Ιδεολογία, θρησκεία και επαναστατικό όραμα.



Όλη αυτή η βλακώδης φασαρία που γίνεται στις ημέρες μας γύρω από το όνομα του Παναγιώτη Κονδύλη, η άκριτη μεγέθυνσή του από ημιμαθείς οπαδούς όσο και η άσκοπη δαιμονοποίησή του από μια κατηγορία ηθικιστών της πολιτικής έχει συσκοτίσει το πραγματικό περιεχόμενο μιας σκέψης που κατ’ αρχάς μπορεί να θεωρηθεί εύληπτη και διόλου δυσανάγνωστη, πολύ περισσότερο όμως έχει συγκαλύψει το πραγματικό κλίμα ζυμώσεων, συζητήσεων και αντιπαράθεσης των ιδεών σε ορισμένους κύκλους της αιρετικής αριστεράς, περιβάλλον μέσα στο οποίο συγκροτήθηκε και χωρίς το οποίο δεν μπορεί να κατανοηθεί πραγματικά. Διότι ο Κονδύλης, παρ’ ότι ο ίδιος υιοθετούσε ένα ηρωικό και επιθετικά εξατομικευμένο ύφος, δεν ήταν βέβαια ούτε ο «διανοητικός γίγαντας» (που φάνταζε στα μάτια των πνευματικών νάνων της εγχώριας διανόησης) ούτε ο κομήτης που έπεσε από το γερμανικό Πανεπιστήμιο (ή όποιον άλλο μυθικό τόπο καταγωγής, για τους επαρχιώτες λογίους που πιστεύουν ότι η αληθινά φιλοσοφική σκέψη έρχεται πάντα από «αλλού»), αλλά γνήσιο προϊόν ενός γόνιμου, μολονότι περιθωριοποιημένου, διαλόγου που ξεκινάει στους κόλπους της αποκλίνουσας τροτσκιστικής ομάδας του Σπύρου Στίνα μετά τον πόλεμο και καταλήγει στον κύκλο του περιοδικού «Σημειώσεις» από τη Μεταπολίτευση και μετά.

Να πάρουμε τη ζωή μας πίσω

Έγινε πια κοινός τόπος αυτό το σύνθημα. Μόνο που η εσχάτως κοινοτοπία του δεν ήταν χωρίς συνέπειες, με πρώτη και κύρια την υποχώρηση νοήματος της λέξης ζωή. Γιατί όταν εμείς λέμε πως θέλουμε τη ζωή πίσω εννοούμε έναν ωκεανό δυνατοτήτων και δημιουργίας που η βαρβαρότητα της εξουσίας μας στέρησε και εξακολουθεί να μας στερεί. Όταν διεκδικούμε λοιπόν τη ζωή μας πίσω διεκδικούμε την άρση αυτών των εμποδίων που σε πρώτη φάση θα σήμαινε τη διάλυση του κράτους και της αγοράς. 

Υπάρχουν όμως και άλλοι που επικαλούνται το σύνθημα. Πρόσφατα συνάντησα μια καλοστεκούμενη κυρία, το βίο της οποία γνώριζα, να κυκλοφορεί εν τω μέσω μιας «αγανακτισμένης» κινητοποίησης με πικέτα που ζητούσε τη ζωή της πίσω. “Ποια ζωή;” τη ρώτησα και η απάντηση δεν διέφερε από αυτό που είχα διαιστανθεί εξ αρχής. Η εν λόγω κυρία δεν διεκδικούσε τίποτε άλλο από την επαναφορά της πλαστής ευημερίας, του επιπέδου των μισθών και της προσωπικής της καταναλωτικής δυνατότητας. Και όλα αυτά - όντας σε βαθιά σαδομαζοχιστική ψυχοδύνη- τα προσδοκούσε από τους ίδιους ακριβώς δυνάστες τους όποιους κάποτε είχε εμπιστευτεί και τώρα μισούσε. Απεχθανόταν έστω και τη μικρότερη αλλαγή στην πορεία των πραγμάτων για αυτό και από αντίδραση ψήφισε ΚΚΕ και όχι ΣΥΡΙΖΑ, όπως μου είπε, αλλά υποσχόταν ολόψυχα πως θα ξαναγυρίσει στις παλαιότερες ψηθοθεσίες της όταν τα πράγματα στρώσουν. Την άφησα προσφέροντάς της ένα ευρώ και την ειλικρινή ευχή μου να επιστρέψει όσο πιο γρήγορα γίνεται στη “ζωή” της για να μας αφήσει ήσυχους.