Ιδεολογία, θρησκεία και επαναστατικό όραμα.



Όλη αυτή η βλακώδης φασαρία που γίνεται στις ημέρες μας γύρω από το όνομα του Παναγιώτη Κονδύλη, η άκριτη μεγέθυνσή του από ημιμαθείς οπαδούς όσο και η άσκοπη δαιμονοποίησή του από μια κατηγορία ηθικιστών της πολιτικής έχει συσκοτίσει το πραγματικό περιεχόμενο μιας σκέψης που κατ’ αρχάς μπορεί να θεωρηθεί εύληπτη και διόλου δυσανάγνωστη, πολύ περισσότερο όμως έχει συγκαλύψει το πραγματικό κλίμα ζυμώσεων, συζητήσεων και αντιπαράθεσης των ιδεών σε ορισμένους κύκλους της αιρετικής αριστεράς, περιβάλλον μέσα στο οποίο συγκροτήθηκε και χωρίς το οποίο δεν μπορεί να κατανοηθεί πραγματικά. Διότι ο Κονδύλης, παρ’ ότι ο ίδιος υιοθετούσε ένα ηρωικό και επιθετικά εξατομικευμένο ύφος, δεν ήταν βέβαια ούτε ο «διανοητικός γίγαντας» (που φάνταζε στα μάτια των πνευματικών νάνων της εγχώριας διανόησης) ούτε ο κομήτης που έπεσε από το γερμανικό Πανεπιστήμιο (ή όποιον άλλο μυθικό τόπο καταγωγής, για τους επαρχιώτες λογίους που πιστεύουν ότι η αληθινά φιλοσοφική σκέψη έρχεται πάντα από «αλλού»), αλλά γνήσιο προϊόν ενός γόνιμου, μολονότι περιθωριοποιημένου, διαλόγου που ξεκινάει στους κόλπους της αποκλίνουσας τροτσκιστικής ομάδας του Σπύρου Στίνα μετά τον πόλεμο και καταλήγει στον κύκλο του περιοδικού «Σημειώσεις» από τη Μεταπολίτευση και μετά.

Η παρούσα έκδοση έτσι επιτελεί μια διπλή κριτική επανόρθωση: πρώτον, διορθώνει το ατόπημα εκδοτικού οίκου ο οποίος προσφάτως περιέλαβε δύο από τα κείμενα αυτής της συζήτησης αποκομμένα συμφραζομένου σε ένα συμπίλημα άρθρων τού από πενταετίας νεκρού στοχαστή με τίτλο «Μελαγχολία και πολεμική» (στο κάτω κάτω αυτή η κατόπιν εορτής κατασκευή ενός διανοητικού «αστέρα» γίνεται, έστω σε μικρή κλίμακα, κερδοφόρα)· δεύτερον, δείχνει ανάγλυφα την ιστορική γένεση αυτής της σκέψης μέσα στο αληθινό της συμφραζόμενο, που δεν είναι διόλου μικρότερης σημασίας και βαρύτητας από την ίδια (παρ’ ότι για διάφορους λόγους δεν προσφέρεται για αντίστοιχη καταναλωτική συσκευασία). Συγκεκριμένα, πρόκειται για την τεκμηρίωση ενός διαλόγου που έγινε από τις σελίδες των «Σημειώσεων» (τ. 13-14, 16, 17 και 19) μεταξύ 1977 και 1979, ανάμεσα στον Παναγιώτη Κονδύλη και τον Γεράσιμο Λυκιαρδόπουλο, πλαισιωμένου από δύο ακόμα κείμενα, του Μάριου Μαρκίδη και του Στέφανου Ροζάνη. Θα μπορούσε κανείς να μιλήσει και για μία «αόρατη» συμμετοχή, αυτήν του Αντώνη Λαυραντώνη: όχι μόνο επειδή το εναρκτήριο έναυσμα της όλης συζήτησης, μια κριτική του Μ. Μαρκίδη στον Εριχ Φρομ δημοσιεύτηκε υπό μορφήν επιστολής στον Α. Λαυραντώνη, αλλά και για το λόγο ότι πολλές από τις απόψεις που ο Π. Κονδύλης εκφράζει εδώ απηχούν την πρώιμη και διαμορφωτική επιρροή που δέχθηκε απ’ αυτό τον ανέκαθεν διαφωνούντα συνομιλητή τού Σπ. Στίνα, τον οποίον άλλωστε -σύμφωνα με αρκετές μαρτυρίες- προσπάθησε επίμονα να εμπλέξει στη συζήτηση. Βέβαιον είναι άλλωστε ότι ο Π. Κονδύλης επιθυμούσε μια συνέχεια και κλιμάκωση της αντιπαράθεσης, πράγμα που για διάφορους πρακτικούς και άλλους λόγους δεν έγινε.

Η συζήτηση ανοίγει λοιπόν με το προαναφερθέν κείμενο του Μ. Μαρκίδη, όπου ψέγεται ο ρηχός και ψευτο-αισιόδοξος ανθρωπισμός του Εριχ Φρομ, τονίζοντας τη μη εξαλείψιμη τραγικότητα και οδύνη που είναι η πραγματική ανθρώπινη ύπαρξη. Υποβάλλεται μάλιστα μια εξωιστορική διάσταση του πράγματος, ως εάν επρόκειτο για ριζική οντολογική συνθήκη και ανυπέρβατη μοίρα. Αγγίζοντας με τον τρόπο αυτό μια χορδή του σαρδόνιου πεσιμισμού που ήδη συμμερίζονταν Λαυραντώνης και Κονδύλης, την κοινή τους καχυποψία απέναντι σε όλες τις επαναστατικές ή απελευθερωσιακές βλέψεις, προκαλεί μια εκτενή παρέμβαση του Π. Κονδύλη με τίτλο ακριβώς αυτόν που φέρει σήμερα ως τίτλο η έκδοση. Η απάντηση του Γ. Λυκιαρδόπουλου (απηχώντας εν πολλοίς θέσεις που ο τελευταίος συμμερίζεται με τον Μανόλη Λαμπρίδη, παλαιότερο συνομιλητή του Λαυραντώνη αλλά και του Στίνα), προκαλεί δεύτερη επίθεση του Π. Κονδύλη, με τίτλο «Οι φωτεινές και οι σκιερές πλευρές των οραμάτων», στην οποία ο Λυκιαρδόπουλος ανταπαντά με το σημείωμα «Ούτε ο Θεός ούτε ο Χέγκελ». Δύο τεύχη αργότερα εμφανίζεται το κείμενο του Στ. Ροζάνη «Μη επιστημονικό υστερόγραφο περί ιδεολογίας», το οποίο, περισσότερο φιλολογικό και χωρίς να προεκτείνει επιχειρηματολογικά τα προηγηθέντα, παρ’ ότι δεν αναφέρεται ονομαστικά, γράφτηκε, εμφανώς για ν’ αποτελέσει επίλογο στην όλη συζήτηση.

Κοινό θεωρητικό έδαφος

Το να συνοψίσει κανείς εν σμικρώ την αντιπαράθεση Κονδύλη-Λυκιαρδόπουλου δεν είναι κάτι απλό, δεδομένου του εύρους των θεμάτων που θίγονται και της εννοιολογικής εκλέπτυνσης στην οποία προχωρούν όλο και περισσότερο οι δύο συνομιλητές. Εν πρώτοις, μοιράζονται μεγάλο μέρος κοινού θεωρητικού εδάφους, και αυτό μπορεί να συνοψιστεί σε δύο τουλάχιστον σημεία: πρώτον, τη μαρξιστική θεωρητική παράδοση της κριτικής στην ιδεολογία (ως «ψευδή συνείδηση» που συγκαλύπτει υλικές ανισότητες και βλέψεις κυριαρχίας), δεύτερον, την απέχθεια για τις «πραγματώσεις» του σοσιαλισμού σε νέες γραφειοκρατικές ή ολοκληρωτικές δομές κυριαρχίας. Και οι δύο είναι πρόθυμοι να στρέψουν τη μαρξιστική κριτική της ιδεολογίας εναντίον ενός απολιθωμένου και εξουσιαστικού «μαρξισμού», αλλά με εντελώς διαφορετική πρόθεση, η οποία σταδιακά διερύνεται σε αληθινό χάσμα: ο Κονδύλης, σε κάτι που μοιάζει με «προλεγόμενα σε κάθε μελλοντική ιδεολογία», θα προσπαθήσει να δείξει την οντολογική -όπως ο ίδιος πιστεύει- δομή ενός παιχνιδιού που επαναλαμβάνεται ατέρμονα μέσα στην ιστορία, όπου οι σημερινοί απελευθερωτές μεταβάλλονται σε αυριανούς δυνάστες, κάτι το οποίο δεν επηρεάζεται από το θρησκευτικό ή κοσμικό πρόσημο των ιδεολογιών, διαφεύγει των συνειδητών προθέσεων των ίδιων των ιστορικώς δρώντων και, αν διαβαστεί σωστά, υποβάλλει μια ορισμένη άποψη για την ανθρώπινη φύση που ελάχιστα διαφέρει από την πεσιμιστική ανθρωπολογία του Τόμας Χομπς (ενισχυμένη εδώ, καθώς φαίνεται, από σαφείς νεοδαρβινιστικούς επιτονισμούς). Ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, αντίθετα, οδηγώντας σε αξιοθαύμαστες κορυφώσεις ένα κριτικό ύφος που αφομοιώνει όχι μόνο τη μεταμαρξιστική παράδοση μιας «διαλεκτικής του συγκεκριμένου» αλλά και όλη την κληρονομιά της κιρκεγκοριανής διαλεκτικής, θα επιμείνει στο μη αναγώγιμο της επαναστατικής επιθυμίας, του οράματος της απελευθέρωσης, σε οποιοδήποτε καταπιεστικό «διά ταύτα» της επίσημης ιστορικής ετυμηγορίας. Διαβασμένη προσεκτικά, η κριτική του μοιάζει να εμπερικλείει την αγόρευση του Π. Κονδύλη σε μιαν ατέρμονα κινητική και ουσιωδώς ανοιχτή σκέψη που θα την καταδείξει ως ανησυχητικά συγγενή με την ίδια την αστική ιδεολογία του «εσαεί αμετάτρεπτου» της παρούσας ιστορικής πραγματικότητας.

Λατρεία της επιστημονικότητας

Η έσχατη επιλογή ανάμεσα στις δύο θέσεις παραμένει βεβαίως μη αποφασίσιμη, και υποψιάζεται κανείς ότι είναι σε μεγάλο βαθμό προκαθορισμένη από κοινωνικούς ή ιδιοσυγκρασιακούς παράγοντες που συγκαθορίζουν αναπόδραστα την αξιολόγηση. Δεδομένου ότι αυτό, ως περιορισμός εντός του οποίου και μέσω του οποίου ασκείται ακατάπαυστα η σκέψη, θα έπρεπε να είναι απολύτως εν γνώσει και των δύο συνομιλητών, η πιο εξωφρενική ιδέα που εμφανίζεται εδώ είναι ακριβώς η αξίωση του Π. Κονδύλη για «επιστημονική αντικειμενικότητα» -ή, όπως το θέτει ο επιστημονιστικός αρχοντοχωριατισμός που έγινε διανοητικός συρμός στον εικοστό αιώνα, για χωρισμό των «περιγραφικών» από τις «αξιολογικές κρίσεις»…

Αυτή η παιδαριώδης λατρεία της επιστημονικότητας είναι στην πραγματικότητα το πλέον αυταρχικό και καταπιεστικό στοιχείο στη σκέψη του Π. Κονδύλη, και προαναγγέλλει με ακρίβεια την εργαλειοτεχνική ωμότητα των ύστερων αναλύσεών του στα γνωστά έργα της ωριμότητάς του. Ευγλωττότερη μαρτυρία περί αυτού είναι η βάναυση διάκριση που κάνει -τον υπόρρητο αξιακό χαρακτήρα της οποίας θα του επισημάνει άλλωστε με ενάργεια ο συνομιλητής του- ανάμεσα σε «αυνανισμό» των διανοουμένων και σε πρακτικό ρεαλισμό των διαφόρων «Λένιν, Στάλιν και Μάο» (σ. 51).

Επιστημονικός θετικισμός και πολιτικός ολοκληρωτισμός (στη φασιστική είτε στη σταλινική είτε ακόμα στη σημερινή αμερικανιστική εκδοχή) βαστάζονται χέρι χέρι στη σύγχρονη ιστορία, και το να λαμβάνουμε υπόρρητα (όπως ατυχώς έκανε ο ίδιος ο Μαρξ) ως μοντέλο για την κριτική των ιδεολογιών την αντίθεση θρησκεία-επιστήμη σημαίνει ότι κλείνουμε με τυφλότητα τα μάτια μπροστά στην τρομακτικότερη και την πιο εφιαλτική μορφή ιδεολογίας που γέννησε ο σύγχρονος κόσμος: ακριβώς, την ιδεολογία της τεχνοεπιστήμης.

Φώτης Τερζάκης
Ελευθεροτυπία 8/8/2003

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου