Ἡ ἀ­νά­κρι­ση

  
  «δεν γνωρίζω κανέναν μ’ αὐ­τὸ τὸ ὄ­νο­μα.»
  «Για­τί ἔ­χω τὴν ἐν­τύ­πω­ση ὅ­τι μοῦ λὲς ψέ­μα­τα;»
Τὰ μά­τια του εἶ­χαν πε­τα­χτεῖ ἔ­ξω ἀ­πὸ τὶς κόγ­χες. Τὸ σα­κά­κι τῆς στο­λῆς ἦ­ταν ξε­κούμ­πω­το, ἀ­πο­κα­λύ­πτον­τας ἕ­να που­κά­μι­σο πνιγ­μέ­νο στὸν ἱ­δρώ­τα. Ἡ γρα­βά­τα ἦ­ταν σχε­δὸν λυ­μέ­νη, θύ­μι­ζε θη­λιὰ ποὺ μό­λις ἔ­χει πνί­ξει τὸν λαι­μὸ ἑ­νὸς ἐγ­κλη­μα­τί­α. Εἶ­χε κι ἕ­να τσι­γά­ρο στὸ στό­μα, μιὰ χι­λι­ο­μα­ση­μέ­νη γό­πα ποὺ ὅ­λο ἔ­λε­γε νὰ τὴν φτύ­σει κι ὅ­λο τὸ με­τά­νι­ω­νε.
  «Θὰ μι­λή­σεις, ἢ θὰ μὲ κά­νεις νὰ χά­σω τὴν ὑ­πο­μο­νή μου;»
  «Σοῦ τὸ ὁρ­κί­ζο­μαι, ἀ­στυ­νό­με, δὲν ξέ­ρω τί­πο­τα.»
Ἀ­πο­μα­κρύν­θη­κε γιὰ λί­γο ἀ­πὸ κον­τά της, πα­ρα­μι­λών­τας, μὲ ἔκ­φρα­ση ἀ­η­δί­ας. Τὸ κρε­βά­τι ἦ­ταν ξέ­στρω­το καὶ ἡ τη­λε­ό­ρα­ση ἀ­νοι­χτή, χω­ρὶς ἦ­χο. Πά­νω στὸ κο­μο­δί­νο, ἡ κορ­νι­ζα­ρι­σμέ­νη οἰ­κο­γε­νεια­κὴ φω­το­γρα­φί­α ἀ­πὸ τὶς κα­λο­και­ρι­νὲς δι­α­κο­πὲς καὶ τὸ βρα­χι­ό­λι ποὺ τῆς εἶ­χε κά­νει δῶ­ρο στὴν δέ­κα­τη ἐ­πέ­τει­ο τοῦ γά­μου τους. Τὰ μπρι­γιὰν λαμ­πί­ρι­ζαν στὸ ἡ­μί­φως ποὺ δη­μι­ουρ­γοῦ­σε τὸ πορ­τα­τὶφ τῆς ἀ­νά­κρι­σης. Γύ­ρι­σε ξα­νὰ πρὸς τὴ με­ριά της καὶ κάρ­φω­σε τὸ βλέμ­μα του στὰ πό­δια της.
  «Ἂν νο­μί­ζεις ὅ­τι θὰ μὲ ξε­γε­λά­σεις μὲ κόλ­πα τύ­που “Βα­σι­κὸ Ἔν­στι­κτο”, εἶ­σαι γε­λα­σμέ­νη».
Τῆς ἔ­δω­σε ἕ­να χα­στού­κι ποὺ τὴν κόλ­λη­σε στὴν πλά­τη τῆς πο­λυ­θρό­νας. Μιὰ στα­γό­να ἀ­πὸ αἷ­μα ἐμ­φα­νί­στη­κε στὴν ἄ­κρη τοῦ στό­μα­τός της. Ἐ­κεί­νη ἔ­βγα­λε μὲ μιὰ ἀ­πό­το­μη κί­νη­ση τὶς χει­ρο­πέ­δες καὶ ση­κώ­θη­κε.
  «Εἶ­σαι ἠ­λί­θιος» τοῦ εἶ­πε κου­νών­τας μὲ ἀ­πο­γο­ή­τευ­ση τὸ κε­φά­λι.
  «Ἔ­χου­με πεῖ ὄ­χι χα­στού­κια».
Ἄ­νοι­ξε τὴν πόρ­τα τῆς κρε­βα­το­κά­μα­ρας καὶ ἔ­φυ­γε.


τάσος ψάρρης

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου