Η πυρκαγιά, ο Αμβρόσιος και ο τιμωρός Θεός!




Ι

Η καταστροφική πυρκαγιά αυτής της εβδομάδας στην βορειανατολική Αττική είχε, σαν τραγική συνέπεια, την καταστροφή σημαντικού ανθρώπινου μόχθου και, το χειρότερο, την φρικιαστική απώλεια ογδόντα επτά (87) —μέχρι στιγμής— ανθρώπινων ζωών μεταξύ των οποίων και μικρά παιδιά. Καταδείχθηκε, με φρικτό τρόπο, η εξοργιστική αποτρεπτική ανικανότητα της ελληνικής πολιτείας, οι εξωφρενικές δικαιολογίες των εκπροσώπων της και η καιροσκοπική, υποκριτική και γι’ αυτό αηδιαστική συμπεριφορά των εκπροσώπων της αντιπολίτευσης, που θέλησαν ανερυθρίαστα να αποκομίσουν, μέσα απ’ τις ζέουσες στάχτες τις καταστροφής, μικροκομματικό οφέλη. Σα να μην έφταναν όλα αυτά, η επελθούσα καταστροφή που συγκίνησε ολόκληρο το πανελλήνιο και όχι μόνο, εμφανίστηκε, από τον μητροπολίτη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας Αμβρόσιο, ως θεία τιμωρία επειδή ο Έλληνας πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας είναι «άθεος και κομμουνιστής» (σημ. 1). Οι προσκληθείσες αντιδράσεις, συνέπεια της βέβηλης δήλωσης, ήσαν πολυποίκιλες: πηγαία θυμηδία έως πλήρως ατιθάσευτη αγανάκτηση. Ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερώνυμος προκληθείς να σχολιάσει δημοσίως την προαναφερθείσα αήθη δήλωση του Αμβρόσιου, διατύπωσε την διαφωνία του μ’ αυτήν προσθέτοντας πως ο Θεός «είναι Θεός αγάπης και όχι τιμωρός». Αυτή την διαβεβαίωση του μακαριότατου αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου ας μας επιτραπεί να την προσέξουμε ενδελεχέστερα μεν, εν τάχει δε. (Ούτως ή άλλως είμαστε υποχρεωμένοι —ειδικά τώρα!— να προβούμε σε εξοικονόμηση σκέψεων).


ΙΙ

Ο Ευριπίδης, ο τελευταίως των μεγάλων τραγικών ποιητών μας, είχε κατηγορηθεί ως άθεος επειδή οι ήρωές του ασκούσαν κριτική στους θεούς. Έτσι, λ.χ. επικρίνεται ο θεός που διδάσκει στους άλλους το δίκαιο ενώ ο ίδιος (θεός) μνησικακεί σαν τιποτένιος άνθρωπος.[1] Στον Ηρακλή του αποκαλύπτει την αυθαίρετη εξουσία των ολυμπίων θεών, και με την αντίδραση της Λύσσας, της γοργόμορφης δαιμόνισσας της μανίας, αποκαλύπτει, με εντυπωσιακό τρόπο την ποταπότητα της θεϊκής συμπεριφοράς.[2] Βάζει στο στόμα του Ορέστη τη βαρυσήμαντη φράση «Οι θεοί εξαπατούν· αλίμονο σ’ εκείνον που παρασύρεται από τα λόγια των μάντεων και πέφτε στη δυστυχία».[3] Βάζει στο στόμα του Ίωνα ένα τολμηρότερο κήρυγμα για όσα δεν έχουν δικαίωμα οι κάτοικοι του ουρανού να επιτρέπουν στου εαυτούς τους, αφού απαιτούν ηθική από τους ανθρώπους.[4] Στη μονωδία της Κρέουσας ξεχύνονται ο πόνος και η αγανάκτηση εναντίον του θεού (Απόλλωνα) με πρωτοφανή βιαιότητα. Αφού χάρηκε τον έρωτά της, μετά την παράτησε αβοήθητη στην αθλιότητα.[5] Η Ιοκάστη στη γεμάτη μομφή απαιτητική προσευχή της λέει: «δε μπορεί ο Δίας, αν είναι σοφός, να πλήττει με συμφορές πάντα τους ίδιους ανθρώπους».[6] Λέει ο Ευριπίδης, μέσω των ηρώων του, «Τι να πει κανείς για τους θεούς που, γεμάτοι μικροπρεπή εκδικητική μανία, μνησικακούν για κάθε προσβολή και τιμωρούν από προσωπικά κίνητρα»[7] (Ιππόλυτος 117, 1420, Ανδρομάχη 1161, Βάκχες 1348).

Λένε ότι ο Ευριπίδης αναζητούσε την αψεγάδιαστη ιδέα του θεού. Συμφωνά με τα λόγια που βάζει στα χείλη του Ηρακλή: «Δεν είναι δυνατόν ποτέ οι θεοί να έχουν παράνομους έρωτας και να αντιμάχονται ο ένας τον άλλον … Αυτά είναι άθλιες φλυαρίες των ποιητών!»[8] Παρ’ όλα αυτά αυτός ο Ευριπίδης εξυμνεί την ευτυχία της ταπεινής πίστης σε μια από της θρησκευτικές αλήθειες που είναι πιο ισχυρές από κάθε γνώση. (Επειδή ο ίδιος δεν έχει την ευτυχίας μιας τέτοιας πίστης). Έχει επίγνωση της βαθιάς λαχτάρας της ανθρώπινης καρδιάς για γαλήνη. Γι’ αυτό κατανοεί και σέβεται την ευλαβική ολιγάρκεια που προστατεύει την ευτυχία των απλών ανθρώπων.[9] Στην ραψωδία Ω της Ιλιάδας ο Αχιλλέας εκφράζει το παράπονο γιατί η ζωή των ανθρώπων πρέπει να είναι λυπημένη, ενώ οι ίδιοι (οι θεοί) εξαιρούνται από τις φροντίδες. Με το ίδιο πνεύμα η Καλυψώ στην Οδύσσεια, σε μια στιγμή έκρηξης, αναλαμβάνει να εξηγήσει πως οι θεοί είναι τα πιο ζηλόφθονα όντα του κόσμου, μνησικακούν στην λίγη ευτυχία του άλλου. Ο Αχιλλέας γίνεται κατηγορηματικότερος: «αφού οι θεοί είναι στον ουρανό, όλα πάνε στραβά στην γη».[10]

Οι θεοί του Ολύμπου λοιπόν ήσαν μνησίκακοι, γεμάτοι μικροπρεπή, εκδικητική μανία και τιμωρούν τους ανθρώπους εκκινώντας από προσωπικά κίνητρα. Δεν είναι αγαθοί και καλοσυνάτοι αλλά ζηλόφθονοι. Είναι άδικοι τιμωροί.

ΙΙΙ

Για τους Ρωμαίους η θρησκεία είναι τμήμα της κοινωνικής τους συμπεριφοράς σχηματοποιημένης από την πείρα πολλών γενεών. Οποιαδήποτε αυθόρμητη απόκλιση θεωρείται και είναι αδιανόητη. Η ρωμαϊκή θρησκεία είναι μέρος της ίδιας της ρωμαϊκής ζωής και του ρωμαϊκού μεγαλείου. Η αφοσίωσή τους στις προγονικές θρησκείες φαινόταν στους κυρίαρχους δίκαιη και αρμόζουσα. Η προγονική τους θρησκεία είχε μια φοβερή συνεκτική δύναμη: όταν η θρησκεία τους καταφρονείται όλο το ρωμαϊκό κράτος υποφέρει! Αυτός είναι ο λόγος εξ αιτίας του οποίου οι χριστιανοί ξεσήκωσαν την εχθρότητα των εθνικών Ρωμαίων: η απόλυτη άρνηση των χριστιανών να λατρέψουν οποιονδήποτε άλλον θεό εκτός από τον δικό τους, ο αποκλειστικός μονοθεϊστικός χαρακτήρας της θρησκείας τους, απομάκρυνε την καλή θέληση των θεών, θέτοντας έτσι σε κίνδυνο αυτό που οι Ρωμαίοι αποκαλούσαν PAX DEORUM (την σωστή, αρμονική σχέση μεταξύ θεών και ανθρώπων) κι ότι ευθυνόταν για τις καταστροφές που θα έπλητταν την κοινότητά τους. Με την άρνησή τους να λατρέψουν άλλους θεούς οι χριστιανοί συμπεριφέρονται, στα μάτια της ρωμαϊκής άρχους τάξης, ως «άθεοι», που περιφρονούν το ius divinum, δηλαδή το σύνολο των κρατικών νόμων που σχετιζότανε με θρησκευτικά ζητήματα, αυτό το «θεμέλιο του κράτους» που συνιστούσε ουσιώδες στοιχείο του ρωμαϊκού τρόπου ζωής και διατηρούσε την μέγιστης σπουδαιότητας PAX DEORUM η οποία, με τη σειρά της, βασιζότανε στην αυθεντία της προγονικής παράδοσης, στην AUCTORITAS MAJORUM.[11] Εκείνο που έχει σημασία για το θέμα που μας απασχολεί και πρέπει να τονιστεί είναι τούτο: οι Ρωμαίοι πίστευαν βαθιά πως οι χριστιανοί, που αρνούνταν να συμμετάσχουν στις παγανιστικές τελετές, θέτουν, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, σε κίνδυνο την PAX DEORUM, την δέουσα αρμονική σχέση ανάμεσα στους θεούς και τους ανθρώπους και τείνουν να επισύρουν πάνω σε όλη την κοινότητα την οργή των θεών στην καλή θέληση των οποίων βασιζόταν η ευημερία του κράτους![12] Η θεϊκή οργή και η θεϊκή τιμωρία στην περίπτωση αυτή θεωρούνται δεδομένες, αναπόφευκτες. Γι’ αυτό και αντιδρούσαν κατά των χριστιανών με τους Διωγμούς! Και στην περίπτωση λοιπόν των Ρωμαίων οι θεοί τους ήταν αυστηροί τιμωροί γι’ αυτό και έπρεπε να τους εξευμενίζουν καταλλήλως. Έτσι, εάν λ.χ. ξεχειλίσει ο Τίβερης, ή δεν ξεχειλίσει ο Νείλος, οι χριστιανοί στα λιοντάρια![13]

IV

Είδαμε ήδη ότι τα μαρτύρια των χριστιανών κατά την διάρκεια των διωγμών δεν ήταν απότοκα μιας πραγματικής απειλής κατά των Ρωμαίων αυτοκρατόρων (εσχάτη προδοσία)· οφείλονταν καθαρά σε θρησκευτικούς λόγους και στην βαθύτατη δεισιδαιμονία των Ρωμαίων. Όσο ο κόσμος παρέμενε στην θέση του θα διατηρούσαν και οι Ρωμαίοι την δική τους: γι’ αυτό και ο Απόστολος Παύλος έγραψε ότι οι Ρωμαίοι έπαρχοι ήσαν αναγκαία όργανα της θεϊκής οργής. Οι χριστιανοί, συμβούλευε, όφειλαν να υποτάσσονται στις «υπερέχουσες εξουσίες».[14] Έτσι, έχουμε επανεμφάνιση της «θεϊκής οργής»· αυτή την φορά, όμως, εκ μέρους των εκπροσώπων της χριστιανικής θρησκείας. Μερικές φορές στις επιστολές του Αποστόλου Παύλου, όπως αυτή στην προς Εφεσίους επιστολή (6:5) που προτρέπει τους δούλους να υπακούσουν τους δεσπότες μετὰ φόβου καὶ τρόμου ἐν ἁπλότητι τῆς καρδίας ὑμῶν ὡς τῷ Χριστῷ (όπως υπακούουν στον Χριστό), είχαν ιδιάζουσες συνέπειες: είναι αναντίρρητο ότι έσφυζε τα δεσμά πιο δυνατά στα πόδια των δούλων. Ο Ιγνάτιος, στην Προς Πολύκαρπον επιστολή του (4:3), δηλώνει με έμφαση ότι οι δούλοι θα πρέπει να δουλεύουν περισσότερο, εις δόξαν Θεού· φυσικά και δεν μπήκε στον κόπο να μας εξηγήσει πώς και γιατί ένας ακόμα πιο εντατικός ρυθμός εργασίας από την πλευρά του δούλου θα μπορούσε να αυξήσει την δόξα του Θεού. Ο Αυγουστίνος το προχώρησε πιο πέρα: παραδέχτηκε ότι η δουλεία ήταν καθεαυτήν ένα κακό αλλά, με την εξαιρετικά διεστραμμένη ευφυΐα του, την θεωρούσε ως τιμωρία του Θεού στην ανθρωπότητα για την αμαρτία του Αδάμ. (Προφανώς δεν σκέφτηκε ότι ίσως ήταν βλασφημία να αποδώσει σε μια δίκαιη θεότητα μια τέτοια τυφλή μέθοδο συλλογικής τιμωρίας). Μ’ αυτό τον τρόπο ο Αυγουστίνος παρουσίασε τη δουλεία ως θεϊκά εντεταλμένη και της προσέδωσε ακόμα πιο ισχυρή νομιμοποίηση από όση είχε λάβει ποτέ από διανοητές της προχριστιανικής περιόδου, από την εποχή που εμφανίστηκαν οι θεωρίες της «κατά φύσιν δουλείας». Πράγματι,  ο Αυγουστίνος και ο Αμβρόσιος (των Μεδιολάνων) έφτασαν στο σημείο να σκεφτούν ότι η δουλεία μπορούσε να είναι, για το καλό του δούλου, μια παιδευτική μορφή βελτίωσης, ακόμα και μια ΕΥΛΟΓΙΑ — διότι όπως το έθεσε ο Αμβρόσιος: «όσο ταπεινότερη είναι η θέση στη ζωή, τόσο εξυψώνεται η αρετή».[15] (σημ. 2)

V

Η άποψη του Αυγουστίνου και του Αμβρόσιου (των Μεδιολάνων) περί της δουλείας ως θεϊκής τιμωρίας της ανθρωπότητας συνέπεια προηγούμενων αμαρτημάτων της, μακροημέρευσε σπουδαίως και έφτασε μέχρι τις μέρες μας. Ο Γεώργιος (Γεννάδιος) Σχολάριος ο πρώτος μετά την Άλωση οικουμενικός πατριάρχης, αφού πρώτα έκαψε τελετουργικά τα συγκράματα του Πλήθωνα, πρωτοστάτησε στην ανασυγκρότηση του βυζαντινού πνεύματος της οικουμενικής μοναρχίας και της ιεραρχικής κοινωνίας. Υπό την ηγεσία του και εφεξής, η Εκκλησία αποδέχτηκε την συνύπαρξή της με τον αλλοεθνή και αλλόθρησκο φορέα της κρατικής εξουσίας, αναγνωρίζοντας με απόλυτη νομιμοφροσύνη της κυριαρχία του και αποδίδοντάς του τις προσήκουσες τιμές. Ο αλλοεθνής και αλλόθρησκος πλέον «βασιλεύς», μετά την Άλωση, παρέμεινε εκ Θεού δεδομένο στοιχείο της φυσικής τάξης των πραγμάτων. Θέτοντας, εκ νέου, σε εφαρμογή την επιταγή του Αποστόλου Παύλου «πάσα ψυχή εξουσίαις υπερεχούσαις υποτασσέσθω» (προς Ρωμαίους 13:1), η Εκκλησία μπορούσε να ισχυρισθεί ότι μετέβαλε τις οδύνες της δουλείας σε συλλογική πνευματική άσκηση ή ακόμα και σε επίγεια δοκιμασία, που θα μπορούσε να ανοίξει της πύλες των ουρανών.[16] Μ’ αυτόν τον τρόπο, νομιμοποιούσε την υποδούλωση του έθνους προσδίδοντάς της ιδιότητες ένθεης βούλησης και παρουσίας! Οι συνέπειες μιας τέτοιας στάσης είναι γνωστές. Το να αντιτίθεσαι στην βούληση του Θεού είναι α) ανήκουστη βλασφημία άξια του πλέον σκληρού κολασμού και β) ως απολύτως αναποτελεσματικό μέτρο, είναι μάταιο, ανόητο. (σημ. 3). Την άνοιξη του 1801 ξέσπασε μια «θεομηνία», μια επιδρομή ακρίδας που αφάνισε τη βαμβακοπαραγωγή. Σύσσωμος ο λαός του κάμπου της Λειβαδιάς ξεχύθηκε να καταπολεμήσει την ακρίδα. Οι προεστοί πλήρωναν έναν παρά για κάθε οκά σκοτωμένων ακριδών. Εκείνη την άνοιξη η ακριδοσοδειά έφτασε τις 80.000 οκάδες. Μόνο οι ιερείς της Λειβαδιάς έδειξαν απροθυμία να συμμετάσχουν στον ακριδοπόλεμο: έλεγαν πως η ακρίδα ήταν θέλημα Θεού που τιμωρούσε μ’ αυτήν τη μάστιγα τους ανθρώπους για τις αμαρτίες τους.[17] Η τιμωρός θεϊκή βούληση εμφανίζει διαθρησκευτική παρουσία: κατά της διάρκεια της τουρκοκρατίας η πανούκλα αποδεκάτισε τις περιοχές της οθωμανικής αυτοκρατορίας, γιατί η τουρκική διοίκηση απέφευγε κάθε προληπτικό ή κατασταλτικό μέτρο, για την αντιμετώπιση της επιδημίας. Όπως παρατηρεί ο Γάλλος περιηγητής De Mirone, που ταξίδεψε στην οθωμανική ανατολή το 1720, πλην της έκδηλης ρυπαρότητας των Τούρκων και της παντελούς απουσίας και των πλέων στοιχειωδών υγειονομικών μέτρων «… οι Τούρκοι πιστεύουν πως οι μέρες των ανθρώπων είναι μετρημένες από τον Θεό, και τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει την μοίρα τους. Δεν παίρνουν λοιπόν κανένα μέτρο για προφύλαξη από την επιδημία. Αδιαφορούν ολότελα για την πανούκλα που θερίζει γύρω τους …» (η έμφαση δική μας).[18] Ο επίσης Γάλλος περιηγητής G.A. Olivier που ταξίδεψε στην Πόλη την τελευταία δεκαετία του ΙΗ’ αιώνα, γράφει: «πιστεύοντας οι μουσουλμάνοι πως ο άνθρωπος δεν μπορεί να μεταβάλει την βουλή του Θεού, θεωρούν έγκλημα κάθε προφύλαξη εναντίον της φρικτής αρρώστιας. Κι ενώ η επιδημία θέριζε κατά χιλιάδες, διατηρούν την γαλήνη τους και δέχονται τον θάνατο με εγκαρτέρηση …» ένα χωρίο του Κορανίου αναφέρει «Ο Θεός έστειλε την πανούκλα για να τιμωρήσει τους ανθρώπους και να ξεκαθαρίσει την γη. Αφού τέτοια είναι η υπέρτατη και αλάθητη θέληση, ποιος θνητός μπορεί να αποφύγει την θεία βουλή;».[19]

VI

Από τα προεκτεθέντα προκύπτει η διαχρονική παρουσία της θείας τιμωρίας στην ανθρώπινη κοινωνία. Ο Θεός περισσότερο τιμωρεί παρά επιβραβεύει. Η εναγώνια αναμονή της θείας τιμωρίας εμποίει αίσθημα φόβου, ενίοτε τρόμου στην άνθρωπο, τον περιβάλλει μ’ ένα ασφυκτικό πλαίσιο μιας πανταχού παρούσας ανασφάλειας και, μ’ αυτόν τον τρόπο, τον καθιστά ευάγωγο, εύπλαστο, ευπαθή και απογυμνωμένο, εν τέλει, από κάθε δύναμη αντίστασης. Ο τρομοκρατημένος άνθρωπος αντιμετωπίζει τις υπαγορεύσεις της λογικής ως το τελευταίο πράγμα με το οποίο θα μπορούσε να συμφωνήσει. Είναι επιρρεπής στους δεισιδαιμονικούς φόβους, στα πονηρά πνεύματα και σε διάφορους «σωτήρες». Για τον τρομοκρατημένο άνθρωπο ο ορθολογισμός φέρνει μαζί του πραγματικούς και φανταστικούς κινδύνους· ο φόβος ενισχύει κάθε τάση του για κομφορμισμός και τον καθιστά εχθρικό απέναντι σε κάθε καινοτομία, σε κάθε νέα ιδέα. Γίνεται υπερβολικά συντηρητικός.

Εκεί στοχεύουν και οι κατάρες του Αμβρόσιου Καλαβρύτων που εξέλαβε, με την συνάδουσα στην προσωπικότητά του ανεπεξέργαστη χυδαιότητα, την καταστροφική πυρκαγιά ως «θεία τιμωρία» για τον «κομμουνιστή και άθεο πρωθυπουργό». Θα μπορούσε να προκρίνει την παραμυθιτική εκδοχή της ορθοδοξίας προτάσσοντας τη μεστή τρυφερότητας και ανθρωπιάς ακολουθία των νηπίων «των του κόσμου ηδονών, αναρπασθέν άγευστον …» για τα αδικοχαμένα μικρά παιδάκια. Δεν το έπραξε· ίσως να αντιτίθεται και σ’ αυτήν ακόμη τη σαγήνη της ορθόδοξης μελωδίας απλώς και μόνον επειδή καταπραΰνει την ανασφάλεια του ανθρώπου και γαληνεύει την ψυχή του. Γι’ αυτό η αήθης παρέμβασή του μας προκαλεί πνευματική βδελυγμία.


Πέτρος Πέτκας
28 Ιουλίους 2018 

------------------------------------------------------

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Ο Αμβρόσιος Καλαβρύτων αντιτίθεται στον τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα όχι εξ αιτίας της λαοκτόνας πολιτικής που εφαρμόζει ο τελευταίος και η κυβέρνησή του, επ’ ωφελεία της ελληνικής μεγαλοαστική τάξης και της «γερμανικής Ευρώπης», αλλά με κριτήρια προσωπικά, αναγόμενα στις προσωπικές προτιμήσεις του και στην ιδιωτική ζωή του. Έχουμε εδώ μια αντιμετώπιση ad hominem, με κριτήρια αλλότρια και άσχετα με αυτό που αντιμετωπίζουν οι δυνάμεις της εργασίας. Μια τέτοια συμπεριφορά αφενός μεν προδίδει ιδεολογική ανασφάλεια και ηθική μικρότητα, αφετέρου δε αποπροσανατολίζει τους αντιτιθέμενους στην πολιτική Τσίπρα. Ως τέτοια είναι εξοβελισταία. 
2. Η θεωρία του «όσο χειρότερα, τόσο καλύτερα» δεν έτυχε μόνο θεολογικής επιδοκιμασίας. Ας μας επιτραπεί ένας δελεαστικός παραλληλισμός με παραστάσεις και έννοιες του διεθνούς εργατικού κινήματος: η θεωρία της «εργατικής αριστοκρατίας» επιχείρησε να παράξει μια υλιστική εξήγηση του εμμένοντας ρεφορμισμού• επιχείρησε να εξηγήσει την παθητικότητα της εργατικής τάξης ή, συνηθέστερα, τμημάτων της. Η θεωρία αυτή εκπίπτει σε οικονομικό ανταγωνισμό• η ανεπάρκειά της γίνεται εμφανής επειδή υποθέτει υπόρρητα ότι η «μη αριστοκρατική εργατική τάξη» είναι επαναστατική.  Η θεωρία της «εργατικής αριστοκρατίας» είναι αξεδιάλυτα δεμένη με το αντίθετό της, την «θεωρία της εξαθλίωσης». Οι εκφραστές ενός παιδικού υλισμού (παιδικού ναι, άκακου όχι!) υποστηρίζουν ότι μια (σχετικά ή απόλυτα) εξαθλιωμένη εργατική τάξη είναι αυτομάτως επαναστατική. Δηλαδή, μεταφράζουν γυμνές οικονομικές σχέσεις σε ταξική συνείδηση (ή στην απουσία της) άνευ ετέρου τινός. Λησμονούν πως η ανθρωπότητα δεν είναι «άθυρμα» των οικονομικών δυνάμεων• οι δυνάμεις αυτές, έλεγε ο Άντον Πάννεκουκ, κυριαρχούν δια μέσου ιδεών και αντιλήψεων, δια μέσου του νου. Η ανθρωπότητα δεν κάνει την ιστορία της όπως της αρέσει• αλλά κάνει την ιστορία της!
3. Οι Έλληνες της τουρκοκρατίας δεν είχαν ποτέ θρησκευτικούς φανατισμούς. Η ορθόδοξη θρησκευτική τους πίστης αποτελούσε θώρακα των ελπίδων για εθνική αποκατάσταση, προέκταση του πατριωτισμού τους. Η ορθόδοξη πίστη τους εξασφάλιζε την εθνική ενότητα και αποτελούσε πολύτιμο προκάλυμμα των πολιτικών διεκδικήσεών τους. Το μίσος τους κατά των Λατίνων είχε περισσότερο εθνικό παρά θρησκευτικό χαρακτήρα. Ήταν φυσικό και αυθόρμητο. Κατά τον Anate Mirabel «η θρησκεία είναι για το έλληνα περισσότερο μια εθνική παράδοση». Εκκινώντας, ίσως, από την πιο πάνω διαπίστωση ο Μπρωντέλ (Braudel) διατυπώνει την άποψη ότι ο ελληνικός πολιτισμός κατόρθωσε να επιβιώσει περιβεβλημένος της πανοπλία της θρησκευτικής ιδιαιτερότητας της ορθοδοξίας, επειδή κατά την κρίση περίοδο του 15ου και 16ου αιώνα είχε την δυνατότητα να προτάξει μια δραματική άρνηση στην Δύση και στην θρησκευτική της έκφραση. Ο Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης, όμως συνεχίζει: «Παρακολουθώντας την συλλογιστική του Μπρωντέλ οστώσο μπορούμε να προσθέσουμε ότι, αν η μεγάλη άρνηση του 15ου και 16ου αιώνα εξασφάλισε την επιβίωση του ελληνικού πολιτισμού, η ζωτικότητά του αποδείχτηκε τον 18ο αιώνα με την αναστροφή της άρνησης και της απόρριψης της Δύσης» 





[1] Albin Lesky, Η τραγική ποίηση των αρχαίων Ελλήνων, Τόμος Β’, ο Ευριπίδης και το τέλος του είδους, μετ: Ν.Χ. Χουρμουζιάδης, ΜΙΕΤ, 2010, σελ. 127
[2] Ο.π. σελ. 177
[3] Ο.π. σελ. 232
[4] Ο.π. σελ. 266
[5] Ο.π. σελ. 269
[6] Ο.π. σελ. 292
[7] Ο.π. σελ. 407
[8] Ο.π. σελ. 409
[9] Ο.π. σελ 405 και Ευριπίδου Βάκχαι, κριτική και ερμηνευτική έκδοση E.R. Dodds, μετ: Γ.Υ. Πετρίδου – Δ.Γ. Σπαθάρας, ΙΤΒΚ, Αθήνα, 2004, σελ 158 έως και την έξοχη εισαγωγή του E.R. Dodds.
[10] E.R. Dodds, Οι Έλληνες και το παράλογο, μετ: Γιώργης Γιατρομανωλάκης, ΙΤΒΚ, Αθήνα, 1996, σελ. 38-40
[11] G.E.M. DE STE CROIX, Ο Χριστιανισμός και η Ρώμη. Διωγμοί, Αιρέσεις και Ήθη, εκ: ΜΙΕΤ, 2005, σελ. 8, 101, 81
[12] Ο.π. σελ. 130
[13] Ο.π. σελ. 86 όπου σχετικό απόσπασμα Τερτυλλιανού
[14] Ρόμπιν Λέιν Φοξ, Ο κλασικός κόσμος, μετ: Δημήτρης Στεφανίδης – Όλγα Παπακώστα, εκδόσεις Ωκεανίδα, Αθήνα, 2006, σελ. 726, 777
[15] G.E.M. DE STE CROIX, Ο Χριστιανισμός και η Ρώμη. Διωγμοί, Αιρέσεις και Ήθη, εκ: ΜΙΕΤ, 2005, σελ. 279, 280-282
[16] Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, εκ: ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1996, σελ. 26-28
[17] Κυριάκος Σιμόπουλος, Ζένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα, 1800-1810, εκδ: Πιρόγα, σελ 166
[18] Ο.π. σελ. 392
[19] Ο.π. σελ 491-492

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου