Lex talionis (νόμος της ανταπόδοσης και ταξική αγριότητα)

 όταν έγκλημα είναι η τιμωρία του εγκλήματος

 

«Αφού σκότωσες αυτόν που δεν έπρεπε, πάθε τώρα α υ τ ό  π ο ύ  δ ε ν  π ρ έ π ε ι»

Αισχύλος, Χοηφόροι 930


I. Εισαγωγή

Τον τελευταίο καιρό (βρισκόμαστε στην τελευταία εβδομάδα του Φλεβάρη 2021) γίνεται πολύς λόγος στις οθόνες του ηλεκτρονικού τύπου για την συνεχιζόμενη απεργία πείνας του κατάδικου Δημήτρη Κουφοντίνα και την αντιμετώπισή του απ’ την κρατική εξουσία. Συνισταμένη αυτής της αντιμετώπισης είναι η ακόλουθη θέση: ο Κουφοντίνας είναι ένας κατάδικος εγκληματίας που εκτίει ποινή πολλαπλής ισόβιας κάθειρξης. Τούτο τον απονομιμοποιεί από το να ομιλεί για νομιμότητα, νόμους και δικαιώματα και, συνεχίζουν ισχυριζόμενοι, εμμέσως μεν, σαφώς δε, ότι η εγκληματική του δράση τον απονομιμοποιεί ως  υ π ο κ ε ί μ ε ν ο   δ ι κ α ί ο υ. Να πάθει λοιπόν ότι και ο ίδιος έκανε. Στο κάτω – κάτω της γραφής ο νόμος, για τον οποίο ομιλεί ο Κουφοντίνας και οι υποστηρικτές των αιτημάτων του, αδυνατεί να προστατεύσει τους νομοταγείς. Ενεργεί μόνο μετά το συμβάν, apres coup, (κατόπιν εορτής), και η pede poena claudo (η ποινή που έρχεται κουτσαίνοντας) δεν ωφελεί και πολύ έναν ήδη δολοφονημένο άνθρωπο. Οι υποστηρικτές της άποψης αυτής, δηλαδή τα στελέχη της δεξιάς κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη και της Νέας Δημοκρατίας με χαρακτηριστικούς εκπροσώπους τους Μπογδάνο, Γεωργιάδη, Πλεύρη, Βορίδη και η στρατιά των ωνητών δημοσιογραφούντων υπαλλήλων τους που καταρρυπαίνουν τις τηλεοπτικές μας οθόνες, υπογραμμίζουν την αξιόποινη συμπεριφορά του κατάδικου Δημήτρη Κουφοντίνα και την επισείουν, δίκην αναπεπταμένης σημαίας, προκειμένου να νομιμοποιήσουν την τωρινή, μετεγκληματική του αντιμετώπιση εκ μέρους της Πολιτείας, δηλαδή της δεξιάς κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη. Κι αυτήν την συμπεριφορά τους, την οποία πολλάκις την εμφανίζουν με ανεπεξέργαστη χυδαιότητα, την περιβάλουν με υφολογικήν ένδυση προσήλωσης στην νομιμότητα. Ωστόσο, θάπρεπε να υπομνήσουμε ότι σύμφωνα με τις επί του σημείου τούτου πανομοιότυπες αποφάσεις της Ολομελείας του Αρείου Πάγου, που είναι υ π ο χ ρ ε ω τ ι κ έ ς για την διοίκηση, το ius puniendi (τιμωρητικό δικαίωμα) της Πολιτείας κατά του εγκληματία εξαντλείται με την έκδοση της αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης που τον αφορά. Με την απόφαση αυτήν αξιολογήθηκε ν ο μ ί μ ω ς η νομική, κοινωνική και ηθική α π α ξ ί α της εγκληματικής συμπεριφοράς του και του καταλογίστηκε η εν αυτή αναφερόμενη ποινή. Μετά ταύτα, ακολουθεί η έκτιση της επιβληθείσας ποινής, αυτής και μόνον αυτής, σύμφωνα με τις απρόσωπες διατάξεις του Σωφρονιστικού κώδικα. Η αντιμετώπιση του κατάδικου πλέον γίνεται ΜΟΝΟΝ επί τη βάσει της μετεγκληματικής συμπεριφοράς του κατά την έκτιση της ποινής του εντός της Φυλακής. Δεν επιτρέπεται κατά Νόμον, να αντιμετωπίζεται η περίπτωσή του, το εάν θα λάβει λ.χ άδεια βραχύχρονης απουσίας ή εάν θα τύχει του ευεργετήματος της υπ’ όρον απόλυσης, υπό το πρίσμα της ήδη κριθείσας απ’ το Δικαστήριο εγκληματικής του συμπεριφοράς.[1] Οι σωφρονιστικές διατάξεις οφείλουν να είναι απρόσωπες, διαφορετικά θα ομιλούμε για «νόμους φωτογραφία» που εκθέτουν την Πολιτεία και καθιστούν διάφανη την μνησικακία της. Οι αρχαίοι Αθηναίοι δεν δέχονταν ατομική νομοθετική ρύθμιση, ατομικό νόμο˙ ήσαν αρνητικά διατεθειμένοι απέναντι σε «νόμον επ’ ανδρί». Την αυτή στάση τήρησαν και οι Ρωμαίοι αποφαινόμενοι: ne privilegia sunto ( να μην χορηγούνται προνόμια).[2] Η νομιμότητα, λοιπόν, δεν είναι το στοιχείο εκείνο που χαρακτηρίζει τις απόψεις των κυβερνητικών στελεχών και κυβερνητικών υπαλλήλων. Εκείνο που προκύπτει αβίαστα, θα λέγαμε ανάγλυφα, εκείνο που διαχέεται στην ατμόσφαιρα απ’ την σύνολη συμπεριφορά τους, δίκην δύσοσμης απόσταξης, είναι η επιθυμία εκδίκησης, ο πόθος εξόντωσης του Κουφοντίνα, η ακλόνητη μνησικακία τους έναντι τούτου που τους σπρώχνει από πίσω και τους τραβά από μπροστά.