La vie est ailleurs


*η ζωή είναι αλλού



Η αφορμή. Ήταν άραγε γιατί διέγραψαν έναν Γερμανό φοιτητή από τη Ναντέρ, γιατί η φρουρά του Παρισιού αρνήθηκε την πρωσική κατοχή, γιατί ο Μοχάμεντ Μπουαζίζι αυτοπυρπολήθηκε στην Σιντί, γιατί κάποιος διέδωσε μια φήμη πως «έρχονται φασίστες» στην ταράτσα της Νομικής, γιατί μια παρέα απελπισμένων επιτέθηκε στο Λιτόχωρο, ή μήπως γιατί ο Αθανάσιος Μελίστας, ο Εντσάουλ Μεντόζα, ο Ντέρεκ Σόβιν ή ο Επαμεινώνδας Κορκονέας εκτέλεσαν έναν δεκαεξάχρονο που δεν χώνευε την προστακτική της εξουσίας; Κανένας δεν ξέρει γιατί ξεκινάει μια εξέγερση —ούτε και έχει σημασία. Ο Γκοντάρ είχε συμβουλέψει τον Μπερτολούτσι να «κράτα πάντα μια πλευρά του πλάνου ανοιχτή γιατί ανά πάσα στιγμή μπορεί να εισβάλει η πραγματικότητα»· και εισέβαλε: με μια πέτρα απ’ το πλακόστρωτο του Καρτιέ Λατέν που αποκάλυψε πως «από κάτω υπήρχε παραλία».

Τριακόσιοι προβοκάτορες (έτσι έγραψε η Πανσπουδαστική νούμερο 8 σε άπταιστα γαλλικά) κλείστηκαν στο προαύλιο στην Σορβόννη αποφασισμένοι να μην φύγουν αν δεν γυρίσει ανάποδα όλος ο κόσμος· αν δεν αποχωρήσουν ηττημένοι οι Αμερικάνοι από το Βιετνάμ, αν δεν αφοπλιστεί η αστυνομία, αν δεν κυβερνηθούν τα εργοστάσια απ’ τους εργάτες, αν τα όνειρα των γυναικών, των μεταναστών, των παιδιών και των τρελών δεν πάρουνε εκδίκηση. Μια Καρολαίν με την σημαία των Βιετκόγκ στα χέρια και με τα πόδια της κουρελιασμένα από το βάρος των αιώνων θα ανεβαίνει στους ώμους ενός γίγαντα και από εκεί ψηλά, σαν πίνακας του Ευγένιου Ντελακρουά, θα δώσει το σύνθημα για τη Νύχτα των οδοφραγμάτων. Από την οδό Γκε-Λουσάκ οι εργαζόμενοι θα καταλάβουν τα εργοστάσια απαιτώντας αυτοδιαχείριση, από τα αμφιθέατρα οι Λυσσασμένοι θα κηρύξουν μια άλλη ζωή που γεννιέται «εδώ και τώρα», έξω απ’ τα αστυνομικά τμήματα οι Καταστασιακοί θα αφοδεύσουν τα σύμβολα της εξουσίας. Ένα εκατομμύριο εργάτες στους δρόμους θα καλπάσουν, σαν φτερωτοί Ροσινάντε, τώρα που «ο παλαιός κόσμος είναι πίσω τους». Στις 29 Μαΐου δύο ελικόπτερα θα απογειωθούν απ’ το Ισί-λε-Μουλινό. Ο στρατηγός θα εγκαταλείψει κυνηγημένος τη Γαλλία. Από τη Γερμανία θέλει να διευθύνει τη στρατιωτική επιχείρηση ανακατάληψης του Παρισιού. Όπως ακριβώς και ο Αδόλφος Θιέρσος ετοιμάζεται να πυροβολήσει το λαό του.
Ο σεισμός θα τραντάξει τα ξόανα της κυβέρνησης των αρλεκίνων. Κι αν ο αστείος Ζωρζ έχει σχεδόν αποδεχτεί πως το Μέγαρο των Ηλυσίων θα καταληφθεί το ίδιο βράδυ από την επανάσταση, αυτοί που θα τρομάξουν περισσότερο είναι οι γραφειοκράτες του παλαιού κόσμου. Θα συμφωνήσουν με τον Πομπιντού την εξαγορά της οργής με αύξηση μισθών. Όμως το πάθος δεν θα κατανικηθεί. Οι εργαζόμενοι ξέρουν πως «κανένα ποσοστά ανάπτυξης δεν είναι ερωτεύσιμο», οι τοίχοι τους σκούζουν πως «το εμπόρευμα είναι το όπιο του λαού», πλέον δεν θέλουν να «πάρουν το ασανσέρ, θέλουν να πάρουν την εξουσία». Και είναι εκεί η εξουσία· γυμνή στους δρόμους, σαν την Ιζαμπέλ στο σαλόνι του ποιητή. Αυτοί που θέλουν το πλακόστρωτο να μείνει στην θέση του, αυτοί που πιστεύουν πως στην «πραγματική επανάσταση δεν θα σπάσει ούτε τζάμι», αυτοί που το κόμμα τους είναι του περασμένου αιώνα (κι ας ήταν 20 χρονών), θα επιμείνουν.

Στο τέλος όλοι θα συνασπιστούν ενάντια στους 300 προβοκάτορες. Ο Ντε Γκόλ με το στρατό και την αστυνομία, η Γαλλική ακροδεξιά και οι Βρετανικοί συντηρητικοί, το Γαλλικό ΚΚ και η ενεργούμενή του Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας (CGT). Οι οργανικοί διανοούμενοι της αντίδρασης, τη αριστεράς και της «προόδου», ο George Marchais, ο Αραγκόν και ο Αλτουσέρ. Με ύψος καρδιναλίων θα μιλήσουν για «μικροαστούς» φοιτητές, θα πουν πως «οι αναρχικοί του χθες και του σήμερα παίζουν το παιγνίδι της αντίδρασης», θα ταραχτούν —οι έρμοι— που οι καλοβαλμένες καρέκλες τους στα φέουδα του παλαιού κόσμου, αρχίζουν να τρίζουν. Θα ζητήσουν εκλογές. Θα πονηρός στρατηγός θα τους ακούσει. Η εθνοσυνέλευση θα διαλυθεί.

Στις 10 Ιούνη ο Ζιλ Τοτάν, ένας 17χρονος μαθητής, θα πνιγεί στο Σηκουάνα, κυνηγημένος από τους μπάτσους. Η Έμα Γκούντμαν, η Ρόζα Λούξεμπουρκ, ο Μαρξ και ο Μπακούνιν θα δικαιωθούν πικρά. Αν οι εκλογές άλλαζαν τα πράγματα, θα ήταν παράνομες. Η κοινοβουλευτική αριστερά θα ηττηθεί συντριπτικά. Η εξέγερση θα παραμείνει «μνήμη, δεν θα γίνει κράτος».

*

Έξι δεκαετίες μετά κερδίζει ακόμα η αντίδραση. Οι θυρωροί του παλαιού καιρού θα επανέλθουν. Τη σεξουαλική επανάσταση θα διαδεχθεί ο βαθύτερος πουριτανισμός του εμπορεύματος και της κοινωνίας των ομοιωμάτων, την εργατική αυτοδιαχείριση θα διαδεχθούν οι σταρ απ του χρηματοπιστωτικού ολοκληρωτισμού, τη δημοκρατία των σοβιέτ η συμμετοχική δημοπρασία των ΜΚΟ, τον παγκόσμιο αφοπλισμό, η νέα κούρσα εξοπλισμών, τη ριζοσπαστική ισότητα, την ειρηνική επανασυμφιλίωση με τη φύση, τα πράσινα κόμματων και τα γκόλντεν μπόις της ενεργειακή μπίζνας.

Το 2007 ο Νικολά Σαρκοζί θα διακήρυξε πως «έπρεπε να τελειώνουμε οριστικά με το Μάη», πως «όλα τα κακά πηγάζουν απ’ αυτόν». Μα γιατί ασχολούνται ακόμα με το Μάη αφού τον νίκησαν οριστικά; Στον Ηγεμόνα ο Νικολό Μακιαβέλι γράφει πως καθήκον της εξουσίας δεν είναι μόνο η ήττα κάθε εξέγερσης αλλά και το ξερίζωμα της μνήμης της, αλλιώς οι υποταγμένοι θα θυμούνται πάντα εκείνης της μέρες και της ώρες που έζησαν ελεύθεροι, χωρίς την εξουσία.

Κόντρα λοιπόν στην εξουσία, στην οπισθοφυλακή «του αγώνα της μνήμης ενάντια στη λήθη»  τιμάμε σήμερα, 54 χρόνια μετά, εκείνη την μεγάλη στιγμή. Εκείνη το ζωντανό ποτάμι της ζωής, την επαναστατική γιορτή των οδοφραγμάτων, της ανυποχώρητη οργή της λαϊκής επιθυμίας που είναι η μόνη που μπορεί να υποσχεθεί το σπάσιμο των αλυσίδων. Γι’ αυτό κρατάμε τη μνήμη ζωντανή, γι’ αυτό και πολεμάμε όσους προσπαθούν ακόμα να τη «κανονικοποιήσουν» σε ακίνδυνες ατραπούς. Σε μια εποχή βαθιάς παρακμή, γενικευμένης ήττας και αντεπαναστατικού θριάμβου, κρατάμε ακόμα αιχμηρά τα αγκάθια του τριαντάφυλλου.

3-V-2022

Σωτήρης Λυκουργιώτης

 

Υ.Γ. Ένα σύνθημά του Μάη λέει: La société capitaliste est une fleur carnivore. [Μετ: Η καπιταλιστική κοινωνία είναι ένα σαρκοφάγο άνθος]

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου