Τζαζ, η αιώνια μόδα


του Τέοντορ Αντόρνο 
(το κείμενο γράφτηκε το 1953. Στα ελληνικά περιλαμβάνεται στο βιβλίο Τέχνη και μαζική κουλτούρα)




Πέρασαν σχεδόν πενήντα χρόνια από τότε που ξέσπασε στην Αμερική (1914) ο μεταδοτικός ενθουσιασμός για την τζαζ˙ σ’ όλο το διάστημα η τζαζ διατηρεί τη θέση της ως μαζικό φαινόμενο. Παρά τις δηλώσεις των ιστορικών που την προπαγανδίζουν, η μέθοδός της έχει μείνει ουσιαστικά ανάλλακτη: η προϊστορία της μας φέρνει πίσω σ’ ορισμένα τραγούδια από το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, όπως το «Turkey in the Straw» και το «Old Zip Coon». Η τζαζ είναι μια μουσική που αναμειγνύει την πιο στοιχειώδη μελωδική, αρμονική, μετρική και τυπική δομή με τη φαινομενικά διασπαστική αρχή της συγκοπής˙ στην πραγματικότητα, όμως, δεν διαταράσσει ποτέ τη χονδροειδή ενότητα του βασικού ρυθμού, την πανομοιότητα του μέτρου. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν συνέβη τίποτε στην τζαζ. Το μονοχρωματικό πιάνο υποχρεώθηκε να παραδώσει τον κυρίαρχο ρόλο που έπαιζε κατά την περίοδο του ράγκταϊμ σε μικρά σύνολα αποτελούμενα κυρίως από πνευστά όργανα. Η βιαιότητα των πρώτων τζαζ-μπαντ του Νότου και ιδίως της Νέας Ορλεάνης μετριάστηκε με την αύξηση της εμπορευματοποίησης και του ακροατηρίου. Όλες οι προσπάθειες για την επανάκτηση αυτής της αρχικής ζωντάνιας, είτε λέγονται «σουίνγκ» είτε «μπίμποπ», υποκύπτουν στις εμπορικές απαιτήσεις και χάνουν γρήγορα το κεντρί τους. Η αρχή της συγκοπής, που προσέλκυε στην αρχή την προσοχή χάρη στην υπερβολή της, έγινε στο μεταξύ τόσο αυτονόητη που δεν χρειάζεται πια να τονίσει τους αδύναμους χρόνους, όπως κανονικά θα έπρεπε να κάνει. Όποιος εξακολουθεί να χρησιμοποιεί τέτοιους χρόνους σήμερα χαρακτηρίζεται «γελοίος», παλιομοδίτικος, όπως ένα βραδινό φόρεμα του 1927. Το πνεύμα αντιλογίας έχει μετατραπεί σε «ομαλότητα» δεύτερης διαλογής. Η τζαζ-μορφή αντίδρασης έχει κατοχυρωθεί τόσο πολύ, που μια ολόκληρη γενιά νέων ακούει μόνο «συγκοπές», χωρίς να έχει επίγνωση της αρχικής σύγκρουσής τους με το βασικό μέτρο. Ωστόσο, τίποτε απ’ όλα αυτά δεν ακυρώνει το γεγονός ότι η τζαζ έχει μείνει κατά βάση στατική, ούτε λύνει το αίνιγμα που προκύπτει από τη διαπίστωση ότι ο κόσμος δεν βαριέται ποτέ τη μονοτονία της. Ο Winthrop Sargeant, διεθνώς γνωστός σήμερα ως συντάκτης της καλλιτεχνικής στήλης του περιοδικού Λάιφ, έχει γράψει το καλύτερο και το πιο αξιόπιστο βιβλίο πάνω στο θέμα˙ πέρασαν είκοσι πέντε χρόνια από τότε που έγραψε ότι η τζαζ δεν είναι κατά κανέναν τρόπο ένα καινούριο μουσικό ιδίωμα αλλά, αντίθετα, ότι είναι, «ακόμη και στις πολυπλοκότερες εκφάνσεις της, μια σειρά από διαρκώς επαναλαμβανόμενες φόρμουλες». Μια τέτοια αμερόληπτη παρατήρηση φαίνεται ότι μπορεί να γίνει μόνο στην Αμερική˙ στην Ευρώπη, όπου η τζαζ δεν έχει γίνει ακόμη ένα καθημερινό φαινόμενο, υπάρχει μια τάση, ιδιαίτερα ανάμεσα σε κείνους τους λάτρες της τζαζ που την έχουν υιοθετήσει ως κοσμοθεώρηση, να την κοιτούν ως διάσπαση της αρχικής, ανεμπόδιστης φύσης, ως θρίαμβο πάνω στη μουχλιασμένη, παραδοσιακή κουλτούρα-μουσείο. Όμως, ακριβώς όπως δεν μπορεί να αμφισβητηθεί η ύπαρξη των αφρικανών στοιχείων στην τζαζ, έτσι δεν μπορεί να αμφισβητηθεί και το γεγονός ότι η τελευταία ήταν ενσωματωμένη από την αρχή σ’ ένα άκαμπτο σχήμα, ότι οι ανυπότακτες κινήσεις της συνοδεύονταν από μια τάση τυφλής υπακοής, που την κάνουν να μοιάζει με τον σαδομαζοχιστικό τύπο που έχει περιγράφει από την αναλυτική ψυχολογία με το πρόσωπο που ερεθίζεται με τη μορφή του πατέρα, ενώ κατά βάθος τον θαυμάζει, που προσπαθεί να τον συναγωνιστεί και, παράλληλα, αντλεί ηδονή από την υποταγή του σ’ αυτόν, υποταγή την όποια απεχθάνεται απροκάλυπτα. Αυτή η τάση επιταχύνει την τυποποίηση, την εμπορευματοποίηση και την ακαμψία του μέσου καλλιτεχνικής έκφρασης. Οι συνέπειες αυτές οφείλονται στην ίδια την τζαζ κι όχι στη μεσολάβηση ενός πρόστυχου επιχειρηματία που εκφαυλίζει τη φωνή της φύσης χτυπώντας την από έξω. Η κακή χρησιμοποίηση της τζαζ δεν οφείλεται σε κάποια εξωτερική συμφορά, όπως υποστηρίζουν με μανία οι καθαρολόγοι υπεραμύντορες της «πραγματικής», «μη παραποιημένης» τζαζ, αλλά στην ίδια την τζαζ. Τα νέγρικα σπιρίτσουαλς, οι πρόδρομοι των μπλουζ, ήταν τραγούδια των δούλων και γι’ αυτό συνδύαζαν το θρήνο της ανελευθερίας με την καταπιεσμένη επιβεβαίωσή της. Επιπλέον, είναι δύσκολο να απομονώσουμε τα αυθεντικά νέγρικα στοιχεία της τζαζ. Το λευκό λούμπεν προλεταριάτο συμμετείχε επίσης στην προϊστορία της, πριν ακόμη προβληθεί αυτή τόσο εντυπωσιακά σε μια κοινωνία που έδειχνε σαν να την περίμενε και που ήταν από πολύ πιο πριν εξοικειωμένη μαζί της, αφού ήξερε το χορό ‘κέικ γουόκ’ και το χορό με κλακέτες.


Αύτη ακριβώς η ασήμαντη παρακαταθήκη μεθόδων και χαρακτηριστικών, δηλαδή ο αυστηρός αποκλεισμός κάθε απείθαρχης παρόρμησης, κάνει τόσο δύσκολη την κατανόηση της ανθεκτικότητας που έχει η τζαζ στο πέρασμα του χρόνου (αξίζει να θυμηθούμε ότι η τζαζ δέχεται την αλλαγή μόνο όταν αναγκαστεί να κάνει κάτι τέτοιο και μόνο για να υπακούσει στις επιταγές της διαφήμισης). Εκείνο που μετράει είναι ότι η τζαζ καθιερώθηκε, για μια σύντομη αιωνιότητα, στα μέσα μιας φάσης που δεν είναι καθόλου στατική. Επίσης, δεν δείχνει ούτε την παραμικρή διάθεση να παρατήσει κάποιο μέρος του μονοπωλίου της˙ αντίθετα, δείχνει συνεχώς μια τάση προσαρμογής στο αυτί του ακροατή, τόσο στο εξοικειωμένο όσο και στο ανίδεο. Η τζαζ είναι πάντα της μόδας. Εδώ και πενήντα περίπου χρόνια οι παραγωγές της μένουν τόσο εφήμερες όσο και τα εποχιακά στυλ. Η τζαζ είναι μια μορφή μανιεριστικής ερμηνείας. Όπως συμβαίνει μ’ όλες τις μόδες, αυτό που είναι σημαντικό είναι το «σόου» όχι το ίδιο το πράγμα˙ αντί να έχουμε συνθέσεις της ίδιας της τζαζ, έχουμε μεταμφιέσεις της «ελαφριάς μουσικής», αυτού του φοβερά κακόγουστου προϊόντος της βιομηχανίας δημοφιλών τραγουδιών. Οι θαυμαστές (και όχι οι φανατικοί) της τζαζ το καταλαβαίνουν αυτό, και γι’ αυτό προτιμούν να υπογραμμίζουν τα αυτό σχεδιαστικά χαρακτηριστικά της μουσικής αυτής. Αλλά αυτά είναι περιττά ξόμπλια. Κάθε πρόωρα αναπτυγμένος αμερικάνος τινέιτζερ ξέρει ότι η σημερινή ρουτίνα πολύ λίγο χώρο αφήνει για οποιονδήποτε αυτοσχεδιασμό και ότι αυτό που φαίνεται σαν αυθορμητισμός είναι στην πραγματικότητα σχεδιασμένο με επιμέλεια από πριν με ακρίβεια μηχανής. Ακόμη και εκεί όπου υπάρχει αληθινός αυτοσχεδιασμός, στις αντιπολιτευόμενες ομάδες που εξακολουθούν ίσως ακόμη και σήμερα να ενδίδουν σε τέτοια πράγματα υποκινούμενες από την καθαρή απόλαυση, το μοναδικό υλικό είναι τα δημοφιλή τραγούδια. Έτσι, οι λεγόμενοι αυτοσχεδιασμοί ανάγονται στο να αναμασούν περισσότερο η λιγότερο διατακτικά τις βασικές φόρμουλες που αντιπροσωπεύουν απόλυτα το γενικό σχήμα. Ακόμη και οι αυτοσχεδιασμοί προσαρμόζονται σε μεγάλο βαθμό σε κανόνες και επαναλαμβάνονται σταθερά. Η ακτίνα του επιτρεπτού στην τζαζ είναι καθορισμένη τόσο όσο και η αντίστοιχή της στη «γραμμή» των φορεμάτων. Απέναντι στην πληθώρα των διαθέσιμων δυνατοτήτων για την ανακάλυψη και τη μεταχείριση του μουσικού υλικού η τζαζ αποδείχτηκε εξαιρετικά φτωχή. Ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιεί τις υπάρχουσες μουσικές τεχνικές μοιάζει εντελώς αυθαίρετος. Η κατάρα της αλλαγής του βασικού ρυθμού της μουσικής είναι από μόνη της ικανή να περιορίσει τη σύνθεση σ’ ένα σημείο όπου αυτό που χρειάζεται δεν είναι η αισθητική επίγνωση του στυλ αλλά η ψυχολογική υποστροφή. Οι περιορισμοί που επιβάλλονται στο μέτρο, στην αρμονία και στη μορφή δεν είναι λιγότερο ασφυκτικοί. Ως σύνολο, η αιώνια πανομοιότητα της τζαζ δεν οφείλεται σε μια βασική οργάνωση του υλικού, στην οποία μπορεί να περιπλανιέται ελεύθερα και χωρίς αναστολή η φαντασία όπως κάνει στον έναρθρο λόγο, αλλά στην αποκλειστική χρησιμοποίηση ορισμένων καλοσχεδιασμένων τρικ, φόρμουλων και κλισέ. Μοιάζει με τη σπασμωδική επιμονή κάποιου να μη θέλει να δει την εικόνα ενός ορισμένου έτους, επιμονή που εκφράζεται στην άρνησή του να σχίσει τη σελίδα του ημερολογίου. Η μόδα ενθρονίζεται σαν κάτι μόνιμο κι έτσι θυσιάζει την αξιοπρέπειά της, που δεν είναι άλλη από την προσωρινότητα της.

Για να καταλάβει κανείς πώς μπορεί να περιγράφει μια ολόκληρη περιοχή από μερικές απλές συνταγές, πρέπει να ελευθερωθεί από τα κλισέ, τη «ζωντάνια» και το «ρυθμό της εποχής», που εξυμνούνται από τη διαφήμιση, τις εφημερίδες και, στο τέλος, από τα ίδια τα θύματα. Η αλήθεια είναι ότι αυτό που έχει να προσφέρει από άποψη ρυθμού η τζαζ είναι εξαιρετικά περιορισμένο. Τα πιο εντυπωσιακά στοιχεία της τζαζ έχουν δημιουργηθεί, αναπτυχθεί και ξεπεραστεί ανεξάρτητα απ’ αυτήν, από τη σοβαρή μουσική (από τον Μπράμς και έπειτα). Και η «ζωντάνια» της δεν μπορεί να παρθεί στα σοβαρά απέναντι σε μια μέθοδο μαζικής παραγωγής που είναι τυποποιημένη ως τις λεπτότερες αποχρώσεις της. Ιδιαίτερα στην Ευρώπη οι ιδεολόγοι της τζαζ θεωρούν εσφαλμένα το σύνολο των ψυχοτεχνικά υπολογισμένων και δοκιμασμένων εφέ ως έκφραση μιας συναισθηματικής κατάστασης, που την ψευδαίσθησή της δημιουργεί στον ακροατή η τζαζ˙ αλλά μια τέτοια άποψη μοιάζει μ’ εκείνην που ταυτίζει τα φυσιολογικά ή θλιμμένα πρόσωπα των σταρ του κινηματογράφου, που έχουν διαμορφωθεί σύμφωνα με τα πορτρέτα διάσημων προσωπικοτήτων όπως της λαίδης Χάμιλτον και της Λουκρητίας Βοργία, με τις τελευταίες. Αυτό το όποιο είναι, για την ηλίθια αθωότητα, μια ζούγκλα είναι, στην πραγματικότητα, φτιαγμένο ολοκληρωτικά στο εργοστάσιο, ακόμη και στις περιπτώσεις που ο αυθορμητισμός διαφημίζεται ως καινούρια ατραξιόν. Η παράδοξη αθανασία της τζαζ έχει τις ρίζες της στην οικονομία. Ο συναγωνισμός στην αγορά της κουλτούρας έχει αποδείξει την αποτελεσματικότητα ορισμένων τεχνικών, όπως της «συγκοπής», των ημιφωνητικών, ημιοργανικών ήχων, των ιμπρεσιονιστικών αρμονιών και της πλούσιας ενοργάνωσης, που υποδεικνύει ότι «τίποτε δεν είναι πολύ καλό για μας». Ύστερα, αυτές οι τεχνικές ξεδιαλέγονται και αναμειγνύονται καλειδοσκοπικά σε όλο και πιο καινούριους συνδυασμούς, χωρίς να λαμβάνει χώρα ούτε και η πιο ανεπαίσθητη αλληλεπίδραση ανάμεσα στο συνολικό σχήμα και στις όχι λιγότερο σχηματικές λεπτομέρειες. Αυτό που μένει στο τέλος είναι η έκβαση του συναγωνισμού (που δεν είναι και πολύ «ελεύθερος»). Το ραδιόφωνο αναλαμβάνει στο τέλος την τακτοποίηση των τελευταίων λεπτομερειών ολόκληρης της «δουλειάς». Οι επενδύσεις που γίνονται στις «μεγάλες μπάντες» (που η φήμη τους εξασφαλίζεται από μια επιστημονικά οργανωμένη προπαγάνδα) και το χρήμα που χρησιμοποιείται για την προώθηση μουσικών «μπεστ-σέλερ» προγραμμάτων, όπως του «Hit Parade», από τις φίρμες που αγοράζουν από το ραδιόφωνο χρόνο για διαφήμιση, μετατρέπει την οποιαδήποτε απόκλιση από τον κανόνα σε ρίσκο. Επιπλέον, η τυποποίηση σημαίνει το δυνάμωμα της μόνιμης καθυπόταξης του ακροατηρίου και των εξαρτημένων ανακλαστικών του. Οι άνθρωποι που έχουν τη δύναμη στα χέρια τους περιμένουν από το ακροατήριο να ζητάει μόνο αυτό το όποιο έχει συνηθίσει και να εξοργίζεται όταν διαψεύδονται οι προσδοκίες του και η ικανοποίησή του (που θεωρείται ως αναφαίρετο δικαίωμα του πελάτη). Ακόμη κι όταν γίνονται προσπάθειες να γίνει κάτι πραγματικά διαφορετικό στο χώρο της ελαφριάς μουσικής, οι προσπάθειες αυτές είναι καταδικασμένες από την αρχή λόγω της ύπαρξης του οικονομικού συγκεντρωτισμού.

Ο αξεπέραστος χαρακτήρας ενός φαινομένου που είναι εγγενώς εξαρτημένο και αυθαίρετο αντανακλά κάτι από την αυθαίρετη φύση των παρόντων κοινωνικών ελέγχων. Όσο πιο ολοκληρωτικά εξαλείφει η βιομηχανία της κουλτούρας όλες τις αποκλίσεις από τον κανόνα (στερώντας έτσι το medium από τις εσωτερικές του δυνατότητες ανάπτυξης), τόσο περισσότερο ακινητοποιείται η ηχηρή δυναμική του συστήματος. Όπως ακριβώς κανένα κομμάτι της τζαζ δεν μπορεί να έχει μια ιστορία (και μιλάμε εδώ για «μουσική ιστορία»), όπως ακριβώς όλα τα συστατικά του στοιχεία μπορούν να μετακινηθούν κατά βούληση και όπως ακριβώς κανένα μεμονωμένο μέτρο δεν προκύπτει από τη λογική της μουσικής διαδικασίας, έτσι και η αιώνια μόδα γίνεται φωτογραφία μιας σχεδιοποιημένης, απολιθωμένης κοινωνίας όχι και πολύ διαφορετικής από το εφιαλτικό όραμα του Θαυμαστού Καινούριου Κόσμου του Χάξλεϋ. Το κατά πόσο αυτό που εκφράζει η εκθέτει εδώ η ιδεολογία είναι η τάση μιας επερσυσσωρευτικής κοινωνίας να ξαναγυρίσει πίσω στο στάδιο της απλής αναπαραγωγής, είναι ένα θέμα που αφορά τους οικονομολόγους. ο φόβος που σημάδευε τα τελευταία κείμενα ενός πικρά απογοητευμένου Thornstein Veblen, ότι το παιχνίδι των οικονομικών και κοινωνικών δυνάμεων τείνει να ακινητοποιηθεί σε μια αρνητική ιστορική κατάσταση, σ’ ένα είδος φεουδαρχισμού υψηλής ισχύος, μπορεί να είναι αδικαιολόγητος, αλλά, μολαταύτα, είναι η βαθύτερη επιθυμία της τζαζ. Η εικόνα ενός τεχνικού κόσμου έχει μια ανιστορική πλευρά που της επιτρέπει να χρησιμεύσει ως μυθικός αντικατοπτρισμός της αιωνιότητας. Η σχεδιοποιημένη παραγωγή μοιάζει να απαλλάσσει τη διαδικασία της ζωής απ’ ό,τι δεν μπορεί να ελεγχτεί, να προβλεφτεί και να υπολογιστεί από τα πριν κατά συνέπεια την απαλλάσσει και από το αυθεντικά καινούριο, απ’ αυτό που δίνει στην ιστορία το νόημά της˙ επιπρόσθετα, η μορφή της τυποποιημένης μαζικής παραγωγής των ειδών μετατρέπει τη χρονική ακολουθία των αντικειμένων σε επανάληψη του ενός. Το γεγονός ότι μια ατμάμαξα του 1920 φαίνεται διαφορετική από μια άλλη που είναι φτιαγμένη το 1950 αφήνει μια παράδοξη εντύπωση˙ γι’ αυτόν το λόγο είναι διακοσμημένες οι πιο σύγχρονες ταχείες με φωτογραφίες απαρχαιωμένων μοντέλων. Οι σουρεαλιστές, που έχουν πολλά κοινά με την τζαζ, έχουν επικαλεστεί αυτό το είδος εμπειρίας ήδη από τον Απολλιναίρ: «εδώ ακόμη και τα αυτοκίνητα μοιάζουν παλιά». Ίχνη της εμπειρίας αυτής έχουν αφομοιωθεί ασυνείδητα από την αιώνια μόδα˙ η τζαζ, που ξέρει τι κάνει όταν συμμαχεί με την τεχνική, συνεργάζεται στην κατασκευή του «τεχνολογικού πέπλου» μέσω του αυστηρά επαναλαμβανόμενου, αλλά κενού θρησκευτικού τυπικού της και υποθάλπει την αυταπάτη ότι ο εικοστός αιώνας είναι η γεμάτη σκλάβους και ατέλειωτες δυναστείες αρχαία Αίγυπτος. Αυτό είναι όμως μια αυταπάτη γιατί, παρόλο που το σύμβολο της τεχνολογίας μπορεί να είναι ο ομοιόμορφα περιστρεφόμενος τροχός, οι εσωτερικές της δυνάμεις αναπτύσσονται σε ανυπολόγιστο βαθμό ενόσω καθοδηγούνται από μια κοινωνία που προχωράει προς τα εμπρός μέσω των εσωτερικών της εντάσεων, που επιμένει να διατηρεί την ανορθολογικότητα της και που παρέχει στους ανθρώπους πολύ περισσότερη ιστορία απ’ όση θέλουν. Η αχρονικότητα προβάλλεται στην τεχνολογία από μια παγκόσμια τάξη πραγμάτων που ξέρει ότι αλλαγή σημαίνει κατάρρευση. Ωστόσο, η ψευτοαιωνιότητα διαψεύδεται από το τυχαίο και την κατωτερότητα που έχουν γίνει καθολικές αρχές. Οι άνθρωποι των σημερινών Χιλιετών Ράιχ μοιάζουν με εγκληματίες και η αιώνια κίνηση της μαζικής κουλτούρας είναι αυτή του ακοινωνικού προσώπου. Το γεγονός ότι από όλα τα διαθέσιμα τρικ μόνο η «συγκοπή» ήταν εκείνο που επέβαλε μια μουσική δικτατορία πάνω στις μάζες, θυμίζει τη βαναυσότητα που χαρακτηρίζει τις τεχνικές (όσο ορθολογικές κι αν είναι καθαυτές) από τη στιγμή που μπαίνουν στην υπηρεσία ενός ανορθολογικού ολοκληρωτικού ελέγχου. Οι μηχανισμοί που, στην πραγματικότητα, είναι αναπόσπαστο μέρος ολόκληρης της σημερινής ιδεολογίας, της βιομηχανίας της κουλτούρας, διακρίνονται πολύ εύκολα μέσα στην τζαζ, παρά το γεγονός ότι η απουσία τεχνικών γνώσεων κάνει εδώ πιο δύσκολο τον εντοπισμό τους απ’ ό,τι π.χ. στα φιλμ. Ωστόσο, ακόμη και η τζαζ παίρνει ορισμένες προφυλάξεις. Παράλληλα με την τυποποίηση πάει η ψευτοεξατομίκευση. Όσο περισσότερο χαλιναγωγείται ο ακροατής, τόσο λιγότερο αφήνεται να το καταλάβει αυτό. Του έχουν πει ότι η τζαζ είναι «καταναλωτική τέχνη», φτιαγμένη ειδικά γι’ αυτόν. Τα ιδιαίτερα εφέ, με τα όποια γεμίζει η τζαζ το σχήμα της, και πριν απ’ όλα η «συγκοπή», πασχίζουν να δημιουργήσουν την εντύπωση ότι είναι το ξέσπασμα (ή η γελοιογραφία) της ανεμπόδιστης υποκειμενικότητας –στην πραγματικότητα, της υποκειμενικότητας του ακροατή– ή ότι είναι η πιο λεπτή απόχρωση, μια απόχρωση που αφιερώνεται στη δόξα του ακροατηρίου. Αλλά η μέθοδος παγιδεύεται στο ίδιο της το δίχτυ. Γιατί, ενώ πρέπει να υπόσχεται συνεχώς στους ακροατές της κάτι διαφορετικό, να προκαλεί την προσοχή τους και να μη μένει μονότονη, δεν μπορεί να απαλλαχτεί από την πεπατημένη˙ πρέπει να είναι πάντα καινούρια και πάντα ίδια. Γι’ αυτόν το λόγο οι αποκλίσεις από τον κανόνα είναι εξίσου τυποποιημένες με τα στάνταρ που χρησιμοποιούνται˙πράγματι, αυτοανακαλούνται ακριβώς τη στιγμή που εμφανίζονται. Η τζαζ, όπως και καθετί άλλο στη βιομηχανία της κουλτούρας, ικανοποιεί τις επιθυμίες μόνο και μόνο για να τις διαψεύσει την ίδια στιγμή. Οι οπαδοί της τζαζ, που αντιπροσωπεύουν τον ακροατή της μουσικής, γενικά, και παίζουν τον μη κομφορμιστή, χάνουν, στην πραγματικότητα, όλο και περισσότερο τον εαυτό τους. Τα ατομικά χαρακτηριστικά που δεν συμφωνούν με τον κανόνα πλάθονται, στην πραγματικότητα, απ’ αυτόν και γίνονται σημάδια ακρωτηριασμού. Τρομοκρατημένοι, οι οπαδοί της τζαζ ταυτίζονται με την κοινωνία, την οποία φοβούνται γιατί τους έκανε αυτό που είναι. Αυτό προσδίδει στο εθιμοτυπικό της τζαζ τον καταφατικό του χαρακτήρα, δηλαδή την ευνοϊκή υποδοχή του σε μια κοινότητα ίσων αλλά ανελεύθερων ανθρώπων. Γι’ αυτό η τζαζ μπορεί να ζητήσει την αυτοδικαιολόγησή της από τη μάζα των ακροατών με μια διαβολικά καλή συνείδηση. Οι τυποποιημένοι τρόποι ενέργειας, που κυριαρχούν χωρίς να αμφισβητούνται ποτέ, προκαλούν τυποποιημένες αντιδράσεις. Οι καλοπροαίρετοι παιδαγωγοί, που πιστεύουν ότι μια αλλαγή στον προγραμματισμό θα μπορούσε να κάνει το καταπιεσμένο και βιασμένο άτομο να επιθυμήσει κάτι καλύτερο, είναι πολύ μωρόπιστοι. Οι αλλαγές των προγραμμάτων, ακόμη κι όταν δεν ξεπερνούν πολύ την ιδεολογική σφαίρα της βιομηχανίας της κουλτούρας, απορρίπτονται με βάναυσο τρόπο στην πραγματικότητα. Ο κόσμος είναι τόσο εξοικειωμένος με τις ανοησίες που του προσφέρονται, που δεν μπορεί να τις απορρίψει, ακόμη κι όταν αναγνωρίζει θαμπά τον πραγματικό τους χαρακτήρα. Αντίθετα, νιώθει υποχρεωμένος να δυναμώσει τον ενθουσιασμό του για να πείσει τον εαυτό του ότι ο εξευτελισμός του είναι η καλή του τύχη. Η τζαζ προωθεί σχήματα κοινωνικής συμπεριφοράς με τα όποια οφείλει να συμβιβαστεί ο κόσμος. Η τζαζ καθιστά ικανούς τους ανθρώπους να εφαρμόσουν αυτούς τους τρόπους συμπεριφοράς˙ οι άνθρωποι την αγαπούν ακόμη περισσότερο επειδή κάνει λιγότερο βαριά την αποδοχή του αναπόφευκτου. Η τζαζ αναπαράγει την ίδια της τη μαζική βάση˙ αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι μειώνει την ευθύνη αυτών που την παράγουν. Η αιωνιότητα της μόδας είναι ένας φαύλος κύκλος.

Όπως δείχτηκε πειστικά από τον David Riesman, οι οπαδοί της τζαζ μπορούν να χωριστούν σε δύο εύκολα διακριτές ομάδες. Στον εσωτερικό κύκλο βρίσκονται οι ειδήμονες, η αυτοί που τονίζουν πως είναι τέτοιοι. Συχνά είναι οι πιο παθιασμένοι λάτρες εκείνοι που επιδεικνύουν την καθιερωμένη ορολογία και διαφοροποιούν τα «στυλ» της τζαζ με στόμφο˙ ωστόσο, πολύ σπάνια μπορούν να εξηγήσουν, χρησιμοποιώντας τεχνικούς μουσικούς όρους, αυτό που τους συγκινεί τόσο πολύ. Οι περισσότεροι πιστεύουν ότι ανήκουν στην πρωτοπορία κι έτσι συμμετέχουν σε μια σύγχυση που έχει γίνει καθολική σήμερα. Μεταξύ των συμπτωμάτων της αποσάθρωσης της κουλτούρας και της παιδείας, ένα (και όχι το λιγότερο) είναι το γεγονός: ότι ποτέ δεν εξετάζεται κριτικά και, μάλιστα, ούτε καν γίνεται αντιληπτή η οπωσδήποτε αμφισβητήσιμη διάκριση μεταξύ αυτόνομης, «υψηλής» τέχνης και εμπορικής, «ελαφριάς» τέχνης. Και, σήμερα που ορισμένοι ηττοπαθείς διανοούμενοι έχουν βάλει την πρώτη αντιμέτωπη με τη δεύτερη, οι ακαλλιέργητοι υπέρμαχοι της βιομηχανίας της κουλτούρας μπορούν να περηφανεύονται ότι βαδίζουν στην πρώτη γραμμή του πνεύματος της εποχής (Zeitgeist). Η οργάνωση της κουλτούρας σε «επίπεδα», όπως είναι το πρώτο, το δεύτερο και το τρίτο πρόγραμμα (που αντιστοιχούν στους «κατώτερους», τους «μέσους» και τους «διανοούμενους» ακροατές ή θεατές) είναι αξιοκατάκριτη. Ωστόσο, δεν μπορεί να καταργηθεί από τους ακαλλιέργητους ανθρώπους που δηλώνουν πως είναι διανοούμενοι. Η νόμιμη δυσφορία απέναντι στην κουλτούρα παρέχει μια πρόφαση, αλλά ούτε το παραμικρό επιχείρημα για την εξύμνηση ενός εξαιρετικά ορθολογικοποιημένου τομέα της μαζικής παραγωγής, ενός τομέα που εξευτελίζει και προδίδει την κουλτούρα χωρίς καθόλου να την υπερβαίνει, παρουσιάζοντάς την ως χαραυγή μιας καινούριας αισθαντικότητας η συγχέοντάς την με τον κυβισμό, την ποίηση του Έλλιοτ και την πεζογραφία του Τζόυς. Η παρακμή δεν είναι αρχή˙ αρχή είναι η ιδεολογία της παρακμής. Όποιος επιτρέπει στην αυξανόμενη ευυποληψία της μαζικής κουλτούρας να τον παρασύρει σε μια εξομοίωση ενός δημοφιλούς τραγουδιού με τη μοντέρνα τέχνη, χάρη στις λίγες φάλτσες νότες που ξεπηδούν από ένα κλαρινέτο˙ όποιος μπερδεύει μια τρίφωνη συγχορδία διακοσμημένη με «βρώμικες νότες» με την ατονικότητα, έχει ήδη παραδοθεί στη βαρβαρότητα. Η τέχνη που έχει εκφυλιστεί σε «κουλτούρα» πληρώνει ένα βαρύ τίμημα: ταυτίζεται πολύ εύκολα με τα σκάρτα προϊόντα της. Η παιδεία, που παραδοσιακά ήταν το προνόμιο των λίγων, έχει πληρώσει το τίμημά της με την ενσυνείδητη αγραμματοσύνη, που ονομάζει «βασίλειο της ελευθερίας» τη χαύνωση της ανεκτής υπερβολής.

Οι «ειδήμονες» οπαδοί της τζαζ εξεγείρονται διατακτικά και είναι πάντα έτοιμοι να σκύψουν το κεφάλι ακλουθώντας τον αρχηγό της τζαζ, που ενσωματώνει το «παραπάτημα» και την «προσεχή εμφάνιση στη σκηνή» στο συλλογικό στρατιωτικό βήμα. Υπάρχει μια εντυπωσιακή ομοιότητα ανάμεσα σ’ αυτού του είδους τον ενθουσιώδη οπαδό της τζαζ και σε πολλούς από τους νέους οπαδούς του λογικού θετικισμού, που απορρίπτουν τη φιλοσοφική κουλτούρα με τον ίδιο ζήλο με τον όποιο οι πιστοί της τζαζ κόβουν τις σχέσεις τους με την παράδοση της σοβαρής μουσικής. Ο ενθουσιασμός μετατρέπεται σε μια προσγειωμένη στάση, στην οποία κάθε συναίσθημα συνδέεται με την τεχνική, που είναι εχθρική προς οποιοδήποτε νόημα. Οι πιστοί αυτοί νιώθουν ασφαλείς μέσα σ’ ένα σύστημα τόσο καλά οργανωμένο, που απαγορεύει την εμφάνιση οποιοσδήποτε λάθους, και η καταπιεσμένη λαχτάρα για πράγματα που βρίσκονται έξω από το σύστημα παίρνει τη μορφή μιας αδιάλλακτης έχθρας και βρίσκει έκφραση σε μια στάση που συνδυάζει την ανώτερη γνώση του μυημένου με τον επηρμένο χαρακτήρα του προσώπου που δεν τρέφει αυταπάτες. Η πομπώδης κοινοτοπία, η ρηχότητα που παρουσιάζεται ως αποδεικτική βεβαιότητα, εικονίζει τη δειλή άμυνα απέναντι σε κάθε είδος αυτοστοχασμού. Όλες αυτές οι παλιές μορφές αντίδρασης έχουν χάσει σήμερα την αθωότητα τους, έχουν αυτοχριστεί «φιλοσοφία» και έτσι έχουν γίνει αληθινά ολέθριες.

Συγκεντρωμένοι γύρω από τους ειδήμονες, σ’ ένα χώρο όπου λίγα καταλαβαίνει κανείς εκτός από τους κανόνες, βρίσκονται οι ακαθόριστοι, ανέκφραστοι οπαδοί της τζαζ. Κατά γενικό κανόνα είναι δηλητηριασμένοι από την αίγλη της μαζικής κουλτούρας, μια αίγλη που κατευθύνεται επιδέξια από την ίδια τη μαζική κουλτούρα. Οι άνθρωποι αυτοί είναι εκείνοι που ανήκουν σε κλαμπ θαυμασμού των σταρ του σινεμά ή συλλογής αυτόγραφων. Αυτό που είναι σημαντικό γι’ αυτούς είναι η αίσθηση του «ανήκειν», η ταύτιση, που γίνεται παραδεκτή χωρίς να εξετάζεται το περιεχόμενό της. Όπως τα κορίτσια, έχουν μάθει στους εαυτούς τους να λιποθυμούν όταν ακούνε τη φωνή ενός «μεγάλου τραγουδιστή». Τα χειροκροτήματά τους μεταδίδονται άμεσα από τα δημοφιλή ραδιοφωνικά προγράμματα που έχουν την άδεια να ακούνε. Αυτοαποκαλούνται «jitterbugs», μανιακοί που κάνουν αντανακλαστικές κινήσεις, εκτελεστές της ίδιας τους της έκστασης. Μόνο το ότι ενθουσιάζονται με το τίποτα, το ότι έχουν κάτι δικό τους, αντισταθμίζει την εξαθλίωση και τη στειρότητα της ύπαρξής τους. Η τάση της εφηβείας, που παραληρεί για το ένα πράγμα ή το άλλο τη μια μέρα έχοντας πάντα τη δυνατότητα να το καταδικάσει ως ηλίθιο την επόμενη, είναι σήμερα κοινωνικοποιημένη. Φυσικά, οι Ευρωπαίοι έχουν την τάση να παραβλέπουν το γεγονός ότι οι οπαδοί της τζαζ στην Ευρώπη δεν είναι κατά κανέναν τρόπο ίσοι με εκείνους της Αμερικής. Το στοιχείο της υπερβολής, της ανυποταξίας, που υπάρχει στην τζαζ, επιζεί ακόμη στην Ευρώπη αλλά όχι στην Αμερική. Η ανάμνηση των αναρχικών ριζών, τις όποιες μοιράζεται η τζαζ μ’ όλα τα σημερινά προκατασκευασμένα μαζικά κινήματα, έχει απωθηθεί σε τρομερό βαθμό, όσο κι αν εξακολουθεί να υποβόσκει κάτω από την επιφάνεια. Η τζαζ έχει σήμερα καθιερωθεί ως θεσμός. Ωστόσο, αυτό που είναι κοινό στους ενθουσιώδεις οπαδούς της τζαζ όλων των χωρών είναι το στοιχείο της υποταγής που εμφανίζεται κάτω από τη μορφή μιας γελοίας υπερβολής. Απ’ αύτη την άποψη το παιχνίδι τους θυμίζει τη βάναυση σοβαρότητα της μάζας των οπαδών στα ολοκληρωτικά κράτη, ακόμη κι αν η διαφορά παιχνιδιού και σοβαρότητας ισοδυναμεί με τη διαφορά ζωής και θανάτου. Η διαφήμιση για ένα ορισμένο τραγούδι που παίζεται από μια μεγάλη μπάντα είναι «ακολουθήστε τον αρχηγό σας». Παρόλο που οι αρχηγοί των ευρωπαϊκών δικτατοριών γίνονταν έξω φρενών με την τζαζ και την παρακμή που αυτή επέφερε, η νεολαία των άλλων χωρών είχε, από πολύ καιρό πριν, επιτρέψει στον εαυτό της να ηλεκτρίζεται, όπως συμβαίνει και με τα εμβατήρια, από τα συγκοπτόμενου ρυθμού χορευτικά βήματα, από μπάντες, πού δεν είναι τυχαίο το ότι κατάγονται από τη στρατιωτική μουσική. Η διάκριση δυνάμεων κρούσης και ασύντακτων ακόλουθων έχει κάτι από τη διάκριση της ελίτ του κόμματος από το υπόλοιπο του «λαού».

Το μονοπώλιο της τζαζ έγκειται στην αποκλειστικότητα της προσφοράς και στην οικονομική δύναμη που βρίσκεται κάτω απ’ αυτήν. Ωστόσο, θα είχε πάψει να υπάρχει πριν από πολύ καιρό, αν αύτη η πανταχού παρούσα «σπεσιαλιτέ» δεν περιείχε κάτι «καθολικό», κάτι στο οποίο ανταποκρίνεται όλος ο κόσμος. Η τζαζ οφείλει να έχει μια «μαζική βάση», η τεχνική οφείλει να συνδέεται με κάποιο στοιχείο των υποκειμένων – ένα στοιχείο που μας παραπέμπει, βέβαια, στην κοινωνική δομή και στις τυπικές συγκρούσεις κοινωνίας και εγώ. Στη διαδικασία εντοπισμού αυτού του στοιχείου, το πρώτο πράγμα που μας έρχεται στο νου είναι ο εκκεντρικός κλόουν ή το αντίστοιχό του στις παλιές κωμωδίες του κινηματογράφου. Η ατομική αδυναμία προβάλλεται και ανακαλείται με τον ίδιο τρόπο, το «παραπάτημα» καθιερώνεται ως ένα είδος υψηλής δεξιοτεχνίας. Στη διαδικασία ενσωμάτωσης του ακοινωνικού, η τζαζ μοιάζει με τα εξίσου τυποποιημένα σχήματα του αστυνομικού μυθιστορήματος και των παραφυάδων του, που διαστρεβλώνουν η αποκαλύπτουν τον κόσμο κάνοντας καθημερινό κανόνα την ακοινωνικότητα και το έγκλημα, αλλά που εξορκίζουν, ταυτόχρονα, τη γοητευτική και απειλητική πρόκληση μέσω του αναπόφευκτου θριάμβου της Τάξης. Μόνο η ψυχαναλυτική θεωρία μπορεί να δώσει μια διαρκή εξήγηση αυτού του φαινομένου. Ο σκοπός της τζαζ είναι η μηχανική αναπαραγωγή ενός υπόστροφου στοιχείου, ενός συμβολισμού του ευνουχισμού. «Παράτα τον αντρισμό σου, δέξου τον ευνουχισμό» κοροϊδεύει και προτείνει μαζί ο ήχος της τζαζ μπαντ, που μοιάζει με τη φωνή ενός ευνούχου, «και θα ανταμειφτείς, θα γίνει δεκτός σε μια αδελφότητα που μοιράζεται μαζί σου το μυστήριο της ανικανότητας, ένα μυστήριο που αποκαλύπτεται τη στιγμή που γίνεται η τελετή μύησης». Αν αύτη η ερμηνεία της τζαζ —που οι σεξουαλικές επιπτώσεις της γίνονται καλύτερα κατανοητές από τους σοκαρισμένους αντίπαλούς της παρά από τους υπεραμύντορές της— φαίνεται αυθαίρετη και παρατραβηγμένη, αυτό δεν αναιρεί καθόλου το γεγονός ότι μπορεί να τεκμηριωθεί από αναρίθμητες λεπτομέρειες τόσο της μουσικής όσο και των στίχων των τραγουδιών. Στο βιβλίο American Jazz Music, ο Wilder Hobson περιγράφει τον παλιό αρχηγό μιας τζαζ μπαντ Mike Riley ως έναν εκκεντρικό μουσικό που κατάφερνε να ακρωτηριάσει τα όργανα. «Τα μέλη της μπάντας πετούσαν νερά και έσκιζαν τα ρούχα τους και ο Mike Riley έδινε ίσως την καλύτερη κωμική παράσταση τρομπονιού, μια τρελή ερμηνεία της “Dinah” κατά τη διάρκεια της όποιας διέλυε το κόρνο και το συναρμολογούσε ξανά με αλλοπρόσαλλο τρόπο˙ στο τέλος, ο σωλήνας κρεμόταν όπως τα χάλκινα αντικείμενα σ’ ένα παλιατζίδικο, ενώ έβγαζε ακόμα έναν αμυδρά αρμονικό ήχο.» Πολύ πιο πριν, ο Virgil Thomson είχε συγκρίνει τις εκτελέσεις του διάσημου τρομπετίστα της τζαζ Λούις Άρμστρονγκ μ’ εκείνες των μεγάλων castrati του 18ου αιώνα. Ολόκληρη η σφαίρα διαποτίζεται από μια ορολογία που κάνει διάκριση μεταξύ «μακρυμάλληδων» και «κοντοκουρεμένων» μουσικών. Οι τελευταίοι είναι τζαζίστες που κερδίζουν χρήματα και μπορούν να υποστηρίζουν ότι είναι παρουσιάσιμοι˙ οι άλλοι είναι μια καρικατούρα του πιανίστα με τη μακριά χαίτη και συγκεντρώνονται κάτω από τον ελάχιστα σεβαστό τύπο του καλλιτέχνη που πεθαίνει από την πείνα και περιφρονεί τους συμβατικούς κανόνες. Αυτό είναι το έκδηλο περιεχόμενο της ορολογίας. Αυτό που αντιπροσωπεύει ο «κοντοκουρεμένος» μουσικός δεν χρειάζεται περαιτέρω επεξεργασία. Με την τζαζ αποκτούν πάντα αίγλη οι αμόρφωτοι που κάθονται μπροστά στο πιάνο.

Πρόκειται πράγματι για αμόρφωτους. ο συμβολισμός του ευνουχισμού, θαμμένος βαθιά στις πρακτικές της τζαζ και αποκομμένος από τη συνείδηση μέσω της θεσμοποίησης της αιώνιας ομοιότητας, είναι, γι’ αυτόν το λόγο, εξαιρετικά ισχυρός. Και, από κοινωνιολογική άποψη, η τζαζ πραγματώνει, ακόμη και ως την ίδια τη φυσιολογία του υποκειμένου, την ενίσχυση και την επέκταση της αποδοχής ενός ρεαλιστικού, χωρίς όνειρα κόσμου, στον όποιο έχουν εξαλειφτεί όλες οι αναμνήσεις των πραγμάτων που δεν έχουν ενσωματωθεί πλήρως. Για να καταλάβει κανείς τη μαζική βάση της τζαζ, πρέπει να λάβει υπόψη του το ταμπού της καλλιτεχνικής έκφρασης στην Αμερική, ένα ταμπού που εξακολουθεί να υπάρχει παρά την επίσημη βιομηχανία της τέχνης και που επηρεάζει ακόμη και τις εκφραστικές παρορμήσεις των παιδιών η «προοδευτική» εκπαίδευση, που επιδιώκει να προβάλλει ως αυτοσκοπό τις δυνατότητες έκφρασης των παιδιών, είναι απλώς μια αντίδραση σ’ αυτό το πράγμα. Παρόλο που ο καλλιτέχνης είναι ως ένα σημείο ανεκτός και ως ένα σημείο ενσωματωμένος στη σφαίρα της κατανάλωσης ως «ψυχαγωγός», ως υπάλληλος (όπως ο σερβιτόρος), το στερεότυπο του καλλιτέχνη εξακολουθεί να είναι ο εσωστρεφής, ο εγωκεντρικός ηλίθιος και συχνά ο ομοφυλόφιλος. Τέτοια χαρακτηριστικά μπορούν να γίνουν ανεκτά στην περίπτωση των επαγγελματιών καλλιτεχνών (μια σκανδαλώδης ιδιωτική ζωή μπορεί να είναι μέρος της σφαίρας της ψυχαγώγησης)˙ ωστόσο, κάθε άλλος γίνεται αυτόματα ύποπτος, όταν εκδηλώσει κάποια αυθόρμητη καλλιτεχνική παρόρμηση που δεν ανταποκρίνεται σε μια προηγούμενη παραγγελία της κοινωνίας. Ένα παιδί που προτιμάει να ακούει σοβαρή μουσική ή να παίζει πιάνο από το να παρακολουθεί ένα παιχνίδι μπέιζμπολ ή να βλέπει τηλεόραση υποφέρει επειδή θεωρείται «αδελφή» στην τάξη του ή στις άλλες ομάδες στις όποιες ανήκει και οι όποιες έχουν πολύ μεγαλύτερη εξουσία απ’ αυτήν που έχουν οι γονείς ή οι δάσκαλοί του. Η εκφραστική παρόρμηση εκτίθεται στην ίδια απειλή του ευνουχισμού που συμβολίζεται και απαλύνεται μηχανικά και τελετουργικά στην τζαζ. Μολαταύτα, η ανάγκη για έκφραση, που δεν διατηρεί μια αναγκαία σχέση με την αντικειμενική ποιότητα της τέχνης, δεν μπορεί να καταργηθεί εντελώς, ειδικά κατά τη διάρκεια της ωριμότητας. Οι τινέιτζερς δεν εκμηδενίζονται ολοκληρωτικά από την οικονομική ζωή και το ψυχολογικό σύστοιχό της, την αρχή της πραγματικότητας. Οι αισθητικές παρορμήσεις τους δεν καταπνίγονται, αλλά μάλλον παροχετεύονται σε ορισμένα κανάλια. Η τζαζ είναι το προτιμούμενο μέσο της διαδικασίας αυτής. Στις μάζες των νεαρών που χρόνο με το χρόνο κυνηγούν την αιώνια μόδα, για να την ξεχάσουν πιθανώς μετά από λίγα χρόνια, προσφέρει μια συμβιβαστική λύση ανάμεσα στην αισθητική εξιδανίκευση και την κοινωνική προσαρμογή. Το «μη ρεαλιστικό», πρακτικά άχρηστο, φανταστικό στοιχείο μπορεί να επιβιώσει μόνο αν αλλάξει το χαρακτήρα του˙ οφείλει να πασχίζει συνεχώς να ξαναφτιάξει τον εαυτό του σύμφωνα με την εικόνα της πραγματικότητας, να επαναλαμβάνει τις διαταγές που του δίνει η πραγματικότητα, να υπακούει σ’ αυτές. Έτσι, επανενσωματώνει τον εαυτό του στη σφαίρα από την όποια προσπαθούσε να ξεφύγει. Η τέχνη χάνει την αισθητική της διάσταση και εμφανίζεται ως μέρος της ίδιας της προσαρμογής με την οποία έρχεται, από τη φύση της, σε σύγκρουση. Απ’ αυτή τη σκοπιά μπορούμε να καταλάβουμε ευκολότερα ορισμένα ασυνήθιστα χαρακτηριστικά της τζαζ, όπως π.χ. το ρόλο τον όποιο παίζει η διασκευή, ρόλος που δεν μπορεί να εξηγηθεί επαρκώς από τους όρους του τεχνικού καταμερισμού της εργασίας ή της μουσικής αγραμματοσύνης των δήθεν «συνθετών». Τίποτε δεν μπορεί να συνεχίσει να είναι αυτό που είναι από τη φύση του. Το καθετί πρέπει να ρυθμιστεί, να σφραγιστεί από μια προπαρασκευή που το φέρνει πιο κοντά στη σφαίρα του «πασίγνωστου» και που το κάνει, έτσι, ευκολότερα κατανοητό. Την ίδια στιγμή, αυτή η διαδικασία προπαρασκευής δείχνει στον ακροατή ότι η μουσική είναι φτιαγμένη γι’ αυτόν χωρίς όμως να τον εξυψώνει. Και, στο τέλος, η διασκευή σφραγίζει τη μουσική με την επίσημη έγκριση που μαρτυρεί, με τη σειρά της, την απουσία κάθε καλλιτεχνικής φιλοδοξίας που θα ήθελε να ξεφύγει από την πραγματικότητα, τη ροπή της μουσικής να κυλίσει μαζί με το ρεύμα. Αυτή είναι μια μουσική που δεν φαντάζεται πως είναι κάτι καλύτερο απ’ ό,τι είναι.

Η πρωτοκαθεδρία της προσαρμογής δεν είναι λιγότερο ουσιαστική για τον καθορισμό των ιδιαίτερων δεξιοτήτων που ζητάει η τζαζ από τους μουσικούς της, ως ένα βαθμό από τους ακροατές της και, βέβαια, από τους χορευτές που πασχίζουν να μιμηθούν τη μουσική. Η αισθητική τεχνική, με την έννοια της πεμπτουσίας των μέσων που χρησιμοποιούνται για την αντικειμενοποίηση ενός αυτόνομου θέματος, αντικαθίσταται από την ικανότητα ξεπεράσματος των εμποδίων, ενσωμάτωσης των αποδιοργανωτικών συντελεστών (όπως είναι οι συγκοπές) και έξυπνης εκτέλεσης της ιδιαίτερης πράξης που αποτελεί τη βάση των αφηρημένων κανόνων. Η αισθητική πράξη γίνεται σπορ μέσω της χρησιμοποίησης ενός συστήματος τρικ. Όταν το ελέγχεις, δείχνεις την πρακτικότητά σου. Το επίτευγμα του μουσικού και του ειδήμονα της τζαζ δεν είναι παρά ένα τεστ που περνιέται με επιτυχία. Αλλά η έκφραση, ο αληθινός φορέας της αισθητικής διαμαρτυρίας, καταβάλλεται από τη δύναμη ενάντια στην οποία διαμαρτύρεται. Κάτω από την επενέργεια αυτής της δύναμης αποκτά έναν φθονερό και άθλιο τόνο που δύσκολα και μόνο προς στιγμή μεταμφιέζεται σε αυστηρό και προκλητικό. Το υποκείμενο που εκφράζεται εκφράζει ακριβώς αυτό: Δεν είμαι τίποτε, είμαι αχρείος κι ό,τι κι αν μου κάνουν με εξυπηρετεί. Δυνητικά αυτό το υποκείμενο έχει γίνει ήδη ένας από κείνους τους Ρώσους που κατηγορούνται για κάποιο έγκλημα και, παρόλο που είναι αθώοι, συνεργάζονται με το δήμιο από την αρχή και είναι ανίκανοι να βρουν μια αρκετά αυστηρή τιμωρία. Αν αρχικά η αισθητική περιοχή είχε αναδυθεί ως αυτόνομη σφαίρα μέσα από το μαγικό ταμπού, που ξεχώριζε το ιερό από το καθημερινό επιδιώκοντας να διατηρήσει το πρώτο καθαρό, σήμερα το ανίερο παίρνει την εκδίκησή του από τον απόγονο της μαγείας, την τέχνη. Η τέχνη μπορεί να επιβιώσει μόνο αν αρνηθεί το δικαίωμα να είναι διαφορετική και μόνο αν ενσωματωθεί στην παντοδύναμη περιοχή του ανίερου που έχει πάρει τη θέση του ταμπού. Τίποτε δεν μπορεί να υπάρχει αν δεν μοιάζει με τον κόσμο όπως είναι αυτός. Η τζαζ είναι η ψεύτικη εκκαθάριση της τέχνης˙ χάνεται από την εικόνα αντί να είναι η ουτοπία που γίνεται πραγματικότητα.


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου