι η πρόταση για μαζική ανυπακοή και κοινωνική στάση πληρωμών σε όλα τα δημόσια αγαθά (όπως ρεύμα, νερό, αστικές συγκοινωνίες), η δημιουργία κινήσεων κοινωνικής αλληλεγγύης για εργαζομένους που απολύονται και η άμεση κινηματική δράση ενάντια στις επιχειρήσεις που τους απολύουν, η κατάληψη κοινωνικών υποδομών που προορίζονται για ιδιωτικοποίηση και το άμεσο άνοιγμά τους στην κοινωνία, η άρνηση πληρωμής χρεών των εργαζομένων με την οργάνωση κοινωνικών δικτύων, η κατάληψη διαρκείας του χρηματιστηρίου Αθηνών και η απαίτηση για επιστροφή των χρημάτων των εργαζομένων προς τα ασφαλιστικά ταμεία, η κοινωνικοποίηση χωρίς αποζημίωση μέσω της άμεσης κατάληψης όσων επιχειρήσεων κλείνουν, η δήμευση της εκκλησιαστικής και μοναστηριακής περιουσία και το ταυτόχρονο μπλοκάρισμα κάθε προσπάθειας ξεπουλήματος της δημόσιας γης, η δημιουργία δικτύων κοινωνικής αλληλεγγύης ανέργων, η άρνηση κάθε άμισθης εργασίας και η απαίτηση μισθού, η συμπόρευση με όσα σωματεία κινούνται προς την οριζόντια οργάνωση και παίρνουν ριζοσπαστικές αποφάσεις για την διάλυση της ΓΣΕΕ ως τριτοβάθμιο συντονιστικού οργάνου.


Σημειώσεις

[1] θα θέλαμε να διασαφηνίσουμε ότι κατά τη γνώμη μας ο όρος «αντιεξουσιαστική οικονομία» είναι αδόκιμος καθώς καμία οικονομία δεν μπορεί να είναι αντιεξουσιαστική και καμία αντιεξουσιαστική δεν μπορεί να είναι οικονομία. Ο λόγος είναι ότι ο όρος αντιεξουσιαστική σημαίνει την συνολική πάλη ενάντια στον καπιταλισμό και σε κάθε μορφή διαχωρισμένης εξουσίας , ενώ ο όρος οικονομία αναφέρεται στον καπιταλιστικό τρόπο διαχείρισης της παραγωγής, των αγαθών ακόμα και της ζωής μας. Η αντιεξουσιαστική πολιτική είναι καθολικά ενάντια στον καπιταλισμό. Με άλλα λόγια η αντιεξουσιαστική πολιτική προτάσσει την κατάργηση της οικονομίας! Αντιεξουσιαστική Οικονομία λοιπόν δεν μπορεί να υπάρξει καθώς αποτελεί του ίδιου, τηρουμένων των αναλογιών, μεγέθους αντίφαση με την έννοια «εργατικό κράτος». Αυτό που θα προτείναμε λοιπόν είναι να επιλεγεί μετά τις όποιες επεξεργασίες ένας όρος περισσότερο δόκιμος για να περιγράψει το σχέδιο που θα καταθέσει η ομάδα που έχει συγκροτηθεί.

[2] Φυσικά η πραγματική φύση της λέξης ρεφορμισμός ίσως να μην έχει αξία καθώς όπως μας επισήμανε σωστά ο Luther Blissett στη Βαβυλωνία στην Ελλάδα ρεφορμιστής είναι αυτός που πρόλαβε να τον κατονομάσει πρώτα ο άλλος ως τέτοιο! Ο Blisset δεν έχει καθόλου άδικο για την ελληνική πραγματικότητα μόνο που αυτό συμβαίνει κυρίως για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί ο όρος ρεφορμισμός έχει μόνο αρνητική σημασία πράγμα που δεν συμβαίνει σε άλλες χώρες και έτσι όλοι θέλουν να καμώνονται ότι δεν είναι ρεφορμιστές. Και δεύτερον η ύπαρξη του ΚΚΕ με την μορφή που πήρε μετά τις αρχές του '90 και την αμφίπλευρη διάσπασή του, η εμμονή του να στέκει στο κέντρο αυτού του πολιτικού δίπολου έχοντας ως στρατηγικό στόχο το σοσιαλισμό αλλά στην πράξη ακολουθώντας εθνικιστική σοσιαλδημοκρατική πολιτική, έχει οδηγήσει την αριστερά στο σύνολό της στην δημιουργία συμμαχικών σχημάτων και κομμάτων - χυλών όπου δε μπορούν να διατυπώσουν με σαφήνεια ούτε ένα πρόγραμμα συνολικής ανατροπής (επαναστατικό) αλλά ούτε και ένα πρόγραμμα μεταρρυθμιστικό. Αυτή η ασάφεια όμως δεν μπορεί να επιτείνεται σε καμιά περίπτωση από εμάς.

[3] Ο Μαρξ υιοθετεί την Χεγκελιανή οπτική για την πραγμάτωση των σκοπών του πνεύματος ανεξάρτητα από τη θέληση και τις πράξεις των ανθρώπων.

[4] Εδώ εντοπίζουμε και μια προβληματική στην ίδια την κριτική της αποιδεολογικοποίησης έτσι όπως αυτή εξελίχθηκε ως διάλογος τα τελευταία χρόνια. Αντί αυτή να αποτελεί τη συστηματική κριτική κάθε κυρίαρχης ιδεολογίας καθώς και κάθε παραδοσιακής επαναστατικής υπόσχεσης που έγινε κρατική πολιτική και καθεστώς, η ιδέα αυτή εν πολλοίς διαστρεβλώθηκε με την υιοθέτηση μια ρητορικής απαξίωσης κάθε επαναστατικής υπόθεσης ως δυνητικού ολοκληρωτισμού. Μια αντίληψη πρόδηλα ξένη προς κάθε αντιεξουσιαστική και απελευθερωτική προοπτική. Ας μην ξεχνάμε ότι ο πρώτος που μίλησε για κριτική στην ιδεολογία ήταν ο ίδιος ο Μαρξ ορίζοντάς την ως ψευδή συνείδηση και ότι ακόμα τα μαζικά αναρχικά κινήματα του παρελθόντος είχαν έντονα αντι-ιδεολογικά χαρακτηριστικά. Πρέπει λοιπόν να ξεφύγουμε από την μεταμοντέρνα ρητορική που ορίζει την κάθε μεγάλη αφήγηση ως φορέας ολοκληρωτισμού, αντίληψη που εν ολίγοις όσο κι αν φαίνεται παράδοξο είναι άκρατα ιδεολογική.