Σκέψεις πάνω στο ανθρωπολογικό νόημα της γιοργής

* Σαν επίλογος, στο βιβλίο του Φώτη Τερζάκη, Θρησκειολογικά Ελάσσονα, Futura, 2018



Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΓΙΟΡΤΗΣ παραμένει συνδεδεμένη στο μυαλό μας με τη θρησκευτική ζωή. Οι προσπάθειες που έγιναν μετά την εποχή των αστικών επαναστάσεων να καθιερωθούν αποκλειστικά «κοσμικές» γιορτές ήταν μάλλον ανούσιες απομιμήσεις θρησκευτικών τελετουργιών, κι επιπλέον είχαν τον χαρακτήρα της διοικητικής επιβολής από το κράτος: τους έλλειπε, με άλλα λόγια, το συστατικό της λαϊκότητας που είναι ουσιώδες γνώρισμα της γιορτής. Η αληθινή γιορτή, όπως γνωρίζει κάθε εμπειρικός ερευνητής, είναι λαϊκή και έχει θρησκευτικές ρίζες – που είναι ίσως το ίδιο ειπωμένο με άλλα λόγια.


Οι σχέσεις θρησκείας και γιορτής δεν είναι απλές. Το να πούμε ότι όλες οι θρησκείες καθιερώνουν γιορτές είναι μεν αληθινό, αλλά κοινότοπο. Θα πρέπει μάλλον να αντιστρέψουμε τη σχέση και να πούμε ότι η ίδια η θρησκευτικότητα, εν γένει, είναι μια λειτουργία της γιορτής – η γιορτή ερμηνεύει την ουσία της θρησκείας και όχι το αντίστροφο. Διότι πράγματι, εάν δούμε τη θρησκεία από άποψη πραξιακή-ανθρωπολογική και όχι με όρους δογματικού περιεχομένου (ή, έστω, «αυτάρκους» συμβολικού συστήματος), η πάγια λειτουργία της ανεξαρτήτως άλλων μεταβλητών είναι ότι διακόπτει τον κοινό, κοσμικό χρόνο – το σύνολο των οργανωμένων κοινωνικών δραστηριοτήτων που διέπονται από την έλλειψη και την ανάγκη: εργασία, συγγένεια, διακανονισμένες ανταλλαγές, οργάνωση του πολέμου και της κυριαρχίας… Το καταγωγικό συμβάν που εισάγει παντού στον ιερό χωροχρόνο, πυρήνα τής θρησκευτικής ζωής, είναι αυτό που στη βακχική παράδοση του αρχαίου ανατολικομεσογειακού κόσμου είχε αποκληθεί με τον όρο όργιον: άρση των ιεραρχιών, των διακρίσεων και των περιορισμών του ρυθμισμένου κοινωνικού βίου, λυτρωτική επανεμβάπτιση στο αρχέγονο (προ-κοινωνικό και φυσιομορφικό) κοσμογονικό χάος. Θα μπορούσαμε ακόμη να το αποκαλέσουμε περιοδική αντιρρόπηση των παθολογιών του πολιτισμού και «επιστροφή του απωθημένου». Η μοναδική διατύπωση που μας επιτρέπει να καταλάβουμε κάτι από τις αινιγματικές απαρχές της θρησκευτικότητας είναι, πιστεύω, η πρόταση ότι ουσία τού ιερού είναι η άρση του νόμου. Αυτό θα ήταν και το βαθύτερο ανθρωπολογικό νόημα της γιορτής.

Καμία από τις καθιερωμένες γιορτές των μεγάλων θρησκειών που γνωρίζουμε δεν έχει τόσο ριζικά χαρακτηριστικά. Ακριβέστερα, συνεχίζουν αυτά να υποδηλώνονται από ένα σύνολο σημείων που εμπεριέχονται στη γιορτή, αλλά η σημασία τους έχει γίνει έμμεση και συμβολική: και αυτό από μόνο του λέει κάτι κρίσιμο για τη ιστορική εξέλιξη των θρησκειών, εξέλιξη η οποία συμβάδισε με τη γενικότερη «πρόοδο» των ανθρώπινων κοινωνιών προς την κατεύθυνση της εξατομίκευσης και του εξορθολογισμού, τόσο στο επίπεδο των τεχνολογιών όσο και στο επίπεδο των πρακτικών του κατεξουσιασμού και της κυριαρχίας. Σε πολύπλοκες, ταξικά διαστρωματωμένες κοινωνίες η θρησκεία καλείται να επενδύσει όλο και περισσότερο την ίδια τη θεσμική τάξη τής οποίας αντιπροσώπευε κάποτε τη συμβολική (και, ως ένα σημείο, πραγματική) άρνηση, καλείται να γίνει η ίδια ένας μηχανισμός κοινωνικού ελέγχου, οπότε αποβάλλει σταδιακά τα εκστατικά-οργιαστικά χαρακτηριστικά της. Η διαδικασία αυτή κορυφώνεται με τον τύπο θρησκείας που αντιπροσωπεύουν οι πατριαρχικοί μονοθεϊσμοί, όπου η αντιστροφή μοιάζει να έχει γίνει πλήρης: ιεροποιείται ο ίδιος ο νόμος, το θεσμικό σύστημα της κοινωνίας, από την κατασταλτική λειτουργία του οποίου η διαφυγή είναι πλέον αδύνατη.

Η λεγόμενη εκκοσμίκευση των νεότερων χρόνων απλώς συνεχίζει αυτή τη διαδικασία. Χωρίς καν θρησκευτικό περίβλημα, η εργαλειακή ορθολογικότητα αναπτύσσεται καθυποτάσσοντας έως βαθμού ασφυξίας την ορμική σφαίρα της ανθρώπινης ψυχής και την εξωτερική φύση. Και αν αυτό γίνεται κατανοητό σε όλες τις τρομερές του συνέπειες, μοιάζει να σημαίνει επίσης ότι όλες οι σύγχρονες γιορτές, κοσμικές ή «θρησκευτικές», έχουν κάτι το κίβδηλο, το επίπλαστο: στον νεωτερικό κόσμο η γιορτή είναι ουσιαστικά αδύνατη. Αν ωστόσο αυτή αντιπροσωπεύει μια τόσο ζωτική ανάγκη τής ανθρώπινης φύσης όσο υπονοήσαμε παραπάνω, δεν θα έπρεπε άραγε να βρει κάπου μία έστω βεβιασμένη διέξοδο; Πράγματι· και η διέξοδος που απομένει ––αν εξαιρέσουμε το πεδίο της καλλιτεχνικής έκφρασης που τελεσφορεί μεν περιστασιακά, αλλά απειλείται εντέλει από τις ίδιες δυνάμεις––  είναι αυτό που σε νεωτερική γλώσσα καλούμε επανάσταση. Στα όρια μιας αστικής, τεχνο-κεφαλαιοκρατικής και εμπορευματικά αναπαραγόμενης κοινωνίας, η επανάσταση είναι ο μόνος δυνατός, μολονότι παραμορφωμένος, κληρονόμος τής γιορτής στον πρωταρχικό, οργιαστικό της χαρακτήρα: και με αυτό δεν εννοούμε βέβαια την «επανάσταση» ως στρατηγικό σχεδιασμό μιας διάδοχης πολιτικής ρύθμισης, αλλά την επανάσταση ως αυθόρμητο ξεχείλισμα μιας λυτρωτικής βίας («θεϊκή βία», την αποκαλούσε ο Benjamin) των καταπιεσμένων και των στερημένων – επανάσταση οιονεί φυσικό φαινόμενο, ηφαίστειο ή καταγίδα που θρυμματίζει μια θεσμική τάξη η οποία δεν έχει από καιρό τη σοφία να συμπεριλάβει στην κατάστρωσή της την ίδια της την αναίρεση. 

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου