Άσμα Ασμάτων


Μέσα στα μάτια της
βλέπω μια θάλασσα πράσινη
αδυνατώ να κοιμηθώ
δίχως την περιδίνηση
λευκών μανιταριών

καταδύομαι στο όνειρο
πάνω σε καπέλα δερβίσηδων
και μυρωδιές νεκρών βράχων
στη μέση του Ινδικού

τέρατα προϊστορικών
επιθυμιών κατακλύζουν
τον κόσμο μου
με ήχους σειρήνων

η πρόοδος
έχει φροντίσει για όλα:
το κερί στα αυτιά των σκλάβων
και τις αλυσίδες μου


αδιαφορώ για τον άνεμο

στο πρόσωπό της
σχηματίζεται η γη
όπως δεν την είδαμε ακόμα

λίγο πιο κάτω
ποτάμια λαξευμένα
από τις όχθες τους
αναβλύζουν
μέσα από τη μήτρα της

πίσω από τους χοντρούς φακούς μου
οι κόρες διαστέλλονται
κάθε μου κύτταρο γίνεται ένα
με τους κόκκους της ερήμου

πάνω στα στήθη της
τα φρικώδη κύματα της θάλασσας
δεν εξηγήθηκαν ακόμα
στα εργαστήρια της εξουσίας

εγκλωβισμένα
μέσα σε δοκιμαστικούς σωλήνες
καταπίνουν υπερωκεάνιες κατασκευές
ενός εγωισμού εμπορίου μεταφοράς

ο κόσμος όμως γεννήθηκε από τη λάσπη και τη μυρωδιά

ανάμεσα στα δάκτυλα
των ποδιών της ψελλίζω λέξεις
μιας γλώσσας άγνωστης

πάνω στο δέρμα της
γεννιέται ο χρόνος
που αρνείται την εξουσία
των ρολογιών
την εκνευριστική
ρυθμιστικότητα
των μηχανών
τις ώρες
των ενδιάμεσων στιγμών

ασύλληπτος
μένω δεμένος
στο άρμα ενός
κίτρινου κομήτη
που στροβιλίζεται
στο άχρονο σύμπαν

δεν υπάρχει πια «πάνω» και «κάτω»

συμβατικά
υπομένω τους λυγμούς
της γάτας
σε μια κίνησης που
δεν ακολουθεί πια
το σώμα

μια μυρωδιά
από τους τάφους Αιγυπτίων
βασιλιάδων
κρυμμένη κάτω
από το δέρμα της
με καταπίνει
σε καταιγιστικούς οργασμούς

στον αφαλό της
που πλημμυρίζετε από τη δροσιά
του δάσους που στέκεται
αιώνια ανάποδα
λούζω το σώμα μου
στην κολυμβήθρα της
γης των λωτοφάγων

στο υπέδαφος
η γη τρέμει
το ρυθμό της κοιλιάς της

-χωρίς ανάσα-
δηλητηριάζω τα πνευμονία μου
με αναθυμιάσεις
επίμονων βωμών
μιας ακόλαστης
και αέναης ιερουργίας
της επανάληψης των στιγμών
με την καρδιά μου να συντονίζεται
στο θηριώδες ποδοβολητό
του προαυλίου

το διάλειμμα ξεκινά πάντα όταν πέφτει ο φράχτης

πιασμένος
από τις άκρες των μαλλιών της
κάνω τα πρώτα βήματα
στον εύθραυστο νέο κόσμο
του γάλακτος και της μέντας

εκεί
που οι διακόπτες του ονείρου
αναβοσβήνουν μνημορυθμικά
στο παράγγελμα της χορωδίας
των τζιτζικιών
και των αριστοκρατικών
βατράχων

αδυνατώ παρά τα κηρύγματα των δασκάλων μου να συγχωρέσω τη Δύση

λυτρωμένοι πια
από τους εφιάλτες της προόδου
κάνουμε έρωτα
πάνω σε όργιο κυμάτων
από λάβα και κασσίτερο

γυμνοί
ζωσμένοι με εκρηκτικά
τρεφόμαστε για μέρες
από τις υποσημειώσεις
των αρχείων
στα υγρά υπόγεια
του κράτους

ο χρόνος
εξαπλώνεται σα νέφος
από την κοιλάδα της μάχης
στους δρόμους της πόλης
μια πόλης εγκλωβισμένης
στο άγριο δηλητήριο
κάτω από τον κυνόδοντα του πλήθους

κι όμως εκεί
ένα κορνάρισμα
σπάει τη συνέχεια του ονείρου

τώρα τη βλέπω
να ψάχνει τον έρωτα
σε συνταγές μαγειρικής
στης πρωινής ζώνης

εντελώς ξαφνικά
τα χέρια της κλείνουν τα αυτιά μου
και ο θόρυβος υποτάσσεται σε
μια μουσική τυμπάνων της Αφρικής
που δονεί τη σπονδυλική μου στήλη

δευτερόλεπτα
και η μορφή της χάνεται
για να επιστρέφει
σαν ασυνέχεια
της μνήμης

Αρνούμαι στη λήθη. Αρνούμαι σημαίνει αρνούμαι τη λήθη

αρνούμαι
αρνούμαι να καταδυθώ
γυμνός σε θάλασσες πετρελαίου
πίδακες ζεστού
ξύλου και στάχτης
της Ευρώπης
χωρίς μνήμη

αρνούμαι να ξυπνήσω
χωρίς το λευκό στεφάνι
των ματιών της

αρνούμαι τις αναδυόμενες
τομές της μέρας
των εξημερωμένων
θαλασσών

αρνούμαι
τα πρωινά της επανάληψης
την εποχή που αποσιωπά
τη λατρεία της φθοράς
την ευτυχισμένη νεύρωση
της αστικής ευταξίας
τους θαλάμους δίχως τέλος
αρνούμαι να δω τον ήλιο
χωρίς τα μάτια της

κάθε φορά που ξυπνάω πια είμαι νεκρός

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου