Ποίηση και πίστη



Ακινητοποιημένη ανάμεσα στην ωριμότητα και τη σήψη των αντικειμενικών όρων μιας νέας ιστορικής εκκίνησης που θα την ωθούσαν έξω από το φαύλο κύκλο των αλλεπάλληλων αυτοκατοπτρίσεών της, η ποίηση διχάζεται σε δυο αδιέξοδα: Η αποτελεί συνειδητή αμφισβήτηση του εαυτού της, ή, υπερβαίνοντας μηχανικά της «κρίση» της ξανακερδίζει ένα μέρος της λειτουργικότητάς της ανακαλύπτοντας το δόγμα.  

Στην πρώτη περίπτωση η ποίηση αποδέχεται τη μοίρα της και σμιλεύει τη μάταιη αυτογνωσία της πάνω στην επιτάφια πλάκα της. Αποκομμένη από τις τροφοδοτικές πηγές της τρέφεται από την ίδια της τη σάρκα, μηρυκάζει ή παδωδεί τις μνήμες και τις εμπειρίες της — μια φθίνουσα πρόοδος, είδωλο ειδώλου, αυτοσχόλιο και αυτοσαρκασμός.[1]


Στην δεύτερη περίπτωση η ποίηση γίνεται αντιδιαλυτική και αντιπαρακμιακή. Απωθεί τη συνειδητοποίηση της μοίρας της και θέλει να ξαναγίνει από που υποτίθεται πώς ήτα κάποτε: Ζητείται η «αλήθεια» και η «ζωή». Ο θεός είναι ο λαός. Η ουτοπία. Η ελπίδα ή εν τοις ουρανοίς και επί της γης. Η φθορά και η παρακμή ξορκίζονται είτε με την προσεχτική διευθέτηση ενός ζωτικού μυθικού χώρου, όπου τα πράγματα μπορούν «ακόμα» ή μπορούν «και πάλι» να λειτουργούν, είτε με την απλή αναφορά στο όνειρο ενός μέλλοντος.

Τόσο η θρησκευτική όσο και η πολιτική απάντηση στο ανθρώπινο πρόβλημα αντιστοιχεί στην ίδια ανάγκη: στην ανεύρεση ή «επανεύρεση» των κοινωνικών και μεταφυσικών «σταθερών» — δηλαδή των «πλαισίων» μέσα στα οποία θα μπορούσε να γίνει δυνατή η τέχνη και η ζωή. Απ’ αυτή την άποψη οι τυπικές ενστάσεις του Έλιοτ και του Μαγιακίφσκι για την «ατομιστική» και «αισθητική» στάση, και παρά το γεγονός πώς το πρότυπο του ενός ήταν το παρελθόν και του άλλου το μέλλον, υποδηλώνουν μια κοινή έφεση υπέρβασης του «καλλιτέχνη» από τον μοραλίστα και ορίζον ένα ευρύ φάσμα βαθύτερων ανθρώπινων επιδιώξεων που καλύπτει ό,τι γενικά ονομάζουμε «στράτευση».

Αν και η τρέχουσα γνώμη αποδίδει —συνήθως μειωτικά— τον χαρακτηρισμό της «στράτευσης» μόνο στα παράγωγα της στάσης Μαγιακόφσκι, εντούτοις ολόκληρο το σύστημα και η μεθόδευση αντίστασης στην «παρακμή» του νεώτερου κόσμου δεν οργανώνεται μόνο με την επανάσταση (που προετοιμάζει ή τουλάχιστον ευαγγελίζεται ένα κατοικήσιμο μέλλον) αλλά και με την καταφυγή σε μεταφυσικά υπόστεγα και μνημειώδεις κατακόμβες: στην κοινότητα, στο ιερό, στο μύθο και στην παράδοση — στη «μεγάλη αλληλεγγύη των νεκρών». Η τάση του μέλλοντος και η τάση του παρελθόντος πολύ συχνά συγκλίνουν σε μια οικουμενική διάχυση παραβιάζοντας ή προκαταλαμβάνοντας την Ιστορία. Έτσι η «αμφιβολία» και η «επανάσταση» μεταμορφώνονται σε δόγμα και φορμαλισμό (Κλωντέλ — Αραγκόν). Το μεθυσμένο καράβι του σουρεαλισμού αράζει στην ακαδημία ή το κομματικό πόστο, ενώ ο Έλιοτ ημερεύει την έρημη χώρα του μεταφυτεύοντας τα συμβολικά ρόδα του καθολικισμού.


Τόσο το αίτημα της μεταφυσικής αναβάπτισης που προτείνεται σαν θεραπεία της αφυδατωμένης σύγχρονης τέχνης,[2] όσο και τη υπόθεση μιας λειτουργικής «αισθητοποιημένης εμπειρίας»[3] που θα κινητοποιούσε ανακλητικά την ποίηση δραματοποιώντας το κενό τυπολογικά της κι αδιαφορώντας για τις «ιστορικές» εξαρτήσεις και τα νεωτερικά ιδεολογικά – συγκινησιακά επιθέματα που γεμίζουν τ’ αρχετυπικά της καλούπια, παραπέμπουν βέβαια το πρόβλημα στις «πηγές», αφήνουν όμως έκθετο το παρόν της ποίησης.

Όσο λειτουργεί η μαγική σχέση δεν υπάρχει ακόμα ποίηση. Κι αντίστροφα το αισθητικό ρίγος δεν είναι πια το αρχέγονο ρίγος αλλά μια μακρινή αρμονική του. Η χρονική απόσταση από την πρωτόγονη πηγή δημιούργησε το κατάλληλο, δηλ. το «ιστορικό», αντηχείο που μετατρέπει την κραυγή της ψυχής, τον «φόβο» και το «πάθος», σε «τέχνη».

Για να επιστρέψουμε στο «πρωταρχικό» ρίγος, στην ίδια τη ρίζα της τελετουργίας, στον αρχικό φόνο ή στην ενιαία κοιτίδα της συγκίνησης θα πρέπει να πάμε κόντρα στη διαφοροποίηση και στην εκλέπτυνση των συγκινήσεων, κόντρα στην ανθρώπινη ουσία της «παρακμής» — γιατί η τέχνη είναι «παρακμή». Από αυτή την άποψη «η λάμψη του θηρίου» που ο ναζισμός ξανάφερε στα μάτια των ανθρώπων (και κάθε ολοκληρωτισμός περιφρονεί, καταδιώκει ή αχρηστεύει την τέχνη και τη μοναξιά που είναι η τέχνη) είναι μια νίκη της «υγείας» και της «δύναμης» κόντρα στον εκφυλισμό αφού η βιολογική νιότη του ανθρώπου τοποθετείται στον γρυλλισμό του. Η «παρακμή» που καταγγέλλει ο ναζισμός δεν αρχίζει βέβαια από την εβραιομαρξιστική διάβρωση» ˙ η «παρακμή» αρχίζει πολύ νωρίτερα — με τον έναρθρο λόγο και τη «σκέψη».


Η αισθητική συγκίνηση δεν είναι «καθαρή». Δεν είναι πλήρης αποκοπή αλλά ελαστική, μετ’ εμποδίων απομάκρυνση από τις πηγές του πρωτόγονου τρόμου ˙ δεν είναι κατάργηση της έλξης, είναι  α ν τ ί σ τα α σ η  στην έλξη του σκοτεινού κέντρου της ύπαρξης — είναι αποτέλεσμα προσπάθειας, κερδισμένη ανθρωπιά.
Η αναδρομή στον πρωτογονισμό και η «αποκατάσταση» ή αναπαραγωγή της αρχέγονης ποιότητας προϋποθέτει το σπάσιμο όλων των στρώσεων του πολιτιστικού βερνικιού πάνω στην ανθρώπινη ψυχή — μόνο που το «βερνίκι» αυτό δεν είναι πια ένας απλό φλοιός, ένα «μονωτικό» επίθεμα που θα μπορούσε ν’ αφαιρεθεί ανώδυνα και χωρίς συνέπειες ˙ είναι ένα κομμάτι της ψυχής που για ν’ αποκτήσει την πρωταρχική του «απλότητα» θα πρέπει ν’ αποδιοργανωθεί εντελώς.

Αντίθετα, με τη «σύμβαση» της τέχνης ο άνθρωπος οργανώνει και μετασχηματίζει το πρωταρχικό δυναμικό σε αξίες, διακινώντας, άλλοτε επικίνδυνα κι άλλοτε απλώς γοητευτικά, την ύπαρξή του μεταξύ συνειδητού και μη συνειδητού. Ο ποιητής από τη μια μεριά αντιστέκεται στο περιβάλλον, «απορρίπτει» την πραγματικότητα, δηλ. αποσύρεται στις εικόνες του˙ κι από «ενωθεί» μαζί της. Αυτή η αντιφατικότητα είναι η βασική πηγή ενέργειας για την ποίηση που θα μπορούσε να οριστεί σαν ένα ιδανικό εκκρεμές ή μια μορφή κοινωνικοποιημένης εσωστρέφειας.

Η αποκατάσταση μιας μονόδρομης λειτουργίας που θα αγνοούσε τη διττή φύση του ποιητικού φαινομένου είτε εγκαταλείποντάς το μέσα στο ακίνητο κέντρο της μυστικής εμπειρίας είτε προσδένοντάς το στο λειτουργικό της μαγείας ή της πολιτιστικής πρακτικής θα κατέστρεφε το ενεργειακό δίπολο των αντιφάσεων και θα διέκοπτε το ποιητικό κύκλωμα.

Είναι η περίπτωση του ποιητή που αρνείται το «παιχνίδι» της ποίησης είτε για να παραδοθεί βορά στη λογική των πραγμάτων είτε για να εγκλειστεί στο όραμά του. Ο μυστικός όπως και ο ακτιβιστής δεν κάνουν ποίηση — δεν τους χρειάζεται να κάνουν ποίηση. Αν κάθε μορφή τέχνης αποτελεί ένα αίτημα επικοινωνίας, ένα δρόμο για να βρει κανείς τον εαυτό του μέσα στους άλλους, ωστόσο είναι μόνο ένας δρόμος — όχι ένα φτάσιμο. Ο Θεός κάνει την τέχνη περιττή.

Η επέμβαση της συνείδησης στον αρχέγονο θυμικό χώρο παρεμβάλλει ανάμεσα σε μας και τη μαγική λειτουργία την αισθητική σύμβαση, δηλ. την αγωγή του «απίστου» που παραμένοντας έξω από τον δεσμευτικό κύκλο του «ξορκιού» δεν συμμετέχει αλλά θεάται τα δρώμενα. Αυτή η ιστορική απόσταση είναι ένα γεγονός τόσο «ανεπανόρθωτο» όσο και ο πολιτισμός. Το τελετουργικό στοιχείο αφού ξεχώρισε από την αιματηρή πράξη πέρασε φιλτραρισμένο στην αισθητική — το αίμα έγινε μελάνι. Αυτό ακριβώς το «ψέμα», η ειδική αχρηστία και «ματαιότητα» συνιστά την ιδιότητα και το «αδιέξοδο» της τέχνης από τότε που κέρδισε την αυτοσυνείδησή της χάνοντας μυθικά την εξουσία της.


Εν ονόματι αυτής της μυθικής εξουσίας της τέχνης και της «χαμένης ενότητας» του κόσμου παραδίδεται στο λιθοβολισμό ο πιο προσιτός αποδιοπομπαίος τράγος του αιώνα μας, ο «ορθός λόγος». Όμως «ενότητα» δεν υπήρξε ποτέ — εκτός αν βάλουμε σε παρένθεση το σκοτεινό κομμάτι της ανθρώπινης πραγματικότητας. Κάτω από κάθε κλασσική «αρμονία» θα βρούμε πάντα τα κόκκαλα όσων πλήρωσαν τα έξοδα αυτής της ωραίας εικόνας.

Ο θρησκευτικός οικουμενισμός διατηρώντας τις απαραίτητες παρενθέσεις αποκαθιστά διαρκώς την αρμονία και την ενότητα σε εξωιστορικούς και εξωλογικούς χώρους. Η βασιλεία του «καλού» δεν είναι του κόσμου τούτου και η θεία βούληση δεν είναι προσιτή στο πεπερασμένο ανθρώπινο πνεύμα. Μ’ αυτή τη μέθοδο το «κακό» μετατίθεται από τους εκάστοτε συγκεκριμένους φορείς του στην αφηρημένη ανθρώπινη «κακότητα», δηλ. στον «πειρασμό» της λογικής.

Έτσι τα κουρέλια του αστικού ρασιοναλισμού γίνονται πάλι ο εύκολος στόχος του μυστικιστικού επιχειρήματος που θριαμβολογεί χωρίς να υποψιάζεται πως κι ο ίδιος ο σύγχρονος μυστικισμός δεν είναι παρά η άλλη όψη του «αμαρτωλού» πολιτισμού: Στην πνευματική συρρίκνωση και το τεχνητό φως του θετικισμού αντιστοιχεί το τεχνητό ημίφως και η «γοητεία» του ιρασιοναλισμού ˙ στην τεχνοκρατική κοσμικότητα ή εκκεντρική θρησκευτικότητα και η ψευδομεταφυσική ˙ στην πολιτική βία ο ακαδημαϊκός «ιδεαλισμός».

Οι μανιώδεις κυνηγοί της «γνησιότητας» και του «αυθεντικού» αγνοούν πώς παίρνουν μέρος σ’ ένα τουριστικό σαφάρι — ενώ τα τελευταία λιοντάρια κάνουν ήδη καριέρα στο τσίρκο.


Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος
Περιοδικό σημειώσεις #2, Γενάρης 1974


Για την αντιγραφή: Σωτήρης Λυκουργιώτης



[1] Βλ. του θέμα του Άμλετ στον Λαφόργκ και την ποίηση του Έλιοτ μέχρι το 1920.
[2] Ζ. Λορέντζατος, Το χαμένο Κέντρο, Μελέτες 1966.
[3] Στ. Ροζάνης, Biographia, Λύσεις 15.


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου