του Φώτη Τερζάκη
Δεν πρόλαβε να κυκλοφορήσει το βιβλίο του Δημήτρη Κουφοντίνα και τα μαντρόσκυλα του φιλελευθερισμού (Ηλία Κανέλλης, Ηλίας Μαγκλίνης, Πάσχος Μανδραβέλης, Πέτρος Τατσόπουλος, ανώνυμοι καταδότες στις υπηρεσίες τού Διαδικτύου, ο αξιοθρήνητος Δένδιας, και άλλοι πολλοί ων ουκ έστι τέλος) δείχνουν πάλι τα δόντια τους· οι δολοφόνοι τού νοήματος διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους για το ότι ένας «δολοφόνος» διεκδικεί το δικαίωμα να δημοσιοποιεί απόψεις του μέσ’ από τον δίαυλο που είναι κατά συνθήκην υποχρεωτικός για όποιον επιθυμεί να εκφραστεί δημοσίως: την έκδοση ενός βιβλίου που κυκλοφορεί ως εμπόρευμα στην αγορά. Ποιον επιδιώκουν να τρομοκρατήσουν; Τους πολυάριθμους αναγνώστες και αγοραστές τού βιβλίου; Τον εκδοτικό οίκο που ανέλαβε την έκδοση; Τους νόμιμους δικαιούχους που είναι η οικογένεια του φυλακισμένου συγγραφέα; Ή ολόκληρη την Αριστερά στο πλαίσιο ενός βρόμικου πολιτικού παιχνιδιού κατασπίλωσης και συκοφάντησης ενόψει τού τρόμου που διακατέχει όλο το σαθρό πολιτικό σύστημα και τους προστάτες του απέναντι στο ενδεχόμενο μιας εκλογικής νίκης τού ΣΥΡΙΖΑ (ό,τι κι αν συνεπάγεται αυτό στην πράξη);
Η αντίδραση αυτή ξεγυμνώνει ακόμα μία φορά, και πρωτίστως, την κατά συρροήν φιλελεύθερη υποκρισία που επί του προκειμένου δεν παύει να διακηρύσσει ότι «διώκονται οι πράξεις, όχι οι ιδέες». Οι πράξεις του Δημήτρη Κουφοντίνα διώχθηκαν, εξαντλώντας μάλιστα την αυστηρότητα του υπάρχοντος νομοθετικού πλαισίου – και, απ’ όσο ξέρω, ούτε ο ίδιος αρνήθηκε την ανάληψη της ευθύνης τους και τις απορρέουσες συνέπειες. Κανένας ωστόσο δεν μπορεί ν’ αρνηθεί ότι οι πράξεις αυτές είχαν ένα ολοκληρωμένο σκεπτικό πίσω τους και ότι ο ίδιος έδρασε, διακινδυνεύοντας προσωπικά, με απόλυτη ειλικρίνεια και συνέπεια προς τις ιδέες του· και αυτό τον καθιστά ηθική προσωπικότητα αυτοδικαίως: διότι μέτρο τής ηθικότητας κάποιου δεν μπορεί να είναι, βεβαίως, ούτε οι δικές μας ––διαφορετικές–– ηθικές επιλογές ούτε η συμμόρφωση προς το εκάστοτε ισχύον ––διαμορφούμενο κατ’ ανάγκη από συσχετισμούς ταξικής δύναμης–– θετικό δίκαιο. Από αυτή τη σκοπιά, ηθικώς ελλειμματικοί βρίσκονται απεναντίας οι κατήγοροί του: εκείνοι που στο όνομα του «κοινού καλού» προωθούν τα πιο χαμερπή ιδιοτελή συμφέροντα, που στο όνομα της «μη βίας» εξοντώνουν με σύννομο τρόπο ολόκληρα τμήματα του πληθυσμού και της κοινωνίας, που στο όνομα του «σεβασμού στη ζωή» καταρρακώνουν τη νοημοσύνη και την αξιοπρέπεια των αντιπάλων τους, που στο όνομα της «διαφάνειας» πλήττουν ανελέητα και με ύπουλο τρόπο οιονδήποτε απειλεί τα αθέμιτα προνόμιά τους.
Εν ολίγοις, είναι ανέντιμο και βλακώδες ταυτόχρονα να απαξιώνει κάποιος εκ των προτέρων τα όσα έχει να πει ο Δημήτρης Κουφοντίνας απλώς και μόνον αποκαλώντας τον «δολοφόνο»: πρώτον, διότι, δεν θα πω απλώς ότι και οι δολοφόνοι έχουν δικαίωμα στην έκφραση, αλλά ότι είναι εκείνοι που κατεξοχήν έχουν την ανάγκη και το δικαίωμα της αυτοέκφρασης. Οσοδήποτε ειδεχθής κι αν είναι η πράξη ενός ανθρώπου, η δυνατότητά του να την επεξεργαστεί έλλογα, να εξομολογηθεί τα κίνητρα, τους σκοπούς και τα αξιακό συμφραζόμενο της δράσης του είναι αυτό που της αφαιρεί την τυφλή «εγκληματική» χροιά και την ανοίγει στη διαλογική ανθρώπινη διάσταση – την κάνει πολιτική με την πλήρη έννοια του όρου, αν θέλετε. Αυτή είναι και η αυθεντική σημασία τού όρου μετά-νοια, άλλωστε, και όχι βεβαίως η δουλική αποκήρυξη κατά συμμόρφωσιν προς τις απαιτήσεις εκείνων που κρατούν τη ζωή του στα χέρια τους… Υποψιάζομαι μάλιστα ότι αυτή ακριβώς την ανάδειξη της ανθρώπινης και πολιτικής διάστασης είναι που τρέμουν περισσότερο από κάθε τι άλλο τη συγκεκριμένη στιγμή οι πολιτικοί αντίπαλοι του Κουφοντίνα.
Δεύτερον, να μιλάμε για «έγκλημα» και «εγκληματίες» υπό τις παρούσες συνθήκες σημαίνει να μιλάμε στο σπίτι τού κρεμασμένου για σκοινί. Στον καιρό των δολοφόνων ποιος μπορεί να αποσείσει τη δική του συμμετοχή στο έγκλημα – και ποιος θα διαβαθμίσει τη σοβαρότητα και το εύρος τής ενοχής; Είχαν άσπιλα χέρια τα θύματα ––ή τουλάχιστον πολλά από αυτά–– της «17 Νοέμβρη»; Είναι υπεράνω εγκληματικής υπόνοιας οι διωκτικές και δικαστικές αρχές που κατ’ εξακολούθησιν βασανίζουν, ενίοτε και δολοφονούν εν ψυχρώ, ή εξοντώνουν ανθρώπινες ζωές καθ’ υπηρεσιακήν υπόδειξιν η οποία συστηματικά υπερβαίνει τη δικαιοδοσία τής κρίσης τους; Είναι αμέτοχες εγκλήματος οι σημερινές κυβερνήσεις που στα τέσσερα χρόνια εφαρμογής τού Μνημονίου είχαν περισσότερα καταμετρημένα θύματα απ’ όσα η «17 Νοέμβρη» στα είκοσι τόσα χρόνια τής δράσης της; Είναι ειδεχθέστερο έγκλημα να σκοτώνεις δημόσιους αξιωματούχους με ισχυρό πλέγμα προστασίας απ’ όσο φτωχούς και απροστάτευτους μετανάστες, ας πούμε, στο έσχατο όριο της ανθρώπινης εξουθένωσης και ανημπόριας;[1]
Μπορούμε βεβαίως να συζητήσουμε ψύχραιμα και αποστασιοποιημένα για τον ρόλο τής «17 Νοέμβρη», να κρίνουμε τις στρατηγικές της επιλογές ή να ποριστούμε διδάγματα από τα σφάλματα και τις αστοχίες της. Εκ των ουκ άνευ όρος, όμως, για να μπούμε σε οιαδήποτε συζήτηση είναι να ανακληθεί ο χαρακτηρισμός τρομοκρατία: όπως και στην περίπτωση της γερμανικής RAF, των ιταλικών Brigate Rosse και άλλων παρόμοιων οργανώσεων σε Ευρώπη, Βόρειο Αμερική και Ιαπωνία, μιλάμε για αριστερά ένοπλα αντάρτικα που η ανάδυσή τους ήταν ένα εξέχον ιστορικό γνώρισμα της περιόδου 1970-85, ανάδυση που δεν μπορεί να κατανοηθεί έξω από τη συγκυρία τής μετάλλαξης τού παγκόσμιου καπιταλισμού και της συντριβής των μαζικών κοινωνικών κινημάτων τής δεκαετίας τού ’60.[2]
Ο όρος «τρομοκρατία» ορίζει μορφές μαζικής βίας που στοχεύουν σε ολόκληρους πληθυσμούς ή ομάδες πληθυσμών, πράγμα το οποίο ποτέ δεν έκαναν τα αριστερά ένοπλα· χαρακτηρίζει αντίθετα τους ιμπεριαλιστικούς στρατούς (με μακράν πρώτους εκείνους των ΗΠΑ και του Ισραήλ) όπως και τις στρατηγικές μαζικής καταστολής που εφαρμόζουν οι σύγχρονες θωρακισμένες «δημοκρατίες», αυτά τα μορφώματα κοινοβουλευτικού ολοκληρωτισμού, περιπτώσεις για τις οποίες οφείλει να επιφυλαχθεί αποκλειστικά ο όρος. Πρέπει πάνω απ’ όλα να πάρουμε απόφαση ότι η «17 Νοέμβρη» υπήρξε de facto μέρος τού μεταπολιτευτικού πολιτικού σκηνικού στην Ελλάδα, όχι λιγότερο δικαιολογημένη (που δεν σημαίνει βεβαίως «δικαιωμένη») απ’ όσο το ΠΑΣΟΚ και η Νέα Δημοκρατία – και καλώ σοβαρά τον οιονδήποτε να μου πει ποιος έκανε μεγαλύτερη ζημιά στη χώρα… Στο αποκορύφωμα της δράσης της, αν μπορούσε να μετρηθεί η δημοτικότητά της θα ήταν, πιστεύω, μεγαλύτερη απ’ όσο τής Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ μαζί τούτη τη στιγμή!
Από τα σχετικά δημοσιεύματα των πρώτων ημερών τού Μαρτίου, εκείνο του Ηλία Κανέλλη στην Ελευθερία («Η σκιά του Κουφοντίνα πάνω απ’ τον ΣΥΡΙΖΑ», 9 Μαρτίου 2014) υπερβαίνει μακράν όλα τα υπόλοιπα σε στρεψοδικία και δωσιλογισμό. Με μνησικακία κουκουλοφόρου καταδότη, δακτυλοδεικνύει τον Νίκο Γιαννόπουλο του Δικτύου για τα Κοινωνικά Δικαιώματα (ο οποίος προλογίζει το βιβλίο τού Κουφοντίνα) ως «θεωρητικό τής ελληνικής τρομοκρατίας» – πράξη που, αν υπήρχε δικαιοσύνη άξια του ονόματός της, θα άξιζε ποινική δίωξη και κολασμό… Το αισχρότερο όμως ––επιτομή τής αδίστακτης φιλελεύθερης τρομοκρατίας των ιδεών που εξαπολύεται ριπηδόν στις ημέρες μας–– είναι ο συνειρμός που έντεχνα πλέκει, ήδη από τον τίτλο του, μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ, Κουφοντίνα και «αριστερού αυταρχισμού»: για φανταστείτε μιαν Αριστερά που θα έπρεπε να συμμορφώνεται στις εντολές των Κανέλληδων, Μανδραβέληδων, Πρετεντέρηδων, Ευαγγελάτων κοκ. να ξεκινάει κάθε πολιτική της εκτίμηση για ιστορικά γεγονότα με δηλώσεις μεταμέλειας και νομιμοφροσύνης, αποκηρύσσοντας εκείνο που δεν κήρυξε ποτέ! Εύχεται μόνο κάποιος να είχε ο ΣΥΡΙΖΑ την ικανότητα και την τόλμη να βγάλει αληθινούς τούς φόβους τού Ηλία Κανέλλη και των ομοίων του (για το οποίο, δυστυχώς, πολύ αμφιβάλλω…)! Το δίδαγμα πάντως αυτού τού πρόσφατου επεισοδίου τής ούτως ειπείν πνευματικής μας ζωής ––και όλως ανεξαρτήτως τού επίδικου βιβλίου–– είναι το πόσο ανελέητα διεξάγεται ο ιδεολογικός πόλεμος, χωρίς αναστολές δεοντολογίας και χωρίς καν μέλημα για αυτοσυνέπεια, από τους κρατούντες σε τούτη την εξουθενωμένη αποικία τής Ευρώπης που αγωνιά για την επιβίωση και την αξιοπρέπειά της.
σημειώσεις
1. Ή εκείνο το ανεκδιήγητο επιχείρημα για τα «ματωμένα λεφτά» των εκδόσεων Λιβάνη; Από πότε δηλαδή απέκτησε για τους φιλελεύθερους οσμή και γεύση το χρήμα; Είναι «αναίμακτα» τα λεφτά των ελλήνων βιομηχάνων, των ελλήνων τραπεζιτών, του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού καρτέλ, ο τζίρος των πολυεθνικών όπλων, φαρμάκων, τροφίμων, οι προϋπολογισμοί των ισχυρότερων κυβερνήσεων του πλανήτη;
2. Η κοινοβουλευτική Αριστερά είχε παντού μεγάλη ευθύνη γι’ αυτό, για τους ακριβώς αντίθετους όμως λόγους από εκείνους για τους οποίους τη μέμφονται οι κατήγοροί της: επειδή ακριβώς συμμάχησε με τις κεφαλαιοκρατικές τάξεις κατά την κρισιμότερη κορύφωση των κοινωνικών αναμετρήσεων (1967-70), οδηγώντας τα πιο ριζοσπαστικά τμήματα των μαζικών κινημάτων στην απονενοημένη «φυγή προς τα εμπρός» που ήταν η ένοπλη δράση.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου