το Β μέρος εδώ
Γιατί άραγε αυτό το σύστημα δεν έχει ακόμη καταρρεύσει πλήρως; Σε τι οφείλει την προσωρινή επιβίωσή του; Ουσιαστικά, στην πίστωση. Στη διάρκεια ενός αιώνα, απέναντι στις αυξανόμενες δυσκολίες να χρηματοδοτήσει την αξιοποίηση της εργασιακής δύναμης, και άρα να επενδύσει σε πάγιο κεφάλαιο, η προσφυγή σε όλο και πιο μαζικές πιστώσεις δεν ήταν παράλογη αλλά αναπόφευκτη. Ακόμη και κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας των νεοφιλελεύθερων μονεταριστών, η σύναψη χρεών αυξήθηκε δραστικά. Δεν έχει μεγάλη διαφορά αν αυτή η πίστωση είναι ιδιωτική ή δημόσια, εσωτερική ή εξωτερική. Η συνεχής και μη αντιστρέψιμη εξέλιξη της τεχνολογίας βαθαίνει διαρκώς το ρήγμα ανάμεσα στο ρόλο της εργασιακής δύναμης –η οποία, ας το επαναλάβουμε, είναι η μοναδική πηγή αξίας και υπεραξίας– και τον ολοένα και πιο σημαντικό ρόλο των εργασιακών εργαλείων, τα οποία πρέπει να πληρωθούν με την υπεραξία που παράγεται από την εκμετάλλευση της εργασιακής δύναμης. Κατά συνέπεια, η προσφυγή στην πίστωση δεν μπορεί παρά να αυξάνεται με την πάροδο του χρόνου και να οδηγείται σε ένα σημείο χωρίς επιστροφή. Η πίστωση, που είναι ένα κέρδος το οποίο καταναλώνεται πριν παραχθεί, μπορεί να μεταθέσει τη στιγμή που ο καπιταλισμός θα αγγίξει τα συστημικά όριά του, αλλά δεν μπορεί να την εξαλείψει. Ακόμη και η πιο ισχυρή και επίμονη θεραπεία κάποια μέρα πρέπει να τελειώσει.
Η πίστωση δεν παρατείνει μόνο τη ζωή του συστήματος ως τέτοιο, αλλά και τη ζωή των καταναλωτών. Γνωρίζουμε ότι η ιδιωτική σύναψη χρεών έχει φτάσει σε τεράστια ύψη, για παράδειγμα, 15.000 ευρώ για κάθε ιταλική οικογένεια, και πολύ περισσότερο για κάθε αμερικανική. Και, το σημαντικότερο, αυξάνεται ραγδαία. Μπορούμε να αντιληφθούμε το μέλλον αυτού του είδους ζωής με το παράδειγμα μιας χώρας όπως η Βραζιλία, όπου μπορεί κανείς να αγοράσει ένα κινητό τηλέφωνο και να το πληρώσει σε δέκα δόσεις, όπου η ρύθμιση για τη μη κατάσχεση του αυτοκινήτου μπορεί να επαναληφθεί μέχρι και τρεις φορές και όπου τα πρατήρια βενζίνης δεν ανταγωνίζονται με βάση τις τιμές των καυσίμων, αλλά την είσπραξη των επιταγών – σε 90, 180 μέρες…
Ορισμένοι καταφέρνουν να εκστασιάζονται μπροστά σ’ αυτή την «εικονική πραγματικότητα» του κόσμου και να προβλέπουν γι’ αυτόν ένα λαμπρό μέλλον. Όμως, μόνο μια εντελώς μεταμοντέρνα συνείδηση είναι ικανή να πιστεύει ότι μια εικονική κατάσταση χωρίς πραγματικές βάσεις θα μπορεί να διατηρείται για πάντα. Κάποιοι θέλησαν να αμφισβητήσουν και να «αποδομήσουν» ακόμη και την έννοια της «πραγματικής οικονομίας». Είναι βέβαιο ότι θα βόλευε πολύ κόσμο να αποδειχθεί ότι η μυθοπλασία αξίζει όσο και η πραγματικότητα, και ταυτόχρονα θα ήταν πολύ πιο συμβατό με τις επιθυμίες μας. Ωστόσο, δεν χρειάζεται να είναι κανείς μεγάλος προφήτης για να προβλέψει ότι οι «αρνήσεις της πραγματικότητας» που συνοδεύονται με αυτάρεσκα χαμόγελα εδώ και τριάντα χρόνια δεν έχουν πλέον πολύ μέλλον σε μια εποχή «πραγματικών» κρίσεων. Το εκδοτικό σημείωμα της Monde που προαναφέρθηκε σημείωνε δικαιολογημένα: «Επιστροφή στην πραγματικότητα μέσα από τη θύρα “καταστροφή”».
Επομένως, αυτή η ριζοσπαστική αντίληψη για την κρίση –για τη διαμόρφωση της οποίας οφείλουμε πολλά στις αναλύσεις του Ρόμπερτ Κουρτς– προαναγγέλλει καταρχάς ότι, ακόμη και στο αυστηρά οικονομικό επίπεδο, η κρίση δεν βρίσκεται παρά στην αρχή της. Σήμερα, εξακολουθούν να υπάρχουν πάρα πολλές τράπεζες και μεγάλες επιχειρήσεις που κρύβουν την καταστροφική κατάστασή τους παραποιώντας τους ισολογισμούς τους ενώ, μεταξύ άλλων μελλοντικών πτωχεύσεων, γίνεται λόγος για την προσεχή κατάρρευση του συστήματος πιστωτικών καρτών στις ΗΠΑ. Τα αστρονομικά ποσά που διοχετεύονται από τα κράτη στην οικονομία, εγκαταλείποντας από τη μία μέρα στην άλλη τον μονεταριστικό δογματισμό στο όνομα του οποίου είχαν σπρώξει εκατομμύρια άτομα στην εξαθλίωση, και οι εξαγγελίες για μια μεγαλύτερη ρύθμιση, δεν έχουν καμία σχέση με την επιστροφή στον κεϋνσιανισμό και το κοινωνικό κράτος του παρελθόντος. Δεν πρόκειται για επενδύσεις στις υποδομές, τύπου “New Deal”, ούτε για τη δημιουργία μιας λαϊκής αγοραστικής δύναμης. Αυτά τα ποσά οδήγησαν στην απότομη αύξηση κατά 20% του δημόσιου χρέους των ΗΠΑ, αλλά δεν ήταν επαρκή παρά μόνο για να αποτρέψουν την άμεση κατάρρευση του πιστωτικού συστήματος. Για μια πραγματική «ανάκαμψη της οικονομίας» θα απαιτούνταν ακόμη πιο γιγαντιαία ποσά τα οποία, με βάση τη σημερινή κατάσταση, μπορούν να εξασφαλιστούν μόνο με τη δημιουργία χρήματος μέσω διαταγμάτων, πράγμα που θα οδηγούσε όμως σ’ έναν παγκόσμιο υπερπληθωρισμό. Μια σύντομη ανάπτυξη που θα τροφοδοτούνταν από τον πληθωρισμό θα κατέληγε σε μια ακόμη μεγαλύτερη κρίση, καθώς δεν φαίνονται πουθενά νέες πιθανές μορφές συσσώρευσης οι οποίες, έπειτα από μια αρχική «τόνωση» που θα προερχόταν από το κράτος, θα μπορούσαν να παράγουν μια ανάπτυξη που θα στηριζόταν στη συνέχεια στις δικές της βάσεις.
Όμως, η κρίση δεν είναι μόνο οικονομική. Όταν δεν υπάρχουν πια χρήματα, τίποτα δεν λειτουργεί. Στη διάρκεια του 20ού αιώνα, ο καπιταλισμός περιλάμβανε, προκειμένου να διευρύνει τη σφαίρα της αξιοποίησης της αξίας, ολοένα και ευρύτερους τομείς της ζωής: από την εκπαίδευση των παιδιών μέχρι τη φροντίδα των ηλικιωμένων, από την κουζίνα μέχρι την κουλτούρα, από τη θέρμανση μέχρι τις μεταφορές. Έτσι, υπήρχε μια πρόοδος στο όνομα της «αποτελεσματικότητας» ή της «ελευθερίας των ατόμων» που απαλλάχθηκαν από οικογενειακούς και κοινοτικούς δεσμούς. Σήμερα, βλέπουμε τις συνέπειες: τα πάντα καταρρέουν όταν δεν μπορούν να μετατραπούν σε χρηματική αξία. Και δεν εξαρτώνται μόνο από το χρήμα, αλλά, ακόμη χειρότερα, από την πίστωση. Όταν η πραγματική αναπαραγωγή σύρεται πίσω από το «πλασματικό κεφάλαιο», όταν οι επιχειρήσεις, οι οργανισμοί και ολόκληρα κράτη δεν επιβιώνουν παρά χάρη στις τιμές τους στο χρηματιστήριο, κάθε χρηματοπιστωτική κρίση, αντί να αφορά μόνο αυτούς που παίζουν στο χρηματιστήριο, επηρεάζει τελικά αμέτρητους ανθρώπους στην καθημερινή και προσωπική ζωή τους. Πολλοί Αμερικανοί που είχαν δεχθεί συντάξεις με τη μορφή μετοχών και βρέθηκαν μετά το κραχ χωρίς τίποτα για τα γεράματά τους, ήταν από τους πρώτους που βίωσαν αυτό το θάνατο επί πιστώσει. Και δεν ήταν παρά η αρχή. Όταν η κρίση θα έχει όντως αντίκτυπο στην πραγματικότητα –με τη δραματική αύξηση της ανεργίας και της προσωρινής απασχόλησης να συνοδεύεται από μια μεγάλη πτώση των κρατικών εσόδων–, θα δούμε ολόκληρους τομείς της κοινωνικής ζωής να εγκαταλείπονται στην τέχνη της επιβίωσης μέρα με τη μέρα.
Οι διάφορες κρίσεις –οικονομική, οικολογική, ενεργειακή– δεν είναι απλά «σύγχρονες» ή «αλληλένδετες»: είναι η έκφραση μιας δομικής κρίσης, αυτής της μορφής- αξίας, της αφηρημένης, κενής μορφής που επιβάλλεται σε κάθε περιεχόμενο σε μια κοινωνία που βασίζεται στην άυλη εργασία και την αναπαράστασή της στην αξία ενός εμπορεύματος. Πρόκειται για έναν ολόκληρο τρόπο ζωής, παραγωγής και σκέψης, που χρονολογείται τουλάχιστον διακόσια πενήντα χρόνια, ο οποίος δεν μοιάζει πλέον ικανός να εξασφαλίσει την επιβίωση της ανθρωπότητας. Ίσως δεν υπάρξει μια «μαύρη Παρασκευή», όπως το 1929, μια «μέρα της Κρίσης». Όμως, είναι πολλοί οι λόγοι που μας κάνουν να σκεφτόμαστε ότι ζούμε το τέλος μιας μακράς ιστορικής περιόδου,[1] της εποχής κατά την οποία η παραγωγική δραστηριότητα και τα προϊόντα δεν χρησιμεύουν για να ικανοποιούν ανάγκες αλλά για να τροφοδοτούν τον αέναο κύκλο της εργασίας που αξιοποιεί το κεφάλαιο και του κεφαλαίου που χρησιμοποιεί την εργασία. Το εμπόρευμα και η εργασία, το χρήμα και η κρατική ρύθμιση, ο ανταγωνισμός και η αγορά: πίσω από τις χρηματοπιστωτικές κρίσεις που επαναλαμβάνονται είκοσι και πλέον χρόνια, όλο και πιο σοβαρές κάθε φορά, διαγράφεται η κρίση όλων αυτών των κατηγοριών οι οποίες, είναι πάντοτε χρήσιμο να το υπενθυμίζουμε, δεν αποτελούσαν μέρος της ανθρώπινης ύπαρξης παντού και πάντοτε. Οικειοποιήθηκαν την ανθρώπινη ζωή στη διάρκεια των τελευταίων αιώνων και μπορούν να αποτελέσουν αφορμή για κάτι διαφορετικό: καλύτερο ή ακόμη και χειρότερο. Ίσως υπάρξει μια μικρή ανάκαμψη τους προσεχείς μήνες, ή ακόμη και για κάποια χρόνια.[2] Όμως, το τέλος της εργασίας, της πώλησης, της πώλησης και της αγοράς της εργασιακής δύναμης, το τέλος της αγοράς και του κράτους –όλων των κατηγοριών που δεν είναι καθόλου φυσιολογικές και οι οποίες μια μέρα θα εξαφανιστούν, όπως ακριβώς αντικατέστησαν και οι ίδιες άλλες μορφές κοινωνικής ζωής– είναι μια διαδικασία μακράς διάρκειας. Η σημερινή κρίση δεν είναι ούτε η αρχή ούτε το τέλος, αλλά μια σημαντική περίοδος.
Όμως, γιατί άραγε αυτή η κριτική, που είναι περίπου η μόνη που επιβεβαιώνεται από την πρόσφατη κρίση, προκαλεί τόσο μικρό ενδιαφέρον; Ουσιαστικά επειδή κανείς δεν μπορεί πραγματικά να φανταστεί το τέλος του καπιταλισμού. Ακόμη και η ιδέα προκαλεί τρόμο. Όλος ο κόσμος σκέφτεται ότι τα χρήματα είναι πολύ λίγα, αλλά ο καθένας αισθάνεται την ύπαρξή του να απειλείται, ακόμη και από φυσική άποψη, με την υποψία να υποτιμηθεί η αξία του χρήματος και να χάσει το ρόλο του στην κοινωνική ζωή. Στην κρίση, τα υποκείμενα γαντζώνονται περισσότερο παρά ποτέ από τις μόνες μορφές κοινωνικοποίησης που γνωρίζουν. Υπάρχει μια γενική συμφωνία τουλάχιστον σε ένα πράγμα: πρέπει πάντοτε να συνεχίζουμε να πουλάμε, να πουλάμε και να αγοράζουμε τον εαυτό μας. Γι’ αυτό είναι τόσο δύσκολο να αντιδράσουμε σ’ αυτήν την κρίση ή να οργανωθούμε για να την αντιμετωπίσουμε: γιατί δεν υπάρχουν αυτοί και εμείς. Θα έπρεπε να καταπολεμήσουμε το «αυτόνομο υποκείμενο» του κεφαλαίου, το οποίο ενυπάρχει επίσης σε καθέναν από εμάς, και άρα σε ένα μέρος από τις συνήθειες, τις προτιμήσεις, τις οκνηρίες, τις τάσεις, τους ναρκισσισμούς, τις ματαιοδοξίες, τους εγωισμούς μας…
Κανένας δεν θέλει να κοιτάξει κατάματα το τέρας. Πόσες παραληρηματικές λύσεις προτείνονται, αντί να αμφισβητηθεί η εργασία και το εμπόρευμα, ή απλά το αυτοκίνητο! «Μεγάλοι επιστήμονες» παραλογίζονται κάνοντας λόγο για γιγαντιαίους δορυφόρους που θα είναι ικανοί να αντανακλούν ένα μέρος των αχτίνων του ήλιου ή για μηχανισμούς που θα είναι ικανοί να καταψύχουν τους ωκεανούς. Προτείνουν να «παράγουμε λαχανικά σε υδροπονικά ή αεροπονικά θερμοκήπια» και να παρασκευάζουμε κρέας «απευθείας από βλαστοκύτταρα», να αναζητήσουμε τους ανεπαρκείς πόρους στην κυριολεξία στο φεγγάρι: «Το φεγγάρι διαθέτει, μεταξύ άλλων, ένα εκατομμύριο τόνους ήλιο 3, το ιδανικό καύσιμο για την πυρηνική τήξη. Ένας τόνος ήλιο 3 αξίζει περίπου 6 δισεκατομμύρια δολάρια, με βάση την ενέργεια που μπορεί να παράγει. Αυτός είναι μόνο ένας από τους λόγους για τους οποίους τόσες χώρες επικεντρώνονται σε μια επιστροφή στο φεγγάρι».[3] Με την ίδια λογική, προτεί- νουν να «προσαρμοστούμε» στις κλιματικές αλλαγές αντί να τις καταπολεμήσουμε.[4] Αντί της απαλλαγής από τον «οικονομικό τρόμο», η απειλή ενισχύεται: «Οι οργανισμοί και τα ανθρώπινα όντα που θα μάθουν, θα θελήσουν και θα μπορέσουν να προσαρμοστούν έχουν οικονομικό και κοινωνικό μέλλον, σήμερα περισσότερο παρά ποτέ. Οι υποστηρικτές της ακινησίας θα μπορούσαν να χάσουν κάθε ικανότητα εξεύρεσης εργασίας»[5] και άρα να εξαφανιστούν από τον κόσμο. Ο Μάλθους το έχει ήδη πει: η πείνα είναι ο καλύτερος παιδαγωγός της εργασίας. Οτιδήποτε δεν χρησιμεύει στην αξιοποίηση του κεφαλαίου είναι πολυτέλεια και, σε περιόδους κρίσης, η πολυτέλεια δεν αρμόζει. Δεν πρόκειται για διαστροφή, είναι απολύτως λογικό σε μια κοινωνία που έχει αναγάγει σε ζωτική αρχή της το μετασχηματισμό του χρήματος σε περισσότερο χρήμα. Αυτός είναι πίνακας της αποκάλυψης, θα μας αντιτείνουν κάποιοι: μας αναγγέλλουν το τέλος του καπιταλισμού από τότε που γεννήθηκε, με κάθε δυσκολία που συναντά. Ωστόσο, αναβιώνει έπειτα από κάθε κρίση, όπως ο φοίνικας που αναγεννιέται από τις στάχτες του. Ταυτόχρονα, κάθε φορά αλλάζει και, σήμερα, είναι πολύ διαφορετικός από αυτό που ήταν το 1800, ή το 1850, ή το 1930. Μήπως παρακολουθούμε ακόμη μία μετάλλαξη αυτού του είδους, κατά την οποία θα αλλάξει για να επιβιώσει καλύτερα;
Γιατί αυτή η κρίση είναι πιο σοβαρή από κάθε άλλη εδώ και πάνω από 200 χρόνια; Δεν θα μπορούσε ο καπιταλισμός να συνεχίσει να υπάρχει με άτυπες μορφές, μεταξύ καταστροφών και πολέμων; Άραγε η κρίση δεν είναι η αιώνια μορφή της ύπαρξής του και μάλιστα της ύπαρξης των ιστορικών κοινωνιών γενικότερα; Και ο αντίλογος συνεχίζεται: Ο πλήρης κατάλογος όλων των δυσλειτουργιών του σημερινού καπιταλισμού μπορεί να συνιστά την απόδειξη της τελικής κρίσης του, μόνο αν η σύντομη φορντική περίοδος σταθερότητας θεωρείται η μόνη εφικτή λειτουργία του καπιταλισμού και όλες οι άλλες μορφές ύπαρξής του παρεκκλίσεις. Οι εμφύλιοι πόλεμοι στην Αφρική και η επάνοδος της φεουδαρχίας στη Ρωσία, ο ισλαμικός φονταμενταλισμός και η προσωρινότητα στην Ευρώπη δείχνουν μόνο ότι ήταν αδύνατο να εξαπλωθεί το φορντικό μοντέλο στον υπόλοιπο κόσμο ως τέτοιο, αλλά όχι την αποτυχία του καπιταλισμού, ο οποίος ως παγκόσμιο σύστημα συνίσταται ακριβώς στη συνύπαρξη όλων αυτών των μορφών, από τις οποίες η καθεμία, στο πλαίσιό της, είναι χρήσιμη για το παγκόσμιο σύστημα. Ο καπιταλισμός θα μπορούσε επίσης να λειτουργήσει πολύ διαφορετικά από ό,τι στην Ευρώπη της δεκαετίας του ’60: αυτό δεν θα έδειχνε παρά την ευελιξία του. Οι καταστροφές που προκαλεί, από την εξατομίκευση των ανθρώπων και τη διάλυση της οικογένειας, μέχρι τις ψυχικές και σωματικές ασθένειες και τη μόλυνση, δεν είναι απαραίτητα ένα σύμπτωμα της κρίσης – δημιουργούν διαρκώς ανάγκες και νέους τομείς της αγοράς που διευκολύνουν τη λειτουργία της συσσώρευσης.
Όμως, αυτός ο αντίλογος δεν έχει βάση: αυτό που περιγράφει είναι η γέννηση και η διαιώνιση διαρκώς μεταλλασσόμενων μορφών κυριαρχίας και εκμετάλλευσης, καιόχι η ανάδυση νέων μοντέλων καπιταλιστικής συσσώρευσης. Οι «μη κλασικές» μορφές δημιουργίας κέρδους δεν μπορούν να λειτουργήσουν παρά συμμετέχοντας έμμεσα στην παγκόσμια αγορά, και άρα παρασιτικά στους παγκόσμιους κύκλους της αξίας (για παράδειγμα: πουλώντας ακριβά τα ναρκωτικά στις πλούσιες χώρες, ορισμένες χώρες του «Νότου» κατευθύνουν προς αυτές ένα μέρος της «πραγματικής» υπεραξίας που παράγεται στις πλούσιες χώρες). Αν η δημιουργία αξίας στα βιομηχανικά κέντρα έπρεπε να εξαλειφθεί πλήρως, θα εξαφάνιζε επίσης βαρόνους ναρκωτικών και διακινητές παιδιών. Επιπλέον, θα μπορούσαν τότε να αναγκάσουν τα υποκείμενά τους να δημιουργήσουν εκ νέου ένα αγροτικό, υλικό πλεόνασμα για τα αφεντικά τους. Όμως, ακόμη και οι πιο πεισμένοι υπερασπιστές της αιωνιότητας του καπιταλισμού δεν θα τολμούσαν πια να το αποκαλούν αυτό ένα νέο μοντέλο καπιταλιστικής συσσώρευσης.
Γενικότερα, πρέπει πάντοτε να θυμόμαστε ότι οι υπηρεσίες και οι αποκαταστάσεις δεν είναι μια εργασία που παράγει κεφάλαιο, αλλά εξαρτώνται από παραγωγικούς τομείς. Δεν είναι μόνο η θεωρία του Μαρξ που το λέει αυτό (και αυτό το σημείο, περισσότερο και από άλλα ακόμη, δεν έχει γίνει κατανοητό ούτε από τους μαρξιστές), αλλά ακόμη και η καθημερινή εμπειρία: σε περιόδους ύφεσης, η κουλτούρα και η εκπαίδευση, η προστασία του περιβάλλοντος και η υγεία, οι επιδοτήσεις σε οργανώσεις και η υπεράσπιση της κληρονομιάς, αντί να μπορούν να χρησιμεύσουν ως «μοχλός ανάπτυξης», είναι οι πρώτες που θυσιάζονται λόγω «έλλειψης χρημάτων». Βέβαια, δεν μπορούμε να «αποδείξουμε» αφηρημένα ότι παρακολουθούμε το τέλος της υπεραιωνόβιας εμπορευματικής κοινωνίας. Όμως, ορισμένες πρόσφατες τάσεις είναι πραγματικά καινούριες. Έχουμε φτάσει σ’ ένα εξωτερικό όριο, με την εξάντληση των πόρων –και κυρίως του πιο σημαντικού και αναντικατάστατου πόρου, του νερού–, καθώς και με τις μη αντιστρέψιμες αλλαγές του κλίματος, τα αφανισμένα είδη της φύσης, τα κατεστραμμένα τοπία. Ο καπιταλισμός οδεύει επίσης προς ένα εσωτερικό όριο, καθώς η πορεία ανάπτυξής του είναι γραμμική, σωρευτική και μη αντιστρέψιμη, και όχι κυκλική και επαναλαμβανόμενη όπως άλλες μορφές παραγωγής. Είναι η μοναδική κοινωνία που υπήρξε ποτέ η οποία εμπεριέχει στη βάση της μια δυναμική αντίφαση, και όχι μόνο έναν ανταγωνισμό: ο μετασχηματισμός της εργασίας σε αξία είναι προορισμένος ιστορικά να εξαντληθεί, εξαιτίας των τεχνολογιών που αντικαθιστούν την εργασία.
Τα υποκείμενα που ζουν σ’ αυτήν την εποχή εξωτερικής και εσωτερικής κρίσης υφίστανται επίσης μια απορρύθμιση των φυσικών δομών οι οποίες καθόριζαν για πολύ καιρό αυτό που είναι ο άνθρωπος. Αυτά τα νέα απρόβλεπτα υποκείμενα βρίσκονται ταυτόχρονα στη θέση να διαχειρίζονται απίστευτες δυνάμεις καταστροφής. Τελικά, η μείωση της δημιουργίας αξίας σ’ ολόκληρο τον κόσμο εμπεριέχει το γεγονός ότι, για πρώτη φορά, υπάρχουν –και μάλιστα παντού– πληθυσμοί σε περίσσευμα, πλεονάζοντες, οι οποίοι δεν χρησιμεύουν πια ούτε για εκμετάλλευση. Από την άποψη της αξιοποίησης της αξίας, είναι η ίδια η ανθρωπότητα που αρχίζει να γίνεται μια περιττή πολυτέλεια, μια δαπάνη που πρέπει να εξαλειφθεί, ένα «πλεόνασμα» – και εδώ μπορούμε να μιλήσουμε για έναν εντελώς νέο παράγοντα στην ιστορία!
Δυστυχώς, η «κρίση» δεν έχει ως επακόλουθο μια εγγυημένη «χειραφέτηση». Υπάρχουν πολλοί οργισμένοι άνθρωποι που έχουν χάσει τα χρήματα, το σπίτι ή τη δουλειά τους. Όμως, αυτή η οργή, σε αντίθεση με ό,τι πίστευε πάντοτε η ριζοσπαστική αριστερά, δεν έχει τίποτα εξ ορισμού απελευθερωτικό. Η σημερινή κρίση δεν μοιάζει να ευνοεί την ανάδυση απελευθερωτικών προσπαθειών (τουλάχιστον σε μια πρώτη φάση), αλλά μια κατάσταση του τύπου «ο σώζων εαυτόν σωθήτω». Εξάλλου, δεν μοιάζει να ευνοεί ούτε τους μεγάλους ελιγμούς για την αποκατάσταση της καπιταλιστικής τάξης, τους ολοκληρωτισμούς, τα νέα καθεστώτα καταναγκαστικής συσσώρευσης. Αυτό που προαναγγέλλεται μοιάζει περισσότερο με βραδυφλεγή και όχι πάντοτε εμφανή βαρβαρότητα. Αντί για τη μεγάλη σύγκρουση, μπορούμε να περιμένουμε μια αέναη σπειροειδή κίνηση, μια διαρκή κατήφεια που με το χρόνο γίνεται συνήθεια. Είναι πιο πιθανό να παρακολουθήσουμε μια θεαματική διάχυση της τέχνης της επιβίωσης με χίλιους τρόπους και της προσαρμογής σε όλα, παρά ένα μεγάλο κίνημα σκέψης και αλληλεγγύης, όπου όλοι θα παραμερίσουν τα προσωπικά συμφέροντά τους, θα ξεχάσουν τις αρνητικές πλευρές της κοινωνικοποίησής τους και θα οικοδομήσουν από κοινού μια πιο ανθρώπινη κοινωνία. Προκειμένου να συμβεί κάτι τέτοιο, θα έπρεπε καταρχάς να μεσολαβήσει μια ανθρωπολογική επανάσταση. Δύσκολα μπορεί να διαβεβαιώσει κανείς ότι οι κρίσεις και οι τρέχουσες καταρρεύσεις θα διευκολύνουν μια τέτοια επανάσταση. Και, ακόμη κι αν η κρίση περιλαμβάνει μια αναγκαστική «αποανάπτυξη», αυτή δεν είναι κατ’ ανάγκη προς τη σωστή κατεύθυνση. Η κρίση δεν πλήττει κατά πρώτο λόγο τους τομείς που είναι «άχρηστοι» από την άποψη της ανθρώπινης ζωής, αλλά εκείνους που είναι «άχρηστοι» από την άποψη της συσσώρευσης του κεφαλαίου. Δεν πρόκειται να μειωθούν οι εξοπλισμοί, αλλά οι δαπάνες για την υγεία – και, από τη στιγμή που έχουμε αποδεχθεί τη λογική της αξίας, είναι αρκετά παράλογο να διαμαρτυρόμαστε εναντίον της.
Ας αρχίσουμε λοιπόν με τα μικρά πράγματα, τη βοήθεια μεταξύ γειτόνων, τα τοπικά συστήματα ανταλλαγών, τα κηπευτικά στον κήπο, τον εθελοντισμό στις οργανώσεις, τους οργανισμούς για τη διατήρηση της αγροτικής καλλιέργειας. Συχνά, αυτό είναι συμπαθητικό. Όμως, το να θέλει κανείς να αντιταχθεί στην κατάρρευση του παγκόσμιου συστήματος με αυτά τα μέσα ισοδυναμεί με το να προσπαθεί να αδειάσει τη θάλασσα μ’ ένα κουτάλι. Σε τι καταλήγουν αυτές οι απαισιόδοξες απόψεις; Τουλάχιστον σε λίγη διαύγεια. Μπορούμε έτσι να αποφύγουμε να ενταχθούμε στους λαϊκιστές κάθε απόχρωσης που περιορίζονται να αναθεματίζουν τις τράπεζες, την οικονομία και τα χρηματιστήρια, καθώς και αυτούς που υποτίθεται πως τα ελέγχουν. Αυτός ο λαϊκισμός θα οδηγήσει με ευκολία στην καταδίωξη των «εχθρών του λαού», προς τα κάτω (μετανάστες) και προς τα πάνω (κερδοσκόπους),[6] αποφεύγοντας κάθε κριτική στις πραγματικές βάσεις του καπιταλισμού, οι οποίες εμφανίζονται, αντίθετα, ως ο πολιτισμός που πρέπει να διασωθεί: η εργασία, το χρήμα, το εμπόρευμα, το κεφάλαιο, το κράτος. Προκαλεί πράγματι ίλιγγο η σκέψη του τέλους ενός τρόπου ζωής στον οποίο είμαστε όλοι χωμένοι μέχρι το λαιμό και ο οποίος, σήμερα, αρχίζει να βουλιάζει χωρίς να το έχει αποφασίσει κανείς, αφήνοντάς μας σ’ ένα τοπίο κατεστραμμένο. Όλοι οι υποτιθέμενοι ανταγωνισμοί του παρελθόντος, το προλεταριάτο και το κεφάλαιο, η εργασία και το συσσωρευμένο χρήμα κινδυνεύουν να εξαφανιστούν μαζί, ψυχορραγώντας σφιχταγκαλιασμένοι: αυτό που αρχίζει να εξαφανίζεται είναι η κοινή βάση των συγκρούσεών τους.
Για να αντιμετωπίσουμε την κατάσταση, χρειάζεται ένα τόσο μεγάλο άλμα στο άγνωστο που όλος ο κόσμος –και αυτό είναι κατανοητό– καταρχάς αρνείται να το κάνει. Όμως, το γεγονός ότι ζούμε σε μια τέτοια ακραία εποχή είναι επίσης μια πρωτόγνωρη τύχη, παρ’ όλα αυτά. Κατά συνέπεια: ας επιδεινωθεί η κρίση![7] Δεν πρέπει να «σώσουμε» την οικονομία «μας» και τον τρόπο ζωής «μας», αλλά να βοηθήσουμε να εξαφανιστούν το γρηγορότερο, δίνοντας ταυτόχρονα χώρο σε κάτι καλύτερο. Ας πάρουμε το παράδειγμα των πρόσφατων μακρών συγκρούσεων στην εκπαίδευση και το πανεπιστήμιο: αντί να διαμαρτυρόμαστε για τη μείωση των δαπανών για την εκπαίδευση και την έρευνα, δεν θα ήταν καλύτερο να αμφισβητήσουμε το ίδιο το γεγονός ότι δεν υπάρχει εκπαίδευση και έρευνα παρά μόνο αν είναι «ανταποδοτικές»; Πρέπει άραγε να παραιτηθούμε από τη ζωή, επειδή η συσσώρευση του κεφαλαίου δεν λειτουργεί πια;
Επιτέλους, έξοδος! είναι ο τίτλος ενός πίνακα του Πάουλ Κλέε. Ήδη, στη διάρκεια της σύντομης κρίσης του Οκτωβρίου 2008, είχαμε λίγο την εντύπωση ότι το καπάκι ήταν έτοιμο να ανοίξει: αρχίζαμε να συζητάμε ανοιχτά για τα δεινά και τα όρια του καπιταλισμού. Μπορούμε λοιπόν, παρ’ όλα αυτά, να έχουμε την πεποίθηση ότι στη διάρκεια μιας σοβαρής παρατεταμένης κρίσης οι γλώσσες θα λυθούν, τα στερεότυπα και τα απαγορευμένα θα καταρρεύσουν, πολύς κόσμος θα αμφισβητήσει αυθόρμητα αυτό που μέχρι την προηγούμενη μέρα θεωρούσε «φυσικό» ή «αναπόφευκτο» και θα αρχίσει να θέτει τα πιο απλά και συχνά λιγότερο προβεβλημένα ερωτήματα: γιατί υπάρχει κρίση, αφού υπάρχουν τόσο πολλά μέσα παραγωγής; Γιατί να πεθάνουμε από απόγνωση, αφού όλα τα απαραίτητα (και ακόμη περισσότερα) υπάρχουν; Γιατί να δεχθούμε να σταματήσουν όλα όσα δεν χρησιμεύουν στη συσσώρευση; Πρέπει να αρνηθούμε όλα όσα δεν είναι πληρωτέα; Ίσως, παρ’ όλα αυτά, η λέξη που θα λεχθεί να λύσει τα μάγια, όπως στα παραμύθια.
Σημειώσεις
------------
1. Περίπου ο μόνος που ισχυρίστηκε στα μεγάλα μέσα ενημέρωσης
ότι ο καπιταλισμός έχει φτάσει, έπειτα από 500 χρόνια, στη τελευταία
φάση του και κάτι καινούριο πρόκειται να τον αντικαταστήσει ήταν ο
Ιμάνουελ Βαλερστάιν (βλέπε το άρθρο του “Le capitalisme touche à sa
fin” στη Monde της 11. 10. 2008). Ωστόσο, στη σημερινή κρίση δεν βλέ-
πει παρά την έκρηξη μιας κερδοσκοπικής φούσκας, η οποία ανάγεται
στη δεκαετία του ’70, ενώ τη συγκρίνει με άλλες κρίσεις του παρελθό-
ντος. Αν προβλέπει μια «φάση πολιτικού χάους», «συστημικής κρίσης»
και το τέλος του καπιταλισμού τις επόμενες δεκαετίες, αυτό συμβαίνει
εξαιτίας της σχέσης «κέντρου» και «περιφέρειας» η οποία έχει αλλάξει.
Η ερμηνεία του είναι κατά συνέπεια πολύ διαφορετική από αυτήν που
προτείνουμε εδώ.
2. Στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, έπειτα από κάθε κρί-
ση, παρατηρούσαμε μια «ανάκαμψη» –ιδιαίτερα των χρηματιστηρια-
κών δεικτών– η οποία μοιάζει να αποδεικνύει ότι όλα αυτά δεν είναι
παρά ένα ζήτημα κύκλων και διακυμάνσεων. Όμως, καμία από αυτές
τις «ανακάμψεις» δεν ήταν αποτέλεσμα ενός νέου τρόπου παραγωγής
που χρησιμοποιεί μαζικά την εργασία με αποδοτικό τρόπο. Ήταν απλώς
μορφές πλασματικής ανάπτυξης της αξίας, οι οποίες εξασφαλίζονταν
πουλώντας και αγοράζοντας τίτλους και επενδύοντας μερικές φορές
αυτό το πλασματικό κεφάλαιο στην κατανάλωση ή την αγορά υπη-
ρεσιών – πράγμα που κάθε φορά δημιουργούσε ακόμη μεγαλύτερες
χρηματοπιστωτικές φούσκες οι οποίες στερούνταν ακόμη περισσότερο
βάσης, ιδιαίτερα στον τομέα του αυτοκινήτου.
3. Δίκην τιμωρίας, γνωστοποιούμε εδώ το όνομα του συγγραφέα
αυτών των προτάσεων: “Plus de croissance est en nous”, του Xavier
Alexandre, Le Monde της 30. 11. 2008, “Chroniques d’abonnés”.
4. “S’adapter au changement climatique plutôt que de le limiter?”,
Le Monde της 21. 08. 2009, σχετικά με τη μελέτη την οποία το “Centre
de consensus” (Κέντρο συναίνεσης) [!] της Κοπεγχάγης εμπιστεύτηκε
στο ιταλικό επιστημονικό ίδρυμα “Enrico Mattei”, το οποίο συνδέεται
με τον ιταλικό πετρελαϊκό όμιλο ENI.
5. Ίδια τιμωρία με τον προαναφερθέντα: “Le prévisible déclin du salariat”,
της Camille Sée, Le Monde της 09. 08. 2009, “Chronique d’abonnés”.
6. Τόσο η αριστερά όσο και ένα τμήμα της δεξιάς διαμαρτυρήθη-
καν (τουλάχιστον στις ΗΠΑ) ενάντια στη σωτηρία των τραπεζών.
7. F. Partant, Que la crise s’aggrave, Παρίσι, Solin, 1978.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου