Στο κείμενό του με τίτλο «το χιούμορ» που στα ελληνικά κυκλοφόρησε σε μετάφραση Γιώργου Σαγκριώτη, ο Sigmund Freud συζητάει το ζήτημα της χιουμοριστικής στάσης σε σχέση με τα ανθρώπινα συναισθήματα.
Το κείμενο ξεκινάει με την υπόθεση την οποία ο συγγραφέας έχει αναλύσει σε προηγούμενο κείμενο με τίτλο « Ευφυολόγημα και η σχέση του με το ασυνείδητο» ότι η ευχαρίστηση που νιώθει το υποκείμενο από το χιούμορ προέχετε από αυτό που ο Freud ονομάζει εξοικονόμηση συναισθηματικής δαπάνης. Σε τι συνίσταται όμως αυτή η εξοικονόμηση και σε τι το ίδιο το χιούμορ;
Θα πρέπει αρχικά να κάνουμε για μεθοδολογικούς λόγους τη διάκριση ανάμεση σε δύο διαφορετικούς τύπους χιουμοριστικής στάσης. Κατά την πρώτη, το ένα και μοναδικό πρόσωπο υιοθετεί τη χιουμοριστική στάση για τον εαυτό του ενώ στον άλλον αναλογεί η θέση του θεατή. Στην δεύτερη περίπτωση έχουμε δύο πρόσωπα όπου το ένα, χωρίς να συμμετέχει στη διαδικασία του χιούμορ, γίνεται αντικείμενο της χιουμοριστικής διάθεσης του άλλου. Έτσι, η χιουμοριστική στάση μπορεί να στραφεί είτε προς τον εαυτό μας είτε προς άλλα πρόσωπα προσφέροντας κέρδος ευχαρίστησης σε αυτόν που την υιοθετεί ενώ ένα αντίστοιχο κέρδος αναλογεί και στον ακροατή – θεατή.
Ο Freud μας δίνει δύο παραδείγματα για να κατανοήσουμε την διάκριση που μόλις αναφέραμε. Για την πρώτη περίπτωση μας αναφέρει το παράδειγμα του μελλοθάνατου που οδηγείται Δευτέρα πρωί στην αγχόνη και δηλώνει ενώπιων των δημίων του «Λοιπών, ωραία ξεκίνησε η εβδομάδα». Εδώ έχουμε ίσος το πλέον ακραίο παράδειγμα μιας χιουμοριστικής στάσης που αρχίζει και τελειώνει στον υποκείμενο ενώ οι υπόλοιποι είναι απλά θεατές. Για τη δεύτερη περίπτωση ο Freud μας παραθέτει το χαρακτηριστικό παράδειγμα του αφηγητή που περιγράφει πράξεις και καταστάσεις άλλων. Αυτοί οι άλλοι δεν συμμετέχουν στην χιουμοριστική στάση ενώ οι ακρατές ή αναγνώστες μετέχουν στην απόλαυση από το χιούμορ.
Ποίος όμως είναι ο μηχανισμός για την επίτευξη του κέρδους ευχαρίστησης από το χιούμορ;
Για να κατανοήσουμε αυτό το μηχανισμό πρέπει να στραφούμε στο ακροατή, ενοποιών του οποίου κάποιος εκδηλώνει το χιούμορ. Πριν την εκδήλωση του χιούμορ ο δημιουργός / φορέας του έχει αρχίσει να εκδηλώνει ένα έντονο συναίσθημα που προεικονίζει μια συναισθηματική κορύφωση. Θυμός, παράπονο, πόνος, θλίψη, τρόμος. Ο θεατής είναι έτοιμος να συμπάσχει μαζί του όταν την κατάλληλη στιγμή αυτή η επερχόμενη κορύφωση διαψεύδεται και ο χιουμορίστας δεν εκφράζει τελικά κανένα συναίσθημα αλλά κάνει απλά ένα αστείο. Η ανακούφιση που νιώθει ο ακροατής από την ματαίωση της επερχόμενης δαπάνης συναισθήματος μετατρέπεται σε ευχαρίστηση από το χιούμορ.
Αν αυτά ισχύουν για το θεατή τι γίνεται με το χιουμορίστα τον ίδιο; Θα πρέπει να υποθέσουμε πως για να υπάρχει και σε αυτόν κέρδος ευχαρίστησης από το χιούμορ θα πρέπει να ακλουθείτε και στον ίδιο μια αντίστοιχη διαδικασία με αυτή του ακρατή. Με άλλα λόγια το ότι συντελείται στον ακροατή θα πρέπει να αποτελεί αντιγραφή αυτής που συντελείται στο χιουμορίστα. Πως όμως πραγματώνει ο χιουμορίστας της ψυχική εκείνη στάση η οποία να καθιστά περιττή για τον ίδιο την αποδέσμευση συναισθήματος; Τι είναι δηλαδή αυτό που λαμβάνει χώρα κατά τη «χιουμοριστική στάση» από δυναμική άποψη;
Εφόσον για τον ακρατή δεχθήκαμε τον απόηχο της διαδικασίας του χιουμορίστα η απάντηση στο ερώτημα θα πρέπει να αναζητηθεί στον ίδιο το χιουμορίστα. Για το Freud το κλειδί για την απάντηση είναι το ίδιο το χιούμορ το οποίο εμπεριέχει σαν στάση κάτι το μεγαλειώδες που το κάνει άλλωστε να διαφέρει από το απλό ευφυολόγημα ή το κωμικό. Το μεγαλειώδες στοιχείο του έγκειται σε μια στάση που θα μπορούσε να ονομαστεί «θρίαμβος του ναρκισσισμού», σε μια διαδικασία δηλαδή κατά την οποίο το Εγώ αυτοεπιβεβαιώνεται ως απρόσβλητο. Το Εγώ λοιπών αρνείται να υποταχθεί στις αφορμές για πόνο που του παρέχει η πραγματικότητα, αρνείται την οδύνη, επιμένοντας ότι τα τραύματα του εξωτερικού κόσμου δεν μπορούν να τον αγγίξουν και αντιστρέφοντας την «φυσιολογική» συναισθηματική ροή των πραγμάτων χρησιμοποιεί της ίδιες αυτές αφορμές για να παράγει κέρδος ευχαρίστησης από το χιούμορ. Το παράδειγμα του μελλοθάνατου είναι ίσος το πλέον χαρακτηριστικό καθώς μας αποκαλύπτει πως το Εγώ δεν δείχνει παραίτηση αλλά πείσμα. Είναι ο θρίαμβος του Εγώ αλλά και ο θρίαμβος της αρχής της ευχαρίστησης εναντία στις αντιξοότητες του κόσμου.
Στην ψυχοπαθολογία ο καταναγκασμός της οδύνης που επιβάλει η πραγματικότητα οδηγεί τα άτομα σε σειρά νευρώσεων και εν τέλει μέσω τη αυτοβύθισης και της έκτασης ακόμα και στην παράνοια. Το χιούμορ λοιπών αποκρούοντας ουσιαστικά την πιθανότητα οδύνης αποτελεί μια υγιή αντίδραση της ανθρώπινης ψυχής που την προφυλάσσει από την κατάπτωση. Αυτά που αποτελούν γνωρίσματα του χιούμορ και που αναφέραμε παραπάνω ως «απόρριψη αξίωσης της πραγματικότητας και επιβολή της αρχής της ευχαρίστησης» είναι η ουσία αυτής τη διαδικασίας.
Τι είναι λοιπών αυτή η χιουμοριστική στάση μέσω της οποίας κάποιος θα αρνείται να παραδοθεί στην οδύνη τονίζοντας ότι το Εγώ του είναι ανεπηρέαστο από την πραγματικότητα και επιβάλλοντας θριαμβευτικά την αρχή της ευχαρίστησης χωρίς να εγκαταλείπει το έδαφος της ψυχικής υγείας;
Ο Συγγραφέας εδώ δείχνει να υποθέτει πως αυτή η στάση ανωτερότητας που υιοθετεί ο χιουμορίστας αντιστοιχεί στη στάση του ενήλικα απέναντι στο παιδί. Αυτή η υπόθεση δείχνει να είναι ορθή όταν αναφερόμαστε στην χιουμοριστική στάση που έχει έναν πομπό και έναν δέκτη - και την οποία επαρκώς αναλύσαμε προηγούμενα - όταν όμως το χιούμορ στρέφεται στο ίδιο μας το εαυτό για να τον προστατέψουμε από την οδύνη έχει νόημα να πούμε πως ο χιουμορίστας υιοθετεί τη θέση του ενήλικα; Και αν ναι απέναντι σε ποίον την υιοθετεί;
Αυτή η θέση θα έδειχνε κενή περιεχομένου αν η προηγούμενη ανάλυση του Freud πάνω στις παθολογικές εμπειρίες δεν είχε αναδείξει την διττή δομή του ανθρώπινου Εδώ. Το Εγώ διαβαθμίζεται σε Εγώ και Υπερεγώ. Το Υπερεγώ θα μπορούσε να ονομαστεί η γονεϊκή βαθμίδα και αποτελεί τον πυρήνα του Εγώ ενώ τις περισσότερες φορές συμπορεύεται μαζί του με αποτέλεσμα η διάκρισή τους να είναι δύσκολη. Σε πολλές όμως περιπτώσει το Υπερεγώ διογκώνεται και στέκεται πάνω από το Εγώ νουθετώντας και κατευθύνοντας τις επιθυμίες και τις επιλογές του όπως ακριβώς ο πατέρας στα παιδιά του. Η διόγκωση του Υπερεγώ σε αυτές τις περιπτώσει κάνει το Εγώ να φαντάζει πολύ μικρό. Έτσι μπορούμε να υποθέσουμε ότι κατά την χιουμοριστική στάση το Υπερεγώ διογκώνεται και αυτονομείται από το Εγώ αποκτώντας το προνόμιο να στέκεται στωικά πάνω από την πραγματικότητα ώστε να προφυλάσσει το εγώ από την ψυχική κατάπτωση. Αυτή η «ανοσοποιητική» αυτονόμηση του Υπερεγώ εκδηλώνεται με το χιούμορ.
Αυτή η διόγκωση του Υπερεγώ σε σχέση με το Εγώ θα πρέπει να νοηθεί ως μια κατά βάση συναισθηματική – ενεργειακή μεταφορά. Μια μεταφορά που είναι άμεσα παρατηρήσιμη στην κατάσταση του έρωτα. Όταν μιλάμε για κατάσταση του έρωτα θα πρέπει να την διακρίνουμε σε συναισθηματική επένδυση που στέφεται προς ένα αντικείμενο και σε αυτή που δίνεται στην ίδια την κατάσταση του έρωτα. Η επένδυση προς ένα αντικείμενο είναι σαφώς μεγαλύτερη. Τις περισσότερες φορές το Εγώ αδειάζει προς χάριν του αντικειμένου.
Αν θέλαμε λοιπών να δώσουμε έναν ορισμό για τη χιουμοριστική στάση θα μπορούσαμε να πούμε πως το χιούμορ είναι η συμβολή στο κωμική με τη μεσολάβηση του Υπερεγώ. Ο Freud εδώ φαίνεται να ακολουθεί το ίδιο σχήμα που ακολούθησε και στην ανάλυση του ευφυολογήματος παραδεχόμενος ότι μια προσυνειδητή σκέψη παραδίδεται για λίγο στην ασυνείδητη επεξεργασία. Έτσι έδειξε πως το ευφυολόγημα είναι η συμβολή του ασυνείδητου στο κωμικό.
Αυτή όμως η συμβολή του Υπερεγώ είναι ξένη προς τη φύση του. Όπως το γνωρίσαμε από τις μελέτες ου Freud το Υπερεγώ είναι πάντα ο αυστηρός αφέντης. Πως μπορεί να επιτρέπει στο Εγώ ένα κάποιο κέρδος ευχαρίστησης;
Στην πραγματικότητα αυτό που κάνει το Υπερεγώ είναι ένας μηχανισμός άμυνας. Άλλωστε το κέρδος ευχαρίστησης από το χιούμορ δεν φτάνει ποτέ στο κέρδος ευχαρίστησης που μας προσφέρει το αστείο και ποτέ δεν προκαλεί ένα ξέσπασμα αυθόρμητου γέλιου. Ο μηχανισμός άμυνας του Υπερεγώ μέσω του χιούμορ αποτελεί ουσιαστικά την τεχνίτη προβολή μια ψευδαίσθησης για να αμυνθεί από την πραγματικότητα. Αυτή όμως η ευχαρίστησε από το χιούμορ, η σαφώς μικρότερη από κάθε άλλο κωμικό, αξιολογείται από το υποκείμενο σαν μια ουσιαστικότερη και πιο ολοκληρωμένη εμπειρία. Το ανυψώνει κάνοντας να νιώθει απελευθερωμένο από τα δεσμά της πραγματικότητας που τον καταπνίγει. Για αυτό και η χιουμοριστική αυτής στάση έχει άμεση σχέση με μια φιλοσοφική στωικότητα απέναντι στη ζωή.
Το Υπερεγώ υπερβαίνει τη φύση του για να προφυλάξει το Εγώ από την ψυχική κατάπτωση. Και όμως δεν συμβαίνει αυτό σε όλους τους ανθρώπους. Ποιες είναι τελικά αυτές οι ιδιότητες τους Υπερεγώ και είναι δυνατό να τις υπερβεί; Ο Freud τελειώνει το δοκίμιο όπως το άρχισε, με μια ερώτηση.
Επιμύθιο: χιούμορ και φιλοσοφία
Στον βασικό πυρήνα της σκέψης του Freud στο δοκίμιο που μόλις αναλύσαμε βρίσκεται η σχέση του χιούμορ με το Υπερεγώ. Μια σχέση που όπως έγινε εμφανές αποτελεί ουσιαστική της εκδήλωση ενός συναισθηματικού μηχανισμού άμυνας για τους οποίους ο Freud έχει εκτενώς μιλήσει στο έργο του.
Αυτό που κατά τη γνώμη μας έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην ανάλυσή του για το χιούμορ είναι πως πέρα από τη σύνδεσή του με έναν τέτοιο μηχανισμό ο Freud φαίνεται να συνδέει άμεσα το χιούμορ με αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε φιλοσοφική στάση. Η διαδικασία κατά την οποίο το πνεύμα αρχίζει να στοχάζεται για ζητήματα που δεν αφορούν μόνο τις άμεσες ανάγκες του υπερβαίνοντας το απλό εννοιακό πλαίσιο των σκέψεών του εκτελώντας συνεχεία δοκιμές και κρίσεις είναι αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί διαδικασία του φιλοσοφείν.
Ο Freud με την ανάλυση για την συμβολή του Υπερεγώ στο κωμικό και τον ιδιάζοντα ρόλο που διαβλέπει στο χιούμορ μας ανοίγει το παράθυρο για να διαβλέψουμε μια τέτοια ιδιαίτερη σχέση του Υπερεγώ με τον φιλοσοφικό στοχασμό. Θα ήταν ίσος υπερβολή να υποθέσουμε χωρίς την απαραίτητη συμβολή της ψυχολογίας πως ολόκληρη η διαδικασία της φιλοσοφικής σκέψης αντιστοιχεί σε αυτό που εύστοχα ονομάζει ο Freud «θρίαμβο του ναρκισσισμού». Όμως θα πρέπει να υποθέσουμε πως υπάρχει μια κάποια αντιστοιχία στην διαδικασία με την οποία παράγετε τόσο το χιούμορ όσο και ο φιλοσοφικός στοχασμός. Και αυτή η αντιστοιχία δείχνει να είναι μια προσπάθεια του Υπερεγώ να αυτονομηθεί για λίγο από το Εγώ και να σταθεί πάνω από την πραγματικότητα παρατηρώντας την. Στη διαδικασία του Φιλοσοφικού στοχασμού αντιστοιχεί κατά τη γνώμη μας μια παρόμοια νοητική διεργασία καθώς προϋπόθεση της φιλοσοφικής στάσης αποτελεί η έστω και μικρή αυτονόμηση και ανύψωση τους πνεύματος από το επίπεδο της πραγματικότητα έτσι ώστε να είναι δυνατή η συνολική εποπτεία της χωρίς διαμεσολαβήσεις. Με λίγα λόγια για να μπορέσει ο φιλόσοφος να περιγράψει την πραγματικότητα πέρα από την απλή παρατήρηση του Εγώ πρέπει να απομονώσει ή να καθυποτάξει το Εγώ σε ένα ανεξάρτητο νοητικό παρατηρητή που θα έχει την εγκυρότητα της ανεπηρέαστης και αντικειμενικής παρατήρησης. Απαιτείται με λίγα λόγια μια αντίστοιχη διόγκωση του Υπερεγώ.
Αν όμως όλα αυτά είναι σωστά θα πρέπει να υποθέσουμε ότι και το ίδιο το χιούμορ είναι μια φιλοσοφική στάση. Ο Freud μας έδειξε πως αποτελεί έναν μηχανισμό άμυνας του ψυχισμού, μια διαδικασία κατά την οποία το Υπερεγώ ανυψώνεται πάνω από την πραγματικότητα για να προστατεύσει τον ψυχισμό από τη συντριβή. Άρα το κίνητρο αυτής της στάσης δεν είναι ο φιλοσοφικός στοχασμός αλλά ένα κίνητρο ψυχολογικής αυτοσυντήρησης. Τι σχέση μπορεί να έχει κάτι τέτοιο με την διαδικασία του φιλοσοφείν;
Θα πρέπει εδώ κατά τη γνώμη μας να διαλύσουμε μια συχνή παρανόηση. Η ανάγκη για φιλοσοφική αναζήτηση σπανίως αφορμίζεται από την χαρά του φιλοσοφικού στοχασμού. Τις περισσότερες φορές, αν όχι πάντα, αποτελεί την αδήριτη ανάγκη του πνεύματος να παλέψει με τους δαίμονές του. Η ίδια η διαδικασία της φιλοσοφία είναι μια πνευματική ανάγκη για αλήθεια. Και αυτή η ανάγκη είναι μια ανάγκη βαθύτερη της υλικής ανάγκης που συνδέεται άμεσα με την αυτοσυντήρηση του σώματος, είναι μια ανάγκη που ικανοποιεί τη δίψα του πνεύματος άρα αποτελεί απαρέγκλιτο όρο για την ψυχική του υγεία.
Ας γυρίσουμε όμως στο χιούμορ και ας σκεφτούμε πάλι το παράδειγμα του Freud με το μελλοθάνατο. Αυτό που ουσιαστικά κάνει ο μελλοθάνατος που υιοθετεί την χιουμοριστική στάση είναι μέσω της φράσης του να αποδώσει αξία στην ίδια του τη ζωή. Η πράξη του αποδεικνύεται πως προηγήθηκε μια βαθιά νοητική περιπέτεια φιλοσοφικού στοχασμού η οποία τον οδήγησε στο συμπέρασμα πως η ζωή του δεν έχει και ιδιαίτερη αξία. Το ότι δεν παραδίδει το πνεύμα του στην ηθική κατάπτωση της προσμονής του θανάτου αποδεικνύει την πραγματική διάσταση που βλέπει πια το θάνατο. Ο μελλοθάνατος έχει δώσει φιλοσοφικές απαντήσεις πάνω στο ερώτημα της αξία της ζωής του.
Η σύνδεση της χιουμοριστικής στάσης με τη φιλοσοφία έχει όμως και μια προβληματική. Ένα ερώτημα που διαφαίνεται από την τελευταία παράγραφο του κειμένου του Freud. Αφού δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι την ικανότητα του χιούμορ σημαίνει πως όλοι οι άνθρωποι δεν απαντούν σε φιλοσοφικά ερωτήματα. Με λίγα λόγια δεν έχουν απαντήσεις σε ερωτήματα τύπου: Τι υπάρχει; Ποια είναι η αξία της ζωής; Πως πρέπει να πράττω;
Εδώ θα πρέπει να διακρίνουμε ίσος της απαντήσεις σε φιλοσοφικά ερωτήματα από την ίδια της διαδικασία της φιλοσοφίας. Η τελευταία προϋποθέτει κατά τη γνώμη μας μια κάποιοι αυτονομία του πνεύματος από τις δοσμένες κεντρικές φαντασιακές σημασίες. Το ότι οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν απαντήσεις και μάλιστα βεβαιότητα πάνω στα βασικά ερωτήματα της φιλοσοφίας αυτό δεν τους καθιστά μετέχοντες στο φιλοσοφικό στοχασμό καθώς αυτές τους οι απόψεις έχουν προκύψει από ετερόνομους θεσμούς. Το θρησκευτικό και ιδεολογικό πλαίσιο, οι διάχυτες κοινωνικές σημασίες φιλοδοξούν και δίνουν απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα. Ο στόχος τους είναι πάντα διττός. Από την μία η ψυχική ηρεμία αλλά από την άλλη η καθυπόταξη του πνεύματος στις επιδιώξεις τους.
Η ικανότητα του χιούμορ δείχνει να προεικονίζει την κατάκτηση αυτής της λεπτής αυτονομίας. Ίσος αυτή η σύνδεση να είναι υπερβολική. Μένει λοιπών το διπλό ερώτημα: είναι η χιουμοριστική στάση μια μορφή φιλοσοφικού στοχασμού και μάλιστα ο φιλοσοφικός στοχασμός προϋποτίθεται αυτής της ικανότητας, η μήπως η ίδια η διαδικασία του χιούμορ, η διόγκωση και αυτονόμηση του Υπερεγώ, είναι η αρχή κάθε φιλοσοφίας;
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου