«POTESTAS LEGIBUS SOLUTA*»



*Εξουσία αποδεσμευμένη απ’ τον Νόμο

Με αφορμή την πρόσφατη απόφαση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Θεσσαλονίκης που ουσιαστικά αθώωσε τους σωφρονιστικούς υπαλλήλους που βασάνισαν μέχρι θανάτου πριν λίγα χρόνια τον Ίλι Καρέλι, (αφού πέραν του πολύ μικρού των ποινών τους άφησε ελεύθερους εν όψη του εφετείου, προκαταβάλλοντας, έτσι, ουσιαστικά και την απόφασή του) αναδημοσιεύουμε ένα σχετικό κείμενο του Πέτρου Πέτκα που είχε δημοσιευτεί τότε στο περιοδικό Ουτοπία.



Εισαγωγή

Ήδη παρήλθε έτος και πλέον απ’ τις αρχές του Φλεβάρη 2013 όταν εκατομμύρια έκπληκτων Ελλήνων τηλεθεατών παρακολουθούσαν, εκόντες άκοντες, στις τηλεοπτικές τους οθόνες την ανάρτηση φωτογραφιών (εισαγγελική αδεία) φρικωδώς παραμορφωμένων προσώπων νεαρών συλληφθέντων ατόμων, κατηγορουμένων για ληστεία από κοινού και ίδρυση εγκληματικής οργάνωσης που διαπράχθηκε στον Βελβενδό της Κοζάνης. Το ειδεχθές αυτό τηλεοπτικό θέαμα προκάλεσε σωρεία δυσμενών σχολίων μέχρι του σημείου ν’ ασχοληθούν μαζί του, με έντονη επικριτική διάθεση, ξένα ΜΜΕ ως ο «Γκάρντιαν» του Λονδίνου, αλλά και διεθνείς οργανώσεις όπως η «Διεθνής Αμνηστία». Τότε, καταβλήθηκε συστηματική προσπάθεια απ’ τους υπηρεσιακούς διανοούμενους (δηλονότι από εκείνους που παράγουν ιδεολογία για τις ανάγκες της αγοράς) των εγχώριων ηλεκτρονικών Μ.Μ.Ε (Μέσων Μαζικής Επιβολής) προκειμένου να εμφανισθεί η βίαιη παραμόρφωση των προσώπων των συλληφθέντων νεαρών κατηγορουμένων, ως απότοκος, πρωτίστως, της δικής τους αδικοπραγίας και, κυρίως, της βαρύτητας της τελευταίας και όχι ως παράνομη βία κατ’ αυτών των αστυνομικών που τους συνέλαβαν. Οι προαναφερθέντες τηλε-εισαγγελείς εκ του παραχρήμα, εστίασαν επισταμένως την προσοχή τους, ως όφειλαν άλλωστε, στην ιδιάζουσα κοινωνική και ηθική απαξία της αδικοπραγίας των συλληφθέντων την οποία, στην συνέχεια, έσπευσαν να προτάξουν ως ικανοποιητικήν εξήγηση και επαρκή αιτιολογία (νομική και ηθική) της αστυνομικής κακοποίησης των συλληφθέντων. Μια τέτοια σκανδαλωδώς προκλητική πράξη εδράζεται στον ακόλουθο, υπόρρητο μεν, ευδιάκριτο δε, συλλογισμό τους: όσο πιο βαρειά είναι η αξιόποινη συμπεριφορά του συλληφθέντος δράστη, τόσο πιο ισχυρά αναμένεται να είναι τα κατά του σώματος του πλήγματα των αστυνομικών που τον συνέλαβαν. Δηλαδή, εγκαθιδρύεται μια άμεση συνάρτηση μεταξύ της βαρύτητας του εγκλήματος του δράστη και της μετεγκληματικής αστυνομικής βίας που υπέστη ο τελευταίος.


Το προπεριγραφέν θλιβερό επεισόδιο απροκάλυπτου κρατικού αυταρχισμού, που αυτοπροτάθηκε ως δείγμα αλαζονικής αυταρέσκειας και χλευαστικού κυνισμού της κρατικής εξουσίας, ήδη είχε εκπέσει απ’ την μνήμη των «νοικοκυραίων» και παρέμεινε στην μνήμη μόνον εκείνης της ισχνής μειοψηφίας όσων ανέμεναν, εις μάτην, την αυτεπάγγελτη δίωξη των αστυνομικών που κακοποίησαν τους συλληφθέντες κατηγορούμενους, όταν, πριν από μερικές ημέρες (βρισκόμαστε στα μέσα του Απρίλη 2014) επανήλθε συνειρμικά στην μνήμη μας συνεπεία του ακόλουθου συμβάντος: ένας Αλβανός βαρυποινίτης κατάδικος, κρατούμενος της φυλακής Μαλανδρίνου, χρησιμοποιώντας ένα αυτοσχέδιο μαχαίρι, σκότωσε έναν δεσμοφύλακά του μέσα στην φυλακή. Τα συναρμόδια υπουργεία δικαιοσύνης και «δημόσιας τάξης» έσπευσαν να μεταγάγουν τον βαρυποινίτη δράστη στις φυλακές Νιγρίτας – Σερρών προκειμένου να «διασφαλισθεί η ασφάλεια» του εκ νέου αδικοπραγήσαντος δράστη. Αμέσως μετά την είσοδο του τελευταίου στην φυλακή Νιγρίτας και ύστερα από παρέλευση ολίγων ωρών, ο μεταχθείς κατάδικος «βρέθηκε νεκρός στο κελί της απομόνωσής του» κατά την επίσημη εκδοχή. Αυτή η όζουσα ύποπτης ευμενούς ουδετερότητας και επωφελούς εννοιολογικής σύγχυσης επίσημη ανακοίνωση των αρχών, περιστοιχισμένη απ’ τα αβέβαια ελληνικά των διαφόρων τηλεπαρουσιαστών, εντός ολίγου διερράγη δίκην πομφόλυγος απ’ τα πορίσματα της ιατροδικαστικής εξέτασης που κατέδειξαν πως γενεσιουργός αιτία του επελθόντος θανάτου του κρατουμένου καταδίκου ήσαν τα πολύωρα και συστηματικά βασανιστήρια που αυτός υπέστη πριν από λίγες ώρες! Τελικά, όπως διακριβώθηκε απ’ την διενεργηθείσα προανάκριση, ο κρατούμενος βασανίστηκε φρικωδώς απ’ τους δεσμοφύλακες του και υπέκυψε στα τραύματα του. Ήδη διενεργείται κύρια ανάκριση στο πλημμελειοδικείο των Σερρών κατά των βασανιστών-ανθρωποκτόνων δεσμοφυλάκων.

Λίγο ενωρίτερα, όμως, οι δημοσιογραφούντες υπάλληλοι του ηλεκρονικού Τύπου, εστίαζαν την προσοχή τους στην ανθρωποκτονία που διέπραξε ο κρατούμενος κατάδικος εις βάρος του δεσμοφύλακα εν αντιπαραβολή με την επέλευση του δικού του θανάτου. Εμφάνιζαν δηλαδή την θανάτωση του καταδίκου ως αντιστάθμισμα της προγενέστερης ανθρωποκτονίας που ο τελευταίος διέπραξε εις βάρος του δεσμοφύλακά του εμφανίζοντας έτσι την πρώτη (δολοφονία καταδίκου) ως "αναμενόμενη’’ συνεπεία της δεύτερης (δολοφονίας δεσμοφύλακα). Το γεγονός ότι την ανθρωποκτονία του κατάδικου την διέπραξαν, όχι κατάδικοι εγκληματίες αλλά, κρατικά όργανα εντεταλμένα με την σωφρονιστική φύλαξη καταδικασμένων εγκληματιών, το παραθεωρούν σκόπιμα. Εξ άλλου, ο δολοφονηθείς δεσμοφύλακας ήταν αθώος πολίτης και, επί πλέον, ημεδαπός, ενώ ο δολοφονηθείς κατάδικος, πέρα από αμετάκλητα καταδικασθείς εγκληματίας, ήταν και αλλοδαπός (Αλβανός). Ξένος λοιπόν, παρίας.

Η «σύννομη» κρατική βία
     
Με αιτία και αφορμή τα προπεριγραφέντα περιστατικά έκνομης συμπεριφοράς κρατικών υπαλλήλων (αστυνομικών και σωφρονιστικών), ας μας επιτραπεί μια επί τροχάδην επισκόπηση του νομικού πλαισίου που διέπει την κατασταλτική λειτουργία των προαναφερθέντων «λειτουργών» η δράση των οποίων είναι συμφυής με την βία, την «σύννομη» βία! Θεωρούμε, όμως, απαραίτητο να διευκρινίσουμε τούτο: Η «σύννομη» κρατική βία είναι οργανικά συνυφασμένη με το δίκαιο και την έννομη τάξη που αυτό εγκαθιδρύει. Αμφότερα δεν νοούνται χωρίς την ύπαρξη ενός μηχανισμού καταναγκασμού ικανού να επιβάλει την τήρηση των επιταγών τους, και τέτοιος μηχανισμός είναι το κράτος που έχει το μονοπώλιο της βίας και, μάλιστα, της ΑΚΑΤΑΓΩΝΙΣΤΗΣ βίας. Το «σύννομον» της κρατικής βίας, ο θεσμικός της χαρακτήρας δηλαδή, ΔΕΝ αναιρεί το πανταχού παρόν, εξόφθαλμο, πρόδηλο στοιχείο της βίας. Απλά, ως «σύννομη» δεν χαρακτηρίζεται ως αξιόποινη. «Καθαγιάζεται» απ’ την νομιμότητα με κάποιες διαδικαστικές εγγυήσεις. Γι’ αυτές τις τελευταίες γίνεται λόγος πιο κάτω.

Η Ελλάδα δεν ήταν (τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα!) ένας πολιτικοκοινωνικός χώρος του οποίου οι αστυνομικοί, αμιλλώμενοι αντάξια τους συναδέλφους τους της Αλαμπάμα, θεωρούν ότι τους παρέχεται πλήρης δυνατότητα «απεριόριστης αυτοέκφρασης» σε σχέση με την καταπολέμηση αξιοποίνων πράξεων. Από στενή νομική άποψη εξακολουθεί και σήμερα, εν τινι μέτρω, βέβαια, να μην είναι τέτοιος χώρος. Τώρα, το αν η υφισταμένη ακόμη(;) νομική πραγματικότητα, δεν εξυπηρετεί τις «ανάγκες» της πολιτικής και κοινωνικής συγκυρίας, όπως τις προσδιορίζει η κυρίαρχη ταξική βούληση και επιχειρεί να τις υλοποιήσει το υπηρετικό-πολιτικό προσωπικό της, ας επιχειρήσει το τελευταίο να την «προσαρμόσει» νομοθετικά στις υπόρρητες και οπισθόβουλες προσδοκίες του. Σε κάθε περίπτωση, οφείλει να την σέβεται πριν την αντικαταστήσει. Αυτό επιτάσσουν οι στοιχειώδεις κανόνες της «νομιμότητας» υπέρ της οποίας αόκνως κόπτονται οι κυβερνητικοί και τηλεοπτικοί υπάλληλοι. Διαφορετικά, η ανάγνωση της νομιμότητας που επιχειρούν δεν είναι μόνον δύσαρθρη άλλα και κίβδηλη. Πάντα υπήρχαν κανόνες δικαίου που ρύθμιζαν την οπλοφορία και την οπλοχρησία των αστυνομικών. Ουδέποτε η ελληνική πολιτεία άφησε, τουλάχιστον επισήμως, τους αστυνομικούς της να συμπεριφέρονται ως να βρισκόντουσαν σε κατακτημένη χώρα. Το εάν δεν ήταν συνεπής, συχνά-πυκνά, ως προς την τήρηση της νομιμότητάς της, ας όψονται οι πολιτικές προτιμήσεις της και οι ιδεολογικές αγκυλώσεις της.

Μέχρι το 2003 ίσχυε ο Κατοχικός Νόμος 29/1943 που ρύθμιζε το ζήτημα της χρήσης όπλων «από δημόσια δύναμη». Με τις κατά καιρούς εισαγγελικές γνωμοδοτήσεις ο πιο πάνω Νόμος ερμηνεύτηκε και προσαρμόστηκε σύμφωνα με τα μεταπολιτευτικά δεδομένα μας. Έτσι, κρίθηκε πως οι προϋποθέσεις της οπλοχρησίας εκ μέρους της «δημόσιας δύναμης» έπρεπε να συναχθούν με βάση τις διατάξεις του Ποινικού μας Κώδικα περί άμυνας (άρθρο 22), περί κατάστασης ανάγκης που αποκλείει το άδικο (άρθρο 25), περί προσταγής (άρθρο 21) και περί ενάσκησης δικαιώματος ή εκπλήρωσης καθήκοντος που επιβάλλεται απ’ τον νόμο (άρθρο 20). Ως βασικές προϋποθέσεις της νόμιμης οπλοχρησίας εκ μέρους «της δημόσιας δύναμης» καθορίστηκαν οι ακόλουθες αρχές α) της αναγκαιότητας, β) της αναλογικότητας και γ) της επιείκειας. Επομένως, οποιαδήποτε υπαίτια υπέρβαση αυτών των αρχών καθίσταται αυτομάτως αξιόποινη. Στην συνέχεια, κρίθηκε πως οι διατάξεις του πιο πάνω Κατοχικού Νόμου που επιτρέπουν στους αστυνομικούς να πυροβολούν, προς εκφοβισμό, τραυματισμό ή θανάτωση των νομίμως κρατουμένων που δραπετεύουν ή αποπειρώνται να δραπετεύσουν, αντιβαίνουν στο Σύνταγμα γι’ αυτό και δεν εφαρμόζονται (βλ. τις γνωμοδοτήσεις του Εισαγ. Του Αρείου Πάγου μ’ αριθμούς 12/1992 και 1802/1996 στα Ποινικά Χρονικά τόμοι ΜΒ σελ. 1235 και ΜΣΤ σελ. 1523, αντίστοιχα.)

Στις 24-7-2003 τέθηκε σε ισχύ ο Ν. 3169/2003 με βάση τον οποίο καταργήθηκε ο προαναφερθείς Κατοχικός νόμος και ρυθμίστηκε η οπλοφορία και οπλοχρησία εκ μέρους των αστυνομικών. Κατ’ άρθρο 3 του νόμου αυτού ο αστυνομικός επιτρέπεται να κάνει χρήση πυροβόλου όπλου, εφόσον, αυτό απαιτείται για την εκπλήρωση του καθήκοντός του, ΜΟΝΟΝ όταν συντρέχουν οι ακόλουθες, συνοπτικά, προϋποθέσεις: α) έχουν εξαντληθεί όλα τα ηπιότερα του πυροβολισμού μέσα β) έχει δηλώσει την ιδιότητά του και έχει απευθύνει σαφή και κατανοητή προειδοποίηση για την επικείμενη χρήση πυροβόλου όπλου και γ) η χρήση πυροβόλου όπλου δεν συνιστά υπερβολικό μέτρο σε σχέση με το είδος της επαπειλούμενης βλάβης και την επικινδυνότητα της απειλής (ο γνωστός κανόνας του Δικαίου: Δεν πυροβολούμε τα σπουργίτια με κανόνια). Με την παραγρ. 6 του αυτού άρθρου 3, "πυροβολισμός εξουδετέρωσης’’ (και τέτοιος είναι εκείνος που αποσκοπεί στο να πληγεί άνθρωπος και πιθανολογείται ακόμη και ο θάνατός του) επιτρέπεται ΜΟΝΟΝ α) για την απόκρουση επίθεσης ενωμένης με επικείμενο κίνδυνο θανάτου ή βαρειάς σωματικής βλάβης ανθρώπου και β) για την διάσωση ομήρων, για τους οποίους απειλείται κίνδυνος θανάτου ή βαρειάς σωματικής βλάβης. Σε κάθε άλλη περίπτωση απαγορεύεται πυροβολισμός με στόχευση ανθρώπου επ’ απειλή αυτοτελούς ποινικής κύρωσης (φυλάκισης από έξι (6) μήνες έως πέντε (5) χρόνια για τον υπαίτιο αστυνομικό) κατ’ άρθρο 6 παράγραφος 5 του ιδίου Ν.3169/2003. Όσοι υποστηρίζουν πως οι Έλληνες αστυνομικοί πρέπει να μπορούν να πυροβολούν εική και ως έτυχεν, παραθεωρούν την νομιμότητά μας ακόρεστοι εραστές της οποίας διατείνονται ότι είναι!

Συχνότερο φαινόμενο εκείνου της οπλοχρησίας των αστυνομικών είναι η «αστυνομική βία» (manu militari) εναντίον ανθρώπων που φέρονται ότι διέπραξαν αξιόποινες πράξεις τους οποίους οι αστυνομικοί οφείλουν να συλλάβουν προκειμένου να τους προσαγάγουν στην δικαιοσύνη για να δικασθούν. Στην περίπτωση αυτή ο ΑΠΑΡΑΒΑΤΟΣ ΚΑΝΟΝΑΣ συνίσταται εις τούτο: Η αστυνομική βία ασκείται μόνον τότε όταν ο συλληφθησόμενος αρνείται να συμμορφωθεί εκουσίως στην νόμιμη προσαγωγή του· η έκταση, η ένταση και η διάρκεια της αστυνομικής βίας απαιτείται, κατά νόμον, να βρίσκεται σε πλήρη αντιστοίχιση με την προβαλλόμενη βία του καθού η σύλληψη και ποτέ να είναι δυσανάλογη, υπέρμετρη, άσκοπη. Και όλα αυτά, μέχρι την στιγμή που επιτευχθεί η σύλληψη οπότε παύει αυτοδικαίως να υφίσταται νόμιμος λόγος περαιτέρω άσκησης αστυνομικής βίας. Συνακόλουθα, κάθε περαιτέρω αστυνομική βία κατά του ήδη συλληφθέντος παρίσταται ως προσωπική εμπάθεια και ταπεινή εκδίκηση, ως ανεπίτρεπτη μνησικακία και, ως τέτοια, είναι ΑΞΙΟΠΟΙΝΗ. Το εάν ετελέσθη έγκλημα και, σε καταφατική περίπτωση, την αξιολόγηση της νομικής, κοινωνικής και ηθικής απαξίας τούτου, θα το κρίνουν ο εισαγγελέας και οι δικαστές και ΟΧΙ οι συλλαβόντες τον δράστη του εγκλήματος αστυνομικοί. Τα αντιθέντως υποστηριζόμενα προσκρούουν στην νομιμότητά μας και στον «νομικό πολιτισμό» μας (όσος μας απέμεινε).

Ιδιαίτερη περίπτωση παράνομης κρατικής βίας συνιστούν τα βασανιστήρια· πρόκειται για συμπεριφορά εξευτελιστική του ανθρώπινου είδους. Οι σχετικές διατάξεις θεσμοθετήθηκαν με τον Ν.1500/1984 και εντάχθηκαν στον Ποινικό μας Κώδικα ως άρθρα 137Α έως 137Δ και τιμωρούν αυστηρά τον «υπάλληλο»- δράστη των βασανιστηρίων, εάν δε με τις πράξεις του επέφερε τον θάνατο του θύματος, του επιβάλλεται η ποινή της ισόβιας κάθειρξης. [ Η ratio decidendi – δικαιολογητικός λόγος θέσπισης – των πιο πάνω διατάξεων συνίσταται εις τούτο: Με τα βασανιστήρια δεν προσβάλλονται μόνον τα επί μέρους έννομα αγαθά του ανθρώπου ως είναι π.χ η τιμή, η σωματική ακεραιότητα, η υγεία, η προσωπική και γενετήσια ελευθερία κ.α, κεχωρισμένως· προσβάλλεται ο άνθρωπος στην ΟΛΟΤΗΤΑ του ως τέτοιος και μάλιστα από εκείνον που έχει θεσμικά καθήκον να τον προστατεύει και στην εξουσία του οποίου περιέρχεται· στα βασανιστήρια το θύμα προσφέρεται ως πτυελοδοχείον του θύτη του. Τα βασανιστήρια εδράζονται στην διαστροφική ηδονή του δημίου απέναντι στο θύμα του. Γι’ αυτό και η διακεκριμένη νομική αντιμετώπιση του βασανιστή (βλ. την εισηγητική έκθεση του Ν.1500/1984 ως και το άρθρο του Γιώργου Α. Δούδου στο νομικό περιοδικό «Αρμενόπουλος» Τόμος 1983 σελ. 830 επ.)]. Απ’ την στιγμή που η πολιτεία (με τους αστυνομικούς της και τους δεσμοφύλακες της) συμπεριφέρεται απέναντι στον δράστη ενός εγκλήματος με τον ίδιο τρόπο που αυτός επἐδειξε κατά την διάπραξη του εγκλήματός του, τότε το ηθικό πλεονέκτημα της πολιτείας έναντι του εγκληματία εξαερώνεται. Τότε, έγκλημα είναι η τιμωρία του εγκλήματος!

«Ο αλευρόμυλος που συνδέεται απ’ ευθείας με τον φούρνο»!

Ούτε οι αστυνομικοί του Βελβενδού Κοζάνης ούτε οι δεσμοφύλακες της φυλακής της Νιγρίτας ενήργησαν «εν κενώ». Αμφότεροι «λειτούργησαν» ως ο οργανικός κρίκος που ανέλαβε να υλοποιήσει εμπειρικά την συλλογιστική του υπηρετικού-πολιτικού προσωπικού της άρχουσας τάξης. Το ότι μ’ αυτόν τον τρόπο μετέτρεψαν την «νομιμότητα» της οποίας κατά τ’ άλλα, είναι πιστοί υπηρέτες, σε «πτυελοδοχείον της περιφρόνησής» τους, ουδεμία σημασία έχει.

Ο αρχηγός της ΕΛ.ΑΣ, απευθυνόμενος προς τους υφισταμένους του, τους διέταξε «Κάντε τους τον βίο αβίωτο». Ο αλήστου μνήμης Λοβέρδος, με την ιδιότητα του υπουργού Υγείας της συγκυβέρνησης, κατέδειξε τους μετανάστες ως «υγειονομική βόμβα της Αθήνας», ως αιτία της κακοδαιμονίας του Ε.Σ.Υ. Η ίδια η κυβέρνηση οδήγησε στην δημόσια τηλεοπτική διαπόμπευση τις οροθετικές γυναίκες «προς γνώσιν και συμμόρφωσιν», ο δε Σαμαράς, ως πρωθυπουργός, διέταξε την «ανακατάληψη των πόλεών μας» πρόθυμοι δε εκτελεστές αυτής της εθνοφελούς διαταγής εμφανίσθηκαν οι ροπαλοφόροι φασίστες της «Χρυσής Αυγής» και οι γραβατοφόροι συνάδελφοί τους της «Χρυσής Σιωπής» που νομιμοποιούσαν, στην κοινή γνώμη, την βεβήλωση της νομιμότητας και την κατακρεούργηση της φτωχής αλήθειας. Εξ άλλου, πάντα η εξουσία ήταν (και είναι) πολύ ανώτερη από την αλήθεια[1]. Γι’ αυτόν τον σκοπό η εξουσία «μισθώνει (τα) δυνατά χέρια» του «αμβλύνοος αστυνομικού»[2] και «διαφθείρει (τις) αδύναμες ψυχές» των δημοσιογραφούντων υπαλλήλων της Εμπορικής Τηλεόρασης[3], και, μέσω των τελευταίων, διαφθείρει την κοινή γνώμη, την διαστρέφει, την δημιουργεί. Μ’ αυτόν τον τρόπο δημιουργείται μια ατμόσφαιρα γενικευμένης απάθειας και υστερίας στο πλαίσιο της οποίας η νομιμότητα παρίσταται ως «αμελητέα ποσότητα» άξια διακριτικής περιφρόνησης, τα δε «θέλω» του κοινού «δεν ξεπηδούν αυθόρμητα αλλά διαμορφώνονται και κατασκευάζονται»[4]. Αυτό το κλίμα της «απονομιμοποιημένης» νομιμότητας έχει τις ρίζες του στην υπόγεια αμφισβήτηση του λόγου ύπαρξης του ειδικού νόμου κατά των βασανιστηρίων. Καίτοι εκτελεστικός του Συντάγματος του 1975 νόμος (άρθρο 7 παραγ. 2 του Συντάγματος), ψηφίστηκε μόλις το 1984 και έκτοτε περιέπεσε σε καθεστώς σιωπηρής αχρησίας, με την εγγενή «κατανόηση» της ελληνικής δικαιοσύνης. Εξ άλλου η φύση ενός νόμου εξαρτάται από τον τύπο του πολιτεύματος μέσα στο οποίο λειτουργεί[5]. Αυτή η στάση της πολιτείας δρούσε, εν τοις πράγμασιν, όχι αποτρεπτικά αλλά ΠΡΟΤΡΕΠΤΙΚΑ για την κακοποίηση, για τον βασανισμό του οιουδήποτε συλληφθέντος, κρατουμένου ή απλώς εναντιουμένου στις κυβερνητικές επιλογές. Οι άμεσοι δεσμοί, λοιπόν, μεταξύ του «αλευρόμυλου» της συγκυβέρνησης και του «φούρνου» των βασανιστών της Νιγρίτας και των αποχαλινωμένων αστυνομικών του Βελβενδού, δεν είναι απλά πρόδηλοι αλλά αυτόδηλοι. 

Η κρατική (αστυνομική) βία «σύννομη» ή απροκάλυπτα έκνομη και ο στόχος της.

Ο στόχος της κρατικής θηριωδίας φαίνεται πως είναι οι αδικοπραγούντες, οι κατάδικοι κρατούμενοι, οι μετανάστες, οι εμφανίζοντες  «παρέκκλιση» συμπεριφοράς, οι ποικιλλοτρόπως εναντιούμενοι στην θανατηφόρα κοινωνική πολιτική της συγκυβέρνησης, όχι, όμως, οι «φιλήσυχοι», οι «φιλόνομοι» πολίτες, οι «νοικοκυραίοι». Για την ακρίβεια του πράγματος, αυτό διατείνεται η πρώτη τυχούσα radieuse ridicule νεάζουσα τηλεπαρουσιάστρια της Εμπορικής Τηλεόρασης και οι εργοδότες της. Η εντύπωση αυτή είναι λειψή και, γι’ αυτό, παραπλανητική. Είχε παρατηρηθεί προσφυώς πως τα αντιεβραϊκά πογκρόμ του παρελθόντος είχαν, από πολιτική άποψη, στόχο περισσότερο τους (μη Εβραίους) θεατές των πογκρόμ παρά τους ίδιους τους Εβραίους[6]. Στην Ελλάδα των ημερών μας «Εβραίοι» είναι όσοι δεν ανήκουν κάπου, όσοι δεν «προστατεύονται απ’ τις συνθήκες», όσοι δεν υποστηρίζονται από καμμία δύναμη, οι λογής-λογής αποσυνάγωγοι, οι εγκαταλειμμένοι, οι ξένοι. [Ο παρίας φωτίζει όχι μόνον τις δυσλειτουργίες και τις παρεκκλίσεις αλλά επίσης την φύση και τα όρια της ιστορικής δημοκρατίας, δηλαδή του δημοκρατικού κράτους, υποστηρίζει, εύστοχα και με οξυδέρκεια η Ελένη Βαρίκα[7]. Παράλληλα, ο Jacques Hassoun βλέπει, πολύ σωστά, την κοινωνία «κατ’εικόνα της τύχης που (η ίδια) επιφυλάσσει, στους πάροικούς της, στους πλανόδιούς της, στους απάτριδές της»[8]]. Σ’ αυτούς προστίθενται όσοι καταστρέφονται απ’ τις μυλόπετρες των μνημονίων, οι άνεργοι, οι άστεγοι, οι εναντιούμενοι στην λαοκτόνα πολιτική της συγκυβέρνησης. Στόχος της κρατικής καταστολής ΔΕΝ είναι μόνον όλοι αυτοί· είναι το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας που πρέπει να πειθαρχήσει, πρέπει να συμπεριφέρεται ως εάν ήταν φυλακισμένο και αυτό, με μόνη διαφορά πως ως επιτηρητή και δεσμοφύλακα πρέπει να έχει την ίδια του την ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ, παράλληλα με τα (ροπαλοφόρα ή γραβατοφόρα) όργανα του καθεστώτος.
      
Πρέπει να πειθαναγκασθεί, να ενστερνιστεί την άποψη πως η μόνη συνάθροιση  του λαού πρέπει να λαμβάνει χώρα στην εκκλησία ή στον στρατώνα· εκεί δεν σκέφτονται· μόνο ακούνε και ΥΠΑΚΟΥΝΕ[9]. Για να συμβεί, όμως αυτό, οι άνθρωποι πρέπει να γίνουν «νομοταγείς». Προς τούτο, δεν αρκεί να επιδεικνύεις «πτωματική υπακοή» (Kadavergehorsam). Πρέπει, επί πλεόν, να συμπεριφέρεσαι σαν να είσαι εσύ που θέσπισες τους νόμους με βάση τους οποίους ενεργείς. Επομένως, πρέπει να κάνεις ακόμη περισσότερα απ’ όσα επιτάσσει η φωνή του καθήκοντος. Μεταξύ των άλλων, πρέπει να δείχνεις την «δέουσα κατανόηση» για τις «κρατικές ενέργειες» δηλαδή τις ενέργειες των αρχών που ΔΕΝ εμπίπτουν σε κανόνες δικαίου, που εδράζονται στην «άσκηση κυρίαρχης εξουσίας» και, συνεπώς, βρίσκονται έξω από την σφαίρα του νόμου· να κατανοήσεις πως αυτή η «raison d’ Etat» ΔΕΝ υπακούει στους ίδιους κανόνες με τις πράξεις των πολιτών της χώρας[10]. Μη σ’ απασχολεί η «νομιμότητα»· πρόκειται για εκφυλισμένη έννοια που προτιμούν οι αδύναμοι. Γι’ αυτό μην εναντιώνεσαι στα πολτοποιημένα πρόσωπα των νεαρών «αντιεξουσιαστών» ληστών του Βελβενδού, ούτε στον συνεπεία βασανιστηρίων θάνατο του βαρυποινίτη κατάδικου της Νιγρίτας. Αυτοί είναι οι σύγχρονοι «Εβραίοι» της ελληνικής κοινωνίας. Θα πάθεις, όμως, κι’ εσύ τα ίδια αν διανοηθείς να εναντιωθείς. Έργο του κρατικού νομοθέτη είναι να εξαλείψει την ατομική συνείδηση και να διδάξει τον πολίτη να σκέφτεται σύμφωνα με την κρατική λογική, δίδασκε ο συναρχηγός της Μεγάλης Γαλλικής Επανάστασης, ο 27 χρονος θεωρητικός της «επαναστατικής» τρομοκρατίας και βασικός αρχιτέκτονάς της Σαιν Ζυστ.[11] Στο κάτω-κάτω, ας μην ξεχνάμε ότι μια «συλλογική συνείδηση» είναι πάρα πολύ κατάλληλη για να αναπληρώσει ό,τι σ’έναν άνθρωπο λείπει σε αυτοσυνείδηση.[12] Τώρα, εάν οι άνθρωποι με στολή κάνουν συχνότερα χρήση του όπλου τους (ή του βούρδουλα) παρά του μυαλού τους —όταν έχουν…..—[13], ας εκληφθεί ως συμπεριφορά συνάδουσα με την «χειροτεχνία του είδους».

Δίκην επιμέτρου

Δεν έχουμε λεγκαλιστικές αυταπάτες. Γνωρίζουμε πολύ καλά πως, στην πραγματικότητα, όποτε το Δίκαιο αναγκάστηκε να συγκρουστεί με την Εξουσία, ΗΤΤΗΘΗΚΕ.[14] Γνωρίζουμε, επίσης, πως το γράμμα του νόμου ΔΕΝ αντιπροσωπεύει την εσωτερική πραγματικότητα του καπιταλισμού, αλλά μόνο τις εξωτερικές του όψεις. Η καπιταλιστική κοινωνία (πολλώ δε μάλλον η ελληνική των ημερών μας), δεν είναι στην πραγματικότητα ένας κόσμος ισότιμα συμβαλλομένων ατόμων, αλλά ένας κόσμος αντιμαχόμενων κοινωνικών τάξεων.[15] Τέλος, όπως παραστατικά αλλ’, ενδεχομένως υπερβολικά ειπώθηκε, είναι ανόητο να κάνουμε νόμους με βάση την ισότητα για όλους, ενώ κάνουμε την διανομή της ιδιοκτησίας άνιση.[16] Θα μας διέκρινε, όμως θεωρητική στειρότητα και αναλυτική ανεπάρκεια αν παραθεωρούσαμε την σχετικά αυτοτελή αξία της νομιμότητας και την χρησιμότητα της, κυρίως όταν την ποδοπατούν «αμβλύνοες αστυνομικοί» ή πορωμένοι βασανιστές δεσμοφύλακες· πολλώ δε μάλλον, όταν την γράφουν στα παλαιότερα των υποδημάτων τους οι συναποτελούντες το υπηρετικό-πολιτικό προσωπικό της κυρίαρχης αστικής τάξης, όταν δεν την ευνοεί.[17] Στο σημείο τούτο οι ελληνόφωνοι Εθνοφύλακές μας έχουν ως αρχέτυπο τον Πλάτωνα,[18] τον υποστηρικτή της Κυριαρχίας: Ο εκλεκτός άρχοντας που ξέρει να υποτάσσει τις ατομικές του φιλοδοξίες στο γενικό καλό (όπως το προσδιορίζει, εννοείται, ο ίδιος!) και κατέχει την πολιτική επιστήμη, ΔΕΝ έχει ανάγκη από Νόμους για να κυβερνήσει δίκαια και σωστά.[19] Και αν υπάρχουν, τους παραβλέπει.

Στην Ελληνική «ολοκληρωτική δημοκρατία» που ήδη εγκαθιδρύεται, η συμπεριφορά των βασανιστών δεσμοφυλάκων της Νιγρίτας δεν θα αποτελεί παρέκκλιση. Θα εδράζεται σ’ ένα καθεστώς (τις απαρχές του οποίου ήδη βλέπουμε, νοιώθουμε, αισθανόμαστε) που ως θεωρητικό κρηπίδωμα θάχει το Λουδοβίκειο απόφθεγμα «car tel est mon plaisir» (γιατί έτσι μου γουστάρει), αυτόν τον χρυσούν κανόνα της αυθαιρεσίας, ανάμεικτο με τους «iura silvestria ibi totum licet» (Δρυμαίοι νόμοι όπου τα πάντα επιτρέπονται). Σ’ ένα τέτοιο καθεστώς, νόμο θα αποτελούν οι υλακές του κάθε (τηλεοπτικού χαμάλη) Κακαντέρη, θα θεωρείται «ντροπή» να ναι κάποιος νομομαθής (η ευχή και το όνειρο του Αδόλφου Χίτλερ, "θα ρθει μια μέρα που στην Γερμανία θα θεωρείται «ντροπή» να ναι ένας άνθρωπος νομομαθής’’[20]).  Κάτι πιο κει: εάν οι άνθρωποι δεν εγκαταλείψουν την ηττοπαθή λογική της κοινοβουλευτικής ανάθεσης και δεν βγουν στους δρόμους σύσσωμοι γκρεμίζοντας συθέμελα το θανατηφόρο καθεστώς του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, τότε, ο εχθρός, ενδεχομένως, θα νικήσει ξανά. Τότε, ολόκληρη η κοινωνία θα μεταμορφωθεί σε μια φυλακή Νιγρίτας με επικυρίαρχους τους βασανιστές δεσμοφύλακές της, αυτήν την SENTINA URBIS (το κατακάθι ἠ απόπλυμα της πόλης), τότε όχι μόνον οι αφελείς «νοικοκυραίοι» αλλά ούτε οι νεκροί μας δεν θα αισθάνονται ασφαλείς στους τάφους τους.[21]
  
  

                                                 15 – ΙV- 2014



[1] βλ. Michael Löwy: FRANZ KAFKA, Ανυπότακτος ονειροπόλος, Κατάρτι, 2006, σελ. 133
[2] «αμβλύνους αστυνομικός». Αυτός ο ονειδιστικός χαρακτηρισμός, με διαχρονικό χαρακτήρα, ανήκει στον μετέπειτα καθηγητή της Ποινικής Δικονομίας στο Α.Π.Θ Ιωάννη Β.Ζησιάδη και εμπεριέχεται στο έργο της νεότητάς του «Το ποινικόν δίκαιον ως όπλον καταπολεμήσεως του μπολσεβικισμού» Θεσσαλονίκη, 1931, σελ. 104 όπου αναφέρει, επί λέξει, τ’ ακόλουθα «…μόνον αμβλύνους αστυνομικός δύναται να φαντασθή, ότι δια του τυφεκισμού μιας εκατοντάδος διακεκριμένων κομμουνιστών θα εξολοθρευθή ο μπολσεβικισμός….» βλ. πλείονα στο προανεφερθέν άρθρο μας «Salus patriae suprema lex esto».
[3] παραβ. ΦΡΑΝΤΣ ΟΠΠΕΝΧΑΪΜΕΡ, Το Κράτος, Τροπή, 2002, σελ. 104
[4] βλ. Ράσελ Τζάκομπι: Το τέλος της Ουτοπίας, Τροπή, 2001, σελ 110
[5] βλ. G.E.M DE STE CROIX, Ο Ταξικός αγώνας στον Αρχαίο Ελληνικό Κόσμο από την Αρχαϊκή Εποχή ως την Αραβική Κατάκτηση, εκδόσεις ΡΑΠΠΑ, σελ. 112
[6] βλ. ΜΑΧ ΗΟRKHEIMER, Οι Εβραίοι και η Ευρώπη, Έρασμος, σελ. 65
[7] Παρατίθεται απ’ τον Michael Löwy στο: FRANZ KAFKA, Ανυπότακτος ονειροπόλος, σελ. 109
[8] Παρατίθεται απ’ τον Σάββα Μιχαήλ στην μελέτη του «Συνομιλώντας με τον Jacques Hassoun» στο έργο του «Μορφές του Μεσσιανικού», Άγρα, σελ. 53
[9] βλ ΜΑΧ HORKHEIMER, πιο πάνω σελ. 51
[10] βλ. και Χάννα Άρεντ, Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ. Έκθεση για την κοινοτοπία του κακού, Νησίδες, 2009, σελ. 110, 111, 78, 226
[11] Βλ. ΓΚΟΜΠΕΝ/ΡΟΚΕΡ/ΑΒΡΙΤΣ κ.α, Η ΡΩΣΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ,  η αποτυχία του κρατικού καπιταλισμού, Ελεύθερος Τύπος, σελ. 256
[12] Παρατίθεται ΟΥΒΕ ΤΙΜ, Τί είναι πραγματικά ο φασισμός; Τροπή, 2003, σελ. 47
[13] στο ίδιο πιο πάνω σελ. 84
[14] βλ. FRANZ NEUMAN, Η έννοια της πολιτικής ελευθερίας, Έρασμος, σελ. 16
[15] βλ. Άντον Πάνεκουκ, Τα Εργατικά Συμβούλια, Ελεύθερος Τύπος, 1996, σελ. 91
[16] βλ. G.E.M DE STE CROIX, πιο πάνω σελ. 115
[17] βλ. περισσότερα επ’ αυτού στα άρθρα μας στην «ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ» (Κοζάνης) τεύχος 161-162, Χειμώνας-Άνοιξη 2012, σελ 76 επ. και τεύχος 159-160, Φθινόπωρο 2011, σελ 76 επ. με τίτλους «Οι γραβατοφόροι και οι ροπαλοφόροι» και «Salus patriae suprema lex esto- Yπέρτατος Νόμος ας είναι η σωτηρία της Πατρίδας- Μια αναδρομή και μια …..υπόμνηση!», αντίστοιχα
[18] Η αχαλίνωτα υπέρμετρη τιμή που αποδόθηκε δια μέσου των αιώνων στον Πλάτωνα οφείλεται εν μέρει στο εξαιρετικό λογοτεχνικό του τάλαντο και στα αντιδημοκρατικά ένστικτα της πλειονότητας των μελετητών του. Ο Πλάτων ήταν αντιδημοκράτης στον ύψιστο βαθμό. Δεν θα ήταν σωστό να χαρακτηρισθεί τυπικά «ολιγαρχικός» διότι δεν ήθελε να κυβερνούν οι πλούσιοι ως τέτοιοι, καίτοι γνώριζε καλά πως η τυπική μορφή της ελληνικής ολιγαρχίας ήταν η διακυβέρνηση μιας ιδιοκτήτριας τάξης. Αλλά τόσο η «αρίστη» όσο και η «δεύτερη αρίστη» πολιτεία του, ήσαν σιδερόφρακτες ολιγαρχίες που προορισμός τους ήταν να αποτρέπουν κάθε αλλαγή και ανάπτυξη και που απέκλειαν από τα πολιτικά δικαιώματα κάθε άτομο που εργαζότανε αληθινά για να ζήσει. Η υπεροπτική περιφρόνηση που δείχνει ο Πλάτων για τους χειρώνακτες εκτίθεται με ακρίβεια στο απόσμασμα της Πολιτείας του (VI 495c-496a) για τον «χαλκέα φαλακρόν και σμικρόν». Ήταν ένας από τους παράφορους και πιο επικίνδυνους εχθρούς που είχε ποτέ η ελευθερία (βλ. G.E.M DE STE CROIX, πιο πάνω σελ. 106, 361 και, συμπληρωματικά, σελ. 104, 105, 111, 242, 510, 511, και 512). Οι Κυνικοί δημιούργησαν μια φιλοσοφική σχολή. Ο ιδρυτής της Αντισθένης χάραξε μάλιστα τις γενικές γραμμές για μια θεωρία του Κράτους, που διακρίνεται απ’ τα υπόλοιπα συγκεντρωτικά και πρακτικής αποτελεσματικότητας συστήματα, από ένα στοιχείο Αναρχίας. Για τους ΄Κυνικούς η ιδέα και το ΑΤΟΜΙΚΟ άξιζαν περισσότερο από την ΔΙΟΙΚΗΣΗ και το συλλογικό. Γι’ αυτόν τον λόγο ξυπνούσαν την λύσσα των άλλων. Τους κυνικούς είχε στον νου του ο υποστηρικτής της κυριαρχίας Πλάτων, όταν καταφερόταν εναντίον της εξομοίωσης του λειτουργήματος του Βασιλιά με το λειτούργημα του βοσκού και εναντίον της χαλαρής οργάνωσης της ανθρωπότητας με βάση την κατάργηση των εθνικών συνόρων-οργάνωσης που θα την έκανε όμοια με μια πολιτεία γουρουνιών (βλ. ΜΑΞ ΧΟΡΚΧΑΪΜΕΡ-ΤΕΟΝΤΟΡ ΑΝΤΟΡΝΟ: η διαλεκτική του διαφωτισμού, Ύψιλον-Βιβλία, σελ. 243-244).
Ο Πλάτων ήταν αυτός που επιθυμούσε να διαιωνισθεί και, μάλιστα, να ενισχυθεί η θρησκευτική πρόληψη για να διατηρηθεί ο έλεγχος πάνω στις μάζες (βλ. FRANZ NEUMAN, πιο πάνω, σελ. 42) γιατί γνώριζε καλά πως μια κατεστημένη θρησκεία, αφενός μεν, δυναμώνει την θέση των ολίγων Εξουσιαστών, αφετέρου δε, μεγαλώνει τη συγκατάθεση των υπό εκμετάλλευση πολλών. Αργότερα, αυτή η άποψη βρήκε και θεολογική κάλυψη από τον Απόστολο Παύλο «πάσα ψυχή εξουσίαις υπερεχούσαις υποτασσέσθω». Κάθε στάση ενάντια στην εξουσία εμφανίζεται ως εξέγερση ενάντια στον Θεό και τον ηθικό του νόμο. Γι’ αυτό η εκάστοτε ομάδα εξουσίας συνδέεται με τον κλήρο με τους στενότερους δεσμούς (βλ. Φραντς Οππενχάιμερ, πιο πάνω, σελ. 66), ακόμη κι αν η ίδια είναι άθρησκη ή άθεη! (Μιχαήλ Μπακούνιν, Φιλοσοφία, Θρησκεία,, Ηθική με την επιμέλεια Γκ. Π. Μαξίμοφ, ΠΑΝΟΠΤΙΚΟΝ, σελ. 107, καθώς και το σημείωμα μας στην «Νέα Προοπτική» της 8-2-2014  με τίτλο «Η βία και η τηλεοπτική διαχείρισή της»). Τα προεκτεθέντα (περί Πλάτωνος) μάλλον τα λησμονούν εσχάτως κάποιοι ακαδημαϊκοί μας δάσκαλοι…..
[19] Βλ. Νόμοι, ΙΧ 874e-875d, παρατίθεται στο Έλλη Παππά, Ο Πλάτωνας και η εποχή μας, Κέδρος, 1981, σελ. 124
[20] βλ. Χάννα Άρεντ, πιο πάνω σελ.225
[21] βλ. Michael Löwy, Walter Benjamin: Προμήνυμα κινδύνου. Μια ανάγνωση των θέσεων «Για την φιλοσοφία της ιστορίας», Πλέθρον, 2004, σελ. 83 επ.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου