η παράλογη ελευθερία

Τώρα το κυριότερο έγινε. Δεν μπορώ ν' αρνηθώ τις λίγες αλήθειες που ξέρω. Αυτό που ξέρω, αυτό που είναι σίγουρο, αυτό που δεν μπορώ ν' αρνηθώ, αυτό που δεν μπορώ ν' απορρίψω, αυτά έχουν σημασία. Το κομμάτι του εαυτού μου που ζει μ' αβέβαιες νοσταλγίες μπορεί ν' αρνηθεί τα πάντα, εκτός απ' τον πόθο της ενότητας, την επιθυμία της εξήγησης, την ανάγκη για σαφήνεια και συνοχή. Μπορώ να τα' αρνηθώ όλα μέσα σ' αυτό τον κόσμο που με περιβάλλει, με πιέζει και με διαπερνάει, εκτός απ' αυτό το χάος, απ' αυτό τον τυχαίο βασιλιά, απ' αυτήν τη θεία ισορροπία που γεννιέται απ' την αναρχία. Δεν ξέρω αν υπάρχει ένα νόημα ανώτερο απ' τον κόσμο. Αλλά ξέρω πως δε γνωρίζω αυτό το νόημα και πως μου είναι αδύνατο για την ώρα να το μάθω. Μια σημασία έξω απ' την ύπαρξή μου, τι μπορεί να σημαίνει για μένα; Μονάχα μ' ανθρώπινα δεδομένα μπορώ να καταλάβω. Αυτό που αγγίζω, αυτό που μ' αντιστέκεται, να τι καταλαβαίνω. Ξέρω ακόμα πως αυτές τις δυο βεβαιότητες, την επιθυμία μου γι' απολυτότητα κι ενότητα και το ότι δεν μπορώ να εξηγήσω λογικά και με αιτιολογίες αυτό τον κόσμο, αδυνατώ να τις συμβιβάσω. Ποια άλλη αλήθεια μπορώ ν' αναγνωρίσω ειλικρινά, χωρίς την παρέμβαση μιας ανύπαρκτης ελπίδας που δεν έχει καμιά σημασία μέσα στα όρια της ύπαρξής μου;
 
Αν ήμουν δέντρο ανάμεσα σε δέντρα, γάτα ανάμεσα σε ζώα, αυτή η ζωή θα είχε ένα νόημα ή, αυτό το πρόβλημα δε θα υπήρχε καν, γιατί θ' αποτελούσα ένα κομμάτι αυτού του κόσμου. Θα ή μ ο υ ν αυτός ο κόσμος που του εναντιώνομαι μ' όλη μου τη συνείδηση, απαιτώντας επίμονα να συμφιλιωθώ μαζί του. Αυτή η απλούστατη λογική με φέρνει αντιμέτωπο μ' ολόκληρη τη δημιουργία. Δεν μπορώ να την αρνηθώ διαγράφοντάς την. Οφείλω λοιπόν, να μείνω πιστός στην αλήθεια μου. Οφείλω να υποστηρίξω εκείνο που μου παρουσιάζεται τόσο φανερά, ακόμα κι αν είμαι αντίθετος. Και τι αποτελεί την ουσία αυτής της σύγκρουσης, αυτής της απόστασης ανάμεσα στον κόσμο και το πνεύμα μου, εκτός από τη συνείδησή μου; Εάν, λοιπόν, θέλω να μείνω πιστός στην αλήθεια μου, αυτό θα το πετύχω με την βοήθεια μιας αδιάκοπης συνείδησης, πάντα ανανεωμένης, πάντα έντονης. Για την ώρα, μου χρειάζεται αυτή η συνείδηση. Αυτή την ώρα, το παράλογο, τόσο εύκολο και τόσο δύσκολο μαζί για να το κατακτήσω, ξαναμπαίνει στη ζωή ενός ανθρώπου και ξαναβρίσκει την πατρίδα του. Αυτή την ώρα ακόμα, το πνεύμα μπορεί ν' αφήσει τον άνυδρο και ξερό δρόμο του φωτεινού αγώνα. Το παράλογο, τώρα, εμφανίζεται στην καθημερινή ζωή. Ξαναβρίσκει τον κόσμο που ανήκει το ανώνυμο "ον", αλλ' από εδώ και στο εξής ο άνθρωπος ξαναγυρίζει σ' αυτόν φέρνοντας μέσα του την επανάσταση και τη λογική. Σταμάτησε να ελπίζει. Βασίλειό του, είναι, επιτέλους, αυτή η κόλαση του παρόντος. Όλα τα προβλήματα ξαναγίνονται πολύπλοκα. Μπροστά στο λυρισμό σχημάτων και χρωμάτων παύει να υπάρχει αφηρημένη επιφάνεια. Οι αντιφάσεις του πνεύματος ζωντανεύουν και ξαναβρίσκουν το άθλιο και υπέροχο καταφύγιο της ανθρώπινης καρδιάς. Δεν εξηγήθηκε τίποτα. Αλλάζουν, όμως, όλα όψη. Που πάμε; Πρόκειται να πεθάνουμε, να γλιτώσουμε με το πήδημα, πάμε να ξαναχτίσουμε με ιδέες και σχήματα ένα σπίτι στα μέτρα του; Ή θα μπορέσουμε ν' αντέξουμε την τρομερή κι υπέροχη συνθήκη του παράλογου; Μ' αυτά τα δεδομένα, ας κάνουμε μια τελευταία προσπάθεια για να φτάσουμε στις απόψεις μας. Σ' αυτό τον παράλογο κόσμο, το κορμί, η τρυφερότητα, η δημιουργία, η δράση, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, θα ξαναβρούν τότε τη θέση τους. Ο άνθρωπος θα ξαναβρεί, επιτέλους, σ' αυτόν το κρασί του παράλογου και το ψωμί της αδιαφορίας που μ' αυτά διατηρεί το μεγαλείο του.
 
Ας σταθούμε κι άλλο στη μέθοδο: πρέπει να επιμείνουμε. Σε κάποιο σημείο της πορείας του, ο παράλογος άνθρωπος προκαλείται. Μπορεί να μην υπάρχουν θεοί, αλλ' απ' την ιστορία δε λείπουν ούτε οι θρησκείες, ούτε οι προφήτες. Του ζητάνε να κάνει ένα άλμα. Μπορεί ν' απαντήσει ότι δεν καταλαβαίνει καλά, ότι αυτό δεν είναι σαφές. Θέλει να κάνει μονάχα εκείνο που καταλαβαίνει απόλυτα. Του λένε να είναι σίγουρος πως πέφτει στο αμάρτημα της αλαζονείας, μα δεν καταλαβαίνει την έννοια της αμαρτίας, δεν καταλαβαίνει πως στο τέλος ίσως βρίσκεται η κόλαση, δε διαθέτει αρκετή φαντασία για να φανταστεί αυτό το παράδοξο μέλλον. Του λένε πως χάνει την αιώνια ζωή, μα αυτό του φαίνεται ανόητο. Θέλουν να τον πείσουν πως είναι ένοχος. Αυτός νοιώθει αθώος. Πραγματικά, αυτή μονάχα νοιώθει, την ανεπανόρθωτη αθωότητά του. Αυτή του επιτρέπει τα πάντα. Έτσι, απαιτεί από τον εαυτό του, μ ο ν ά χ α να ζει μ' αυτό που ξέρει, να συμβιβάζεται μ' αυτό που υπάρχει χωρίς ν' αφήνει να παρεμβαίνει τίποτα το αβέβαιο. Του απαντούν πως δεν είναι τίποτα βέβαιο. Αλλ' αυτό, τουλάχιστον, είναι μια βεβαιότητα. Αυτή αντιμετωπίζεται: θέλει να μάθει αν είναι δυνατόν να ζει χωρίς ελπίδα.

Τώρα μπορώ να πλησιάσω την έννοια της αυτοκτονίας. Έχουμε ήδη καταλάβει ποια εξήγηση μπορούμε να της δώσουμε. Εδώ, το πρόβλημα αντιστρέφεται. Προηγουμένως χρειαζόταν να μάθουμε αν η ζωή έπρεπε να 'χει ένα νόημα για να τη ζήσει κανείς. Αντίθετα, εδώ φαίνεται πως όσο η ζωή δεν έχει νόημα, τόσο καλύτερα μπορεί να τη ζήσει κανείς. Το να ζεις μια εμπειρία, ένα πεπρωμένο, σημαίνει πως τα δέχεσαι απεριόριστα. Επομένως, δε θα ζήσεις σ' αυτό το πεπρωμένο, ξέροντας πως είναι παράλογο, εάν δεν κάνεις το παν για να κρατήσεις μπροστά σου αυτό το παράλογο που το διέκρινες με τη βοήθεια της συνείδησης. Όταν αρνιέσαι ένα πόλο της αντίθεσης που υπάρχει, αρνιέσαι ολόκληρη την αντίθεση. Όταν καταργείς τη συνειδητή επανάσταση, αποφεύγεις το πρόβλημα. Το θέμα της μόνιμης επανάστασης μεταφέρεται έτσι στην ατομική εμπειρία. Το να ζεις σημαίνει πως κάνεις να ζει το παράλογο. Το κάνεις να ζει, πριν απ' όλα, σημαίνει πως το αντιμετωπίζεις. Αντίθετα από την Ευρυδίκη, όταν το αποφεύγεις, το παράλογο δεν υπάρχει. Έτσι, μια απ' τις λίγες φιλοσοφικές συγγενικές θέσεις που πρέπει να πάρεις, είναι η επανάσταση. Αποτελεί την αδιάκοπη αντίσταση του ανθρώπου, την έκφραση της αβεβαιότητάς του. Είναι το αποτέλεσμα μιας αναπόφευκτης ειλικρίνειας. Στην κάθε στιγμή της αντιμετωπίζει τον κόσμο σαν πρόβλημα. Ακόμα, ο κίνδυνος προσφέρει στον άνθρωπο τη μοναδική ευκαιρία να την αισθανθεί, όπως η μεταφυσική επανάσταση ξεδιπλώνει τη συνείδηση σ' όλο το μήκος της εμπειρίας. Αποτελεί τη σταθερή τοποθέτηση του ανθρώπου μπροστά στον εαυτό του. Δεν κοιτάζει τον ουρανό, καμιά ελπίδα δεν κλείνει μέσα της. Η επανάσταση αυτή εκφράζει τη βεβαιότητα ενός συντριπτικού πεπρωμένου, όχι την υποταγή σ' αυτό.
Εδώ παρατηρούμε με ποιο τρόπο η παράλογη εμπειρία δεν καταλήγει στην αυτοκτονία. 

Μπορούμε να πιστέψουμε, αδικαιολόγητα όμως, πως η αυτοκτονία είναι φυσική συνέπεια της επανάστασης. Αλλά η αυτοκτονία δε διανοείται τη λογική της κατάληξη. Αφού προϋποθέτει τη συγκατάθεση, εκφράζει ακριβώς την αντίθεσή της. Με την αυτοκτονία, όπως με το άλμα, ομολογείς ότι υπάρχουν όρια. Έχει συμπληρωθεί το παν, ο άνθρωπος επιστρέφει στην ουσιαστική του ιστορία. Αποφεύγει το μέλλον, το μοναδικό και τρομερό μέλλον του αφού βυθίζεται μέσα σ' αυτό. Κατά κάποιο τρόπο, με την αυτοκτονία το παράλογο παύει να υπάρχει. Πεθαίνει μαζί της. Αλλά ξέρω πως για να διατηρηθεί, το παράλογο δεν πρέπει να εξαφανιστεί. Στο μέτρο που συνειδητοποιεί κι αρνιέται συγχρόνως το θάνατο, αποφεύγει την αυτοκτονία. Το σχοινί που διακρίνει σε μερικά μέτρα ο καταδικασμένος σε θάνατο, βρίσκεται στο χείλος της τελευταίας του σκέψης, στην άκρη της τρομακτικής του πτώσης. Πραγματικά, ο θανατοποινίτης είναι αντίθετος στην αυτοκτονία.
 
Αυτή η επανάσταση δίνει στη ζωή αξία. Απλωμένη σ' όλο το μήκος μιας ύπαρξης, της προσφέρει το μεγαλείο της. Για έναν άνθρωπο χωρίς παρωπίδες δεν υπάρχει ωραιότερο θέαμα από το θέαμα της περηφάνειας ιδωμένο με μια ανώτερη πραγματικότητα. Πραγματικά, το θέαμα της ανθρώπινης περηφάνειας είναι μοναδικό. Όλοι οι εξευτελισμοί είναι μηδέν. Το μάθημα που δίνει το πνεύμα στον εαυτό του - να έχει σιδερένια θέληση, να βλέπει σωστά - κλείνει μέσα του κάτι δυνατό, κάτι ανεπανάληπτο. Εάν αυτή η πραγματικότητα που εκφράζει το μεγαλείο του ανθρώπου ελαττωθεί, θα μειωθεί συγχρόνως και ο ίδιος ο άνθρωπος. Τώρα, καταλαβαίνω γιατί οι θεωρίες που μου τα εξηγούν όλα με μειώνουν την ίδια στιγμή. Μ' απαλλάσσουν απ' το βάρος της ζωής μου που, παρ' όλα αυτά, πρέπει να το κουβαλάω μόνος μου. Σ' αυτή τη δίνη, μονάχα μια σκεπτικιστική μεταφυσική που συνδέεται με μια αρνητική ηθική, μπορώ να δεχτώ.
 
Συνείδηση κι επανάσταση, αυτές οι αρνήσεις πάνε κόντρα στην παραίτηση. Τις εμψυχώνει να εναντιώνονται κάθε τι το ανεξάντλητο και γεμάτο πάθος που υπάρχει σε μια ανθρώπινη καρδιά. Αυτή η καρδιά πρέπει να πεθάνει χωρίς να συμβιβαστεί, χωρίς να συναινέσει. Η αυτοκτονία είναι σφάλμα. Ο παράλογος άνθρωπος πρέπει να εξαντλεί τα πάντα και να εξαντλείται. Το παράλογο είναι γι' αυτόν το μεγάλο του πάθος, αυτό που του επιτρέπει να συνεχίζει μια μοναδική προσπάθεια, γιατί ξέρει πως σ' αυτήν τη συνείδηση και σ' αυτή την καθημερινή επανάσταση υπάρχει η μοναδική του αλήθεια, η πρόκληση. Αυτή είναι η πρώτη συνέπεια.

Αν δεχτώ αυτήν τη στάση που υφίσταται όλες τις συνέπειες (και τίποτ' άλλο) μιας ξεκαθαρισμένης έννοιας, αντιμετωπίζω ένα δεύτερο παράδοξο. Για να μείνω πιστός σ' αυτήν τη μέθοδο, δεν ασχολούμαι καθόλου με το πρόβλημα της μεταφυσικής ελευθερίας. Δε μ' ενδιαφέρει να μάθω εάν ο άνθρωπος είναι ελεύθερος. Μονάχα την προσωπική μου ελευθερία μπορώ να αποδείξω. Δεν μπορώ να έχω γι' αυτή μια αόριστη γνώση, αλλά μερικές σαφείς απόψεις. Το πρόβλημα της "ελευθερίας εν εαυτή" δεν έχει νόημα. Γιατί, μ' έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο, είναι συνδεδεμένο με το πρόβλημα του Θεού. Το να μάθω εάν ο άνθρωπος είν' ελεύθερος προϋποθέτει πως ξέρω αν είναι δυνατό ν' ανήκει σε κάποιον. Ο ιδιαίτερος παραλογισμός αυτού του προβλήματος οφείλεται στο ότι η ίδια η γνώση που θέτει το πρόβλημα της ελευθερίας, τη στιγμή που το θέτει, αφαιρεί απ' αυτό κάθε νόημα. Γιατί μπροστά στον Θεό, το πρόβλημα της ελευθερίας είν' ευκολότερο απ' το πρόβλημα του κακού. Ξέρουμε το διαζευκτικό: ή δεν είμαστε ελεύθεροι κι ο παντοδύναμος Θεός είναι υπεύθυνος για το κακό. Ή, είμαστε ελεύθεροι κι υπεύθυνοι μα ο Θεός δεν είναι παντοδύναμος. Όλες οι σοφιστείες των σχολών ούτε πρόσθεσαν ούτε αφαίρεσαν τίποτα απ' την αντίθεση αυτού του παράδοξου.
 
Γι' αυτό δεν μπορώ να ενθουσιάζομαι επιπόλαια ή να αρκεσθώ στον απλό ορισμό μιας έννοιας που μου διαφεύγει και χάνει το νόημά της απ' τη στιγμή που ξεπερνάει τα πλαίσια της ατομικής μου εμπειρίας. Δεν μπορώ να καταλάβω αυτό που πιθανό να ήταν μια ελευθερία προσφερόμενη από μια ανώτερη ύπαρξη. Έχω χάσει την αίσθηση της ιεραρχίας. Για την ελευθερία δεν μπορώ να έχω παρά την αντίληψη που έχουν γι' αυτή ο φυλακισμένος ή ο σύγχρονος πολίτης μέσα στο Κράτος. Η μόνη που ξέρω είναι η πνευματική ελευθερία και η ελευθερία της δράσης. Μ' αυτά τα δεδομένα λοιπόν, αφού το παράλογο αποκλείει κάθε μου ελπίδα για αιώνια ελευθερία γίνεται αιτία να στρέψω στο αντίθετο την ελευθερία της δράσης μου. Αυτή η έλλειψη ελπίδας και μέλλοντος αποτελεί μια επαύξηση στην ετοιμότητα του ανθρώπου..
 
Ο συνηθισμένος άνθρωπος, προτού γνωρίσει το παράλογο, ζει θέτοντας σκοπούς, φροντίζει για το μέλλον ή για τη δικαίωσή του (όσο γι' αυτά δεν υπάρχει θέμα). Εκτιμάει τις ευκαιρίες που του παρουσιάζονται, σκέφτεται το αύριο, τη σύνταξή του ή την αποκατάσταση των παιδιών του. Πιστεύει ακόμα πως κάτι στην ζωή του μπορεί να προκαθοριστεί. Πραγματικά, ενεργεί σα να ήταν ελεύθερος, ακόμα κι αν όλα τα γεγονότα πάνε κόντρα σ' αυτή την ελευθερία. Μετά τη γνωριμία με το παράλογο, κλονίζονται τα πάντα. Η ιδέα του "υπάρχω", η διάθεσή μου να ενεργώ σα να είχαν όλα ένα νόημα (ακόμα κι αν, με την ευκαιρία, θα 'λεγα πως τίποτα δεν έχει νόημα), όλα αυτά διαψεύδονται μ' έναν ιλιγγιώδη τρόπο απ' τον παραλογισμό ενός ξαφνικού θανάτου. Το να σκέφτεσαι το αύριο, να θέτεις σκοπούς, να έχεις επιθυμίες - όλα αυτά προϋποθέτουν ότι πιστεύεις στην ελευθερία, ακόμα κι αν, καμιά φορά, σε βεβαιώνουν πως δεν πρόκειται να την ξανανοιώσεις. Αλλά για την ώρα, η ανώτερη αυτή ελευθερία του να υπάρχεις, που μπορεί μόνη της να θεμελιώσει μια αλήθεια, ξέρω καλά πως δεν υπάρχει. Υπάρχει ο θάνατος σα μοναδική πραγματικότητα. Μετά απ' αυτόν τα παιχνίδια τελειώνουν. Δεν είμαι πια ελεύθερος να διαιωνισθώ, είμαι σκλάβος και προ πάντων σκλάβος που δεν ελπίζει στην αιώνια επανάσταση, που δεν έχει καταφύγιο για την περιφρόνηση. Και, ποιος μπορεί να παραμείνει σκλάβος χωρίς επανάσταση και χωρίς περιφρόνηση; Ποια ελευθερία μπορεί να υπάρξει σ' όλο το νόημά της, χωρίς πίστη στην αιωνιότητα;
 
Συγχρόνως όμως, ο παράλογος άνθρωπος καταλαβαίνει πως μέχρι τώρα συνδεόταν μ' αυτή την απαίτηση για ελευθερία που ζούσε φανταστικά. Κατά κάποιο τρόπο, αυτό τον εμπόδιζε. Στα μέτρα που έθετε ένα σκοπό στη ζωή του, συμμορφωνόταν με τις απαιτήσεις αυτού του σκοπού και γινόταν σκλάβος της ελευθερίας του. Έτσι, δε θα μπορούσα πια να ενεργήσω διαφορετικά παρά σαν πατέρας (ή μηχανικός ή αρχηγός λαών ή έκτατος υπάλληλος στα Τ.Τ.Τ.) που προετοιμάζομαι να γίνω. Πιστεύω πως μπορώ να διαλέξω να είμαι περισσότερο αυτό και λιγότερο κάτι άλλο. Είναι αλήθεια πως το πιστεύω ασυνείδητα. Συγχρόνως όμως απαιτώ να πιστεύουν κι εκείνοι που με περιβάλλουν, να κρίνουν (οι άλλοι είναι τόσο βέβαιοι για το ότι είναι ελεύθεροι κι αυτή η καλή διάθεση εύκολα μεταδίδεται!). Όσο μακριά κι αν μπορούμε να μείνουμε από κάθε κρίση, ηθική ή κοινωνική, μερικές τις δεχόμαστε κι ακόμα με τις καλύτερες φτιάχνουμε τη ζωή μας (υπάρχουν καλές και κακές κρίσεις). Έτσι ο παράλογος άνθρωπος καταλαβαίνει πως δεν ήταν πραγματικά ελεύθερος. Για να μιλήσουμε καθαρά, μέσα στα πλαίσια που ελπίζω ή αμφιβάλλω για μια αλήθεια μου, για τον τρόπο που υπάρχω ή δημιουργώ, στα πλαίσια, τέλος, μέσα στα οποία φτιάχνω τη ζωή μου αποδεικνύοντας έτσι πως έχει ένα νόημα, σ' αυτά τα πλαίσια, ορθώνω φράχτες που μέσα τους περιορίζω τη ζωή μου. Ενεργώ σαν κι αυτούς τους στοχαστές και καλλιτέχνες που με γεμίζουν αηδία και δεν κάνουν τίποτ' άλλο, τώρα το διαπιστώνω, απ' το να παίρνουν στα σοβαρά την ελευθερία του ανθρώπου. Στο σημείο αυτό, το παράλογο με φωτίζει: δεν υπάρχει επαύριο. Διακρίνω, στο εξής, την αιτία της ανεξιχνίαστης ελευθερίας μου. Εδώ, θα κάνω δυο συγκρίσεις. Αρχικά, οι μυστικοί βρίσκουν μια ελευθερία στο να δοθούν. Με το να βυθίζονται στο θεό τους, να συμμορφώνονται στους κανόνες του, ενδόμυχα, με το δικό τους τρόπο γίνονται ελεύθεροι. Σ' αυτή την εκούσια σκλαβιά ξαναβρίσκουν την τέλεια ανεξαρτησία. Τι σημαίνει όμως αυτή η ελευθερία; Μπορούμε να πούμε προ πάντων α ι σ θ ά ν ο ν τ α ι ελεύθεροι απέναντι στον εαυτό του και λιγότερο ελεύθεροι από απελευθερωμένοι. Ακόμα, ο παράλογος άνθρωπος στραμμένος ολόκληρος προς το θάνατο (παρμένον εδώ σαν τον πιο φυσικό παραλογισμό), νοιώθει απαλλαγμένος απ' το κάθε τι που δεν είναι αυτή η κατασταλαγμένη μέσα του γεμάτη πάθος ένταση. Δέχεται μια ελευθερία σύμφωνα με τους κοινούς κανόνες. Σ' αυτό το σημείο, παρατηρούμε πως τα θέματα της υπαρξιστικής φιλοσοφίας διατηρούν όλη τους την αξία. Η επιστροφή στη συνείδηση και η αφύπνηση απ' τον καθημερινό ύπνο αποτελούν τα πρώτα βήματα της παράλογης ελευθερίας. Αλλά αυτό που αμφισβητείται είναι το υπαρξιστικό κ ή ρ υ γ μ α και το πνευματικό άλμα που ουσιαστικά αποφεύγει τη συνείδηση. Με τον ίδιο τρόπο (αυτή είναι η δεύτερη σύγκριση) οι σκλάβοι της Αρχαιότητας δεν ανήκαν στον εαυτό τους. Ήξεραν, όμως, αυτή την ελευθερία που συνίσταται στο να μην αισθάνεσαι διόλου υπεύθυνος [Αυτό που γίνεται εδώ δεν είναι ένας υποτιμητικός απολογισμός αλλά μια πραγματική σύγκριση. Ο παράλογος άνθρωπος είναι το αντίθετο του ανθρώπου που συμβιβάζεται]. Ακόμα κι ο θάνατος έχει χέρια πατρικίων που τσακίζουν αλλά ελευθερώνουν.
Το να βυθιστείς σ' αυτή την απύθμενη βεβαιότητα, να νοιώθεις στο εξής αρκετά ξένος προς την προσωπική σου ζωή για να την παρατείνεις και να τη ζήσεις χωρίς τη μυωπία των ερωτευμένων, σ' αυτό, υπάρχει η αρχή μιας απελευθέρωσης. Αυτή η καινούργια ανεξαρτησία υπάρχει στο τέλος, όπως όλη η ελευθερία της δράσης. Δεν έχει συναλλαγές με την αιωνιότητα. Αλλά αντικαθιστά όλες τις αυταπάτες της ε λ ε υ θ ε ρ ί α ς που τις σταματούσε ο θάνατος. Η υπέροχη διαθεσιμότητα του θανατοποινίτη που κάποια χαραυγή του ανοίγονται οι πύλες της φυλακής, η απίστευτη αφιλοκέρδειά του για όλα - διατηρεί μονάχα μια καθαρή φλόγα για ζωή - εδώ βρίσκονται, το νοιώθουμε καλά, ο θάνατος και το παράλογο, οι αρχές της μοναδικής λογικής ελευθερίας: της ελευθερίας που μπορεί να νοιώσει και να ζήσει μια ανθρώπινη καρδιά. Αυτή είναι η δεύτερη συνέπεια. Ο παράλογος άνθρωπος διαισθάνεται λοιπόν ένα σύμπαν καυτό και παγωμένο, διάφεγγο και περιορισμένο, όπου τίποτα δεν είναι δυνατό αλλά όλα είναι δοσμένα και που φεύγοντας απ' αυτό συναντάει την ανυπαρξία και το μηδέν. Τότε, μπορεί ν' αποφασίσει να δεχτεί να ζήσει σ' ένα τέτοιο σύμπαν, να υφίσταται τις επιδράσεις του, ν' αρνιέται, να ελπίζει και να διαπιστώνει συνεχώς πως τίποτα δεν ανακουφίζει τη ζωή.

Αλλά ποια είναι η σημασία της ζωής σ' ένα τέτοιο σύμπαν; Για την ώρα καμιά άλλη εκτός απ' την αδιαφορία για το μέλλον κι απ' το να εξαντλείς κάθε τι που υπάρχει. Η πίστη στο νόημα της ζωής προϋποθέτει πάντα μια αξιολόγηση, μια εκλογή, τις προτιμήσεις μας. Η πίστη στο παράλογο, όπως το προσδιορίσαμε, σημαίνει το αντίθετο. Εδώ όμως πρέπει να σταθούμε.
Εκείνο που μ' ενδιαφέρει είναι το να μάθουμε εάν μπορούμε να ζούμε χωρίς ελπίδα. Δε θέλω να βγω διόλου απ' αυτόν το χώρο. Μπορώ να συμφιλιωθώ μ' αυτή την ζωή; Επομένως, μπροστά σ' αυτήν τη σκέψη, η πίστη στο παράλογο ξανάρχεται ν' αντικαταστήσει την ποιότητα με την ποσότητα των εμπειριών. Εάν πειστώ πως αυτή η ζωή δεν έχει άλλη όψη απ' την παράλογη, εάν αποδείξω πως ολόκληρη η ισορροπία της εξαρτάται απ' την αδιάκοπη αντίθεση ανάμεσα στη συνειδητή μου επανάσταση και στο κενό που πέφτει, εάν παραδεχτώ πως η ελευθερία μου έχει ένα νόημα ανάλογο με το περιορισμένο της πεπρωμένο, τότε είμαι υποχρεωμένος να ομολογήσω πως το σημαντικό δεν είναι να ζεις όσο το δυνατό καλύτερα, αλλά όσο περισσότερο γίνεται. Δε μ' ενδιαφέρει αν αυτό είναι χυδαίο ή αηδιαστικό, ευχάριστο ή λυπηρό. Μια για πάντα, οι κρίσεις αξίας εδώ παραμερίζονται για χάρη των κρίσεων πράξης. Μονάχα απ' αυτό που μπορώ να δω βγάζω συμπεράσματα, δε διακινδυνεύω τίποτα για μια υπόθεση. Αν υποθέσω πως δε θα ήταν τίμιο να ζω έτσι, τότε η πραγματική τιμιότητα θα μ' έφερνε στο σημείο να είμαι άτιμος.
Να ζεις περισσότερο: Αυτός ο κανόνας ζωής, στην πλατιά του έννοια, δε σημαίνει τίποτα. Πρέπει να τον εξηγήσουμε. Πρώτα - πρώτα, φαίνεται πως δεν έχουμε καταλάβει την έννοια της ποσότητας. Γιατί μπορεί να εξηγεί ένα αρκετά μεγάλο μέρος της ανθρώπινης εμπειρίας. Η ηθική ενός ανθρώπου, η αξιολόγηση που κάνει αποκτούν το νόημά τους απ' την ποσότητα και την ποικιλία των εμπειριών που δοκίμασε. Η σύγχρονη ζωή προσφέρει στην πλειονότητα των ανθρώπων την ίδια ποσότητα εμπειριών και επομένως την ίδια έντονη εμπειρία. Πρέπει ακόμα να υπολογίσουμε οπωσδήποτε την αυθόρμητη προσφορά του ατόμου, αυτό που του έχει "δοθεί". Μα δεν μπορώ να κρίνω απ' αυτό κι επαναλαμβάνω πως πρόθεσή μου εδώ είναι να συμφιλιωθώ μ' αυτό που είναι φανερό. Παρατηρώ λοιπόν πως ο ιδιαίτερος χαρακτήρας μιας κοινής ηθικής στηρίζεται λιγότερο στην ιδεαλιστική δύναμη των αρχών που την εμπνέουν και περισσότερο στη φύση μιας εμπειρίας. Οι Έλληνες είχαν την ηθική της αργίας όπως εμείς έχουμε την ηθική του οκταώρου. Ήδη, όμως, πολλοί άνθρωποι - κι ανάμεσά τους οι πιο τραγικοί - μας υποχρεώνουν να προαισθανθούμε ότι μια μακροχρόνια εμπειρία αλλάζει τον πίνακα των αξιών. Μας υποχρεώνουν να φαντασθούμε έναν άνθρωπο που ρίχνεται καθημερινά στην περιπέτεια, που με την ποσότητα των εμπειριών μονάχα θα ξεπερνούσε όλα τα ρεκόρ (επίτηδες χρησιμοποιώ αυτό τον αθλητικό όρο) επιδιώκοντας ν' αποκτήσει έτσι τη δική του, προσωπική ηθική [Καμιά φορά η ποσότητα δημιουργεί την ποιότητα. Εάν πιστέψω σ' ό,τι υποστηρίζει τελευταία η επιστημονική θεωρία, κάθε ύλη συγκροτείται από κέντρα ενεργείας. Η μεγάλη ή μικρή τους ποσότητα δημιουργεί το είδος - λίγο ή πολύ μοναδικό. Ένα δισεκατομμύριο ιόντα και ένα ιόν διαφέρουν όχι μονάχα ποσοτικά αλλά και ποιοτικά. Η αναλογία ξαναβρίσκεται εύκολα στην ανθρώπινη εμπειρία]. Ας ξεφύγουμε όμως απ' το ρομαντισμό κι ας προσπαθήσουμε μονάχα να βρούμε τι μπορεί να σημαίνει αυτή η στάση για έναν άνθρωπο αποφασισμένο να διατηρήσει το στοίχημά του και να παρατηρήσει προσεκτικά το παιχνίδι.
 
Το να καταρρίψεις όλα τα ρεκόρ σημαίνει μονάχα, πριν απ' όλα, πώς αντιμετωπίζεις όσο γίνεται συχνότερα τον κόσμο. Χωρίς αντιφάσεις και λογοπαίγνια είναι δυνατό να επιτευχθεί αυτό; Ξέρουμε ότι, απ' τη μία μεριά, το παράλογο υποστηρίζει πως όλες οι εμπειρίες δεν έχουν σημασία κι απ' την άλλη, ενθαρρύνει στην απόκτηση όσο γίνεται περισσότερων εμπειριών. Γιατί να μην ενεργήσουμε λοιπόν όπως ενεργούν τόσοι απ' αυτούς τους ανθρώπους για τους οποίους μιλούσα πιο πάνω, να διαλέξουμε δηλαδή τον τρόπο ζωής που μας φέρνει κοντύτερα στην ανθρώπινη πραγματικότητα κάνοντας έτσι μια αξιολόγηση που απ' την άλλη πλευρά λέμε πως απορρίπτουμε;
 
Αλλά για μια ακόμη φορά το παράλογο και η αντιφατική του ζωή μας δίνουν μαθήματα. Είναι σφάλμα εάν σκεφτούμε ότι αυτή η ποσότητα από εμπειρίες εξαρτάται από τις περιστάσεις της ζωής μας, τη στιγμή που εξαρτάται μονάχα από μας. Εδώ πρέπει να είμαστε απλοί. Σε δυο ανθρώπους που ζουν τα ίδια χρόνια, ο κόσμος προσφέρει πάντα την ίδια ποσότητα εμπειριών. Από μας εξαρτάται να τις συνειδητοποιήσουμε. Όταν καθώς νοιώθεις, όσο πιο πολύ γίνεται, τη ζωή σου, την επανάστασή σου, την ελευθερία σου, σημαίνει πως ζεις όσο πιο πολύ γίνεται. Όπου επικρατεί η σαφήνεια, η αξιολόγηση δε χρησιμεύει σε τίποτα. Ας είμαστε απλούστεροι. Ας πούμε πως το μοναδικό εμπόδιο, το μόνο "χάσιμο" είναι ο πρόωρος θάνατος. Εδώ, το υποτιθέμενο σύμπαν υπάρχει μονάχα με τη βοήθεια αυτής της σταθερής εξαίρεσης του θανάτου. Έτσι κανένα βάθος, καμιά συγκίνηση, κανένα πάθος και καμιά θυσία δε θα μπορούσαν να προσφέρουν στον παράλογο άνθρωπο (ακόμα κι αν το ευχόταν) μια συνειδητή ζωή σαράντα χρόνων κι ένα φως που φτάνει ως τα εξήντα χρόνια [Ίδια σκέψη για μια έννοια διαφορετική τόσο, όσο και η ιδέα της ανυπαρξίας. Ούτε προσθέτει ούτε αφαιρεί τίποτα απ' το υπαρκτό. Πραγματικά, το νόημα της δικής μας ανυπαρξίας βρίσκεται στην ψυχολογίκή εμπειρία της ανυπαρξίας, στη σκέψη αυτού που θα συμβεί σε δυο χιλιάδες χρόνια. Σε μια απ' τις απόψεις του το συναίσθημα της ανυπαρξίας δημιουργείται με το πλήθος ακριβώς από ερχόμενες ζωές που δε θα είναι δικές μας]. Για τον παράλογο άνθρωπο η τρέλλα κι ο θάνατος είναι τ' ανεπανόρθωτα. Δε διαλέγει ο άνθρωπος. Το παράλογο και η παράταση της ζωής που εύχεται δ ε ν ε ξ α ρ τ ώ ν τ α ι λ ο ι π ό ν α π ό τ η θ έ λ η σ η τ ο υ α ν θ ρ ώ π ο υ αλλά απ' το θάνατο που είναι το αντίθετο της θέλησης [Εδώ η θέληση δεν είναι τίποτ' άλλο από τη δύναμη: βοηθάει στη διατήρηση της συνείδησης. Σε μαθαίνει έναν τρόπο ζωής κι αυτό εκτιμάται ανάλογα]. Αποκλειστικά και μόνο είναι ζήτημα τύχης. Πρέπει να μάθουμε να τη δεχόμαστε. Ποτέ πια δε θ' αντικατασταθούν είκοσι χρόνια ζωής και πείρας.
Οι Έλληνες πίστευαν - περίεργο για μια τόσο προικισμένη φυλή - πως οι θεοί αγαπούσαν τους ανθρώπους που πέθαιναν νέοι. Αυτό δεν είν' αλήθεια, εκτός αν δεχτούμε πως μπαίνοντας στο γελοίο κόσμο των θεών χάνεις για πάντα την πιο αγνή χαρά, τη χαρά του να αισθάνεσαι - να αισθάνεσαι πάνω σ' αυτήν τη γη. Το παρόν κι η διαδοχή των παρόντων μπροστά από μια αδιάκοπα συνειδητή ψυχή είναι το ιδανικό του παράλογου ανθρώπου. Εδώ, όμως, η λέξη ιδανικό κρύβει έναν ψεύτικο ήχο. Δεν είναι ο προορισμός του αλλά το τρίτο αποτέλεσμα της σκέψης του πάνω στο παράλογο, που ξεκίνησε απ΄την αγχώδη συνείδηση του απάνθρωπου για να καταλήξει στο τέλος της πορείας της μέσα στις παθιασμένες φλόγες της ανθρώπινης επανάστασης [Αυτό που έχει σημασία είναι ο σύνδεσμος. Εννοούμε ένα σύνδεσμο με τον κόσμο. Αλλά η ανατολική σκέψη διδάσκει πως μπορούμε να καταβάλλουμε την ίδια διανοητική προσπάθεια πηγαίνοντας κ ό ν τ ρ α στον κόσμο. Κι αυτό είναι νόμιμο και καθορίζει το χαρακτήρα αυτού του δοκίμιου. Όταν όμως η απομάκρυνση απ' τον κόσμο εκφράζεται με την ίδια σκληρότητα καταλήγουμε συχνά (σ' ορισμένες βεδικές σχολές) σ' αποτελέσματα όπως π.χ. ν' αδιαφορούμε για τα πράγματα. Σ' ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο, στην Ε κ λ ο γ ή, ο Ζαν Γκρενιέ θεμελιώνει μ' αυτό τον τρόπο μια πραγματική "φιλοσοφία της αδιαφορίας"].
 
Τα συμπεράσματα που βγάζω λοιπόν απ' το παράλογο είναι η επανάστασή μου, η ελευθερία μου και το πάθος μου. Με τη βοήθεια της συνείδησης όλα αυτά από πρόσκληση στο θάνατο τα μετατρέπω σε κανόνα ζωής - κι αρνούμαι την αυτοκτονία. Ναι, ξέρω τον υπόκωφο ήχο που διατρέχει αυτές τις μέρες. Αλλά μόνο μια λέξη έχω να πω: είναι απαραίτητος. Όταν ο Νίτσε γράφει: "Φαίνεται καλά πως το σπουδαιότερο πράγμα στον ουράνο και στη γη είναι να υ π α κ ο ύ ς διαρκώς προς την ίδια κατεύθυνση: τελικά βγαίνει κάτι όπως π.χ. η αρετή, η τέχνη, η μουσική, ο χορός, η δικαιοσύνη, το πνεύμα, κάτι που μεταμορφώνει, κάτι ευγενικό, τρελλό ή θείο που γι' αυτό αξίζει τον κόπο να ζεις πάνω σ' αυτήν τη γη", δίνει τον κανόνα μιας σπουδαίας ηθικής. Συγχρόνως όμως χαράζει το δρόμο του παράλογου ανθρώπου. Το να υπακούς στη φλόγα σημαίνει πως υπάρχει κάτι το πολύ εύκολο και πολύ δύσκολο μαζί. Αλλά όταν ο άνθρωπος αναμετριέται με τη δυσκολία πρέπει πότε - πότε να κρίνει. Είναι ο μόνος που μπορεί να το κάνει.
"Η προσευχή", λέει ο Αλαίν, "έρχεται στη σκέψη τη νύχτα". "Πρέπει όμως το πνεύμα να συναντήσει τη νύχτα", απαντούν οι μυστικοί και οι υπαρξιστές. Έχουν δίκιο, δεν πρέπει όμως να συναντήσει τη νύχτα που γεννιέται κάτω απ' τα κλειστά μάτια με τη θέληση του ανθρώπου - νύχτα σκοτεινή και σιωπηλή που το πνεύμα πάει να χαθεί σ' αυτή. Θα πρέπει να συναντήσει τη νύχτα της φωτεινής απελπισίας - πολική νύχτα - που το πνεύμα μένει άγρυπνο, απ' όπου ίσως δημιουργηθεί η άσπιλη λάμψη που μέσα στο φως της γνώσης δίνει μορφή στο κάθε αντικείμενο. 

Εδώ, η ισορροπία συναντάει τη συγκινητική κατανόηση. Δεν υπάρχει πια το πρόβλημα του άλματος της ύπαρξης. Βρίσκει τη θέση του στη μέση της αιώνιας τοιχογραφίας της γεμάτης από ανθρώπινες στάσεις. Για το συνειδητό θεατή το άλμα αυτό είναι ακόμα παράλογο. Στα πλαίσια που πιστεύει πως μπορεί να καταλύσει αυτό το παράδοξο, το ξαναστήνει ολόκληρο. Τότε, συναισθάνεται. Τότε, όλα ξαναπαίρνουν τη θέση τους κι ο παράλογος κόσμος ξαναγεννιέται μέσα σ' όλο του το μεγαλείο, σ' όλη του την πολλαπλότητα.
 
Αλλά ο παράλογος άνθρωπος δεν πρέπει ν' αδρανεί. Ικανοποιείται δύσκολα από ένα μονάχα τρόπο αντιμετώπισης, δεν μπορεί να στερηθεί απ' την αντίφαση - την πιο διεισδυτική ίσως απ' όλες τις πνευματικές στάσεις. Όταν το ένα απ' τα σκέλη της αντίφασης πεθαίνει, μένει το άλλο, κι αυτό φανερώνει ένα μονάχα τρόπο σκέψης. Τώρα, πρέπει να ζήσει ατόφια η αντίφαση.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου