Lex Animata*: Μεσαιωνική πολιτική σκέψη και σύγχρονη αστυνομική πρακτική

*έμψυχος νόμος

Προμηθέας Δεσμώτης, Νικολά Σεμπαστιάν Αντάμ, Γαλλική Βασιλική Ακαδημία, 1762.

I
Ένα από τα βασικά γνωρίσματα της ελληνικής δημοκρατίας στην κλασική περίοδο ήταν ότι έκανε τον κάθε κάτοχο εξουσίας υπεύθυνον, υπόλογον, υποκείμενον σε εξέταση και έλεγχο από ολόκληρο το σώμα των πολιτών ή από κάποιο δικαστήριο στο οποίο είχε μεταβιβάσει την κυριαρχική εξουσία του. Αυτό ίσχυε και στην θεωρία και στην πράξη. Με τα ελληνιστικά βασίλεια και την Ρωμαϊκή Ηγεμονία φτάσαμε ήδη στην αντίθετη άκρη[1]. Για ποιο πράγμα ο βασιλιάς ή ο αυτοκράτορας θα καταδεχτεί να καταστήσει τον εαυτό του υπόλογο, ή πώς μπορεί να του αποδοθεί μια οποιαδήποτε ευθύνη; Στους λόγους του Περί Βασιλείας, ο Δίων Χρυσόστομος, γράφοντας στα πρώτα χρόνια του δεύτερου αιώνα (και έχοντας υπόψη του πάνω από όλα τον Ρωμαίο αυτοκράτορα), ορίζει συγκεκριμένα την βασιλεία ως εξουσία που «δεν είναι υπόλογη για τις ενέργειές της»: ο βασιλιάς και η μοναρχία του είναι ανυπεύθυνοι. Ο βασιλιάς είναι «μεγαλύτερος από τους νόμους», «υπεράνω των νόμων». Μάλιστα, νόμος είναι το θέσπισμα του βασιλιά, το δόγμα του. Αυτό δεν ήταν η συνταγματική θεωρία της Ρωμαϊκής Ηγεμονίας, είναι όμως μια σωστή περιγραφή της πρακτικής της[2]. Σύμφωνα με ένα περίφημο και συχνά επαναλαμβανόμενο απόσπασμα του Πανδέκτη από τις Εισηγήσεις (Institutes) του Ουλπιανού (του μεγάλου νομικού της εποχής του Σεβήρου, που πέθανε το 223) «οτιδήποτε αποφασίζει ο Princeps (Ηγεμόνας) έχει ισχύ νόμου» (legis habet vigorem) και αυτό βασίζεται ρητά στον ισχυρισμό ότι με μια lex regia (βασιλικός νόμος) ο populus (λαός) εκχωρεί στον Princeps (Ηγεμόνα) όλο του το imperium (ανώτατη εξουσία) και όλη του την potestas (δύναμη, εξουσία)[3]. Υπάρχουν μαρτυρίες του Δίωνα Κάσσιου που δείχνουν ότι στον καιρό του (το πρώτο μισό του τρίτου αιώνα) ο Princeps (Ηγεμόνας) εθεωρείτο ολοφάνερα ως αποδεσμευμένος από όλους τους νόμους (legibus solutus est) και προσθέτει ότι οι αυτοκράτορες έχουν όλα όσα ανήκουν στους βασιλιάδες εκτός από τον κενό τίτλο[4]. Κάποιος Έλληνας ρήτορας των μέσων του δεύτερου αιώνα, ο Αίλιος Αριστείδης, σε έναν εμετικό λόγο του, εγκωμιαστικό για την Ρώμη, δήλωνε πανηγυρικά ότι η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν ένα είδος ιδεώδους δημοκρατίας, διότι όλος ο λαός είχε παραδώσει πρόθυμα τα κυριαρχικά του δικαιώματα στα χέρια του ανθρώπου που είναι ο καταλληλότερος να κυβερνά: του αυτοκράτορα. Επρόκειτο για το έσχατο στάδιο διαφθοράς της πολιτικής σκέψης[5]. Το 348-349 ο Λιβάνιος έφτασε στο σημείο να εκφράσει τον ενθουσιασμό του για το γεγονός ότι οι αυτοκράτορες Κωνστάντιος Β’ και Κώνστας, αν και ήσαν «κύριοι των νόμων» είχαν «κάνει τους νόμους κυρίους των ιδίων», ο δε Αμμιανός Μαρκελίνος, ένας Έλληνας ιστορικός από την Αντιόχεια που έγραψε στη λατινική και ένας από τους καλύτερους ιστορικούς της αρχαιότητας, λέει ότι ο αυτοκράτορας «έχει στην άκρη των χειλέων του την εξουσία της ζωής και του θανάτου». Μια αυτοκρατορική διάταξη του 384-385 απαγορεύει την αμφισβήτηση που αφορά οποιαδήποτε άσκηση της αυτοκρατορικής κρίσης, διότι «είναι κάτι σαν ιεροσυλία…». Η ανυπακοή στην αυτοκρατορική βούληση στιγματιζόταν ως sacrilegium (ιεροσυλία)[6]. Τέλος, πρέπει να αναφερθεί και τούτο: Ήδη στον τέταρτο αιώνα π. Χ. ο Ξενοφών είχε καταγράψει (Κύρου Παιδεία) την άποψη ότι ο καλός κυβερνήτης ήταν «βλέπων νόμος». Ο Αριστοτέλης έλεγε στα Ηθικά Νικομάχεια για τον καλλιεργημένο και ελεύθερο άνθρωπο ότι ήταν «νόμος ο ίδιος» ενώ στα Πολιτικά τόνιζε ότι αν υπήρχε ένας άνθρωπος τόσο πολύ ανώτερος από όλους τους άλλους ώστε να είναι πέρα από κάθε σύγκριση με αυτούς, θα μπορούσε να παρομοιαστεί με «θεό απέναντι των ανθρώπων» και μη υποκείμενον σε κανένα νόμο: διότι τέτοιοι άνθρωποι «είναι οι ίδιοι νόμος». Έχοντας υπόψη του τους «βασιλικούς άνδρες» του Πλάτωνα λέει: «κατ δ τν τοιοτων οκ στι νμος· ατο γρ εσι νμος. κα γελοος ν εη νομοθετεν τις πειρμενος κατ’ ατν»[7]. Αιώνες αργότερα ο Ιουστινιανός, όντας γνωστός για τον αυταρχισμό του και από τους πιο συντηρητικούς και προσκολλημένους στην παράδοση από όλους τους Ρωμαίους και Βυζαντινούς αυτοκράτορες, κατέγραψε στη νομοθεσία του το 537 ότι η μοναρχία του ήταν νόμος έμψυχος. Η έκφραση απέκτησε πολιτική σημασία και έγινε σημαντική στην πολιτική σκέψη αργότερα στον πολύ προχωρημένο μεσαίωνα ως lex animata, «νόμος προικισμένος με ψυχή», «ζωντανός νόμος»[8].


Η προαναφερθείσα σύντομη ιστορική αναδρομή θα μπορούσε να μας βοηθήσει στην συναγωγή κρίσιμων συμπερασμάτων για συγκρίσιμα φαινόμενα άλλων κοινωνιών με την προϋπόθεση βέβαια ότι κάτι τέτοιο γίνεται με μεγάλη προσοχή και πάντοτε mutatis mutandis (τηρουμένων των αναλογιών). Πρέπει να έχουμε κατά νουν τη σοφή παρατήρηση του E.J. Bickermann: «Η αξία των αναλογιών δεν είναι αποδεικτική, αλλά μόνο διαφωτιστική και, συνακόλουθα, ευρετική. Μπορούν να μας βοηθήσουν να αναγνωρίσουμε πλευρές των γεγονότων οι οποίες διαφορετικά θα έμεναν κρυμμένες από εμάς»[9].

II
H κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη ανέλαβε, μεταξύ άλλων, νομοθετική πρωτοβουλία με βάση την οποία κατήργησε το πανεπιστημιακό άσυλο με την θεσμοθετημένη μορφή που είχε λάβει αυτό από το 1982. Στη συνέχεια, «έβαλε λουκέτο» στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο της Αθήνας απαγορεύοντας την είσοδο φοιτητών σε αυτό. Με μιαν ενορχηστρωμένη δυσφημιστική καμπάνια των ΜΜΕ εμφάνισε αναποδείκτως τις εγκαταστάσεις του πιο πάνω ΑΕΙ ως εργαστήρια αποθήκευσης εκρηκτικών υλών και κατασκευής βομβών που διαχειρίζονταν κακοποιά στοιχεία του κοινού ποινικού δικαίου. Οι φοιτητές αντέδρασαν μαζικά: έκοψαν το «λουκέτο», εισήλθαν στο ΑΕΙ θέτοντάς το εκ νέου σε λειτουργία παρά την κυβερνητική απαγόρευση. Εκείνο που μας ενδιαφέρει στην προκειμένη περίπτωση είναι η κυβερνητική αντίδραση σε αυτό το γεγονός και η νομική-πολιτική αιτιολογία της: Το κόμμα της ΝΔ είχε συμπεριλάβει στο προεκλογικό του πρόγραμμα την κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου. Το εκλογικό σώμα εξέλεξε την ΝΔ στις εθνικές εκλογές, κατίσχυσε των πολιτικών αντιπάλων της, σχημάτισε κυβέρνηση και τηρώντας τις προεκλογικές της υποσχέσεις, κατήργησε με νόμο το πανεπιστημιακό άσυλο. Τούτο σημαίνει, κατά τις προβαλλόμενες αντιλήψεις της, ότι ουδείς δικαιούται, πλέον, να θέτει εν αμφιβόλω την πολιτική επιλογή της. Αυτός που θα το κάνει θα επιδείξει συμπεριφορά που προσλαμβάνει χαρακτηριστικά πολιτικής βλασφημίας. Θα στιγματιστεί ως διαπράττων ιεροσυλία (sacrilegium) μια και η κυβέρνηση δεν έκανε τίποτα άλλο από το να υλοποιήσει την αντίστοιχη βούληση του λαού ο οποίος με την ψήφο του, δίκην βασιλικής διάταξης (lex regia), εκχώρησε στον Κυριάκο Μητσοτάκη και στην κυβέρνησή του την ανώτατη εξουσία (imperium) και όλη του την δύναμη και εξουσία του (potestas) να ενεργήσει αντ’ αυτού και γι’ αυτόν! Αυτός ήταν  ο συλλογιστικός άξονας της κυβερνητικής αντίδρασης όπως εμφανιζότανε στον ηλεκτρονικό Τύπο από τους γραβατοφόρους μαστροπούς της κοινής γνώμης που καταρρυπαίνουν τις τηλεοπτικές μας οθόνες. Μια, λοιπόν, και πρόκειται για πράξη ιεροσυλίας, τότε ανάλογης βαρύτητας θα πρέπει να είναι και η σύννομη εναντίωση σε αυτήν: τον λόγον έχει η αστυνομία η οποία εμφανίζεται να υλοποιεί την κυβερνητική βούληση η οποία, με τη σειρά της, υλοποιεί την βούληση του λαού, με τις κατευναστικές ιδιότητες της αστυνομικής ράβδου (κλομπ) που όχι μόνο θωπεύει τα κρανία των διαδηλωτών αλλά, ταυτοχρόνως, τους νουθετεί να εγκαταλείψουν την «παρεκκλίνουσα συμπεριφορά» και να ακολουθήσουν την άγουσα στην Κοιλάδα της Ταπείνωσης. Αναφερθήκαμε σε ιεροσυλία και στον στιγματισμό της. Όταν, όμως, αυτήν την ιερόσυλη στάση ανυπακοής την ενστερνίζονται ταυτοχρόνως δεκάδες χιλιάδες νέων ανθρώπων, τότε η επικινδυνότητα της ιεροσυλίας εκτινάσσεται στο μέγιστό της σημείο, ενίοτε προσλαμβάνει χαρακτηριστικά εξέγερσης με άδηλη κατάληξη. Η εξουσία, η κάθε εξουσία, πάντοτε θεωρούσε επιβλαβή κάθε μεγάλη λαϊκή συγκέντρωση. Την έβλεπε ως εστία κακών επιρροών, ως αφετηρία ενδεχόμενης αυτοσυνείδησης και διεκδικητικών αγώνων εις βάρος της. Οι διαδηλωτές αντιμετωπίζονται διαχρονικά ως άτομα ανεπίδεκτα βελτίωσης, ως αντικείμενα χρήζοντα συνεχούς επιτήρησης, ως «πλήθος γουρουνιών» κατά τον E. Burke (που τόσο πολύ θαυμάζεται τελευταία από αρκετούς ιστορικούς των ιδεών). Εξ άλλου, ο κόσμος, πολλώ δε μάλλον, οι διαδηλώσεις «περιλαμβάνουν μόνο ανόητα άτομα που πρέπει να χειραγωγηθούν» πρωταρχικώς με την αστυνομική ράβδο και τις κατευναστικές της ιδιότητες. Εν κατακλείδι: για την άρχουσα τάξη, το πολιτικό προσωπικό της και τον εκτελεστικό της βραχίονα, τον αμβλύνοα αστυνομικό, με τα στιβαρά χέρια και την διανοητική του ατροφία, η ιδέα του διαδηλωτή αποτελεί πρόκληση για την ιδεολογία τους, την πνευματική τους συγκρότηση, την θρησκεία τους, τη νοοτροπία τους, την ίδια την ηθική τους και τη σύνολη βιοτροπία τους. Μια πρόκληση που δεν κατανοούν και την αντιμετωπίζουν με μέτρα αντεγκληματικής πολιτικής[10]. Ο διαδηλωτής αντιμετωπίζεται ως εγκληματικός χαρακτήρας. Ο χαρακτηρισμός ενέχει και τους οικείους συνειρμούς του: δικαιολογεί την άγρια καταστολή του. Επιστρατεύει όπλα της ψυχιατρικής επιστήμης προς αντιμετώπισή του επιχειρώντας έτσι, με περισσή κακοήθεια, να μετατρέψει την πολιτική αντίθεση σε δήθεν επιστημονικό επιχείρημα. Λησμονούν, ωστόσο, ότι οι κοινωνικές διαμαρτυρίες δεν θεραπεύονται με τη χρησιμοποίηση ιατρικών και ψυχολογικών μεθοδεύσεων. Λησμονούν τον θεμελιώδη κανόνα: κάθε χώρος της πραγματικότητας έχει την δική του νομοτέλεια! Οι κοινωνικές διαμαρτυρίες δεν χρήζουν ιατρικής παρακολούθησης και θεραπείας.

Η δεξιά κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη ουδόλως πρωτοτυπεί ως προς την εχθρική αντιμετώπιση λαϊκών συναθροίσεων και διαδηλώσεων: «κρατάει χρόνια αυτή η κολώνια». Ακριβέστερα, κρατάει πάρα πολλούς αιώνες, όσο και το αρχαίο μίσος του εκμεταλλευτή κατά του εκμεταλλευομένου. Ο Αριστοτέλης αναφέρει ότι ένα χαρακτηριστικό των τυράννων είναι ότι αυτοί (όπως και οι ολιγαρχικοί) κακομεταχειρίζονται τον απλό λαό και τον «διώχνουν από την πόλη και τον σκορπίζουν». Την κράτηση των φτωχών στην ύπαιθρο, μακριά από την πόλη, την συνιστά στους ολιγαρχικούς ο συγγραφέας της ψευδο-αριστοτελικής Ρητορικής προς Αλέξανδρον, ο οποίος τονίζει ότι εάν ο όχλος συγκεντρωθεί στην πόλη πιθανότατα θα ενωθεί και θα καταλύσει την ολιγαρχία[11]. Αυτός είναι ο λόγος που η αυτοκρατορική ρωμαϊκή διοίκηση έβλεπε με φιλυποψία κάθε ένωση και οργάνωση ανάμεσα στις κατώτερες τάξεις της ελληνικής Ανατολής. Ο αυτοκράτορας Τραϊανός αρνήθηκε να επιτρέψει την συγκρότηση μιας πυροσβεστικής υπηρεσίας στην πόλη της Νικομήδειας στην Βιθυνία της Μικράς Ασίας (που μόλις πριν λίγο είχε υποστεί μια καταστροφική πυρκαγιά, και δεν είχε οργανωμένο σώμα για την αντιμετώπιση τέτοιων καταστάσεων), για τον ξεκάθαρο λόγο ότι κάθε οργάνωση στην επαρχία θα έπαιρνε μοιραία πολιτικό χαρακτήρα και θα οδηγούσε σε ταραχές. Για τον ίδιο λόγο, ο Τραϊανός φοβόταν επίσης να επιτρέψει νέους εράνους δηλαδή φιλικές εταιρίες ή εταιρίες αμοιβαίας ωφέλειας στην ίδια περιοχή[12]. Ως και ο Καίσαρας, ο υποτιθέμενος «πολιτικός του λαού», κατέληξε να περιορίσει το δικαίωμα των φτωχών πολιτών να συνεταιρίζονται ελεύθερα στους ομίλους και στα «κολλέγια» της Ρώμης, διότι μπορεί να απειλούσαν  την εξουσία του, ιδίως κατά την απουσία του από την πόλη. Την ίδια τακτική τήρησαν οι επόμενοι αυτοκράτορες που, όπως είδαμε αμέσως πιο πάνω, προτίμησαν την κοινωνική γαλήνη τους από την ασφάλεια των κατοίκων έναντι μιας καταστροφικής πυρκαγιάς. «Καλύτερα νεκρός, λοιπόν, παρά κόκκινος[13]».

Αν φύγουμε από την αρχαία Ελλάδα και την Ρώμη και μεταφερθούμε νοερώς στην Μεγάλη Βρετανία της Βιομηχανικής Επανάστασης, την “κοιτίδα του κοινοβουλευτισμού” κλπ, κλπ, τότε θα βρούμε τον διαβόητο πρωθυπουργό Πιτ να εκδίδει μια ανακοίνωση κατά των «στασιαστικών συγκεντρώσεων» και να επιβάλει πάραυτα τους διαβόητους «Δύο Νόμους» τον Οκτώβρη του 1795. Σύμφωνα με τον δεύτερο Νόμο, απαγορεύονταν να γίνονται συγκεντρώσεις άνω των πενήντα ατόμων χωρίς να έχει ειδοποιηθεί κάποιος ειρηνοδίκης, ο οποίος θα είχε την ευρύτατη εξουσία να διακόπτει τις ομιλίες, να συλλαμβάνει τους ομιλητές και να διαλύει τις συγκεντρώσεις. Ο κατάλογος των αδικημάτων που επέσυραν την θανατική ποινή επεκτάθηκε: εφεξής, η απείθεια προς τις διαταγές ενός ειρηνοδίκη θα τιμωρούνταν με θάνατο![14] Αν κρίνουμε από τον αποτρεπτικό αντίκτυπο του πιο πάνω Νόμου, τότε, μάλλον, πέτυχε τον σκοπό του.

Από την προπεριγραφείσα δι’ ολίγων, εχθρική αντιμετώπιση, εκ μέρους της εξουσίας, των λαϊκών συναθροίσεων και συσσωματώσεων, καταδεικνύεται ευχερώς και η ιστορική προέλευση της στάσης της δεξιάς κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη έναντι των λαϊκών αντιδράσεων. Ωστόσο, πρέπει να παρατηρήσουμε τούτο: η ταξική, κρατική κατασταλτική πολιτική αυτής της κυβέρνησης εμφανίζει χαρακτηριστικά ασυνήθιστης βιαιότητας στην Μεταπολιτευτική περίοδο. Εισάγει, και προσπαθεί να εμπεδώσει, αναίσχυντες κατασταλτικές καινοτομίες που προσκρούουν στην γενικευμένη ηθική αντίδραση της συντριπτικής πλειοψηφίας του λαού, ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθέτησης. Αυτή η επιδειχθείσα αυτές τις ημέρες (βρισκόμαστε στα μέσα Δεκέμβρη 2019) αδυσώπητη βαναυσότητα της αστυνομίας, αυτή η αναίσχυντη κατασταλτική καινοτομία της φρονούμε πως αποτελεί την differentia specifica (ειδοποιό διαφορά) αυτής της συγκεκριμένης πολιτικής με την απεχθή αστυνομική πρακτική πρωτοφανούς χυδαιότητας. Γι’ αυτό ας την δούμε ενδελεχέστερα.


III
Ας ρίξουμε μια πρόχειρη ματιά σε μερικά δημοσιεύματα του έντυπου Τύπου που αναφέρονται στην επίμαχη βάναυση αστυνομική συμπεριφορά: Ο Λάμπρος Γούλας, μέλος της αναρχικής συλλογικότητας «Ρουβίκωνας», περιγράφει την άγρια κακοποίησή του από τους αστυνομικούς των ΜΑΤ στις 8-11-2019 στα Εξάρχεια. Περιοριζόμαστε στα κρίσιμα σημεία της περιγραφής του: «…Ο ένας από αυτούς ήταν πιο τρελαμένος, μου κοπάναγε το κεφάλι στον τοίχο και προσπαθούσα να το προστατέψω. Αυτός κάποια στιγμή έδωσε εντολή να με γδύσουν. Με πέταγε ο ένας στο άλλο και προσπαθούσαν να μου βγάλουν τα ρούχα. Έδωσα μάχη να κρατήσω το εσώρουχό μου… Τότε συνέβη κάτι φοβερό. Μου κατεβάζει το εσώρουχο, κολλάει από πίσω μου και φωνάζει «’Έτσι γαμάνε οι χακί. Στα Εξάρχεια έχουμε χούντα ρε, το κατάλαβες; Όποιος δεν δέχεται φάπα και πούτσα δεν θα μπαίνει στα Εξάρχεια. Εμείς κάνουμε κουμάντο…[15]»

Με το διάτρητο πρόσχημα της διενέργειας σωματικής έρευνας πάνω σε έναν φοιτητή του Γερμανικού Τμήματος της Φιλοσοφικής Σχολής της Αθήνας, που βάδιζε μόνος και ειρηνικά στο κέντρο της Αθήνας, οι διενεργήσαντες τον προσχηματικό σωματικό έλεγχο αστυνομικοί προέβαιναν σε ψαύσεις των γλουτών του συνοδεύοντάς τες με χλευαστικά και ονειδιστικά σχόλια όπως λ.χ. «έλα που δεν σου αρέσει»[16]. Κατά την διάρκεια ενός προσχηματικού σωματικού ελέγχου από τριάντα (30) περίπου αστυνομικούς των ΜΑΤ πάνω σε έναν εικοσάχρονο σπουδαστή στις 21-11-2019 στο κέντρο της Αθήνας, εν πλήρη ημέρα και εν μέση οδώ, τον υποχρέωσαν βιαίως να γδυθεί και στη συνέχεια, ήλεγξαν το εσωτερικό του εσωρούχου του λέγοντάς του, ταυτόχρονα, «τώρα δεν ξέρω αν σου αρέσει αυτό…». Ένας εκ των αστυνομικών τον πλησιάζει, έτσι γυμνό όπως τον είχαν και του λέει: «Βλέπεις, ρε αρχίδι, δεν έχω ούτε σήμα ούτε αριθμό. Αν θέλω σε σκοτώνω τώρα και σε στέλνω γυμνό στη μάνα σου…». Μια παρευρισκόμενη κυρία που φώναξε «τί κάνετε στο παιδί;» δέχτηκε την οργίλη ονειδιστική απάντηση αστυνομικού «φύγε από ‘δω μωρή καργιόλα, μη σε σαπίσω στο ξύλο[17]». Οι αστυνομικοί απευθύνονται στον γυμνό, έντρομο σπουδαστή με την τρομοκρατική διαταγή, την δηλωτική της εικαζόμενης παντοδυναμίας τους: «Δεν θα μας κοιτάς πάνω από δύο δευτερόλεπτα»[18].

Ζητούμε συγνώμη από τους αναγνώστες μας για την προπαρατεθείσα αηδιαστική βωμολοχία αλλά κρίνουμε πως έπρεπε να παρατεθεί όπως ακριβώς ειπώθηκε από τους αστυνομικούς τους οποίους και χαρακτηρίζει με αναπαραστατική ακρίβεια. Το γεγονός της γλωσσικής έκφρασης, αυτό καθ’ εαυτό, κάθε άλλο παρά παρίσταται ως δευτερεύον. Υπάρχει οργανική  και αιτιώδης σχέση μεταξύ γλώσσας, σκέψης, ενσυναίσθησης και πράξης. Η γλώσσα προδίδει την σκέψη και προοικονομεί την πράξη. Η κακοποίηση και η φθορά της γλώσσας είναι σύμφυτη με την ευτέλεια της περιρρέουσας σκέψης και η «διαφθορά» της, ευθέως ανάλογη με αυτήν της κοινωνίας γενικά ή ενός επαγγελματικού χώρου, ειδικότερα. Γι’ αυτόν τον λόγο στα βαθυστόχαστα έργα των φιλοσόφων του Διαφωτισμού, είχε ανιχνευτεί το ενδιαφέρον τους για την αποσαφήνιση της γλώσσας. «Η τέχνη του στοχασμού», έγραψε ο Κοντιγιάκ, «αυτοανάγεται σε μια καλά δομημένη γλώσσα[19]». Η προαναφερθείσα sui generis αστυνομική εκφραστική δεινότητα είναι, λοιπόν, καθρέπτης της σκέψης τους, προάγγελος της πράξης τους και συνισταμένη ολόκληρης της πνευματικής τους και ψυχικής τους δομής. Θα αποτελούσε λαμπρό παράδειγμα εξαιρετικής αφέλειας το να απαιτεί κανείς από τους Έλληνες αστυνομικούς να εκφράζονται ως maîtres πνευματώδους κομψοέπειας, να διακρίνονται από λεπτή αίσθηση ηθικής ευπρέπειας. Κάτι τέτοιο όχι μόνο θα ήταν παράδοξο αλλά, επί πλέον, θα βρισκόταν σε πλήρη αντίθεση με τας «αστυνόμους οργάς», τα ιδιαίτερα πολιτικά ήθη του αντίστοιχου επαγγελματικού χώρου που τους καθιστούν θλιβερά ακατάλληλους για κάτι τέτοιο. Αν «τα μεγάλα διανοήματα αντιστοιχούν υποχρεωτικά σε ανάλογη γλωσσική διατύπωση» κατά τον Αριστοφάνη[20], τότε, κατ’ αντιδιαστολή, στις ευτελείς, χαμερπείς και ειδεχθείς σκέψεις αντιστοιχεί απεχθής γλωσσική διατύπωση. Κατά τον Σοφοκλή και την Αντιγόνη του «η ασυδοσία της γλώσσας και η τύφλωση του νου» (λόγου τ νοια κα φρενν ρινύς) τίθενται δίπλα- δίπλα, σε άρρηκτη, οργανική διασύνδεση. Σε όσους καλόπιστα παρατηρούν ότι η προπαρατεθείσα αστυνομική συμπεριφορά δεν είναι λογική, ας κάνουν τον κόπο να σκεφτούν ότι σε έναν τέτοιο επαγγελματικό τομέα η λογική δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση αλάνθαστο οδηγό. Ούτε, φυσικά, η στοιχειώδης ηθική συστολή. Στον επαγγελματικό χώρο των αστυνομικών δεν ευδοκιμεί διανόημα με αισθητική αξία (pensée  delicate,  pensée ingénieuse). Δεν συνάδει στην «χειροτεχνία του είδους» απάδει σ’ αυτήν[21]!

Και ο λόγος επίδειξης αυτής της αστυνομικής μοχθηρίας απέναντι στους άοπλους και ανυπεράσπιστους διαδηλωτές; Μα, το ότι είναι διαδηλωτές είναι ήδη αρκετό στοιχείο για να διεγερθούν οι προκαταλήψεις των αδαών αστυνομικών. Και να εξωτερικευθούν ανεμπόδιστα σύμφωνα με την «χειροτεχνία του είδους». Κυρίως αυτό. Εξάλλου, κυβερνητικά στελέχη μιλώντας με ακραία αλαζονική αυταρέσκεια στην τηλεόραση, με σαρδόνια χαμόγελα ικανοποίησης και σαρκαστικούς αστεϊσμούς πενιχρής ποιότητας, παροτρύνουν τους αστυνομικούς να τεθούν επί το έργον, μετά δε την αποτελεσματικήν ευόδωση τούτου, τους δικαιολογούν και τους επαινούν. Ένας εξ αυτών, ο υπουργός Γεωργίας Μάκης Βορίδης, εκτίμησε ως ευεργετικά τα αποτελέσματα των αστυνομικών ξυλοδαρμών, ο δε Κώστας Κεφαλογιάννης, στέλεχος της ΝΔ, αναφερόμενος στην αποκρουστική μίμηση βιασμού του προαναφερθέντος Λάμπρου Γούλα, έγραψε σε κάποιαν ανάρτησή του: «Είσαι τυχερός που γλίτωσες… κάνε ένα τεστ όμως γιατί μπορεί να έχεις μείνει έγκυος και να σηκώνεις το μπαστάρδι ενός “μπάτσου”[22]. Πρόκειται για προκλητικό κυνισμό που περιφρονεί απροκάλυπτα την ηθική και την αισθητική ενός σώφρονα ανθρώπου. Σύμφωνα με τον Προμηθέα Δεσμώτη του Αισχύλου το Κράτος είναι ο ωμός υποτακτικός του Δία, αυτού του ύψιστου και απόλυτου κέντρου σκληρότητας και αυθαιρεσίας που απεικονίζει την κοσμική εξουσία στην πιο πλήρη και γυμνή μορφή της. Ο Ήφαιστος, γεμάτος συμπάθεια προς τον Προμηθέα, εκφράζει την συμπόνιά του προς αυτόν με την εξαιρετικής πολιτικής σημασίας φράση του «Ο καθένας είναι σκληρός μόλις πάρει την εξουσία στα χέρια του». Την αυτή σκέψη εκφράζει και ο Σοφοκλής στην Αντιγόνη 175-178: «Είναι άραγε δυνατόν να γνωρίσει κανείς καλά την ψυχή, τα αισθήματα, τις αρετές ενός οποιουδήποτε ανθρώπου, αν αυτός ο άνθρωπος δεν φανεί ποιος είναι στην άσκηση της εξουσίας, κυβερνώντας και υπαγορεύοντας νόμους;[23]». Ο Ντοστογιέφσκυ στους Δαιμονισμένους του λέει «…βάλτε ένα ανθρωπάκι να πουλάει κάτι άθλια εισιτήρια στο τρένο, κι αυτή η μηδαμινότητα αμέσως θα πιστέψει πως έχει το δικαίωμα να σας κοιτάζει έτσι που λέτε και είναι ο Δίας, pour vous montrer son pouvoir (για να σας δείξει τη δύναμή του)- Γαλλικά στο ρωσικό πρωτότυπο κείμενο- «θα σου δείξω εγώ τι μπορώ να σου κάνω» σαν να σας λέει κοιτάζοντάς σας…[24] Ας επανέλθουμε στην προαναφερθείσα φράση του «οργάνου της τάξης» προς τον βιαίως ξεγυμνωμένο νεαρό που έντρομος ανυπεράσπιστος, εγκαταλελειμμένος στην ειδεχθή χλεύη των αστυνομικών βασανιστών του, αναμένει ξέπνοος τα χειρότερα: «Βλέπεις, ρε αρχίδι, δεν έχω ούτε σήμα ούτε αριθμό, Αν θέλω σε σκοτώνω τώρα και σε στέλνω γυμνό στη μάνα σου…». Εδώ, σε αυτό το σημείο επίδειξης απολαυστικής μοχθηρίας του αποχαλινωμένου αστυνομικού υποκρύπτεται ο βασικός λόγος της αποτροπιαστικής συμπεριφοράς του ιδίου και των λοιπών γενναίων συναδέλφων του: Δεν φοβάται τίποτα γιατί είναι βέβαιος ότι δεν διακινδυνεύει τίποτα. Συνακόλουθα «σπερ θεν ν νθρποις εκς εναι τν τοιοτον». Το εντόπισε προ πολλού ο Αισχύλος στις Ευμενίδες 699 και το κατέγραψε με εκείνη την ανελέητη επιλογή λέξεων, την στοχαστική χρήση των επιθέτων που τον διέκρινε: «τίς γρ δεδοικς μηδν νδικος βροτν;» (Ποιος θνητός κινείται μέσα στα όρια του δικαίου, αν δεν έχει τίποτα να φοβηθεί;)[25]. ‘Όταν ο υπουργός αστυνομικής καταστολής Μιχάλης Χρυσοχοΐδης κλήθηκε να σχολιάσει τις βιντεοσκοπήσεις που δείχνουν αστυνομικούς να ξεγυμνώνουν δημοσίως νεαρούς διαδηλωτές και να προβαίνουν σε ψαύσεις των γλουτών τους ή άλλων ευαίσθητων οργάνων του σώματός τους, με φρικιαστική αταραξία αντέτεινε πως πρόκειται για «οφθαλμαπάτη» οι δε «συνδικαλιστικοί εκπρόσωποι» των αστυνομικών, άξιοι εντολοδόχοι άξιων εντολέων, υποστήριξαν πως οι καταφανώς κακοποιημένοι νεαροί γδύθηκαν μόνοι τους ίσως για να ενοχοποιήσουν τους άνδρες των ΜΑΤ. Πρόκειται για προκλητική αυταρέσκεια και συνειδητή περιφρόνηση της νομιμότητας η οποία καταπατείται βάναυσα, αδίστακτα και ανέμελα από τους συντεταγμένους αστυνομικούς των ΜΑΤ. Η όλη συμπεριφορά των αστυνομικών μόνον ως αποκρουστικός φόρος τιμής στους ιδεολογικά προγόνους τους, εκείνους τους μεγάλους λειτουργούς του ΕΑΤ/ΕΣΑ και της «Μπουμπουλίνας», μπορεί να εκληφθεί. Μια τέτοια στάση της πολιτικής τους ηγεσίας αναστηλώνει ανάμεσά τους την πολιτική σημασία της εμφανούς νοσταλγίας τους (“’έχουμε χούντα ρε, το κατάλαβες;”) αναπολώντας, με την αστυνομική ράβδο ανά χείρας, την Saturnia Regna, την χρυσή εποχή του Κρόνου της «Ελλάδος Ελλήνων Χριστιανών», τότε που πρυτάνευαν τα ήθη του καταδότη και οι αξίες αντικαταστάθηκαν από κριτήρια ογκομετρικού χαρακτήρα με τους ένστολους βασανιστές να έχουν γροθιές ογκοδέστερες του εγκεφάλου τους. Η επίμαχη συμπεριφορά και δράση των αστυνομικών παρουσιάζει στοιχεία διαστροφικής ηδονής, την ηδονή του δημίου απέναντι στο παγιδευμένο θύμα του το οποίο παρίσταται ως πτυελοδοχείο της σαδιστικής του μανίας. Η συχνάκις, στεντορεία τη φωνή, διατυμπανιζόμενη από τους ίδιους αστυνομικούς, γενετήσια αλκή τους, η προβαλλόμενη ζωηρά σεξουαλική τους παρόρμηση και ευεξία έναντι των καθημαγμένων θυμάτων τους, μάλλον φανερώνει την σεξουαλική καταπίεση του οφθαλμολάγνου που διακατέχεται από μιαν ακατανίκητη ηδονιστική επιθυμία να βλέπει τα απόρρητα (libidonosa spectandorum secretorum cupido). Η συμπεριφορά των αστυνομικών των ΜΑΤ επικεντρώνεται στον ακραίο χλευασμό και την βάναυση προσβολή του ανδρισμού νεαρών διαδηλωτών, στην σοκαριστική αποσύνθεση της προσωπικότητάς τους, στην αιφνίδια αποστέρησή τους από την ανθρώπινη ιδιότητά τους. Και όλα αυτά, εν πλήρη ημέρα και εν μέση οδώ, δημοσίως διότι είναι βέβαιοι ότι ουδέν θα πάθουν, οι συναπαρτίζοντες τη νομιμότητα της χώρας μας νόμοι δεν τους πτοούν. Νόμος είναι οι ίδιοι πλέον και δη ο ανώτατος νόμος. Η κυρίαρχη κοινωνική τάξη, το πολιτικό της προσωπικό και η ηγεσία των αστυνομικών, τους έπεισαν εμπράκτως ότι συναποτελούν τη σύγχρονη μορφή της «LEX ANIMATA». Είναι ο «έμψυχος νόμος», η βούληση του οποίου κατισχύει του Συντάγματος και όλων των γραπτών νόμων. Στο κάτω κάτω της γραφής εάν επιδεικνύουν άκρως απωθητική συμπεριφορά, εάν είναι κακοί άνθρωποι, είναι δικοί μας κακοί άνθρωποι! Εξάλλου, ανέκαθεν οι κακοί άνθρωποι ήσαν χρήσιμοι σε μια κακή υπόθεση[26].


IV
Οι εκπρόσωποι της ΝΔ θεωρούν σπουδαίο επίτευγμα την απεχθή και αποτρόπαιη αστυνομική καταστολή επιδιδόμενοι σε ευτελείς σαρκασμούς. Οι αστυνομικοί, με τα ψήγματα της προπεριγραφείσας μοχθηρής συμπεριφοράς τους, διακηρύσσουν «L’État,c΄est nous», είμαστε η «Lex Animata» της σύγχρονης νεοελληνικής κοινωνίας, ο πρώτος τυχών εξ ημών είναι ο ανώτατος άρχων της Πολιτείας μας, είναι, εν τοις πράγμασιν, η μοναδική κρήνη ύψιστης ευμένειας, ο τελικός κριτής κάθε ηθικού υποτροπιασμού και κάθε εθνικού φρονηματισμού και ηθικοποίησης. Δεν θα αυτοανακηρύσσονται μόνον λογοκριτές κινηματογραφικών ταινιών επιστατούντες εντός των κινηματογραφικών αιθουσών αλλά, όπου να ΄ναι, θα ανασυσταθούν οι ομάδες του «σπουδαστικού» τμήματος των αστυνομικών υπηρεσιών και θα λυμαίνονται τους πανεπιστημιακούς χώρους εναρμονιζόμενοι με τις αντίστοιχες παραδόσεις της διαβόητης καραμανλικής οκταετίας (1955-1963) και της φασιστικής χούντας. Και η αξιωματική αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ; Παλαιότερα ο τότε πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας και αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ είχε αποκαλέσει, εν τη πολιτική αφελεία του, την αστυνομία «εμπροσθοφυλακή της κοινωνίας»[27]. Σε τωρινή επερώτηση βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με την πρόσφατη αποτροπιαστική συμπεριφορά της αστυνομίας, ναι μεν, δεν υιοθετούν την βδελυρή κικερώνεια «σωτήρια σκληρότητα» που εναγκαλίσθησαν άκριτα οι συναδελφοί τους της ΝΔ, αλλά θεωρούν την ελεγχόμενη συμπεριφορά των αστυνομικών ως παρέκκλιση ελάχιστων αστυνομικών εν αντιπαραβολή με τη σύννομη στάση της μεγάλης πλειοψηφίας αυτών. Κατ΄ επιεική χαρακτηρισμό πρόκειται για πολύ περιορισμένη ικανότητα παρατήρησης και οδυνηρή απουσία κάθε ιστορικής αίσθησης. Η προδιαληφθείσα «αστυνομική πρακτική» ΔΕΝ αποτελεί μια τυχαία επανεμφάνιση μιας πλευράς του παρελθόντος που επιχειρεί να επιβιώσει στη σύγχρονη πραγματικότητα. Αποτελεί το προανάκρουσμα μιας πολιτικής που απαιτεί χαρακτηριστικά αδιατάρακτης μονιμότητας και καθηγεμόνευσης του νεοελληνικού κοινωνικού χώρου· μιας πολιτικής που ως προμετωπίδα της θα έχει την συνεχόμενη φθίνουσα πορεία των πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων της πλειοψηφίας, την πλήρη αποδυνάμωση των δυνάμεων της εργασίας και την σπουδαία υποβάθμιση της νομιμότητας. Οι υφιστάμενες νομικές κατηγορίες (Σύνταγμα και συνάδοντες με αυτό υπόλοιποι νόμοι) ΔΕΝ αντιστοιχούν, πλέον, στις πραγματικότητες της άρχουσας τάξης μας, γι΄ αυτό και η τελευταία επιζητεί να επιβληθεί των νομικών κατηγοριών της οξύνοντας συστηματικά και μόνιμα, την κρατική καταστολή μέχρι σημείου παροξυσμού, ώστε το Σύνταγμα και οι νόμοι να αντικατασταθούν, εν τοις πράγμασιν, από τον αποθηριωμένο αστυνομικό, την εμπειρική ενσάρκωση της νεκραναστημένης Lex Animata. Έχει ξανασυμβεί στο παρελθόν: όσο προόδευε η Βιομηχανική Επανάσταση στην Αγγλία, όσο αναπτυσσόταν η τεχνική της και τελειοποιούνταν οι μορφές βιομηχανικής οργάνωσης, άλλο τόσο έφθιναν τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα των εργαζομένων. Η Βιομηχανική Επανάσταση με τις τεχνολογικές της καινοτομίες συμβάδιζε με την Πολιτική Αντεπανάσταση και την επιδίωξη, παντί τρόπω, της κοινωνικής πειθαρχίας[28]. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και σήμερα: στην εποχή της πλήρους αυτοματοποίησης, της τεχνητής νοημοσύνης και των συστημάτων ενδοεπικοινωνίας, το Εργατικό Δίκαιο, ως κλάδος της νομικής επιστήμης, έχει ήδη κατεδαφιστεί, το Συνταγματικό Δίκαιο έχει σοβαρώς υποβαθμιστεί, το δε Ποινικό Δίκαιο έχει υπερενισχυθεί ως προς τις διατάξεις του που αντιμετωπίζουν τις λαϊκές κινητοποιήσεις με τρόπο που τις καθιστά atrox injuria (φρικτή βλάβη, προσαπαιτούσα φρικτή αντιμετώπιση). Έτσι, ανακύπτει και η ανάγκη εμφάνισης μιας νέας, προνομιούχας αστυνομίας, μ΄ έναν αστυνομικό ανεξέλεγκτο, legibus solutus (αποδεσμευμένο από τους νόμους) μια και νόμος και μάλιστα «έμψυχος» θα είναι, κατά πολιτικήν εξουσιοδότηση, ο ίδιος. Ο πολίτης, ο εργαζόμενος, ο άνθρωπος γενικότερα, θα ζει σ΄ ένα κλίμα γενικευμένης παράνοιας και τρόμου. Θα είναι ελεύθερος να συναισθάνεται εντονότερα την ανελευθερία του. Το έχουμε ξαναπεί στην αρχή του άρθρου μας: όταν εντατικοποιούνται οι μορφές της οικονομικής και κοινωνικής εκμετάλλευσης, τότε παρίσταται ανάγκη για περαιτέρω αύξηση του κύρους, του γοήτρου και της ισχύος της εξουσίας προκειμένου να κατοχυρωθεί, να διασφαλιστεί η αυξημένη δεσποτεία της άρχουσας τάξης. Γι΄ αυτό έκαναν ό,τι έκαναν τα ΜΑΤ, γι΄ αυτό θα το ξανακάνουν, ξανά και ξανά! Βρισκόμαστε στην αρχή μιας γενικευμένης αντιδραστικής παλινδρόμησης σ΄όλους τους τομείς με αιχμή του δόρατος τον ροπαλοφόρο εξαχρειωμένο αστυνομικό.

V
Κατά καιρούς εκφράζεται, επιπόλαια και άκριτα, η άποψη ότι οι αστυνομικοί είναι σκληρά εργαζόμενοι άνθρωποι με γλίσχρες αποδοχές και ταπεινή, λαϊκή καταγωγή. Τα οντολογικά στοιχεία της πιο πάνω άποψης ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Τούτο, όμως, τι περαιτέρω σημαίνει; Η ταπεινή, λαϊκή καταγωγή και οι γλίσχρες αποδοχές δεν συναποτελούν, και μάλιστα άνευ ετέρου τινός, αναγκαία και ικανή συνθήκη μεταμόρφωσης των δυνάμεων κρατικής καταστολής, πρωτίστως της αστυνομίας, σε δύναμη κοινωνικής και πολιτικής αμφισβήτησης, πολλώ δε μάλλον, ανατροπής! Στο σημείο τούτο ας μας επιτραπεί να αναφερθούμε σ΄ ένα παλαιότερο άρθρο μας[29] «…Σ΄ έναν ένοπλο μηχανισμό κοινωνικής επιτήρησης και κρατικής καταστολής επικρατεί άτεγκτη ιεραρχική δομή και αυστηρή πειθαρχία. Στο πλαίσιο του ξεθωριάζουν οι προσωπικότητες των μελών του, εκφυλίζονται και, στο τέλος, αποκτηνώνονται! Όταν η δεσπόζουσα επαγγελματική ενασχόλησή τους εξαντλείται στην βίαιη αντιμετώπιση του «εχθρού λαού», τότε κάτι τέτοιο επιβεβλημένο είναι να μην το αντιμετωπίζουμε ως ένα είδος «εργασίας» αλλά ως ανεξάντλητη πηγή αντιλαϊκής νοοτροπίας και ενστικτώδους απέχθειας απέναντι σε οτιδήποτε προοδευτικό, πολλώ δε μάλλον, επαναστατικό. Εκείνο το esprit de corps, για το οποίο έγινε ήδη λόγος πιο πάνω, ενισχύεται τα μέγιστα και αυτονομείται έναντι της οποιασδήποτε αγροτικής ή εργατικής συνείδησης ή ταυτότητας μέχρι του σημείου να την επικαλύπτει πλήρως. Είναι ένα σώμα θυτών ακόμη και στην περίπτωση που συναποτελείται από θήτες! Η πενία και η γενικότερη οικονομική τους δυσπραγία όχι μόνο δεν δρα ανασταλτικά στην επικάλυψη της εργατικής ή αγροτικής τους ταυτότητας από την ταυτότητα του επαγγελματία κοινωνικού διώκτη (αστυνομικού), αλλά ενισχύει και τείνει να παγιοποιήσει την δεύτερη διότι, με τον πολιτικό νηπιασμό που τους διακρίνει, τείνουν να θεωρούν τον «εχθρό λαό» ως υπαίτιο της συνολικής τους δυσπραγίας και όχι την κυρίαρχη κοινωνική τάξη έναντι της οποίας επιδεικνύουν φιλοδέσποτη συμπεριφορά….». Όσοι, ενδεχομένως, σπεύσουν να διαμαρτυρηθούν εντόνως για τον όρο «επαγγελματία κοινωνικό διώκτη (αστυνομικό)» τους καλούμε να ξαναβρούν την ηρεμία τους αναλογιζόμενοι την εξαιρετικά εύστοχη κρίση του μακαρίτη καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου Αριστόβουλου Μάνεση, ο οποίος έγραφε στον τόμο προς τιμήν του Κωνσταντίνου Τσάτσου το 1980, μεταξύ άλλων, και τα ακόλουθα: «Κύριος σκοπός του δικαίου δεν είναι τόσο η αντιμετώπιση περιπτώσεων αντικοινωνικής συμπεριφοράς μεμονωμένων ατόμων ή ομάδων – για την αντιμετώπιση ή καταστολή της οποίας θα αρκούσαν στοιχειώδεις και πολύ απλούστεροι μηχανισμοί – όσο μέριμνα για την εξασφάλιση της υποταγής ολόκληρων κοινωνικών τάξεων που μόνιμα αντιστρατεύονται τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης, η οποία τις εκμεταλλεύεται και τις καταπιέζει. Έτσι, ο νομικοπολιτικός καταναγκασμός προϋποθέτει και διασφαλίζει τον κοινωνικοοικονομικό καταναγκασμό…». Τούτο σημαίνει πως η επίκληση της ανάγκης δίωξης του «κοινού εγκλήματος» ως νομιμοποιητικού λόγου ύπαρξης της αστυνομίας, είναι αβάσιμη και κίβδηλη[30].


VI
Ας επανέλθουμε στην καταστολή και στην αστυνομική πρακτική που συνιστούν ειδεχθές παράδειγμα ταξικής πολιτικής. Η καταστολή έχει ορισμένες α θ έ λ η τ ε ς ε π ι π τ ώ σ ε ι ς, οι οποίες, ενίοτε, μπορούν να προσλάβουν αναπάντεχη δυναμική και απρόβλεπτη κατάληξη. Η καταστολή δημιουργεί και εδραιώνει την κοινωνική και πολιτική συνοχή των θυμάτων της. Γεννάει αυθόρμητα αισθήματα αλληλεγγύης έναντι των συν-αγωνιστών και μεταξύ των θυμάτων. Η αλληλεγγύη αυτή υπέρ των θυμάτων της καταστολής είναι, ταυτόχρονα, και αλληλεγγύη εναντίον των καταπιεστών. Δεν δρα μόνον συσπειρωτικά αλλά και αμφίδρομα ενδυναμώνοντας έτσι την ταξική συνοχή των καταπιεζομένων και διευρύνοντας το χάσμα τους από τους καταπιεστές. Η καταστολή προκαλεί το μίσος των θυμάτων της που στρέφεται κατά των δυνάμεων ταξικής καταστολής, πρωτίστως, και των πολιτικών διαχειριστών της άρχουσας τάξης που χαράσσουν την πολιτική, την ένταση και τα όρια της καταστολής. Η χαμερπής, και όχι μόνον αναξιοπρεπής, συμπεριφορά των αστυνομικών, στo μίσος των θυμάτων της καταστολής προσθέτει και την π ε ρ ι -φ ρ ό ν η σ η, η οποία, κάτω από ειδικές συνθήκες ακραίας αγριότητας, ενδεχομένως να μετεξελιχθεί σε β δ ε λ υ γ μ ί α. Στην περίπτωση αυτή οι κατασταλτικές δυνάμεις χάνουν την ηθική συναίνεση της κοινωνίας πράγμα που περαιτέρω σημαίνει ότι απονομιμοποιούνται πλήρως στη λαϊκή συνείδηση μετατρεπόμενες σε αντικείμενο χλευασμού και γελιοποίησης. Τότε, ηττώνται. Η γελιοποίηση δεν καταπολεμάται με τη βία· κατισχύει αυτής. Υπάρχει και μια άλλη παράμετρος της αστυνομικής καταστολής όχι άγνωστη ούτε καν σπάνια στη σύγχρονη νεοελληνική ιστορία. Όσο πιο εντατική γίνεται η αστυνομική καταστολή τόσο πιο δυσέλεγκτοι καθίστανται οι εσωτερικοί μηχανισμοί αυτής μέχρι του σημείου ο υπουργός κρατικής καταστολής να αγνοεί τις εσωτερικές διεργασίες και όψεις της δράσης των δυνάμεων καταστολής. Στην πράξη δυνατόν οι τελευταίες να δρουν ενίοτε αυτόνομα. Οι εσωτερικοί ελεγκτικοί μηχανισμοί των δυνάμεων καταστολής ακόμη και όταν υπάρχουν, στερούνται πλήρως έστω και στοιχειώδους αξιοπιστίας έναντι τρίτων. Για κάποιον που έχει έστω μια στοιχειώδη εξοικείωση με τέτοιου είδους ζητήματα είναι αυταπόδεικτο ότι αυτές ο «ελεγκτικές» διαδικασίες, από εσωτερικές υπηρεσίες ή άλλες «ανεξάρτητες» αρχές, έχουν ένα πρόδηλο (για να μην πούμε αυτόδηλο) προνομιακό χαρακτήρα και κατεύθυνση. Πρόκειται για είδος «προνομιακής δικαιοσύνης» με προφανή μεροληπτικότητα υπέρ των ελεγχομένων ως ήσαν τα στρατοδικεία όταν δίκαζαν στρατιωτικούς με το προϊσχύσαν νομικό καθεστώς, γι’ αυτό και στη θεωρία ήσαν γνωστά ως συναδελφικά δικαστήρια (Kollegialgerichte)[31]. Η ιστορική εμπειρία επιβεβαιώνει, διατρανώνει την πιο πάνω θεωρητική επισήμανση: οι κατά καιρούς διενεργούμενες Ένορκες Διοικητικές Εξετάσεις (ΕΔΕ) για τα πειθαρχικά παραπτώματα αστυνομικών εμφανίζουν εικόνα ανεπάρκειας, αναξιοπιστίας και χρησιμεύουν ως αιτία σκωπτικών σχολίων εις βάρος της αστυνομίας. Έχουν μηδαμινή αξιοπιστία στην κοινή γνώμη. Στην προκειμένη περίπτωση ο ίδιος ο αρμόδιος υπουργός υπεραμύνθηκε της σύννομης κατ’ αυτόν, αστυνομικής δραστηριότητας ομιλώντας, χωρίς τύψεις, για «οφθαλμαπάτη» αθωώνοντας ανεπιφύλακτα ως και εκείνους τους αστυνομικούς που εθεάθησαν από εκατομμύρια τηλεθεατές να επιδίδονται στην αποκρουστική και ήδη προπεριγραφείσα συμπεριφορά τους. Κατόπιν τούτου η διενεργηθησόμενη ΕΔΕ έχει έναν και μόνον στόχο: να χρονοτριβήσει, να αποπροσανατολίσει προκειμένου τελικά να διαχειριστεί καταλλήλως και να διοχετεύσει ανωδύνως την λαϊκή πίεση και κατακραυγή. Κάτι αντίστοιχο με τις κοινοβουλευτικές διερευνητικές επιτροπές αν και οι δεύτερες εμφανίζουν σταθερώς πλεόνασμα φαιδρότητας ολότελα ασυναγώνιστης.


VII
Δίκην επιμέτρου

Μια καταστολή τέτοιας υφής, αισχρή ενσάρκωση κάθε μορφής ανηθικότητας, βραχυπρόθεσμα ενδεχομένως να αναγκάσει μερικούς να ταμπουρωθούν πίσω από τους Προμαχώνες της απογοήτευσης. Μια τέτοια αθέμιτη κατασταλτική συμπεριφορά, όμως, κατά πάσα πιθανότητα θα προκαλέσει μιαν λαϊκή αντίσταση της πιο σκληρής και ανυποχώρητης ακαμψίας. Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας θα αναδειχθούν νέοι λαϊκοί αγωνιστές που με το παράδειγμα της ανιδιοτελούς προσφοράς τους, θα συνεγείρουν τα τρομοκρατημένα πλήθη και θα υψώσουν ανάστημα στην ανόσια συμπεριφορά της αστυνομίας και των γραβατοφόρων εργοδηγών της στρέφοντας, εντέλει, την αγωνιστική τους ορμή ενάντια στην ταξική συγκρότηση της ζωής, αυτήν την έσχατη ανηθικότητα. Η επονείδιστη αστυνομική βία, η πιο εκφυλισμένη μορφή βίας που μπορεί να συλλάβει ανθρώπινος νους, μπορεί να καταστρέψει με την κτηνώδη δύναμή της, αλλά δεν μπορεί να νικήσει. Γιατί για να νικήσει της χρειάζεται ότι της λείπει: ελευθερία, λογική και δικαιοσύνη στον αγώνα. Εξάλλου το είπε και ο Ντοστογέφσκυ στο προαναφερόμενο αριστούργημά του: «Σε καμιά κοινωνία, πουθενά δεν θα τα βγάλεις πέρα μόνο με την αστυνομία…»[32]. Τους νεαρούς διαδηλωτές, τα κορμιά των οποίων ποδοπατήθηκαν απ’ τις μπότες των αστυνομικών, τους παρηγορούμε τρυφερά βάζοντας νοερά στα χείλη τους την προκλητική απάντηση του Προμηθέα στον Ερμή, το τσιράκι του Δία, από τον Προμηθέα Δεσμώτη του Αισχύλου (στίχοι 966 κ.ε): «Με μια δουλικότητα σαν τη δική σου, ξέρε το καλά/ποτέ δεν θα άλλαζα τη δυστυχία μου αυτή» (Μετάφραση Ι. Ν. Γρυπάρη). Έτσι, κρατάνε την ψυχή τους όρθια, δεν επιτρέπουν να την ποδοπατήσουν τα ανυποψίαστα όργανα της βίας με τις βρώμικες πατούσες τους. Ας μας επιτραπεί να υπομνήσουμε στους αλαζόνες υπουργούς, στους μεγαλοαστούς εργοδότες τους, στους γραβατοφόρους μαστροπούς της κοινής γνώμης και τους ένστολους συνεργάτες τους, την ιστορία του ανίδεου τράγου που κατέτρωγε λαίμαργα το κλήμα όπως περιγράφεται στο θαυμάσιο επίγραμμα του Εύηνου του Ασκαλωνίτη:

«Κν με φάγς πί ίζαν, μως τι καρποφορήσω,
σον πισπεσαί σοι, τράγε, θυομέν».
 (Κι αν ως την ρίζα μου με φας,
εγώ σταφύλι κάνω
 για το κρασί που θα χυθεί
 στο σφάξιμό σου απάνω).

Ζωογόνο, πυρακτωμένο, άγριο αγωνιστικό σύνθημα που οδηγεί στην μάχη και στην νίκη[33]. Γιατί, όπως και να το κάνουμε, «όταν διψάσει η ψυχή, πρέπει να πιεί, ας είναι και φαρμάκι»!

18/XII/2019
Πέτρος Πέτκας


[1].  «Ηγεμονία», «Haut-Empire»: το πολιτειακό καθεστώς που εγκαθιδρύθηκε από τον Αύγουστο μετά τη νίκη του στο Άκτιο το 31 π.Χ. μέχρι την ανάρρηση του Διοκλητιανού στον αυτοκρατορικό θρόνο στις 20-11-284 μ.Χ. οπότε αρχίζει η «Ύστερη Αυτοκρατορία», «Bas-Empire» κατά τη διάρκεια της οποίας εντατικοποιήθηκαν οι μορφές εκμετάλλευσης με συνέπεια μια περαιτέρω αύξηση της εξουσίας και του γοήτρου του αυτοκράτορα προκειμένου να κατοχυρωθεί η αυξημένη δεσποτεία της άρχουσας τάξης. Οι λέξεις που συνήθως χρησιμοποιούνται στην λατινική για να δηλώσουν τον αυτοκράτορα και την εξουσία του ήσαν princeps (ηγεμόνας) και principatus (ηγεμονία). Διαλέχτηκαν και χρησιμοποιήθηκαν προσεκτικά από τον Αύγουστο για να αποφεύγεται οποιαδήποτε μοναρχική κηλίδα. Στην αφήγηση των επιτευγμάτων του, την Res Gestae του, ο Αύγουστος ομιλεί για την βασιλεία του με τη φράση «όταν ήμουν princeps» βλ. G.E.M. DE STE CROIX, Ο ταξικός αγώνας στον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Από την αρχαϊκή εποχή έως την αραβική κατάκτηση, εκδόσεις ΡΑΠΠΑ, σε μετάφραση Γιάννη Κρητικού, Αθήνα, 1998, σ. 463-468.
[2] . βλ. ό. π. σελ. 464
[3] . βλ. ό. π. σελ. 478.
[4] . βλ. ό. π. σελ. 480 και 479.
[5] . βλ. ό. π. σελ 480.
[6] . βλ. ό. π. σελ. 485 και 749.
[7] . βλ. Πέτρου Πέτκα, «Βασιλικοί άνδρες» με προλεταριακήν αμφίεση, στον Σκαντζόχοιρο, τεύχος 3, Μάρτης 2016, σελ. 65-79 και τις εκεί αναφερόμενες περαιτέρω παραπομπές).
[8] . βλ. G.E.M. DE STE CROIX, ό. π. σελ. 404, 486, 499.
[9] . παρατ. ό. π. , σελ. 719.
[10]. πρβλ. E. P. Thomson, H συγκρότηση της αγγλικής εργατικής τάξης, σε μτφρ. Γιάννη Παπαδημητρίου, Πολιτιστικό ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, Αθήνα, Δεκέμβρης 2018, σελ. 74, 149, 105, 619, 204. Εξαιρετικό έργο διαχρονικής αναφοράς.
[11]. βλ. G.E.M. DE STE. CROIX, ό. π. σελ 250, 251 όπου ακριβείς περαιτέρω παραπομπές σε πρωτότυπα έργα.
[12] . βλ. ό. π. σελ. 402.
[13]. βλ. Ρόμπιν Λέιν Φοξ, Ο κλασικός κόσμος, σε μτφρ. Δημήτρη Στεφανάκη και Όλγας Παπακωστα, Ωκεανίδα, Αθήνα 2006, σελ. 500, 515, 541, 656, 692-3, 772-3.
[14] . βλ. E. P. Thompson, ό.π. , σελ. 156,158.
[15] . βλ. Νέα Προοπτική 16-11-2019, σελ. 2.
[16] . βλ. ΠΡΙΝ της 1-12-2019, σελ 6.
[17] . βλ. Εφημερίδα των Συντακτών, 5-12-2019.
[18] . βλ. ό.π. σελ. 24, 25, παρόμοιου είδους αστυνομικής συμπεριφοράς βλ. στην Εφημερίδα των Συντακτών της 9-12-2019 σελ. 4 και 5.
[19] . βλ. Μαργκαρέτε Μπούμπερ-Νόυμαν, Μίλενα από την Πράγα, εκδόσεις Κίχλη και τα Πράγματα, σε μτφρ. Τούλας Σιέτη, Αθήνα 2015, σελ. 404 και Peter Gay, Διαφωτισμός. Ο Βολταίρος συζητά με τον Λουκιανό και τον Έρασμο, σε μτφρ. Μάκη Κολλητίδη, Θύραθεν εκδόσεις, Θεσσαλονίκη 2001, σελ. 156.
[20] . Βάτραχοι 1058.
[21] . Για να είμαστε απόλυτα δίκαιοι, ναι μεν ο τομέας των αστυνομικών είναι προνομιακός χώρος ευδοκίμησης της κακοποίησης και φθοράς της γλώσσας, αλλά δεν είναι και μοναδικός. Έτσι, λ.χ. στο ελληνικό κοινοβούλιο ακούγονται λέξεις και εκστομίζονται φράσεις από βουλευτές ήκιστα κολακευτικές για τους ίδιους και το χώρο που τους φιλοξενεί (εντός του οποίου φλέγονται να υπερασπιστούν την σταδιοδρομία τους και τις προκαταλήψεις τους). Σύμφωνα με το δελτίο ειδήσεων του τηλεοπτικού σταθμού ΑΝΤΕΝΑ στις 14-6-2018, ημέρα της εβδομάδας Πέμπτη και ώρα 13.21’, ο Ευάγγελος Βενιζέλος, βουλευτής και καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ, απευθυνόμενος προς τον συνάδελφό του του ΣΥΡΙΖΑ Ευκλείδη Τσακαλώτο του απηύθυνε την φράση «έχετε σηκώσει και τα πόδια». Όλα αυτά εντός του Κοινοβουλίου, δημοσίως προκειμένου, προφανώς, να ανυψωθεί το ηθικό κύρος του θεσμού και να φρονηματισθεί αισθητικώς το εμβρόντητο τηλεοπτικό κοινό που παρακολουθούσε κεχηνότι τω στόματι. Τώρα, ποιος εναρμονίζεται με ποιον, ο αμβλύνους αστυνομικός με τον καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου ή το αντίστροφο, είναι κάτι που δεν μας απασχολεί.
[22] . βλ. Εφημερίδα των Συντακτών της 2-12-2019 και 22-11-2019, αντίστοιχα.
[23] . βλ. Albin Lesky, H τραγική ποίηση των αρχαίων Ελλήνων, τόμος Α’, σε μτφρ. Νίκου Χ. Χουρμουζιάδη, έκτη ανατύπωση, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2010, σελ. 226, 239, Jaqueline de Romilly, Αρχαία Ελληνική Τραγωδία, σε μτφρ. Μίνας Καρδαμίτσα-Ψυχογιού, Ινστιτούτο του Βιβλίου-Α. Καρδαμίτσα, Αθήνα, 1997, σελ. 96.
[24] . βλ. Οι δαιμονισμένοι, σε μτφρ. Αντρέα Σαραντόπουλου, Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος Α. Ε. , Αθήνα, 1996, σελ. 72.
[25] . βλ. Jaqueline de Romilly, ό. π., σελ. 87.
[26] . βλ. E. P. Thompson, ό.π, σ. 489
[27] . βλ. εκτενέστερα στο άρθρο μας με τίτλο «ΕΛ.ΑΣ: εμπροσθοφυλακή της κοινωνίας; Επανάσταση με σεβασμό στον Νόμο» στην Νέα Προοπτική της 26/11 και 10/12/2016.
[28] . βλ E.P. Thompson, ό.π, σ. 187,204 και 225.
[29] . βλ. «Τα παιδιά του Λαού» στη Νέα Προοπτική της 12/9/2015.
[30] . βλ. το άρθρο μας με τίτλο “«Αριστερή» Αστυνομία ή Ψευδαίσθηση;”Στη Νέα Προοπτική της 9/5/2015.
[31] . Πρβλ. Ευσταθίου Χ. Ανανιάδου, τέως προέδρου του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, Στρατιωτικόν Ποινικόν Δίκαιον, τόμος Β (Δικονομικόν), Αθήνα, 1955, σ. 235 όπου περαιτέρω παραπομπή στους Ν.Ι. Σαρίπολο και Κ. Τσουκαλά.
[32] . βλ. Ντοστογέφσκυ, ό.π, σ. 628.
[33] . βλ. Κυριάκου Σιμόπουλου, Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα, τόμος Γ2, 1810-1821, Έβδομη έκδοση, εκδόσεις Πιρόγα, Αθήνα, χ.χ. σ. 335-336. Η έξοχη μετάφραση του επιγράμματος ίσως ανήκει στον καθηγητή Νικ. Βέη που το απάγγειλε μεταφρασμένο σε μια σκλαβωμένη φοιτητική σύναξη το 1943.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου