Το ποτάμι


Σε μια συζήτηση σε φιλικό τραπέζι άκουσα να λένε πως “αν οι φασίστες καταλάβουν την εξουσία θα πρέπει όλοι να μεταναστεύσουμε στο εξωτερικό”. Αντέτεινα, πως σε αυτή την περίπτωση θα προσπαθήσω να τους πολεμήσω με όλα τα μέσα. “Εννοείς δηλαδή ένοπλο αγώνα; Μα, σε αυτή την περίπτωση, είμαστε χαμένοι” μου είπαν. Μετά από αυτό μερικοί προσπάθησαν να αποκλιμακώσουν τη συζήτηση επισημαίνοντας πως οι φασίστες δεν αποτελούν πλέον κίνδυνο γιατί όπως όλα δείχνουν το Ποτάμι τους υπερφαλαγγίζει εκλογικά και αναδεικνύεται έτσι σε ρυθμιστή των πολιτικών ισορροπιών.


Έμεινα σιωπηλός για να σκεφτώ τι θα μπορούσε να σημαίνει για τις ηθικές δεσμεύσεις ενός ελεύθερου ανθρώπου να καταλάβει την εξουσία αυτός ο “θίασος”. Γιατί το να δώσεις τη ζωή σου για την ελευθερία – όπως ειλικρινά θα το τολμούσα/τολμήσω παρά τον αδιαμφισβήτητο φόβο του θανάτου- είναι η αξιοπρεπέστερη ζωή που μπορεί να ονειρευτεί καθένας που "θέλει να λέγεται άνθρωπος". Όμως, πώς θα μπορούσα να δράσω σε μια κοινωνία που θα επέλεγε το στρουθοκαμηλισμό; Τι θα μπορούσα πω σε αυτούς που εθελόδουλα αποφάσιζαν να συγκαλύψουν την καθημερινή πολιτική του θανάτου πίσω από την εικόνα κάποιων ασυνείδητων στοιχείων του εξουσιαστικού διάκοσμου; Ποιο επιχείρημα θα μπορούσες να εγείρεις όταν η μεταμοντέρνα αφήγηση συγκαλύπτει εκ των προτέρων το νόημα; Τι μπορείς να αντιτάξεις στον απόλυτο ολοκληρωτισμό της αντιστροφής ως τις έσχατες απολήξεις της· εκεί που όλα συνηγορούν υπέρ του αντιθέτου και το πραγματικό ταυτίζεται με το αρνητικό ολόγραμμα του εαυτού του; Και αν κάποτε μπορούσες να πολεμήσεις την άγνοια και τη θρησκευτική καθήλωση τώρα πώς μπορείς να πολεμήσεις την τόση "γνώση" (δηλαδή την κατακερματισμένη πληροφορία που αυτοεπιβάλεται ως γνώση);

Το Ποτάμι απέχει πολύ από μια επιπόλαιη χειρονομία ενός επιφανειακού δημοσιοσχεσίτη της εικόνας. Πέρα από τις κολακευτικές επευφημίες και την πρόδηλη στήριξη των οικονομικών ελίτ το φαινόμενο αποτελεί σύμπτωμα μιας κοινωνικής πραγματικότητας που αρνείται να δει το προφανές. Άνθρωποι σε αποχαύνωση, που ο χαρακτήρας του δήθεν περιπλανώμενου λαϊκού παιδιού με το σακίδιο τους ωθεί στην απόλυτη ταύτιση. Τηλεθεατές σαν υδροφοβικές συστοιχίες αμινοξέων, εθελόδουλα συντεταγμένες (εφ ενός ζυγού) στο αγωνιώδες έργο προστασίας του δυναστικού πυρήνα. Άβουλα στοιχεία μια κοινωνίας που δρα παθητικά ενάντια στα συμφέροντα της· αδιάφορη για την αλήθεια· απόλυτα ταυτισμένη με το πλαστό είδωλο του εαυτού της. Ναρκισσισμός που οδηγεί στην κατάθλιψη.

Τα πάντα ρέουν σαν την φανασιωσική ροή του υποσυνειδήτου. Το υποσυνείδητο όμως εδώ σκιάστηκε από την μεμβράνη του καθοδικού σωλήνα. Ο Σταύρος περπατάει μέσα στην πόλη με ένα σακίδιο γνωρίζοντας ανθρώπους και κρατώντας σημειώσεις. Μόνο που οι άνθρωποι που συναντά δεν είναι οι πρωταγωνιστές. Πρωταγωνιστής είναι η ίδια η κάμερα και ο νάρκισσος παρουσιαστής ένας τυπικός μπλαζέ που πασχίζει να αυτοπροβληθεί ως πλάνητας - όπως θα παρατηρούσε ο Βάλτερ Μπένγιαμην αν ήταν σήμερα μαζί μας.

Τις πταίει για αυτή την κουλτούρα του ναρκισσισμού; Ευθύνεται η μετανεωτερικότητα, θα μας πει ο Ευγένιος Αρανίτσης, μέσω της πεποίθησης πως τα πάντα αποτελούν κείμενο και πως το κάθε τι που γίνεται αντιληπτό, δηλαδή παρουσιάζεται προικισμένο με μια κάποια δομή, συνιστά εντέλει καθαρή γλώσσα! Απ' όπου τεκμαίρεται ότι, εδώ, θα υποθέταμε μάλλον μια παρωδία περιπάτου, που τη βρίσκουμε εξάλλου αβίαστα στον εγκεφαλικό ή μοιρολατρικό αυτοματισμό με τον οποίο μετακινούνται οι λεγεώνες των τουριστών διαβάζοντας μυωπικά τον χάρτη.

Οδηγώντας τη μεταφορά στα άκρα, θα τολμούσα να πω ότι, κάποτε, η σκοπιμότητα της πεζοπορίας (μυστική ειδικά για να μη χάσει τα θέλγητρά της) προϋπέθετε την πίστη στο θάμπωμα των ματιών είτε απ' τις εκρήξεις της ωραιότητας του τοπίου είτε απ' τους σημειολογικούς αιφνιδιασμούς του αντιθέτου: μιας κουλτούρας της δυστυχίας, της φτώχειας, της ανηθικότητας και της βίας· επρόκειτο ουσιαστικά για το είδος του σοκ που αδυνατείς να νιώσεις σήμερα, αφού εκπαιδεύεσαι (από την τηλεόραση) να κυκλοφορείς σαν τυφλός και κουφός. Με δυο λόγια, οι άνθρωποι κινούνταν υποπτευόμενοι ότι, στην ακατάστατη αλλά σημαίνουσα ροή των εικόνων, η απόκλιση από το αναμενόμενο περισπούσε την προσοχή, την αιωνίως καθηλωμένη στον θάνατο, κι ότι το ξάφνιασμα, η αναστολή της «λογικής» ακολουθίας των γεγονότων, το σταμάτημα της παρέλασης όλων εκείνων των συναρτήσεων αίτιου/αιτιατού, εξασφάλιζε πίστωση χρόνου.

Δεν είναι λοιπόν να απορεί κανείς συνειδητοποιώντας ότι, βαθμιαία, το περπάτημα και η ακινησία συγχωνεύθηκαν. Τώρα οι τουρίστες, πρόσφυγες των διαφημιστικών ερειπίων, καταναλωτές κάθε φτηνής αξιοθέατης κοινοτοπίας, περπατούν τρόπον τινά ακίνητοι, σε σταθερή απόσταση απ' το κέντρο της έλλειψης ταυτότητας, πέριξ του οποίου στρέφονται, σε άτακτες τροχιές, εκατομμύρια εικόνες παντελώς αδιαφοροποίητες ως προς τη νοηματική τους μηδαμινότητα.

Ο Βασίλης Ραφαηλίδης είχε κάνει την ευφυή πολιτική παρατήρηση πως ο “Στάλιν ήταν κεντρώος” καθώς αυτός ο καιροσκοπικός κεντρισμός του έδινε τη ρυθμιστική δυνατότητα να εξοντώνει και να περιθωριοποιεί οποιονδήποτε θέλει εφαρμόζοντας την περίφημη τεχνική της θεωρία των δύο άκρων. Ο πραγματικός ηγεμών είναι πάντα κεντρώος, συμπεραίνουμε αβίαστα διαβάζοντας το Μακιαβέλι. Όχι γιατί έχει τη δυνατότητα να ελίσσεται στο πολιτικό κέντρο – εξασφαλίζοντας για τον εαυτό του την κρίσιμη θεσμική μεσολάβηση που από την εποχή του Πλάτωνα αποτελεί την ουσία της κυβερνητικής -αλλά γιατί, στις μέρες μας περισσότερο από ποτέ, έχει τη δυνατότητα να ανακατασκευάζει τα άκρα κατά το δοκούν, ορίζοντας το περιεχόμενό τους πριν καν το ίδια επιχειρήσουν να το πράξουν.

Η οπορτουνιστική πολυσημία του κέντρου αμφισβητείται σε περιόδους πολιτικής ρευστότητας, και έτσι, παρά τις πολύπαθες προσπάθειες του Νίκου Μπίστη (ίσως της πλέον συνεπούς σταλινικής φιγούρας στη Ελλάδα της μεταπολίτευσης), κρίνεται αναγκαίο επιβίωσης να αυξήσει την πολιτική του ασάφεια σε βαθμό αφασίας. Έτσι γεννήθηκε το Ποτάμι σαν προβολή της ανάγκης του συλλογικού ηγεμόνα να ανακαταλάβει προνομιακά πεδία πολιτικής ισχύος.

Ο σημερινός ιστορικός ρόλος του ΠΑΣΟΚ είναι ταυτόσημος με την αυτοκαταστροφή. Κόμμα-ωρολογιακός μηχανισμός που εκτελεί με βομβιστική ακρίβεια το σχέδιο αυτοδιάλυσης ως έσχατη υπηρεσία στην αυλή του ισχυρού, ικετεύονται το τέλος της περιφρόνησης. Αλίμονο, ρητορεύοντας ακατάπαυστα κατά των εξ αριστερών αντιπάλων του επιχειρηματολογεί σαφώς κατά του εαυτού του και της ξεθωριασμένης εικόνας του στα μάτια της πλατιάς κοινωνικής πλειοψηφίας που για δεκαετίες του ανέθεσε τις τύχες της. “Μη τους ψηφίζετε, θα κάνουν ότι κάναμε και εμείς, σαν λένε – όπως σαν λέγαμε- τα ίδια ψέματα”. Η αφοπλιστική ειλικρίνεια δεν είναι προϊόν μοιρολατρίας αλλά σχεδιασμός εξαπάτησης αφού στη μεταμοντέρνα γλώσσα (στην μη-δεσμευτικότητα της οποία ο ασίγαστος Βενιζέλος νιώθει ευλύγιστος πρωτοχορευτής ρωσικού μπαλέτου) η ίδια η αλήθεια έχει χάσει το νόημα της.

Το σχεδιασμένο τέλος του ΠΑΣΟΚ και κάθε σοσιαλδημοκρατικής παράταξης παλαιάς κοπής που σέβεται των ιστορικό της ρόλο πιστοποιεί το οριστικό φινάλε της εποχής του παρεμβατικού κράτους και των σημασιών που αυτό κυοφόρησε. “Ό,τι δεν προσαρμόζεται πεθαίνει” διακηρύσσει ο εξελικτικός δαρβινισμός της αδηφάγας αστικής πολιτικής που μοιράζει ξανά και ξανά ρόλους και σφαίρες κοινωνικής επιρροής κατά το μέτρο της ισχύος. Ο ηγεμόνας δεν έχει ηθική πέραν του ιστορικού καθήκοντος υπεράσπισής του ηγεμονισμού. Η ιστορική ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, που ξεγυμνώθηκε στην νεοφιλελεύθερη στροφή των καιρών ερμηνεύοντας το ρόλο της ως βασικότερης του βασιλέως, εκπληρώνει το ιστορικό της καθήκον παραδίδοντας αρμονικά τα σκήπτρα στα πράσινα άλογα τους νέου μεταμοντέρα αδίστακτου κέντρου.


Όσο για μας, αν κάποτε ο Μαξ Χορχάιμερ είχε προβλέψει πως “ίσως φτάσει μια μέρα που μόνο στις συκοφαντίες των εχθρών μας διαφυλάσσεται η δικιά μας αλήθεια” δεν φανταζόταν πως η ήττα μας θα είναι τόσο βαθιά που στις λέξεις τους δε βρίσκουμε πια ούτε ίχνη. Τι θα κάνουμε λοιπόν; Το πρώτο βήμα στην πολιτική είναι η διαύγαση του αντιπάλου, ο ορισμού του πραγματικού εχθρού. Όσα προσωπεία και να έχει το τέρας, όσο και να διπλασιάζονται διαρκώς οι κεφαλές της κραταιάς Ύδρας είμαστε αναγκασμένοι να πολεμήσουμε ανιχνεύοντας της στρατηγικές επιλογές των ισχυρών πίσω από τους τακτικούς ελιγμούς (sic), ξεσκίζοντας μέχρι την τελευταία ραφή το μανδύα της γλώσσας που μας υποτάσσει...

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου