του Anselm Jappe*
Το Α μέρος εδώ
Ορισμένοι παρατηρητές φαίνεται να προχωρούν ακόμη περισσότερο, μιλώντας για έναν καπιταλισμό που καταστρέφει τον κόσμο και είναι στα πρόθυρα της αυτοκαταστροφής. Αυτές οι προειδοποιητικές φωνές δεν φανερώνουν άραγε μια συνειδητοποίηση για τις καταστροφές του καπιταλισμού, τόσο όταν εξελίσσεται «ομαλά» όσο και στις περιόδους κρίσης; Ωστόσο, αυτές οι επιθέσεις, στις περισσότερες περιπτώσεις, δεν έχουν ως στόχο παρά την πρόσφατη φάση «απορρύθμισης» και «αγριότητας» του καπιταλισμού, τη νεοφιλελεύθερη φάση, και καθόλου το καθεστώς καπιταλιστικής συσσώρευσης ως τέτοιο, την ταυτολογική λογική που επιτάσσει τη μετατροπή του ενός ευρώ σε δύο και καταναλώνει τον πραγματικό κόσμο σαν απλό εργαλείο γι’ αυτή την αύξηση της μορφής-αξίας.
Σύμφωνα με αυτούς, η επιστροφή στον «συνετό», καθότι «ρυθμισμένο» και υποταγμένο στην «πολιτική» καπιταλισμό, θα έπρεπε λογικά να λύνει το πρόβλημα. Σημαίνει μήπως αυτό ότι ο «αντινεοφιλελεύθερος» λόγος αρνείται πως υπάρχει η σημερινή κρίση; Όχι, αλλά δεν θέλει παρά να θεραπεύσει τα συμπτώματα της ασθένειας. Εξάλλου, η γενική ανικανότητα να φανταστούμε ότι η κρίση μπορεί να οδηγήσει σε κάτι άλλο από τον καπιταλισμό συνιστά σήμερα και πάντοτε μια εντυπωσιακή αντίθεση με την αόριστη, αλλά επίμονη και καθολική, αντίληψη ότι ζούμε σε μια διαρκή κρίση. Εδώ και δεκαετίες, το κλίμα τείνει να είναι απαισιόδοξο. Οι νέοι γνωρίζουν, και αποδέχονται καρτερικά, ότι θα ζήσουν χειρότερα από τους γονείς τους και οι βασικές ανάγκες τους –εργασία, στέγαση– θα είναι όλο και πιο δύσκολο να ικανοποιηθούν και να εξασφαλιστούν. Η γενική εντύπωση είναι ότι διολισθαίνουμε σ’ έναν κατήφορο. Η μοναδική ελπίδα μας είναι να μη γλιστρήσουμε πολύ γρήγορα και όχι να μπορέσουμε πραγματικά να αναρριχηθούμε στην κορυφή.
Υπάρχει η διάχυτη αίσθηση ότι η γιορτή έχει τελειώσει και αρχίζουν τα χρόνια των ισχνών αγελάδων, μια αίσθηση που συχνά συνοδεύεται από την πεποίθηση ότι η προηγούμενη γενιά (αυτή των “baby-boomers”) κατασπάραξε τα πάντα και άφησε ελάχιστα στα παιδιά της. Οι περισσότεροι νέοι στη Γαλλία, τουλάχιστον μεταξύ αυτών που έχουν αποκτήσει κάποιο πτυχίο, είναι ακόμη πεισμένοι ότι θα καταφέρουν να βρουν μια τρύπα για να επιβιώσουν, στο οικονομικό επίπεδο, αλλά τίποτα περισσότερο. Δεν μπορούμε πλέον να μιλάμε για μια κρίση που αφορά ορισμένους τομείς, σε αντίθεση με κάποιους άλλους, οι οποίοι προοδεύουν: η χρηματιστηριακή κατάρρευση, το 2001, της «νέας οικονομίας», η οποία ωστόσο παρουσιαζόταν για χρόνια ως η νέα ατμομηχανή του καπιταλισμού, το αποδεικνύει. Και δεν παρακολουθούμε την υποτίμηση ορισμένων επαγγελμάτων προς όφελος κάποιων άλλων, όπως την εποχή που οι πεταλωτές αντικαταστάθηκαν από τους μηχανικούς αυτοκινήτων και όπως η μανία της «μετεκπαίδευσης» θα ήθελε να μας κάνει ακόμη να πιστεύουμε. Σήμερα, πρόκειται για μια γενική υποτίμηση σχεδόν όλων των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, η οποία είναι ορατή στην ταχεία και απρόσμενη πτώχευση των «μεσαίων τάξεων». Αν προσθέσουμε τη συνειδητοποίηση, η οποία είναι στο εξής καλά ριζωμένη σε όλα τα κεφάλια, των σημερινών και μελλοντικών περιβαλλοντικών καταστροφών και της εξάντλησης των πόρων, μπορούμε να πούμε ότι η συντριπτική πλειονότητα κοιτάζει σήμερα το μέλλον με φόβο.
Αυτό που μπορεί να μοιάζει περίεργο είναι το γεγονός ότι η ευρέως διαδεδομένη εντύπωση μιας γενικής επιδείνωσης των συνθηκών ζωής συνοδεύεται συχνά από την πεποίθηση ότι ο καπιταλισμός λειτουργεί στην εντέλεια, η παγκοσμιοποίηση είναι στο απόγειό της και υπάρχει περισσότερος πλούτος παρά ποτέ. Ο κόσμος είναι σε κρίση, αλλά όχι ο καπιταλισμός, ή, όπως διαβεβαιώνουν οι Λυκ Μπολτανσκί και Ιβ Τσιαπελό στην αρχή του βιβλίου τους Le Nouvel esprit du capitalisme, που κυκλοφόρησε το 1999: ο καπιταλισμός είναι σε ανάπτυξη, αυτό που επιδεινώνεται είναι η κοινωνική και οικονομική κατάσταση πολλών ατόμων. Έτσι, ο καπιταλισμός γίνεται αντιληπτός ως ένα τμήμα της κοινωνίας που αντιτίθεται στο υπόλοιπο, ως το σύνολο των ανθρώπων που κατέχουν το συσσωρευμένο χρήμα και όχι ως μια κοινωνική σχέση που περιλαμβάνει όλα τα μέλη της σημερινής κοινωνίας.
Ορισμένοι, που πιστεύουν πως είναι πιο ευφυείς, βλέπουν μάλιστα στο λόγο περί κρίσης μια απλή επινόηση: είτε από τους βιομήχανους, για να μειώσουν τους μισθούς και να αυξήσουν τα κέρδη, είτε από την ίδια την «κυριαρχία», για να δικαιολογήσει την κατάσταση πλανητικής και μόνιμης έκτακτης ανάγκης. Είναι αλήθεια ότι οι κρίσεις, του παρελθόντος και του παρόντος, χρησίμευσαν και χρησιμεύουν συχνά για τη νομιμοποίηση του κράτους, ιδιαίτερα από τότε που αυτό δεν παρουσιάζει πια κάποιο «θετικό» πρόγραμμα, αλλά περιορίζεται στη διαχείριση των έκτακτων καταστάσεων, αναδεικνύοντας το ίδιο όλα τα «κακώς κείμενα» (σε αντίθεση με την προπαγάνδα του παρελθόντος, η οποία διατεινόταν ότι «όλος ο κόσμος είναι ευτυχισμένος χάρη στη σύνεση της κυβέρνησης»).
Χρέος του είναι να δημιουργήσει τις συνθήκες-πλαίσιο του μόνου αποδεκτού στόχου, της μόνης επιδίωξης που αναγνωρίζεται από την παγκόσμια σύγχρονη κοινωνία, όπου κι αν βρίσκεται αυτή (εκτός από τη Βόρεια Κορέα, το Ιράν και μερικές άλλες μουσουλμανικές χώρες): να επιτραπεί στα άτομα η μέγιστη κατανάλωση εμπορευμάτων και «προσωπική ανάπτυξη». Αν οι κρίσεις δεν υπήρχαν, τα κράτη θα τις επινοούσαν, είναι αλήθεια. Όμως, μόνο τις ευτερεύουσες κρίσεις, όχι αυτές που απειλούν τα θεμέλιά τους. Στη διάρκεια αυτής της κρίσης, είχαμε περισσότερο παρά ποτέ την εντύπωση ότι οι «κυρίαρχες τάξεις» δεν κυριαρχούσαν και σε πολλά πράγματα, αντίθετα, κυριαρχούνταν και οι ίδιες από το «αυτόνομο υποκείμενο» (Μαρξ) του κεφαλαίου.
Ωστόσο, έχει προχωρήσει μια κριτική του σύγχρονου καπιταλισμού, που είναι πολύ διαφορετική από αυτές που αναφέρθηκαν μέχρι τώρα. Θέτει το ερώτημα: και αν η χρηματιστηριοποίηση, αντί να έχει καταστρέψει την επιβιώσει πέραν της ημερομηνίας εξαφάνισής της; Αν έχει δώσει το φιλί της ζωής σ’ ένα ετοιμοθάνατο σώμα; Γιατί είμαστε τόσο βέβαιοι ότι ο καπιταλισμός ξεφεύγει από τον κύκλο της γέννησης, της ανάπτυξης και του θανάτου; Δεν θα μπορούσε να εμπεριέχει όρια σύμφυτα με την ανάπτυξή του, όρια που δεν εξαρτώνται μόνο από την ύπαρξη ενός δηλωμένου εχθρού (το προλεταριάτο, τους καταπιεσμένους λαούς), ούτε μόνο από την εξάντληση των φυσικών πόρων;
Στη διάρκεια της κρίσης, έγινε και πάλι του συρμού η αναφορά στον Μαρξ. Όμως, ο γερμανός στοχαστής δεν έχει μιλήσει μόνο για την πάλη των τάξεων. Προέβλεψε επίσης την πιθανότητα μια μέρα η καπιταλιστική μηχανή να σταματήσει μόνη της, να εξαντληθεί η δυναμική της. Γιατί; Η καπιταλιστική παραγωγή των εμπορευμάτων εμπεριέχει, εξ αρχής, μια εσωτερική αντίφαση, μια πραγματική βραδυφλεγή βόμβα, που βρίσκεται στα ίδια τα θεμέλιά της. Το κεφάλαιο μπορεί να αυξάνεται, και άρα να συσσωρεύεται, μόνο εκμεταλλευόμενο την εργασιακή δύναμη. Όμως, ο εργαζόμενος, για να παράγει κέρδος για τον εργοδότη του, πρέπει να είναι εξοπλισμένος με τα απαραίτητα εργαλεία – σήμερα, την τεχνολογία αιχμής. Προκύπτει έτσι μια διαρκής κούρσα –όπως υποχρεώνει ο ανταγωνισμός– στη χρήση της τεχνολογίας. Κάθε φορά, ο πρώτος εργοδότης που προσφεύγει σε νέες τεχνολογίες κερδίζει, γιατί οι εργάτες του παράγουν περισσότερο από αυτούς που δεν διαθέτουν αυτά τα εργαλεία. Όμως, το συνολικό σύστημα χάνει, γιατί οι τεχνολογίες αντικαθιστούν την ανθρώπινη εργασία. Έτσι, η αξία του κάθε μεμονωμένου εμπορεύματος περιλαμβάνει ολοένα και μικρότερα κομμάτια ανθρώπινης εργασίας – η οποία, ωστόσο, είναι η μοναδική πηγή υπεραξίας, και άρα κέρδους. Η ανάπτυξη της τεχνολογίας μειώνει τα κέρδη στο σύνολό τους. Ωστόσο, στη διάρκεια ενάμισι αιώνα, η διεύρυνση της παραγωγής εμπορευμάτων στην παγκόσμια κλίμακα κατάφερε να αντισταθμίσει αυτήν την τάση μείωσης της αξίας του κάθε μεμονωμένου εμπορεύματος.
Από τη δεκαετία του ’60, αυτός ο μηχανισμός –ο οποίος ήδη δεν ήταν παρά μια διαρκής φυγή προς τα εμπρός - έπαθε εμπλοκή. Τα κέρδη παραγωγικότητας που επέτρεψε η μικροηλεκτρονική, παραδόξως, έθεσαν σε κρίση τον καπιταλισμό. Όλο και πιο γιγαντιαίες επενδύσεις ήταν απαραίτητες για να δουλέψουν, σύμφωνα με τις προδιαγραφές παραγωγικότητας της παγκόσμιας αγοράς, οι λίγοι εναπομείναντες εργάτες. Η πραγματική συσσώρευση του κεφαλαίου κινδύνευε να σταματήσει. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, το «πλασματικό κεφάλαιο», όπως το αποκάλεσε ο Μαρξ, απογειώθηκε. Η εγκατάλειψη της μετατρεψιμότητας του δολαρίου σε χρυσό, το 1971, εξάλειψε την τελευταία βαλβίδα ασφαλείας, το τελευταίο καταφύγιο της πραγματικής συσσώρευσης. Η πίστωση δεν είναι τίποτα άλλο από μια προεξόφληση προσδοκώμενων μελλοντικών κερδών. Όμως, όταν η παραγωγή της αξίας, και άρα της υπεραξίας, στην πραγματική οικονομία λιμνάζει (κάτι που δεν έχει καμία σχέση με τη στασιμότητα της παραγωγής πραγμάτων – ωστόσο, ο καπιταλισμός περιστρέφεται γύρω από την παραγωγή υπεραξίας, και όχι προϊόντων ως αξίες χρήσης), δεν απομένουν παρά τα δημόσια οικονομικά που επιτρέπουν στους ιδιοκτήτες κεφαλαίου να αποκομίζουν κέρδη τα οποία πλέον είναι αδύνατο να αποκτήσουν μέσα από την πραγματική οικονομία. Η άνοδος του νεοφιλελευθερισμού μετά το 1980 δεν ήταν ένας βρόμικος ελιγμός των πιο άπληστων καπιταλιστών, ένα πραξικόπημα που διαπράχθηκε με τη συνενοχή των συγκαταβατικών πολιτικών, όπως θέλει να πιστεύει η «ριζοσπαστική» αριστερά. Ο νεοφιλελευθερισμός ήταν, αντίθετα, ο μόνος εφικτός τρόπος για να παραταθεί ακόμη λίγο το καπιταλιστικό σύστημα το οποίο κανένας δεν ήθελε να αμφισβητήσει σοβαρά εκ θεμελίων, ούτε στη δεξιά ούτε στην αριστερά.
Ένας μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων και ατόμων κατάφεραν να διατηρήσουν για μεγάλο διάστημα μια ψευδαίσθηση ευημερίας χάρη στην πίστωση. Σήμερα, αυτό το δεκανίκι έχει επίσης σπάσει. Όμως, η επιστροφή στον κεϋνσιανισμό, η οποία ακούγεται σχεδόν παντού,είναι εντελώς ανέφικτη: δεν υπάρχει πια αρκετό «πραγματικό» χρήμα στη διάθεση των κρατών. Για την ώρα,οι «λαμβάνοντες τις αποφάσεις» έχουν μεταθέσει ακόμη λίγο την «προφητεία για την κατάλυση της βασιλείας»,[1] προσθέτοντας άλλο ένα μηδενικό μετά τους αστρονομικούς αριθμούς που αναγράφονται στις οθόνες και στους οποίους δεν αντιστοιχεί πια τίποτα. Τα δάνεια που έχουν χορηγηθεί για να σωθούν οι τράπεζες είναι δεκαπλάσια από τις τρύπες που έκαναν τις αγορές να τρέμουν πριν από είκοσι χρόνια – όμως η πραγματική παραγωγή (δηλαδή, πιο απλά, το ΑΕΠ) έχει αυξηθεί κατά περίπου 20-30%! Η «οικονομική ανάπτυξη» της δεκαετίας του ’80 και του ’90 δεν είχε πλέον μια αυτόνομη βάση, αλλά οφειλόταν στις κερδοσκοπικές φούσκες. Και όταν αυτές οι φούσκες έσκασαν, δεν υπήρχε «εξυγίανση» μετά την οποία τα πάντα θα μπορούσαν να ανακάμψουν.
------------------------------------
Σημειώσεις
1. Στο πρωτότυπο, «το Μανή, Θεκέλ, Φάρες». Πρόκειται για φράση από το 5ο κεφ. του Δανιήλ (του αντιστοίχου της Αποκάλυψης στην Παλαιά Διαθήκη). Σε ελεύθερη απόδοση: «Μετρηθήκαμε, ζυγιστήκαμε και βρεθήκαμε ελλιπείς. Απόψε η βασιλεία μας τελειώνει». (Σ.τ.μ.)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου