Δυο σημειώματα για το Μάη


του Λεωνίδα Πραπίδη



Τα δυο παρακάτω σημειώματα δημοσιεύτηκαν από το Λεωνίδα διαδοχικά το Μάη του 2013 και το Μάη του 2018, εξ αφορμής των 45 και 50 χρόνων από το Γαλλικό Μάη του 68’. Επέλεξα να τα δημοσιεύσω μαζί καθώς αποτελούν μια διαλεκτική ενότητα, αφού, κατά τη γνώμη μου, συμπληρώνουν —κατοπτρικά— το ένα το άλλο.

Ι

«Να θυμόσαστε πάντα πως τα "αιώνια βουνά στον ορίζοντα" είναι απλώς σκηνικά στον πίνακα. Κουνήστε τον ελαφρά και θα τα δείτε να τρέμουν!»[1]


Όλα δείχνουν να αρχίζουν αναπάντεχα και ξαφνικά. Μία ασυγκράτητη ορμή γεμίζει τις οδούς και τις λεωφόρους της μητρόπολης από νεανικές προσδοκίες μαζί με άκρατο ενθουσιασμό. Ένα ατίθασο κύμα μίας ευφάνταστης και πνευματώδους συνθηματολογίας, που είναι γραμμένη επάνω στους τοίχους των πανεπιστημίων και των εργοστασίων, συμπαρασύρει τις συνειδήσεις. Δεν υπάρχουν σχολαστικά ιδεώδη και πεζή ρητορεία. Δεν υφίσταται καμία ιεραρχία. Μόνος κυρίαρχος είναι ο αυθορμητισμός. Μοναδική κινητήριος δύναμη, η αντίδραση σε κάθε είδους αυταρχισμό. Όλοι εναντιώνονται στον πρόσκαιρο ευδαιμονισμό και την επιβεβλημένη αφθονία που αναχαιτίζει τα συναισθήματα και περιορίζει τη σκέψη. Το πλήθος είναι τόσο πελώριο και μαζικό που αρκεί μόνο: «Ένα γέλιο (του, που) θα σας θάψει»!


Είναι άνοιξη, η εποχή της αναδημιουργίας. Γι' αυτό και «τα οδοφράγματα κλείνουν τους δρόμους και ανοίγουν μονοπάτια». Οι οσμές των δακρυγόνων διαλύονται πάρα πολύ αργά από τις μυρωδιές των ανθών. Οι κοπέλες φορούν κοντές φούστες, απαιτώντας με αυτήν την πράξη να εκφράσουν τον ερωτισμό τους μέσα σε κλίμα αφόρητου συντηρητισμού και απαγορεύσεων. Η ανάγκη για επικοινωνία ωθεί άγνωστους μεταξύ αγνώστων να ανοίγουν πολιτικοκοινωνικές συζητήσεις καταμεσής των δρόμων σε μία πόλη σχεδόν πολιορκημένη. Όπου και να στρέψεις το βλέμμα σου βλέπεις ανθρώπους από ετερόκλητους κοινωνικούς χώρους να συνδιαλέγονται. Στον σιδηροδρομικό σταθμό Gare De Lyon ένας καθηγητής πανεπιστήμιου, ένας εργάτης, ένας διευθυντής επιχείρησης, μία φοιτήτρια, ένας οδηγός φορτηγού και μία θυρωρός κάνουν διάλογο μεταξύ τους. Είναι ο θρίαμβος μιας αταξικής διαλεκτικής. Η απόδειξη πως οι άνθρωποι ακόμη κι' αν βρεθούν κάτω από συνθήκες εξαντλητικής πίεσης δεν παύουν να αναζητούν την αλήθεια με ορθολογικούς τρόπους.

Με τον ερχομό της νύχτας το σκηνικό αλλάζει. Τεράστιοι σωροί από κυβόλιθους αποκαλύπτουν πως «κάτω από το πλακόστρωτο, υπάρχει παραλία»! Όλα τα αυτοκίνητα στους κεντρικούς δρόμους είναι αναποδογυρισμένα. Υπάρχουν εξεγερμένοι που σου δίνουν την εντύπωση πως μετακινούνται αέρινα ανάμεσα στα οδοφράγματα! Υπάρχουν διαδηλωτές που μαρτυρούν πως αυτή τη νύχτα «η ποίηση βρίσκεται στους δρόμους». Οι αντιτιθέμενες πλευρές μάχονται με άνισα εφόδια. Τούβλα, μαδέρια και τα γνωστά γυάλινα μπουκάλια με τα στουπιά ενάντια στα ανυπόφορα δακρυγόνα, τα κανόνια με το νερό και τα ρόπαλα που κατεβαίνουν αδιακρίτως και με ορμή επάνω στους αυχένες και τα μέτωπα των διαδηλωτών. Απόψε οι εξεγερμένοι παροτρύνουν ο ένας τον άλλο: «Σ' αγαπώ!!! Ω! Πείτε το με τούβλα»! Απόψε οι πάντες έχουν ξεσηκωθεί και προτρέπουν: «Τρέξε σύντροφε, ο παλιός κόσμος είναι στο κατόπι σου»! Οι ένστολοι δεν είναι διατεθειμένοι να δείξουν οποιαδήποτε κατανόηση, πόσο μάλλον οίκτο. "Πουτάνα, θα σε κάνουμε να γυρίσεις όλο το Παρίσι γυμνή"! Φωνάζουν σε μία κοπέλα που την έχουν συλλάβει σχεδόν ημίγυμνη μέσα στην αναμπουμπούλα και τον πανικό.

Το πλήθος της εξέγερσης φουντώνει. Οι φοιτητές νουθετούν. «Διαβάστε λιγότερο, ζήστε περισσότερο»! Σύντομα ακολουθούν εργάτες και μικροαστοί, όσοι δηλαδή νιώθουν να είναι παραμελημένοι. Οι φοιτητές τους συμβουλεύουν: «Εργαζόμενε: είσαι 25 χρονών αλλά το συνδικάτο σου είναι του προηγούμενου αιώνα». Μαζί τους συμβαδίζουν ακόμη και εκείνοι που μπορεί να είναι εύποροι αλλά αισθάνονται μέσα στην εργασία τους να ασφυκτιούν. Νιώθουν τα βιώματα τους να μην τους επιτρέπουν να πραγματώσουν την «απόλαυση χωρίς όρια. Την ζωή χωρίς νεκρό χρόνο». Όλοι αυτοί αντιλήφθηκαν αυτό που τους λέει επιτέλους ο τοίχος: Αγοράζουν την ευτυχία σου... Κλέψ' την!

Σαρανταπέντε χρόνια μετά και δεν έχει περάσει ούτε ένας Μάης δίχως να μας θυμηθούν!


ΙΙ

«Κι ο μήνας Μάης δεν έχει ξανάρθει ποτέ, από το '68 εως το τέλος αυτού του κόσμου του θεάματος, δίχως να μας θυμηθούν!»[2]

Αναγνώστη, προσοχή! Ακολουθεί κατάχρηση μηδαμινών στερεοτύπων.

Η γενιά της αμφισβήτησης, η σπορά της «σεξουαλικής επανάστασης»... Η χρονιά που άλλαξε τον κόσμο... Ο Μάης του '68 έμεινε στην Ιστορία... Το φοιτητικό κίνημα της δεκαετίας του ’60 άλλαζε νοοτροπίες και κατεδάφισε τις αφόρητα καταπιεστικές και υποκριτικές συμπεριφορές...

Η κοινωνία του θεάματος ήταν πάντοτε βαριά εθισμένη στη στατική παρέλαση ξύλινων ευφημισμών. Ακόμη κι αν η εαρινή εξέγερση κρίθηκε προς στιγμή με την βαρυτική έλξη καταστασιακών δυνάμεων —και με τη συνδρομή ασφαλώς ελευθεριακών σοσιαλιστών–Socialisme ou barbarie και των αναρχικών στην συνδιαμόρφωση της κοινής ανατρεπτικής κίνησης— που κατακρήμνισαν το έδαφος κάτω από τα πόδια της αφασικά διαφωτισμένης κοινωνίας, αυτή δεν φείδεται με ακραία φιλαρέσκεια να τροφοδοτεί την επιφανειακή αποθέωση του καθολικού πάθους που την αμφισβήτησε εξ ολοκλήρου. Κάθε Μάης σέρνει κι ένα μνημόσυνο. Ακαδημαϊκοί της απολογητικής σχόλης και μεθοδολογιστές κοινωνιολόγοι ευλογούν τα πραγματιστικά τους γένια· εκθειάζουν τη δυνατότητα της δυτικής κοινωνίας να απαντά εποικοδομητικά στις προκλήσεις της, ενσωματώνοντάς τες σαν ανάγκες. Καλοζωισταί διανοούμενοι και εναλλακτικοί καλλιτέχνες που την έχουν «υποψιαστεί» ομνύουν με δέος ανιδεότητας την Επανάσταση της καθημερινής ζωής ωσάν απαρχή του μεταμοντέρνου καλλιτεχνήματος ενός «ελεύθερου δημιουργικού υποκειμένου». Παλιακοί αγωνισταί και όψιμοι επαναστάτες αποψύχουν το μόσχο τον σιτευτό του επαναστατικού νόστου. Όλοι τους πρότυπα στο παγωμένο παρόν αυτού του ανεστραμμένου κόσμου. Μακάριοι θεατές, φρουρούμενοι από τον θείο ύπνο τους, εξαργύρωσαν εισιτήριο στην πρώτη σειρά του θεωρείου.

Αλλά μετά τον Μάη που πάγωσε σαν καρτ ποστάλ, τι άλλο; Σάμπως αυτή η «λύτρωση» του ατόμου με την πλήρωση της ευελιξίας του αγοραίου υποκειμένου, οδήγησε πουθενά; Ή μήπως έβαλε, εν προκειμένω, μέσα από την πίσω πόρτα του ενναλακτισμού, τις διατρητικές δυνάμεις της αμετάκλητης διάλυσής του. Η «εκφραστική δημιουργικότητα», η «ρευστή ταυτότητα», η «αυτονομία», η «αυτοδημιούργητη ανάπτυξη» είναι τελικά όροι που παίζουν δίπορτο. Χρησιμοποιήθηκαν μέσα στην κριτική προσέγγιση της θεωρίας της μοντέρνας τέχνης αλλά ιδιάζουν, συγχρόνως —σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη φορά—, την κοινωνική μηχανική της «ευέλικτης» αντίληψης για την αφηρημένη εργασία (Μαρξ) υποδηλώνοντας με τον χειρότερο τρόπο την πανωλεθρία αυτού που ονόμασαν νεωτερικό υποκείμενο. Σήμερα τα λείψανα της Τέχνης στέκουν βουβά στη βαναυσότητα της παρακμίακής της προσαρμογής. 'Ο,τι ορίζεται από το 1968 κι έπειτα ως «το νέο πνεύμα του καπιταλισμού» (Boltanski & Chiapello), το οικτρό συνονθύλευμα μιας καλλιτεχνίζουσας πολιτικής ορθότητας με το οποίο στολίζεται η αφηρημένη υλιστική χρησιμοθηρία, διασύρει και τις τελευταίες αυταπάτες για την αυτονομία της Τέχνης. Η Τέχνη όχι μόνο καταφάσκει δουλικά την ανυπόφορη αλλοτρίωση στην ήττα της να πραγματωθεί μέσα στην κοινωνική ζωή σαν περιοδεύων παλιάτσος, αλλά προσφέρει και τα ασυνάρτητα κουρέλια της για να ραφτούν τα ρούχα ενός αγοραία εξορθολογισμένου πρακτικιστή. Τόσο πετυχημένη ήταν η αναβάθμιση που της επιφύλαξε η κοινωνία του θεάματος τώρα που η νεωτερικότητα καταρρέει.

Αλλά η γελοιότητα μιας κατάφασης δεν δύναται να καλλωπίσει την αθλιότητα μιας κοινωνίας. Το γένικό της ψεύδος αποκαλύπτεται με την πραγμάτική του μορφή. Με την ουτοπία μιας εκμηδένισης η οποία ποτέ της δεν συντέλεσε σε κάποια πρόοδο της ανθρώπινης Ιστορίας. Η πρόοδος της αστικής χίμαιρας επιβεβαίωσε την παρανοϊκή συνουσία χρήματος (του γενικού ισοδύναμου) και καλλιτεχνικής έκφρασης. Η κατάφαση στον εμπορεύσιμο χαρακτήρα της κουλτούρας ισοπεδώνει ουσιαστικά οποιαδήποτε ποιοτική κρίση. Μονάχα όταν βρίσκει απέναντί της την συνολική άρνηση που θέλει να επανακτήσει τον καθαρό έλεγχο επάνω στη ζωή, εκείνη την άρνηση που δεν ήθελε να εκσυγχρονίσει ή να διαχειριστεί την διαλυτική παρακμή της αλλοτρίωσης και της μιζέριας το '68, ενδέχεται ξανά η ποιητική δυνατότητα. Εκείνη που προτάσσει την έμπρακτη αξίωση της εξαφάνισης Κράτους και χρήματος μέσα από τις ζωές των ανθρώπων. Ή έστω την πτώση τούς σε θέση παρία. Έτσι έγινε τότε, κι έτσι θα γίνει και πάλι! Το ασυγκράτητο πάθος, η κατάφαση της ζωής δεν εφησυχάζει ποτέ σαν μια ασημαντότητα. Η αυτοσυνείδηση που ξυπνά την επιθυμία δεν μπορεί να μείνει στατική στο έλεος του τίποτα. Ειδάλλως θα καταστραφεί κι αυτή μαζί του!

Υ.Γ. Αν έχουμε υπόψιν ότι «η συγκεκριμένη ζωή των πάντων έχει εκπέσει σε θεωρητικό σύμπαν» (Γκυ Ντεμπόρ), θα καταλάβουμε ποιοι κατέβηκαν τότε στους δρόμους και γιατί η Αριστερά είναι κλινικά νεκρή.


[1] φράση του Neal Ascherson.

[2] παράφραση της γνωστής φράσης του Ντεμπόρ.


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου