«Γιατί ἔχω τὴν ἐντύπωση ὅτι μοῦ λὲς ψέματα;»
Τὰ μάτια του εἶχαν πεταχτεῖ ἔξω ἀπὸ τὶς κόγχες. Τὸ σακάκι τῆς στολῆς ἦταν ξεκούμπωτο, ἀποκαλύπτοντας ἕνα πουκάμισο πνιγμένο στὸν ἱδρώτα. Ἡ γραβάτα ἦταν σχεδὸν λυμένη, θύμιζε θηλιὰ ποὺ μόλις ἔχει πνίξει τὸν λαιμὸ ἑνὸς ἐγκληματία. Εἶχε κι ἕνα τσιγάρο στὸ στόμα, μιὰ χιλιομασημένη γόπα ποὺ ὅλο ἔλεγε νὰ τὴν φτύσει κι ὅλο τὸ μετάνιωνε.
«Θὰ μιλήσεις, ἢ θὰ μὲ κάνεις νὰ χάσω τὴν ὑπομονή μου;»
«Σοῦ τὸ ὁρκίζομαι, ἀστυνόμε, δὲν ξέρω τίποτα.»
Ἀπομακρύνθηκε γιὰ λίγο ἀπὸ κοντά της, παραμιλώντας, μὲ ἔκφραση ἀηδίας. Τὸ κρεβάτι ἦταν ξέστρωτο καὶ ἡ τηλεόραση ἀνοιχτή, χωρὶς ἦχο. Πάνω στὸ κομοδίνο, ἡ κορνιζαρισμένη οἰκογενειακὴ φωτογραφία ἀπὸ τὶς καλοκαιρινὲς διακοπὲς καὶ τὸ βραχιόλι ποὺ τῆς εἶχε κάνει δῶρο στὴν δέκατη ἐπέτειο τοῦ γάμου τους. Τὰ μπριγιὰν λαμπίριζαν στὸ ἡμίφως ποὺ δημιουργοῦσε τὸ πορτατὶφ τῆς ἀνάκρισης. Γύρισε ξανὰ πρὸς τὴ μεριά της καὶ κάρφωσε τὸ βλέμμα του στὰ πόδια της.
«Ἂν νομίζεις ὅτι θὰ μὲ ξεγελάσεις μὲ κόλπα τύπου “Βασικὸ Ἔνστικτο”, εἶσαι γελασμένη».
Τῆς ἔδωσε ἕνα χαστούκι ποὺ τὴν κόλλησε στὴν πλάτη τῆς πολυθρόνας. Μιὰ σταγόνα ἀπὸ αἷμα ἐμφανίστηκε στὴν ἄκρη τοῦ στόματός της. Ἐκείνη ἔβγαλε μὲ μιὰ ἀπότομη κίνηση τὶς χειροπέδες καὶ σηκώθηκε.
«Εἶσαι ἠλίθιος» τοῦ εἶπε κουνώντας μὲ ἀπογοήτευση τὸ κεφάλι.
«Ἔχουμε πεῖ ὄχι χαστούκια».
Ἄνοιξε τὴν πόρτα τῆς κρεβατοκάμαρας καὶ ἔφυγε.
τάσος ψάρρης
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου