Ο,τι άποψη κι αν έχει κανείς για τις θέσεις που κατά καιρούς εκφράζει δημοσίως ο Γιάννης Βαρουφάκης, δεν μπορεί να αμφισβητήσει ούτε την επιστημονική του επάρκεια ούτε την εντυπωσιακή ευστοχία του ως αναλυτή. Ως οικονομολόγος επιδεικνύει έναν ασυνήθιστα υψηλό βαθμό αυτοσυνειδησίας, που σημαίνει, επίγνωση των περιοριστικών ορίων και των αδιευκρίνιστων προϋποθέσεων της επιστημονικής γλώσσας που χειρίζεται, ό,τι συνήθως λείπει από τους επαγγελματίες του κλάδου. Ανάμεσα στους κριτικούς οικονομικούς αναλυτές που η συγκυρία της τρέχουσας κρίσης έχει δικαιολογημένα φέρει στο προσκήνιο,1 ο Γ. Βαρουφάκης είναι ο πιο καθαρόαιμος κεϋνσιανός: πραγματιστής, δεν φαντάζεται ούτε συζητάει μια υπέρβαση της κοινωνίας της αγοράς, αντιλαμβάνεται όμως ότι χωρίς τη σύσταση ισχυρών ρυθμιστικών μηχανισμών μια οικονομία της αγοράς είναι αθεράπευτα έρμαιο καταστροφικών κρίσεων. Αντίστοιχα, δεν φαίνεται να πιστεύει σε συλλογικές αλλαγές που μπορούν να επέλθουν από τη συλλογική δράση των «από κάτω», εναποθέτει απλώς τις ελπίδες του σε έναν ορθολογικότερο σχεδιασμό της κρατικής (και διακρατικής) πολιτικής – εξ ου και η επιλογή του να συνομιλεί με ηγεσίες και διαμορφωτές της παγκόσμιας πολιτικής.
Το βιβλίο που ονόμασε ο Παγκόσμιος Μινώταυρος είναι μία από τις πιο περιεκτικές απόπειρες ανάλυσης της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 2008, των αιτίων και των συνεπειών της. Στις κυριότερες αρετές του συγκαταλέγεται μια οξεία επίγνωση του πολιτικού χαρακτήρα των οικονομικών φαινομένων (θα το ξαναπώ: ασυνήθιστη για επαγγελματίες των οικονομικών), και μια επιχειρηματολογική συνεκτικότητα που βασίζεται σε στέρεη και εποπτική ιστορική κατανόηση. Άμεσο πρόξενο της κρίσης θεωρεί βέβαια τη λειτουργία του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος, με καρδιά την Wall Street και το City του Λονδίνου, που με την επινόηση καινοφανών χρηματοπιστωτικών εργαλείων (δομημένα παράγωγα, αμοιβαία κεφάλαια, αντασφαλίσεις, διάφορες στρατηγικές μόχλευσης) δημιούργησε έναν πακτωλό εικονικού χρήματος βασισμένον σε άκρως επισφαλή δάνεια και υποθήκες. Ακριβέστερα, ο Βαρουφάκης λέει «ιδιωτικού χρήματος», το οποίο, παρά την ψυχραιμία της διατύπωσης, υποβάλλει μια συγγένεια του χρηματοπιστωτικού καρτέλ με αυτό που κοινώς λέμε μαφία. Η ιστορία αυτή, παρατηρεί, «εξελίχτηκε σε τραγωδία όταν η Wall Street δεν περιορίστηκε στο να επωφεληθεί από το τσουνάμι των ξένων κεφαλαίων και των εγχώριων εταιρικών κερδών που έτρεφαν το κτήνος, αλλά προσπάθησε να κερδίσει και από τους φτωχούς χορηγώντας τους στεγαστικά δάνεια τα οποία στην πραγματικότητα δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να αποπληρώσουν» (σελ. 263).
Δημιουργήθηκε, με άλλα λόγια, μια οικονομία-βαμπίρ αποσυνδεδεμένη πλήρως από την παραγωγική διαδικασία, βασισμένη στον συστηματικά υποκινούμενο δανεισμό, της οποίας οι συνέπειες αποκαλύπτονται ως εξής: «Η πλήρης εικόνα της εκκολαπτόμενης καταστροφής δεν θα είναι ολοκληρωμένη χωρίς μιαν αναφορά στον λόγο μεταξύ του παγκόσμιου εισοδήματος, του ΑΕΠ του πλανήτη, και της “αξίας” των παραγώγων αυτών: το 2003, για κάθε δολάριο του παγκόσμιου ΑΕΠ κυκλοφορούσαν παράγωγα αξίας 1,80 δολαρίων. Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 2007, η αναλογία αυτή είχε αυξηθεί κατά 640%: σε κάθε δολάριο του παγκόσμιου ΑΕΠ αντιστοιχούσαν παράγωγα αξίας 132 δολαρίων. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα είχε διογκωθεί τόσο που δεν χωρούσε στον πλανήτη γη!» (σελ. 264). Αυτή ακριβώς ήταν η «φούσκα» που έσπασε το 2008, συμπαρασύροντας σε άγριους κλυδωνισμούς όλο τον πλανήτη: «Πριν το 2008 η Wall Street είχε καταφέρει να δημιουργήσει ένα παράλληλο νομισματικό σύστημα, μια μορφή ιδιωτικού χρήματος, που βασιζόταν στις κεφαλαιακές εισροές προς τον Παγκόσμιο Μινώταυρο. Η παγκόσμια οικονομία εθίστηκε σε αυτό το τοξικό ιδιωτικό χρήμα, το οποίο από τη φύση του αυγάτιζε αενάως. Κάποια στιγμή το ιδιωτικό αυτό χρήμα εξαφανίστηκε από προσώπου γης. Και τότε ήρθε η κατάρρευση, το Κραχ. Ο μόνος λόγος που το Κράχ του 2008 δεν είχε τα εμφανή αποτελέσματα του Κραχ του 1929 (εκατοντάδων χιλιάδων λιμοκτονούντων αστέγων στις παραγκουπόλεις) ήταν ότι οι αρχές, και δη οι Κεντρικές Τράπεζες, είχαν μάθει κάτι από τα διδάγματα του Κραχ του 1929. Έτσι, έσπευσαν να αντικαταστήσουν το κατεστραμμένο ιδιωτικό χρήμα με νέο, φρεσκοτυπωμένο δημόσιο χρήμα. Έτσι, οι ζημίες των αφρόνων τραπεζιτών μετατράπηκαν σε βουνά νέου δημόσιου χρέους» (σελ. 299).
Όλ’ αυτά είναι πλέον αρκετά γνωστά και οι περισσότεροι, εκτός από λίγους σκληροπυρηνικούς νεοφιλελεύθερους, θα συναινούσαν σιωπηρά. Το προσόν του βιβλίου τού Βαρουφάκη είναι ότι ανατέμνει με εξαιρετικά διαυγή τρόπο την περίπλοκη δομή του σύγχρονου χρηματοπιστωτικού συστήματος και κάνει κατανοητή στον καθένα τη σκοτεινή λειτουργία αυτών των παραγώγων. Δείχνει επίσης τον αδιανόητο παραλογισμό που κρύβεται μέσα στα επιστημολογικά μοντέλα των σύγχρονων οικονομολόγων, οι οποίοι καταγγέλλονται απερίφραστα ως συνένοχοι στο μαζικό οικονομικό έγκλημα: «Κάθε τοξικό ομόλογο της Wall Street βασιζόταν και σε ένα τοξικό μαθηματικό υπόδειγμα», λέει χαρακτηριστικά (σελ. 262)· διότι «παρά την απίστευτη πολυπλοκότητά τους, τα μαθηματικά οικονομικά μοντέλα που διδάσκουν οι καλύτεροι οικονομολόγοι στους φοιτητές που κάποια μέρα θα κληθούν να δώσουν στην κοινωνία τα φώτα τους για την κρίση, δεν μπορούν, εξ ορισμού, να συμπεριλάβουν στις εξισώσεις τους την ιδέα μιας κρίσης! […] Πράγματι, πλέον τώρα γνωρίζουμε ότι μπορεί να αποδειχθεί ως θεώρημα πως τα οικονομικά μοντέλα δεν μπορούν να καταπιάνονται ταυτόχρονα με τον χρόνο και την πολυπλοκότητα» (σελ. 284-5 passim). Ποτέ πριν στην ιστορία δεν είχε αποδειχθεί τόσο περίτρανα ο παραπλανητικός (ή να πω, καλύτερα, παραληρηματικός;) χαρακτήρας των μαθηματικών…
Το πραγματικό ερώτημα που έχει να αντιμετωπίσει μια τέτοια ανάλυση, είναι: γιατί ο παγκόσμιος καπιταλισμός μπήκε σε αυτή τη δαιμονισμένη σπείρα, γιατί αυτή η παράλογη διόγκωση του χρηματοπιστωτικού τομέα έγινε αναγκαία στρατηγική του από τη δεκαετία του 1980 και μετά; Σε αυτό, η απάντηση του Γ. Βαρουφάκη είναι αμιγώς πολιτική. Ήταν πολιτικοί οι λόγοι που προκάλεσαν αυτή την τρομακτική παραμόρφωση της παγκόσμιας οικονομίας, και απορρέουν από την κεντρική στρατηγική που επέλεξαν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής προκειμένου να διατηρήσουν την παγκόσμια ηγεμονία τους μετά την κρίση του 1970 όταν η οικονομία τους, από πλεονασματική που ήταν ως τότε, έγινε ελλειμματική. Διατυπωμένο με τα δικά του λόγια: «Το μεγάλο γεγονός που σημάδεψε την παγκόσμια οικονομία, περί τα μέσα της δεκαετίας του 1970, ήταν η βίαιη αντιστροφή των ροών προϊόντων και κεφαλαίων μεταξύ των ΗΠΑ και του υπόλοιπου κόσμου. Εκεί που οι ΗΠΑ εξήγαν στον υπόλοιπο κόσμο περισσότερα εμπορεύματα και περισσότερα κεφάλαια (απ’ όσα εισήγαν), τα πράγματα άλλαξαν όταν, περί τα τέλη της δεκαετίας του 1960, η Αμερική απώλεσε την πλεονασματική της θέση. Και τότε, η οικουμενική ηγεμών αντέδρασε στην απώλεια των πλεονασμάτων της με μιαν απίστευτη στρατηγική κίνηση: ενίσχυσε την ηγεμονική της ισχύ αυξάνοντας τα ελλείμματά της! Το κλειδί σε αυτή την παράξενη ιστορία είναι να κατανοήσουμε πώς κατάφερε η Αμερική να “πείσει” τον υπόλοιπο κόσμο να χρηματοδοτεί τα αυξανόμενα ελλείμματά της, στέλνοντας ένα αυξανόμενο τσουνάμι κεφαλαίων προς την Wall Street. Αν κατανοήσουμε αυτή την ιστορική εξέλιξη, είναι εύκολο να καταλάβουμε τη μετάλλαξη της Wall Street και, μέσω αυτής, ολόκληρου του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Μια μετάλλαξη που, αφενός, ενίσχυσε τη νέα μορφή αμερικανικής ηγεμονίας ενώ, αφετέρου, την εμβολίασε με τον ιό που θα τη θανάτωνε το 2008» (σελ. 18-9).
Αυτό το μοντέλο εθελοντικής χρηματοδότησης του διπλού αμερικανικού ελλείμματος (ελλείμματος του κρατικού προϋπολογισμού και εμπορικού ελλείμματος της αμερικανικής οικονομίας) από τον υπόλοιπο κόσμο (και κυρίως από τις ισχυρές εξαγωγικές οικονομίες της Γερμανίας, της Ιαπωνίας και της Κίνας) είναι που περιγράφεται από τον συγγραφέα ως ο «Παγκόσμιος Μινώταυρος»: πρόκειται δηλαδή για «δώρα υποτέλειας», στην ουσία θυσίες, από την περιφέρεια προς το ηγεμονικό κέντρο, με αντάλλαγμα μία ––ασταθή–– παγκόσμια ισορροπία που κρατάει την ίδια την περιφέρεια οικονομικά ζωντανή (δηλαδή, κερδοφόρα). Το μέσον ήταν η δολαριοποίηση των παγκόσμιων κεφαλαιακών αποθεμάτων, και το κίνητρο η υπόσχεση μιας απεριόριστης χρηματοοικονομικής κερδοφορίας με τα νέα χρηματοπιστωτικά εργαλεία που επινοούσε η Wall Street.
Στην πραγματικότητα, η αφήγηση του Γ. Βαρουφάκη ξεκινάει, όπως όφειλε, από τη Μεγάλη Ύφεση του 1929. Αυτό το τραυματικό συμβάν που ράγισε την αισιοδοξία των εθνικών κεφαλαιοκρατικών τάξεων παντού στον κόσμο, που έφερε στο προσκήνιο τον John Maynard Keynes και που, παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες των αμερικανών New Dealers, δεν επέτρεψε άλλη διέξοδο από το σφαγείο ενός παγκοσμίου πολέμου, έδειξε την αναγκαιότητα μιας ρύθμισης της παγκόσμιας οικονομίας υπό τη μορφή ενός μηχανισμού ανακύκλωσης των παγκόσμιων πλεονασμάτων. Αυτή ήταν η πεποίθηση του Keynes, και αυτή είναι μια πεποίθηση αρχής του Γ. Βαρουφάκη. Μετά τον πόλεμο, ολόκληρος σχεδόν ο κόσμος κειτόταν σε ερείπια και οι ΗΠΑ, ο μεγάλος ωφελημένος, ήταν πλέον η μόνη χώρα-πιστωτής (εξαιρουμένης της Ελβετίας). Υπό το έμμονο μέλημα να μην ξανασυμβεί ένα νέο 1929, τον Ιούλιο του 1944 και με πρωτοβουλία του Προέδρου Ρούσβελτ, 730 εκπρόσωποι από πολλές χώρες συγκεντρώθηκαν στο Bretton Woods στα χιονισμένα όρη του Νιου Χαμσάιρ για να καταλήξουν σε εκείνο που έγινε γνωστό ως η «Συμφωνία του Bretton Woods»: το Μεγάλο Σχέδιο που θα καθόριζε τον χαρακτήρα και τους θεσμούς τής παγκόσμιας μεταπολεμικής νομισματικής τάξης. Στο πλαίσιο αυτό δημιουργήθηκαν οργανισμοί όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Διεθνής Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (σήμερα Παγκόσμια Τράπεζα), καθώς και το σύστημα σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών με πυρήνα το δολάριο: κάθε νόμισμα, δηλαδή, θα κλείδωνε σε μια συγκεκριμένη ισοτιμία σε σχέση με το δολάριο, ενώ οι ΗΠΑ δεσμεύθηκαν να συνδέσουν το δολάριο με τον χρυσό στη σταθερή ισοτιμία των 35 δολαρίων ανά ουγκιά και να εγγυηθούν την πλήρη μετατρεψιμότητα σε χρυσό των δολαρίων τού οποιουδήποτε, είτε ήταν αυτός Αμερικανός είτε όχι. Επιπλέον, οι κατεστραμμένες οικονομίες της Γερμανίας και της Ιαπωνίας όχι μόνο ανοικοδομήθηκαν με έξοδα των νικητών, αλλά και σχεδιάστηκαν ως δύο ισχυρές νομισματικές ζώνες (του μάρκου και του γιεν) που θα πλαισίωναν εφεξής τη ζώνη του δολαρίου και θα λειτουργούσαν ως αμορτισέρ για τις υφεσιακές πιέσεις που θα μπορούσε να δεχθεί η αμερικανική οικονομία. Αυτό βεβαίως προϋπέθετε βαριά βομηχανία, αλλά και αντίστοιχες ζώνες εμπορίου (έναν ελεγχόμενο «ζωτικό χώρο») που θα παρείχαν την αναγκαία ζήτηση για τα προϊόντα αυτής τη βιομηχανίας: οι ζώνες αυτές θα ήταν, σύμφωνα με τον αμερικανικό σχεδιασμό, η Ευρωπαϊκή αγορά για το μάρκο και η αγορά της Νοτιοανατολικής Ασίας για το ιαπωνικό γιεν.
Στη διάρκεια της συνδιάσκεψης, γράφει ο Γ. Βαρουφάκης, «ο Keynes ήταν ιδιαίτερα προβληματισμένος. Γνώριζε ότι όπως και το προπολεμικό σύστημα του Κανόνα Χρυσού, έτσι και το νέο διεθνές σύστημα σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών που στηνόταν στο Bretton Woods δεν θα μπορούσε να αντέξει σε έναν σοβαρό κλυδωνισμό αν δεν υπήρχαν ικανοί Μηχανισμοί Ανακύκλωσης Πλεονασμάτων απ’ άκρου εις άκρον της νέας, οικουμενικής νομισματικής ένωσης […] Για να αποτραπεί μια τέτοια εξέλιξη, το νέο διεθνές σύστημα έπρεπε να περιλαμβάνει έναν έξυπνο, καλά δομημένο Παγκόσμιο Μηχανισμό Ανακύκλωσης Πλεονασμάτων. Ο σκοπός του; Να εμποδίζει τη δημιουργία συστηματικών πλεονασμάτων σε μερικές χώρες και μονίμων ελλειμμάτων σε άλλες» (σελ. 138). Έργο ενός τέτοιου μηχανισμού θα ήταν, με άλλα λόγια, να παίρνει κεφάλαια από τις πλεονασματικές περιοχές και να τα μεταφέρει στις ελλειμματικές περιοχές, είτε υπό μορφήν άμεσης μεταφοράς οικονομικών πόρων (όπως ήταν το Σχέδιο Μάρσαλ) ή ––κάτι πολύ περισσότερο επιθυμητό, τόσο για τις πλεονασματικές όσο και για τις ελλειμματικές περιοχές–– ως επένδυση σε παραγωγικές δραστηριότητες μέρους τού πλεονάσματος των πλεονασματικών περιοχών στις ελλειμματικές περιοχές. Οι Αμερικανοί βεβαίως κατανοούσαν αυτή την ανάγκη, και στην πράξη είχαν δημιουργήσει έναν τέτοιον μηχανισμό. Η διαφορά ανάμεσα σε αυτούς και τον Keynes ––εκφρασμένη δια στόματος του Harry Dexter White, του εκπροσώπου τους στη συνδιάσκεψη–– αφορούσε το ποιος θα ελέγχει αυτό τον μηχανισμό: ο Keynes επιθυμούσε μια Διεθνή Νομισματική Ένωση στην οποία θα εκπροσωπούνταν όλα τα συμμετέχοντα κράτη και η οποία μέσ’ από αντικειμενικά ρυθμισμένες διαδικασίες και κανόνες θα πρόσφερε σε κάθε μέλος ευκολίες υπερανάληψης, ενώ από την άλλη πλευρά θα προέβλεπε ποινικές ρήτρες προς τα πλεονασματικά κράτη οι οποίες θα λειτουργούσαν ως αυτόματος μηχανισμός ανακύκλωσης πλεονασμάτων· οι Αμερικανοί αντιτάχθηκαν σθεναρά διότι, ως παγκόσμια υπερδύναμη, διεκδικούσαν αφενός το δικαίωμα να έχουν απεριόριστα πλεονάσματα, αφετέρου να τα ανακυκλώνουν οποτεδήποτε και οπουδήποτε οι ίδιοι ήθελαν, κατά το δοκούν.
Και το έκαναν μέχρι το 1971. Η περίοδος αυτή, που κάποιοι αποκαλούν «χρυσή εποχή» του δυτικού καπιταλισμού, σφραγίζεται από τη γεωπολιτική των ΗΠΑ η οποία βασίστηκε σε αυτόν τον οικονομικό σχεδιασμό. Ο Γ. Βαρουφάκης αποκαλεί το συγκεκριμένο μοντέλο το «Παγκόσμιο Σχέδιο». Παρότι αυτό καταρτίστηκε προκειμένου να εδραιωθεί και να επαυξηθεί η αμερικανική ηγεμονία, γράφει, «οι Ηνωμένες Πολιτείες κατανόησαν ότι αυτό μπορεί να γίνει μόνο εφόσον οι ίδιες συστηματικά επενδύουν μέρος των πλεονασμάτων τους στην Ιαπωνία και στη Γερμανία. Για να διατηρηθεί η αμερικανική ευημερία και η οικονομική μεγέθυνση, η Ουάσινγκτον πάσχιζε να μοιράζεται την παγκόσμια “πίτα” με τους προστατευόμενούς της: ενώ κατά τη διάρκεια του Παγκόσμιου Σχεδίου οι ΗΠΑ έχασαν σχεδόν το 20% από το μερίδιό τους στο παγκόσμιο ΑΕΠ, η Γερμανία είδε το μερίδιό της να αυξάνεται κατά 18% και η Ιαπωνία το δικό της κατά 156,7%! Έτσι όμως η Αμερική κατάφερε να συνεχίσει να αναπτύσσεται, να ευημερεί και να ηγεμονεύει» (σελ. 175-6). Όπως θα έγινε ήδη προφανές, η δημιουργία μιας ευρωπαϊκής οικονομικής ζώνης ήταν μέρος του ίδιου αμερικανικού σχεδίου (εις πείσμα των αυτονομιμοποιητικών μύθων που καλλιεργεί η Ευρωπαϊκή Ένωση περί «ευρωπαϊκού ονείρου» και «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης»…).
Παρ’ όλη την επιτυχία του, όμως, το Παγκόσμιο Σχέδιο είχε εξαρχής μιαν αχίλλειο πτέρνα: την έλλειψη ενός αυτόματου Μηχανισμού Ανακύκλωσης Πλεονασμάτων, πράγμα που επρόκειτο να επαληθεύσει τους φόβους του Keynes. Γιατί, ρωτάει, ο Γ. Βαρουφάκης, η αμερικανική πλευρά πρόβαλε βέτο στην πρόταση του Keynes για τη δημιουργία ενός τέτοιου αυτόματου μηχανισμού; «Επειδή οι ΗΠΑ θεωρούσαν δεδομένο ότι η χώρα τους θα παραμείνει πλεονασματική στο διηνεκές, κάτι που το 1944 δεν φαινόταν απίθανο […] Ο παγκόσμιος ηγεμόνας, τυφλωμένος από την ισχύ που βρέθηκε να έχει καθώς η οικουμένη έβγαινε από τον εφιάλτη του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, αδυνατούσε να αντιληφθεί τη σημασία της αυτοπειθάρχησης στο πλαίσιο ενός μηχανισμού που θα επέβαλλε και στην ίδια την Αμερική κανόνες που θα βοηθούσαν το Παγκόσμιο Σχέδιο να επιβιώσει μακροπρόθεσμα […] Δυστυχώς, ένα πράγμα δεν πρόβλεψαν οι Αμερικανοί ιθύνοντες: ότι κάποια στιγμή οι Ηνωμένες Πολιτείες θα βρίσκονταν στην άγνωστη και δυσάρεστη θέση να μην έχουν πια εμπορικό πλεόνασμα αλλά, αντίθετα, ένα όλο και διογκούμενο εμπορικό έλλειμμα, το οποίο μάλιστα συνοδευόταν και από ένα αντίστοιχα αυξανόμενο έλλειμμα στον κρατικό προϋπολογισμό των ΗΠΑ» (σελ. 179-81 passim). Όταν λοιπόν η αμερικανική οικονομική υπεροχή κλονίστηκε, οι σχεδιαστές της αμερικανικής πολιτικής δεν δίστασαν να καταστρέψουν το δημιούργημά τους και να αναστρέψουν τις παγκόσμιες κεφαλαιακές ροές, δημιουργώντας το τέρας που περιγράψαμε παραπάνω και το οποίο ο συγγραφέας ονόμασε ο «Παγκόσμιος Μινώταυρος». Αυτό ξεκινάει με την αυθαίρετη αποδέσμευση του Προέδρου Νίξον από την ισοτιμία χρυσού-δολαρίου, το 1971, και ολοκληρώνεται στα τέλη της ίδιας δεκαετίας μ’ εκείνο που ο Paul Volcker, o «Κίσινγκερ» της αμερικανικής οικονομίας, ονόμασε «ελεγχόμενη διάλυση της παγκόσμιας οικονομίας»: της πολιτική υψηλών επιτοκίων της Ομοσπονδιακής Τράπεζας, της Fed, που έπληξε βαριά ήδη τους αμερικανούς εργαζόμενους, αλλά οδήγησε προπαντός στην καταστροφή, μέσ’ από μια δυσθεώρητη κρίση χρέους, τον Τρίτο Κόσμο.
Αυτή είναι εν ολίγοις η αφήγηση του Γ. Βαρουφάκη. Εξηγεί τις απώτερες προϋποθέσεις, τη σταδιακή κυοφορία και το αιφνίδιο ξέσπασμα της παρούσας κρίσης μέσ’ από τη διαδοχή δύο ιστορικών μοντέλων οικονομικής πολιτικής των ΗΠΑ, αυτών τα οποία σχηματικά ονομάζει το «Παγκόσμιο Σχέδιο» και ο «Παγκόσμιος Μινώταυρος». Δεν χρειάζεται να τονίσει κανείς την ιστορική ακρίβεια, την εξηγητική συνοχή και την πειστικότητα της αφήγησής του. Στην πραγματικότητα, έρχεται να διασταυρωθεί με σημαντικές άλλες αφηγήσεις ––της Naomi Klein, για παράδειγμα–– φωτίζοντας ακόμη καλύτερα υπό άλλες, συμπληρωματικές οπτικές την ίδια αυτή πρόσφατη ιστορία που είναι η ιστορία μας. Συμπληρώνει λεπτές, σκιασμένες πτυχές που κάνουν ακόμη πιο κατάφωρο τον εγκληματικό ρόλο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής στον ύστερο εικοστό αιώνα, και μας επιτρέπει να συνδέσουμε σε μια ενιαία δέσμη τη γεωπολιτική με την οικονομική στρατηγική που οδήγησαν ––οδηγούν ακόμα–– τον κόσμο μας στην ανείπωτη βαρβαρότητα στην οποία βυθιζόμαστε. Προφανώς, το μοντέλο που εδώ περιγράφεται ως «Παγκόσμιος Μινώταυρος» συστοιχεί προς αυτό που η Naomi Klein (και πολλοί άλλοι) αποκαλούν νεοφιλελευθερισμό, και ενσαρκώνεται στη λεγόμενη Συναίνεση της Ουάσινγκτον και στον νέο ρόλο οικονομικής αστυνομίας που αναλαμβάνουν εφεξής οι «αδελφές» του Bretton Woods (ΔΝΤ και Παγκόσμια Τράπεζα). Ο Γ. Βαρουφάκης χρησιμοποιεί ελάχιστα τον όρο νεοφιλελευθερισμός επειδή, υποθέτω, τον ενδιαφέρει πρωτίστως να δείξει τη θεμελιώδη πολιτική για τις ανάγκες της οποίας γεννήθηκαν τα «νεοφιλελεύθερα» οικονομικά μοντέλα. Κυριολεκτικά μιλώντας, νεοφιλελευθερισμός είναι ένα οικονομικό δόγμα, δηλαδή μια ιδεολογική μορφή· ο διασταλτικός τρόπος με τον οποίον χρησιμοποιεί η Naomi Klein (και πολλοί άλλοι) τον όρο μοιάζει να συγχέει αφελώς το αποτέλεσμα με την αιτία, δηλαδή, να εκλαμβάνει τις συγκεκριμένες ιστορικές πρακτικές ως προϊόντα της ιδεολογίας. Την ιστορία του τέλους τού εικοστού αιώνα δεν την έγραψε βέβαια ο Milton Friedman, αλλά η νεοαποικιακή στρατηγική των ΗΠΑ και των δορυφόρων τους!
Αν πάμε στην προηγούμενη πράξη του δράματος, ωστόσο, ο Βαρουφάκης δεν κρύβει τη θλίψη του για το ότι τη μεταπολεμική ιστορία δεν την έγραψε, τελικά, ο J.M. Keynes. Μοιάζει δηλαδή να πιστεύει ότι όντως υπάρχει ένας βιώσιμος δρόμος για τον παγκόσμιο καπιταλισμό, ότι λίγοι εμπνευσμένοι οραματιστές τον έχουν αντιληφθεί, και ότι ήταν η τυχαία τυφλότητα κάποιων ισχυρών εκείνη που εμπόδισε την ανθρωπότητα να τον ακολουθήσει. Και ο δρόμος αυτός, βέβαια, ακούει στο όνομα Παγκόσμιος Μηχανισμός Ανακύκλωσης Πλεονασμάτων. Στα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου του ––όπως και στις πυκνές επικαιρικές του παρεμβάσεις άλλωστε–– κατηγορεί με τον ίδιο τρόπο την Ευρωπαϊκή Ένωση για το ολέθριο σφάλμα στην αρχιτεκτονική της, που είναι η έλλειψη ενός τέτοιου μηχανισμού δια του οποίου οι πλεονασματικές χώρες (όπως η Γερμανία, η οποία γι’ αυτόν αντιπροσωπεύει την ευρωπαϊκή μικρογραφία του Μινώταυρου) θα ανακύκλωναν τα πλεονάσματά τους στις ελλειμματικές. Όχι ότι η διαπίστωση είναι λάθος σε περιγραφικό επίπεδο· το πραγματικό όμως ερώτημα σε αυτό το σημείο είναι: γιατί οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Γερμανία ή οποιοσδήποτε άλλος στη θέση τους, αδυνατούν να δουν καθαρά αυτό το προφανές, που ευνοεί στο κάτω κάτω τα μακροπρόθεσμα συμφέροντά τους, ακόμα και τη στιγμή που οι δοκιμασμένες στρατηγικές οδηγούν ολοφάνερα στην άβυσσο;
Κατηγορούμε συχνά ––και δικαίως–– τους οικονομολόγους ότι αδυνατούν να συνδέσουν τα οικονομικά φαινόμενα με πολιτικά κίνητρα και δράσεις, των οποίων τα πρώτα εμφανίζονται ως η αποξενωμένη, πραγμοποιημένη μορφή. Παραβλέπουν δηλαδή σε ποιον βαθμό τα «πράγματα» (οικονομικά, εν προκειμένω) είναι ήδη πράξεις, αποκρυσταλλώσεις βουλητικών και εμπρόθετων ενεργειών, οι οποίες συχνά αυτονομούνται από τους ίδιους τούς φορείς τους και τους επανυποτάσσουν στην ανεξέλεγκτη τροχιά τους. Αυτή η αυτονόμηση των οικονομικών μηχανισμών, όμως, είναι εξίσου πραγματική με τα συγκεκαλυμμένα κίνητρα που δρουν πίσω τους, και για να φτάσει κάποιος σ’ εκείνα πρέπει να διατρέξει προηγουμένως με αυστηρή συνέπεια όλο το πεδίο της πραγμοποιημένης τους εκδίπλωσης, των λεγόμενων οικονομικών «μηχανισμών». Και το πράγμα γίνεται ακόμη πιο περίπλοκο από το γεγονός ότι υφίσταται μία πρόσθετη σπείρα πραγμοποίησης, η οποία αλληλοδρά σε όλες τις στιγμές με τον οικονομικό μηχανισμό: η τεχνική. Ο μηχανισμός της αέναης συσσώρευσης και επέκτασης του κεφαλαίου (που ονομάζουμε καπιταλισμό) δεν μπορεί βεβαίως να κατανοηθεί ανεξάρτητα από ένα ιστορικό προσδιορισμένο κίνητρο κυριαρχίας που ενσαρκώνεται σε μια ορισμένη κοινωνική τάξη, ούτε όμως ανεξάρτητα από τη μεσολάβηση της τεχνοεπιστημονικής επανάστασης του δέκατου έβδομου αιώνα και της βιομηχανικής του δέκατου ένατου. Όλη η οξυδέρκεια του κοινωνικού αναλυτή εξαρτάται από την ικανότητα να αποκαταστήσεις τις ορθές διαμεσολαβήσεις ανάμεσα σε αυτά τα επίπεδα, προκειμένου να αναδείξει την σε τελευταία ανάλυση πολιτική σημασία των κοινωνικοοικονομικών φαινομένων. Σε αυτό το σημείο, λοιπόν, ο Γ. Βαρουφάκης φαίνεται να υποπίπτει στο συμμετρικό επιστημολογική σφάλμα εκείνου που χαρακτηρίζει τους κλασικούς οικονομολόγους: μεταπηδά κάπως βιαστικά από το επίπεδο της οικονομικής ανάλυσης στην πολιτική ανάλυση παραγνωρίζοντας τη δομική σημασία κάποιων μεσολαβητικών μηχανισμών που θα δούμε αμέσως.
Το ερώτημα με το οποίο μας αφήνει η ανάλυσή του, όπως είπα, είναι γιατί οι Ηνωμένες Πολιτείες (ή οποιοσδήποτε άλλος στη θέση τους) αδυνατούν να δουν το πού οδηγούν μακροπρόθεσμα οι επιλεγμένες τους στρατηγικές. Πριν απαντηθεί αυτό, όμως, χρειάζεται να απαντηθεί το πραγματολογικό ερώτημα γιατί οι Ηνωμένες Πολιτείες στη τέλη της δεκαετίας του 1960 έγιναν από πλεονασματικές ελλειμματικές. Η εξήγηση που επιχειρεί να δώσει ο συγγραφέας (σελ. 181-188) είναι μέσ’ από μια σύνθετη γεωστρατηγική ανάλυση που έχει ως κορυφαίο γεγονός τον Πόλεμο του Βιετνάμ. Η οικονομική αιμορραγία που προκάλεσε αυτός ο απεγνωσμένος πόλεμος, σε συνδυασμό με τις απαιτήσεις ευμάρειας που γεννούσε η «Μεγάλη Κοινωνία» την οποία είχε ευαγγελιστεί ο Πρόεδρος Λύντον Τζόνσον, εμφανίζεται ως ο κύριος λόγος της καμπής σε αυτή την διήγηση. Δηλαδή, αναρωτιέται κανείς, αν ο Πόλεμος του Βιετνάμ δεν είχε συμβεί, ή δεν είχε αποβεί τόσο καταστροφικός για τις Ηνωμένες Πολιτείες, θα ήταν διαφορετική η μοίρα ολόκληρου του κόσμου σήμερα; Οι «απαιτήσεις ευημερίας», από την άλλη πλευρά, είναι ένας πολύ αόριστος τρόπος αναφοράς σε μια εξόχως συγκρουσιακή συνθήκη που χαρακτήριζε όλες τις μεταπολεμικές «κοινωνίες της αφθονίας», των οποίων προπομπός και υπόδειγμα ήταν οι ΗΠΑ: την όξυνση της ταξικής πάλης, η οποία σε ένα μεγάλο μέρος της ανεπτυγμένης Δύσης έπαιρνε τον χαρακτήρα μιας άγριας πολιορκίας των εργοδοσιών (μεγάλων εταιρειών, ως επί το πλείστον) είτε για συνεχή αύξηση των μισθών είτε, στις πιο ριζοσπαστικές της μορφές, για κατάργηση της μισθωτής εργασίας και εργασιακή αυτοδιαχείριση. Τότε ακριβώς οι κεφαλαιοκρατικές ελίτ, παντού στον κόσμο αλλά με προφυλακή αναπόφευκτα τις ΗΠΑ, βρήκαν ένα αναπάντεχο όπλο που τους επέτρεψε να αντεπιτεθούν αποτελεσματικά: τις νέες τεχνολογίες του αυτοματισμού, των οποίων η εφαρμογή γενικεύτηκε από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’70 σε όλο το εύρος του βιομηχανοποιημένου κόσμου, τσακίζοντας τις οργανωμένες δυνάμεις της εργασίας (το οποίο είχε αλυσιδωτές επιπτώσεις και σε όλα τα παράπλευρα διεκδικητικά κινήματα) και πυροδοτώντας εκείνο που ονομάστηκε «δομική ανεργία».
Ο Γ. Βαρουφάκης δεν αγνοεί βέβαια τη σημασία αυτού του τεχνολογικού μετασχηματισμού της εργασίας, μοιάζει όμως να του αποδίδει έναν δευτερεύοντα ρόλο. Γράφει: «Τα συνδικάτα, εξαγριωμένα από τις υπέρογκες αυξήσεις των τιμών, άρχισαν να ζητούν μεγαλύτερους μισθούς. Από τη μεριά τους, οι εργοδότες άρχισαν να φαντάζονται μια αγορά εργασίας χωρίς συνδικάτα. Με άλλα λόγια, είχαν ωριμάσει οι συνθήκες για μια Μεγάλη Σύγκρουση. Σε αυτό το νέο συγκρουσιακό περιβάλλον οι μεγάλες εταιρείες διέκριναν μια μοναδική ευκαιρία να μειώσουν τους πραγματικούς μισθούς των εργαζομένων τους και ταυτόχρονα να αυξήσουν την παραγωγικότητα της εργασίας τους μέσα από τη χρήση τεχνολογιών που μόλις είχαν αρχίσει να εμφανίζονται» (σελ. 211-2). Η πρόσκαιρη έκρηξη της κερδοφορίας των επιχειρήσεων με έδρα τις ΗΠΑ και η συμμετοχή στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, καταλήγει, μαγνήτισαν τα κεφάλαια των μη Αμερικανών που άρχισαν να μεταναστεύουν σε πρωτοφανείς όγκους και με ιλιγγιώδη ταχύτητα προς τη Νέα Υόρκη, από τη Φραγκφούρτη, το Ριάντ, το Τόκιο, το Παρίσι, το Μιλάνο… Πράγματι. Το αληθινό ερώτημα όμως είναι: θα μπορούσε αυτή η κερδοφορία να συνεχιστεί χωρίς τη χρηματιστηριακή της αξιοποίηση; Διότι η φαινομενική έκρηξη κερδοφορίας προσέκρουσε αμέσως στην κατακόρυφη πτώση της ζήτησης που είχε την ίδια αιτία με την πρόσκαιρη κερδοφορία – μια κλασική, κλασικότατη δηλαδή κρίση υπερπαραγωγής, που μας φέρνει κατά κάποιον τρόπο πίσω στις συνθήκες που προετοίμασαν το 1929… Υπό αυτές τις συνθήκες, η στρατηγική του Παγκόσμιου Μινώταυρου, η κατάργηση των αναδιανεμητικών μηχανισμών του κράτους, η πρόκριση των μονεταριστικών θεωριών σε οικονομική ορθοδοξία και η παροξυστική διόγκωση του χρηματοπιστωτικού τομέα και των παραγώγων του έγιναν μονόδρομος για την κεφαλαιοκρατική οικονομία προκειμένου να αποσοβήσει τη διηνεκώς επικείμενη πλέον πτωτική τάση τού ποσοστού κέρδους του κεφαλαίου. Η απάντηση στο ερώτημα «γιατί οι Ηνωμένες Πολιτείες (ή η Γερμανία στην παρούσα ευρωπαϊκή συγκυρία, ή οποιοσδήποτε άλλος στη θέση τους) αδυνατούν να δουν καθαρά την άβυσσο στην οποία οδηγούν οι τρέχουσες στρατηγικές τους» είναι: δεν έχουν άλλη επιλογή, αν εκείνο που πρέπει να διασωθεί είναι η ––βραχυπρόθεσμη–– κερδοφορία του κεφαλαίου. Απέναντι στην απειλή τού καταποντισμού τους, οι κεφαλαιοκρατικές τάξεις έχουν αποφασίσει να θυσιάσουν όλη την υπόλοιπη ανθρωπότητα, ακόμη και αν αυτό μακροπρόθεσμα σημαίνει και τη δική τους αυτοκτονία.
Σύμφωνα με αυτή την ανάγνωση, η τεράστια τεχνολογική αναμόρφωση της εργασίας που συνέβη περίπου στη δεκαετία ’70 ήταν η δομική αιτία της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης που ζούμε σήμερα, και η αλλαγή οικονομικής στρατηγικής εκ μέρους των ΗΠΑ (μαζί με όλα όσα υπάγουμε στην έννοια του «νεοφιλελευθερισμού») είναι μία μόνο, παρότι δεσπόζουσα σε ιστορική σημασία, από τις συνέπειές της. Σημαίνει αυτό άραγε ότι αντικαθιστούμε έναν οικονομικό ντετερμινισμό με έναν τεχνολογικό ντετερμινισμό; Όχι, βεβαίως. Οι τεχνολογικές καινοτομίες είναι ήδη καθορισμένες από τη δομή των παραγωγικών σχέσεων εντός των οποίων καλούνται να λειτουργήσουν και με τους όρους των οποίων αποκτούν το νόημά τους· πράγμα που σημαίνει ότι ο έσχατος αιτιώδης παράγων είναι η συγκεκριμένη δομή των παραγωγικών σχέσεων, δηλαδή, σε τελευταία ανάλυση, η σχέση κεφαλαίου-εργασίας. Το ειδικό ιστορικό νόημα της εισαγωγής του αυτοματισμού στην εργασία δεν ήταν, για παράδειγμα, η δημιουργία ελεύθερου χρόνου για την ανθρωπότητα συνολικά αλλά ο αποκλεισμός από την εργασία ενός διευρυνόμενου τμήματός της επειδή, με τους όρους των υφιστάμενων παραγωγικών σχέσεων, η εργασία προορίζεται να παράγει κέρδος για τον κάτοχό της, ο οποίος είναι άλλος από τον φυσικό της φορέα. Αυτός ο «κάτοχος» της ανθρώπινης εργασίας είναι το πολιτικό υποκείμενο στο οποίο πρέπει να φτάσει η ανάλυσή μας προκειμένου να μεταβεί νόμιμα στην πολιτική σφαίρα. Και αυτός δεν είναι οι «Ηνωμένες Πολιτείες» ως τέτοιες, αλλά η ανταγωνιστικά διαπλεγμένη παγκόσμια κεφαλαιοκρατική τάξη (που περιλαμβάνει όχι μόνο τους ονομαστικούς ιδιοκτήτες κεφαλαιακών απαιτήσεων, οι οποίοι μπορεί να είναι μικροεπενδυτές χωρίς ουσιαστικό έλεγχο στα κεφάλαιά τους, αλλά κυρίως τους διαχειριστές των μεγάλων κεφαλαίων ανεξαρτήτως του κατά πόσον είναι οι ίδιοι «ιδιοκτήτες» με τη νομική έννοια του όρου – παρότι, βεβαίως, σε μεγάλο ποσοστό είναι).
Ο Γ. Βαρουφάκης δεν αμφισβητεί τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα της αμερικανικής οικονομίας ακόμα και την εποχή του «Παγκόσμιου Σχεδίου» (παρότι αποφεύγει να χρησιμοποιεί τόσο φορτισμένη μαρξιστική ορολογία), ούτε την εφαρμογή του τελευταίου στο πλαίσιο και για τους σκοπούς τού παγκόσμιου γεωστρατηγικού και πυρηνικού ανταγωνισμού με το Σοβιετικό μπλοκ. Δεν αγνοεί (αν και ούτε σε αυτό δίνει την πρέπουσα έμφαση) ότι η πρόσκαιρη διεθνής ισορροπία που παρήγε μεταφράστηκε σε κάποιας μορφής υλική ευημερία μόνο για τους πληθυσμούς τού ανεπτυγμένου βιομηχανικού κόσμου, και με τίμημα αφενός την υπερεκμετάλλευση φυσικών πόρων μέχρι σημείου εξαντλήσεως του γήινου βιοσυστήματος, αφετέρου τη νεοαποικιακή εκμετάλλευση (δηλαδή: επανεδραίωση της αποικιακής κυριαρχίας με οικονομικά πλέον αντί με πολιτικοστρατιωτικά μέσα) του μόλις αποαποικιοποιημένου Τρίτου Κόσμου, πράγμα που μετά τη «στροφή» τής αμερικανικής οικονομικής πολιτικής θα οδηγούσε στον ανελέητο στραγγαλισμό του. Εκείνο που μάλλον αποφεύγει να δει είναι η εγγενής, δομική όπως λέμε, σχέση των επιτελικά διευθυνόμενων μηχανισμών αναδιανομής (είτε σε εθνικό επίπεδο, ως αυτό που λέγαμε «κράτος προνοίας», είτε σε διεθνές, ως αυτό που ο ίδιος αποκαλεί «παγκόσμιο μηχανισμό ανακύκλωσης πλεονασμάτων») με μια πολεμική κατ’ ουσίαν οικονομία.2 Κατανοεί βέβαια κανείς ότι, για έναν κεϋνσιανό που ενεργεί με τον πραγματιστικό κοινό νου, εκείνο που αντιπροσωπεύει τη μέγιστη απειλή και το μέγιστο κακό, το οποίο πρέπει πρωτίστως και πάση θυσία να εξοντωθεί, είναι ο δράκος των οικονομικών κρίσεων τύπου 1929… Από τη δική μας όμως σκοπιά, το ερώτημα πρέπει να είναι: για λογαριασμό τίνος; Μπορεί η κερδοφορία του κεφαλαίου να συνυπάρχει με την ευημερία όλης της ανθρωπότητας; Με τη διαφύλαξη μιας απαραβίαστης, πλούσια αυτοαναπαραγόμενης και ομαλά αυτορρυθμιζόμενης φύσης; Με τις ποιοτικές ανάγκες έκφρασης και αυτοπραγμάτωσης των ανθρώπων μέσα στην εργασία τους, ελέγχου αυτής της εργασίας και των προϊόντων της από τους άμεσους παραγωγούς και τις κοινότητές τους, τη λήψη των αποφάσεων για ό,τι αφορά τη ζωή τους από τους ίδιους, περιλαμβανομένου του σχεδιασμού των ίδιων τους των αναγκών και των στρατηγικών και των μέσων για την κάλυψή τους; Αν όχι, η ίδια η «κερδοφορία του κεφαλαίου» οφείλει να γίνει έκθεμα στο μουσείο της ανθρώπινης προϊστορίας – και τίποτα λιγότερο δεν μας διδάσκει η ιστορία του παρόντος. Ένας «καπιταλισμός με ανθρώπινο πρόσωπο» είναι η πιο αχαλίνωτη ονειροφαντασία που γέννησε ποτέ νους ρεαλιστών, απείρως πιο ανεδαφική από το απεγνωσμένο και ανυποχώρητο θέλω εκείνων οι οποίοι μοχθούν για μια οριστική εξαφάνιση του καπιταλισμού απ’ το πρόσωπο της γης…
Το 1923 ο Keynes είχε πει μια ωραία φράση που καλούσε για «ευθανασία του εισοδηματία». Θα πρέπει, νομίζω, να την επικαιροποιήσουμε, ριζικοποιώντας την έννοιά της: να οδηγηθεί στην εξάλειψή του εκείνο το ανθρώπινο υποείδος που ζει από και για την επιδίωξη του κέρδους. Και, βεβαίως, να εξαλειφθεί η έννοια του «κέρδους» από την οικονομική επιστήμη διότι, αν θέλουμε να ακριβολογούμε, δεν είναι μια έννοια οικονομική· ανήκει κυρίως στην ιδιόλεκτο των τυχερών παιχνιδιών και του καζίνο. Αν ο όρος οικονομία εξακολουθεί να ορίζει το πεδίο των υλικών ανταλλαγών ανάμεσα στην ανθρωπότητα και τη φύση, το πεδίο των παραγωγικών δραστηριοτήτων, των μέσων και των τρόπων οργάνωσής τους καθώς και τη λογική των κοινωνικών ανταλλαγών, τους τρόπους κυκλοφορίας και διανομής δηλαδή των υλικών προϊόντων, μόνο δύο έννοιες χρειαζόμαστε για να ξεκινήσουμε: την έννοια των ανθρώπινων αναγκών, και την έννοια του σχεδιασμού για την κάλυψή τους. Η πρώτη αρκεί για να θεμελιώσει την οικονομική σφαίρα, η δεύτερη την τεχνική σφαίρα· η έννοια της πολιτικής συνυφαίνεται με τις ίδιες τις διαδικασίες συλλογικού προσδιορισμού και των δύο, διότι ο κόσμος της πολιτικής και ο κόσμος των εννοιών είναι, επιστημολογικά μιλώντας, ένας και ο αυτός κόσμος.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Βλ. ενδεικτικά, Τάκη Φωτόπουλου, η Ελλάδα ως προτεκτοράτο της υπερεθνικής ελίτ: η ανάγκη για άμεση έξοδο από την ΕΕ και για μια αυτοδύναμη οικονομία (Γόρδιος: Αθήνα 2010)· Δημήτρη Καζάκη, Η ελληνική Πομπηία. Το χρονικό μιας προαναγγελθείσας χρεοκοπίας (Το Ποντίκι: Αθήνα 2011)· Γιάννη Μηλιού-Δημήτρη Σωτηρόπουλου, Ιμπεριαλισμός, χρηματοπιστωτικές αγορές, κρίση (Νήσος: Αθήνα 2011)· Κώστα Λαπαβίτσα-Στάθη Κουβελάκη, Κρίση και Αριστερή διέξοδος. Θέσεις για ένα κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο (Α.Α. Λιβάνη: Αθήνα 2012)· Λεωνίδα Βατικιώτη, Κώστα Βεργόπουλου, Κώστα Λαπαβίτσα, Πέτρου Παπακωνσταντίνου, κ.ά., Ο χάρτης της κρίσης: το τέλος της αυταπάτης (Τόπος: Αθήνα 2010)· Αλέκου Αλαβάνου, Λεωνίδα Βατικιώτη, Δημήτρη Μπελαντή, Κώστα Λαπαβίτσα, κ.ά., Ο μόνος δρόμος είναι ο δεύτερος δρόμος: ευρώ ή δραχμή; (Κοροντζής: Αθήνα 2013).
2. Ένας νεοφιλελεύθερος οικονομολόγος, που έχει επενδυμένα συμφέροντα κατά του «κοινωνικού» κράτους, κατανοεί πολύ καλύτερα αυτό το σημείο. Ο Niall Ferguson, στο βιβλίο του Η εξέλιξη του χρήματος. Μια οικονομική ιστορία του κόσμου (Αλεξάνδρεια: Αθήνα 2011), γράφει, για παράδειγμα: «Έχουμε την τάση να θεωρούμε το κράτος κοινωνικής πρόνοιας ως βρετανική εφεύρεση. Επίσης, να το θεωρούμε εφεύρεση σοσιαλιστική ή, τουλάχιστον, φιλελεύθερη. Στην πραγματικότητα, το πρώτο σύστημα υποχρεωτικής κρατικής ασφάλισης υγείας και σύνταξης ηλικιωμένων εισήχθη, όχι στη Βρετανία, αλλά στη Γερμανία, και ήταν ένα παράδειγμα που οι Βρετανοί το ακολούθησαν μετά από είκοσι και παραπάνω χρόνια. Δεν ήταν δημιούργημα της Αριστεράς· μάλλον το αντίθετο. Ο σκοπός της νομοθεσίας περί κοινωνικής ασφάλισης του Όττο φον Μπίσμαρκ ήταν, σύμφωνα με τις δηλώσεις του το 1880, “να δημιουργήσει στη μεγάλη μάζα των ακτημόνων τη συντηρητική αντίληψη που πηγάζει από το αίσθημα του δικαιώματος στη σύνταξη” […] Αν και η ιδέα του κράτους πρόνοιας ήταν δημιούργημα της πολιτικής, ωστόσο ωρίμασε στον πόλεμο. Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος διεύρυνε τη σφαίρα της κυβερνητικής δραστηριότητας σχεδόν σε κάθε πεδίο […] Με την αποκατάσταση της ειρήνης, οι πολιτικοί στη Βρετανία έσπευσαν να αμβλύνουν τα αποτελέσματα που προκάλεσε η αποστράτευση στην αγορά εργασίας εισάγοντας ένα Σχέδιο Ασφάλισης Ανέργων, το 1920. Αυτή η διαδικασία επαναλήφθηκε κατά τη διάρκεια και το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου» (σελ. 196-8 passim). Παραδόξως, δεν λέει πολλά για την ολοκλήρωση του συστήματος κοινωνικής πρόνοιας από το Εθνικοσοσιαλιστικό κράτος στη Γερμανία, ένα μοντέλο που έσπευσαν να μιμηθούν όλες οι δυτικές χώρες μετά τον πόλεμο, και οι ΗΠΑ ήδη από τη δεκαετία του 1930. Φωτίζει άπλετα όμως τη λειτουργία του στην περίπτωση του πολεμικού εταίρου τής Εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας, της Ιαπωνίας: «Η πρώτη παγκόσμια υπερδύναμη στην κοινωνική πρόνοια, η χώρα που προώθησε περισσότερο και επιτυχέστερα το πρότυπο […] ήταν η Ιαπωνία. Τίποτα δεν δείχνει τόσο ξεκάθαρα, όσο η ιαπωνική εμπειρία, τους στενούς δεσμούς μεταξύ του κράτους πρόνοιας και του πολεμικού κράτους […] Αυτό ασφαλώς ήταν εναρμονισμένο με έναν από τους αντικειμενικούς στόχους της αμερικανικής κατοχής: “Να αντικατασταθεί η φεουδαλική οικονομία από την οικονομία πρόνοιας» [W. Macmahon Ball στο Pacific Affairs, 1948]. Ωστόσο θα ήταν λάθος να εικάσουμε (όπως έκαναν αρκετοί μεταπολεμικοί σχολιαστές) ότι το κράτος πρόνοιας της Ιαπωνίας ήταν “εξ ολοκλήρου επιβεβλημένο από μια ξένη δύναμη”. Στην πραγματικότητα, οι Ιάπωνες δημιούργησαν το δικό τους κράτος πρόνοιας – και ξεκίνησαν να το κάνουν πολύ πριν το τέλος του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου. Ο πραγματικός οδηγός δεν ήταν ο κοινωνικός αλτρουισμός αλλά η ακόρεστη δίψα του κράτους, στα μέσα του εικοστού αιώνα, για εύρωστους νεαρούς στρατιώτες και εργάτες […] Ήταν κράτος που έφερε μέσα του την υπόσχεση ενός “πολεμικού κράτους πρόνοιας”, που πρόσφερε κοινωνική ασφάλιση σε ανταπόδοση για τη στρατιωτική θυσία» (σελ. 199-201 passim).
Φώτης Τερζάκης
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου