Λονδίνο. Μια διαδήλωση φοιτητών που αντιδρούν στο νέο νόμο για τα πανεπιστήμια είναι έτοιμη να δεχθεί την επίθεση της αστυνομίας. Οι νεαροί είναι όλοι κουκουλοφόροι για να μην καταγραφούν τα πρόσωπά τους από τις κάμερες ασφαλείας. Μερικοί κρατούν αυτοσχέδιες ξύλινες ασπίδες στις οποίες έχουν επιγράψει τίτλους βιβλίων. Ένας κρατά την Αρνητική Διαλεκτική του Αντόρνο. Η αστυνομία του επιτίθεται και τους διαλύει. Ο Πρωθυπουργός μιλά για Βαρβάρους.
Αντιγράφω την καταληκτική παράγραφο του άρθρου του Νίκου Ξυδάκη:
Αυτό που βλέπουμε στην ταραγμένη Ευρώπη σήμερα είναι πνευματική κόπωση, ανίκανες ηγεσίες, κοινωνική στασιμότητα, συρρίκνωση του δημόσιου χώρου, εξουθένωση του συλλογικού βίου, σχετικοποίηση των ηθικών αξιών, αποθέωση του ατομικιστή θηρευτή. Υπό μία έννοια, η ποικίλη Ευρώπη είναι σαν να βιώνει ένα μακρύ επώδυνο μεταίχμιο, σαν να μεταβαίνει από τα καταγωγικά πεδία της ελληνικής δημοκρατίας και της ρωμαιοχριστιανικής οικουμενικότητας προς μια δυσοίωνη μετανεωτερική ρευστότητα. Σαν να περιμένει την επέλαση των βαρβάρων. Αυτή η βοή των πλησιαζόντων ταράζει τους νέους της γηραιάς Αλβιόνος, της γηραιάς Ευρώπης.
Προφανής η διακειμενική οφειλή στον Καβάφη. Αντιγράφω λοιπόν τις δύο τελευταίες στροφές
του πασίγνωστου καβαφικού ποιήματος:
Γιατί ενύχτωσε κ' οι βάρβαροι δεν ήλθαν.
Και μερικοί έφθασαν απ' τα σύνορα,
και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.
Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μιά κάποια λύσις.
("Περιμένοντας τους βαρβάρους")
Στο ποιητικό λεξικό του Καβάφη, "βάρβαροι" είναι αυτοί που αναμένονται αλλά δεν έρχονται. Ως οντότητες, καθορίζονται εξ ολοκλήρου από μια άκαρπη, απογοητευμένη αναμονή. Δεν γνωρίζουμε τίποτε για αυτούς, παρεκτός ότι συγκλητικοί και πραίτορες και αυτοκράτωρ τους περιμένουν. Οι δεύτεροι και όχι οι πρώτοι είναι άλλωστε το κέντρο του ποιήματος, αυτοί στους οποίους ενσκύπτει ο Καβάφης.
Είναι βέβαια μια νόμιμη ερώτηση απέναντι στο ποίημα το γιατί δεν έρχονται οι βάρβαροι. Η φήμη που αναφέρεται δίνει μια απάντηση: δεν υπάρχουν πια βάρβαροι. Αναμένονται όμως, παρ' όλα αυτά, με μια αδημονία που μοιάζει οπωσδήποτε με ελπίδα.
Αλλά αν δεν ξέρουμε τίποτε για τους βαρβάρους -τίποτε εκτός από το γεγονός ότι δεν έρχονται- τι ξέρουμε για αυτούς που περιμένουνε βαρβάρους;
Κοιτάζω σε μια φωτογραφία του Λονδίνου ένα δείγμα απ' τους βάρβαρους που έρχονται με την χαρακτηριστική των βαρβάρων κουκούλα. Ένας τους προτάσσει την Αρνητική Διαλεκτική του Αντόρνο. Περίεργοι βάρβαροι. Βάρβαροι που μιλούν με βιβλία όταν ο αστικός πολιτισμός απαντά με γκλομπ. Βάρβαροι που διεκδικούν παιδεία όταν ο αστικός πολιτισμός βάζει προτεραιότητα τα πιο συμφέροντα (για τις τράπεζες) επιτόκια. Βάρβαροι με σαφώς πιο εκλεπτυσμένο μουσικό γούστο από αυτό της βασιλικής οικογένειας, συμβόλου μιας λούμπεν αριστοκρατίας της οποίας τα παλάτια είναι χτισμένα με ταμπλόιντ.
Τι είναι αυτό που λένε οι βάρβαροι; Αυτός ο βάρβαρος, για παράδειγμα, με την Αρνητική διαλεκτική ως τοτέμ ανά χείρας, τι λέει; Εγώ νομίζω πως λέει: χρειαζόμαστε μια αρνητική διαλεκτική, έναν καθρέφτη που να αντιστρέφει την αντιστροφή της πραγματικότητας που βιώνουμε ως "πραγματικότητα".
Πίσω στον Καβάφη, παρέα με τον βάρβαρο και το ανά χείρας τοτέμ μιας αρνητικής διαλεκτικής:
Τι κι αν οι βάρβαροι δεν έρχονται επειδή είναι ήδη εδώ; Επειδή οι βάρβαροι δεν είναι παρά αυτοί που περιμένουν τους βαρβάρους; Επειδή η διαλεκτική αλήθεια για αυτούς που περιμένουν κάποιον που δεν έρχεται είναι ότι είναι οι ίδιοι αυτό που περιμένουν; Τι κι αν αυτό που κομίζει το ποίημα είναι ότι αδιόρατα, σιγά-σιγά, μέρα με τη μέρα, οι εν αναμονή των βαρβάρων τελώντες εκβαρβαρίστηκαν; Εκβαρβαρίστηκαν πολυτελώς, εκλεπτυσμένα βέβαια. Δεν μοιάζουν για βάρβαροι. Φορούν, ας πούμε, χιτώνες ελληνικούς. Ή κουστούμια του Αρμάνι. Παπαγαλίζουν λόγια που ακούγονται πολιτισμένα - πίνακες με αριθμούς, ας πούμε. Γεμάτος τέτοιους βαρβάρους και μόνον τέτοιους βαρβάρους - βαρβάρους που δεν αναγνωρίζουν τον εαυτό τους ως τέτοιους, που ξοδεύουν τη ζωή τους ψάχνοντας τους βαρβάρους που θα τους καθορίσουν ως πολιτισμένους - δεν είναι αλλωστε ο Καβάφης;
Μήτε βαθύς στες σκέψεις ήταν, μήτε τίποτε.
Ένας τυχαίος, αστείος άνθρωπος.
Πήρε όνομα ελληνικό, ντύθηκε σαν τους Έλληνας,
έμαθ' επάνω, κάτω σαν τους Έλληνας να φέρεται•
("Ηγεμών εκ δυτικής Λιβύης")
Έμεινε μαθητής του Αμμωνίου Σακκά δυο χρόνια•
αλλά βαρέθηκε και την φιλοσοφία και τον Σακκά.
Κατόπι μπήκε στα πολιτικά.
Μα τα παραίτησεν. Ήταν ο Έπαρχος μωρός•
κ' οι πέριξ του ξόανα επίσημα και σοβαροφανή•
τρισβάρβαρα τα ελληνικά των, οι άθλιοι.
("Από την σχολήν του περιωνύμου φιλοσόφου")
Και τώρα μη με αρχίζεις ευφυολογίες,
τα «Πού οι Έλληνες;» και «Πού τα Ελληνικά;
πίσω απ' τον Ζάγρο εδώ, από τα Φράατα πέρα».
Τόσοι και τόσοι βαρβαρότεροί μας άλλοι
αφού το γράφουν, θα το γράψουμε κ' εμείς.
Και τέλος μη ξεχνάς που ενίοτε
μας έρχοντ' από την Συρία σοφισταί,
και στιχοπλόκοι, κι άλλοι ματαιόσπουδοι.
Ώστε ανελλήνιστοι δεν είμεθα, θαρρώ.
("Φιλέλλην")
Το κατεξοχήν πρόβλημα με τους βαρβάρους στο ποιητικό σύμπαν του Καβάφη είναι ότι δεν ξέρουν ότι είναι βάρβαροι• ή μάλλον, ότι οι ζωές τους εξαντλούνται στην απώθηση της αυτογνωσίας τους, που ακριβώς επειδή δεν έρχεται ποτέ, τους αφήνει για πάντα βαρβάρους. Και αυτή νομίζω είναι η απάντηση στο ποιοι περιμένουν βαρβάρους στο ομώνυμο ποίημα. Όταν αυτοί που περιμένουν βαρβάρους λέγονται Κλεγκ, Μέρκελ, Σαρκοζί, Παπανδρέου, Τρισέ, Ρεν ή Πάγκαλος, πώς είναι δυνατόν να ‘ρθουν ποτέ πράγματι, στ' αλήθεια οι βάρβαροι; Πώς είναι ποτέ δυνατό, με τέτοιους φρουρούς στο προπύργιο της Ευρώπης να φανούν στ' αλήθεια, και όχι ως φήμες και σκιές, βαρβαρικές ορδές στον ορίζοντα; Οι βάρβαροι είναι αναμφισβήτητα "μια κάποια λύσις". Αλλά για ποιους; Για τους βαρβάρους. Το είπα και πριν: η αρνητική διαλεκτική είναι ένας καθρέφτης, και αυτό που πάνω από όλα λείπει σ' αυτούς που περιμένουν μάταια τους βαρβάρους είναι τούτο. Ο καθρέφτης.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου